Ήταν μεγάλος ο Θόδωρος Αγγελόπουλος; Ήταν αριστουργήματα τα έργα του; Έκανε καλά ο Ντίνος Χριστιανόπουλος που δεν αποδέχτηκε το βραβείο και τα χρήματα; Είναι σωστό να ειρωνεύεται ο Χριστιανόπουλος τους τηλεδημοσιογράφους; Ποιος δικαιούται να ομιλεί για τους καλλιτέχνες, τους φιλόσοφους και τους συγγραφείς; Ποιος δικαιούται να κρίνει τους μεγάλους δημιουργούς; Θα πρέπει να τους θαυμάζουμε ή όχι; Επειδή αυτά τα θέματα με ξεπερνούν, αποφάσισα να καλέσω έναν καλό μου φίλο, για να απαντήσει σε όλα αυτά -και πολλά άλλα- με τον ιδανικότερο τρόπο.
«Όταν κοιτάζουμε για πολύ καιρό έναν πίνακα, ακόμη και από τους πιο σπουδαίους, θα πρέπει να τον μετατρέψουμε σε γελοιογραφία, είπε, για να τον υπομείνουμε, συνεπώς και τους γονείς µας σε γελοιογραφίες, τους ανωτέρους µας, αν έχουμε, σε γελοιογραφίες, τον κόσμο ολόκληρο σε γελοιογραφία, είπε. Κοιτάξτε για πολύ καιρό την αυτοπροσωπογραφία του Ρέμπραντ, την οποιαδήποτε, µε τον καιρό θα σας φανεί οπωσδήποτε γελοιογραφία και θ’ αποστρέψετε τα µάτια. Κοιτάξτε για πολύ καιρό το πρόσωπο του πατέρα σας, θα γίνει για σας γελοιογραφία και θ’ αποστρέψετε τα µάτια απ’ αυτόν. Διαβάστε τον Καντ µε εμβρίθεια και µε ολοένα και μεγαλύτερη εμβρίθεια, και ξαφνικά θα ξεσπάσετε σε ασυγκράτητα γέλια, είπε. Καθετί πρωτότυπο είναι ήδη, ναι, πραγματικά αυτό καθαυτό µια πλαστοποίηση, είπε, καταλαβαίνετε βέβαια τι θέλω να πω. Φυσικά, υπάρχουν φαινόμενα στη φύση, πέστε το όπως θέλετε, που δεν μπορούμε να τα κάνουμε γελοία, µα στην τέχνη μπορούμε να κάνουμε τα πάντα γελοία, τον κάθε άνθρωπο μπορούμε να τον κάνουμε γελοίο και να τον μετατρέψουμε σε γελοιογραφία αν θέλουμε, αν το έχουμε ανάγκη, είπε. Αν βέβαια είμαστε σε θέση να γελοιοποιούμε, γιατί δεν είμαστε πάντοτε στη θέση αυτή, οπότε µας πιάνει η απόγνωση και μετά µας παίρνει ο διάβολος, είπε. Το οποιοδήποτε έργο τέχνης μπορούμε να το γελοιοποιήσουμε, είπε, σας παρουσιάζεται ως μεγάλο και από τη µια στιγμή στην άλλη το γελοιοποιείτε, όπως κι έναν άνθρωπο που είστε υποχρεωμένος να τον γελοιοποιήσετε γιατί δεν μπορείτε να κάνετε αλλιώς. Μα οι περισσότεροι άνθρωποι είναι, ναι, γελοίοι και τα περισσότερα έργα τέχνης είναι, ναι, γελοία, είπε ο Ρέγκερ, και σας απαλλάσσουν από τον κόπο να τα γελοιοποιήσετε και να τα μετατρέψετε σε γελοιογραφία. Οι περισσότεροι άνθρωποι όμως είναι ανίκανοι να μετατρέψουν κάτι σε γελοιογραφία, παρατηρούν τα πάντα ως το βάθος µε τη φοβερή τους σοβαρότητα, είπε, δεν τους περνάει απ’ το μυαλό ούτε καν η ιδέα να μετατρέψουν κάτι σε γελοιογραφία, είπε. Πηγαίνετε σε µια ακρόαση του Πάπα, είπε, και παίρνετε τον Πάπα και την ακρόαση στα σοβαρά, και μάλιστα για όλη σας τη ζωή. Γελοίο, η ιστορία των Παπών είναι γεμάτη αμιγείς γελοιογραφίες, είπε. Φυσικά ο Άγιος Πέτρος είναι μεγάλος, είπε, µα είναι μολαταύτα γελοίος. Μπείτε λοιπόν στον Άγιο Πέτρο και απαλλαγείτε απόλυτα από εκατοντάδες και χιλιάδες και εκατομμύρια ψέματα της ιστορίας του καθολικισμού, δεν θα χρειαστεί να περιμένετε και πολύ και ολόκληρος ο Άγιος Πέτρος θα σας φανεί γελοίος. Πηγαίνετε σε µια ιδιωτική ακρόαση και περιμένετε τον Πάπα, πριν καλά καλά εμφανιστεί σας φαίνεται γελοίος, και είναι, ναι, γελοίος, όταν παρουσιάζεται µε τη λευκή κιτς ολομέταξη φορεσιά του. Μπορείτε να κοιτάξετε ολόγυρά σας όπου θέλετε, όλα στο Βατικανό είναι γελοία. Αν απαλλαγείτε από τα ψέματα της ιστορίας του καθολικισμού και από τη μελοδραματικότητα της ιστορίας του καθολικισμού, από τις σκοπιμότητες της παγκόσμιας ιστορίας του καθολικισμού, είπε ο Ρέγκερ. Ξέρετε, ο καθολικός Πάπας κάθεται σαν κοσμογυρισμένο φτιασιδωμένο πανούργο ανδρείκελο κάτω από τον αλεξίσφαιρο γυάλινο κώδωνα του, περιτριγυρισμένος από τα φτιασιδωμένα και πανούργα ανώτερα και κατώτερα ανδρείκελά του, πόσο αποκρουστικά γελοίο. Μιλήστε µ’ έναν από τους τελευταίους µας παραπονιάρηδες βασιλιάδες, πόσο γελοίο, µ’ έναν από τους στενοκέφαλους κομμουνιστές ηγέτες µας, πόσο γελοίο. Πηγαίνετε στην υποδοχή του καινούργιου χρόνου από το φλύαρο ομοσπονδιακό μας πρόεδρο, που αγορεύει για όλα και για τίποτε με τη γεροντική μωρολογία ενός πατέρα του κράτους, θα σας φέρει αναγούλα η γελοιότητα. Η Κρύπτη των