του
Γιάννη Μακριδάκη
Απορώ. Δεν έχουν σκεφτεί ποτέ τον ενδεχόμενο θάνατο; Απορώ ειλικρινά. Τι κάνουν, τι παριστάνουνε καθημερινά οι άνθρωποι αυτοί; Ντυθήκανε με γραβάτες και σακάκια, πιάσανε και θέση ψηλά, στην εξουσία επί των ανθρώπων και νομίζουνε τι; Πως είναι ανώτεροι; Από ποιον; Μα τον θεό δεν καταλαβαίνω τίποτα. Πώς γίνεται να συμβαίνει όλο αυτό σκέφτομαι, κι αν είμαι εγώ, ο βλαξ, σε δρόμο παλαιό κι αδιέξοδο αναρωτιέμαι. Αν έχω μείνει τόσο πίσω και δεν έμαθα κάτι που ξέρουνε αυτοί, διότι σαν αιώνιους κι αθάνατους τους θωρώ να φέρουνται. Ειλικρινά απορώ και δεν ξέρω ποιόνε να ρωτήσω.
Κάθε απόγευμα βγαίνω και περπατάω με τούτο το ερώτημα να γυρνοβολά βασανιστικά μες το μυαλό μου σα σκυλί που το δέσανε με σκοινί κοντό στο δέντρο και φύγανε οι αφέντες του για μέρες...
Απορώ. Δεν έχουν σκεφτεί ποτέ τον ενδεχόμενο θάνατο; Απορώ ειλικρινά. Τι κάνουν, τι παριστάνουνε καθημερινά οι άνθρωποι αυτοί; Ντυθήκανε με γραβάτες και σακάκια, πιάσανε και θέση ψηλά, στην εξουσία επί των ανθρώπων και νομίζουνε τι; Πως είναι ανώτεροι; Από ποιον; Μα τον θεό δεν καταλαβαίνω τίποτα. Πώς γίνεται να συμβαίνει όλο αυτό σκέφτομαι, κι αν είμαι εγώ, ο βλαξ, σε δρόμο παλαιό κι αδιέξοδο αναρωτιέμαι. Αν έχω μείνει τόσο πίσω και δεν έμαθα κάτι που ξέρουνε αυτοί, διότι σαν αιώνιους κι αθάνατους τους θωρώ να φέρουνται. Ειλικρινά απορώ και δεν ξέρω ποιόνε να ρωτήσω.
Κάθε απόγευμα βγαίνω και περπατάω με τούτο το ερώτημα να γυρνοβολά βασανιστικά μες το μυαλό μου σα σκυλί που το δέσανε με σκοινί κοντό στο δέντρο και φύγανε οι αφέντες του για μέρες...
Ανεβαίνω στο βουνό, ύστερα παίρνω την όχθη του
χείμαρρου, φτάνω ίσαμε κάτω, στην αμμουδιά της ακροθαλασσιάς, βαδίζω και
σκέφτομαι, σκέφτομαι, μα απάντηση δεν βρίσκω. Ρουφάω αχόρταγα τη χειμωνιάτικη
φύση γύρω μου, καρφώνω το βλέμμα μου στον ήλιο που γέρνει στο βάθος του Αιγαίου,
ακούω τα πουλιά να φτερουγίζουνε τρομαγμένα μέσα από τις βατιές και τους σκίνους
σε κάθε μου βήμα, τ’ αεράκι μου χαϊδεύει το πρόσωπο, σκύβω, με τον σουγιά μου
ξεχωρίζω ένα άγριο ραδίκι από τη ρίζα του, το χώνω στη τσάντα μου και κοιτάζω
ψηλά, στο Θεό σαν την όρνιθα που μόλις ήπιε, νιώθω τόσο μικρός, αισθάνομαι τόσο
πολύτιμο της ζωής το δώρο, που μ’ έστειλε εδώ, σ’ αυτόν τον όμορφο κόσμο να χαρώ
το θαύμα της πλάσης γύρω μου, να γίνω ένα μαζί της για όσο διάστημα κρατήσει κι
εμένα το φωσάκι μου, ανασαίνω από το βάθος των πνευμόνων μου αχόρταγα αλλά με
δέος και, ξάφνου, μου ρχεται πάλι η ίδια σκέψη στο μυαλό κι απορώ
ειλικρινά.
Πως ζούνε αυτοί οι άνθρωποι; Με ψευδαισθήσεις
περνάνε μια ζωή ολάκερη ή έχουνε το βοτάνι της αθανασίας κι εγώ δεν τ’
ανακάλυψα ακόμα; Μα οι σοφοί γερόντοι του χωριού δεν θα το ξέρανε κι αυτοί; Δε
θα μου το αποκαλύπτανε; Τόσα μου λένε σαν τους ρωτώ για τα φυτά και τις σπορές.
Είναι στραβόξυλο, λέγανε προχτές εκεί στον καφενέ για ένανε γνωστό τους, μα η
φωτιά πλησιάζει. Έτσι λέγανε και ήτανε σίγουροι γι’ αυτό. Πως θα τον ισιώσει η
φωτιά τον στριμμένο άνθρωπο. Όλα τα στραβόξυλα τα ισιώνει. Η φωτιά. Ο θάνατος. Η
μόνη βεβαιότητα. Μια έκπληξη για όλους. Αυτό λένε οι σοφοί.
Μα οι άλλοι; Οι μεγάλοι; Ποτέ τους δεν τον
σκέφτονται; Μπας και δεν τους αφορά στ’ αλήθεια; Απορώ κάθε μέρα και πιο
πολύ ακούγοντας τα λόγια τους, βλέποντας τις ζωές τους. Άνθρωποι σαν εμένα μου
φαίνονται στην όψη. Κι ας μην πατάνε πια σε χώμα κι ας μη φορούν τα ρούχα μου τα
τριμμένα απ’ τη δουλειά στα γόνατα. Άνθρωποι είναι όμως, που βάλανε ψηλά καπέλα
και πήρανε ρόλους σημαίνοντες δήθεν, που δείχνουν να νομίζουνε πως είναι απάνω
απ’ όλους κι όλα οι καημένοι και σπαταλάνε το δώρο της ζωής διαπραγματευόμενοι
συμφωνίες σοβαρές, λένε, για την πορεία του κόσμου! Μήπως πρέπει να τους λυπηθώ;
Άλλο ερώτημα γεννιέται, δεν θ’ αντέξω.
Μπορεί να πρέπει να τους λυπάμαι λοιπόν. Διότι
μάλλον δεν είναι με τα καλά τους. Έχουνε τυφλωθεί από κάτι ή μάθανε τόσο
στραβά τον κόσμο από τα μικράτα τους ακόμα. Μα καλά, ποτέ δεν νιώσανε
τους ψυχωμένους που ήρθανε κατά καιρούς να υμνήσουνε με τα έργα τους την ομορφιά
του κόσμου τούτου και το μεγαλείο της ψυχής, που ήρθανε να θυμίσουνε συνάμα την
ταπεινή, την τιποτένια ουσία του ανθρώπου;
Ειλικρινά απορώ. Πως γίνεται ένας άνθρωπος να έχει
περάσει μισόν αιώνα αναπνοών επί της γης και να μην έχει νιώσει τη μικρότητά
του. Το τσακ της μιας στιγμής που θα τον κάνει παρελθόν. Και φέρεται ως
τύραννος, ως εξουσιαστής υποταγμένος στην ψευτιά μιας παράλληλης στη μόνη
αλήθεια πλαστής πραγματικότητας, μες στην οποία ζει και νομίζει πως κυβερνά τα
πάντα.
Τελικά μάλλον τους λυπάμαι. Όχι μάλλον. Σίγουρα.
Αύριο θ’ ανέβω ψηλά στην κορφή και θα κραυγάσω. Σας λυπάμαι ρε, θα κραυγάσω.
Ίσως κάποιος νιώσει.
Αφιερωμένο στη μνήμη του μεγάλου δημιουργού Θόδωρου
Αγγελόπουλου που έφυγε μ’ ένα τσακ για να δείξει και με την τελευταία πνοή του
ό,τι προσπάθησε να δείξει με το έργο του. Το μεγαλείο της ταπεινότητας και την
ταπεινότητα του μεγαλείου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου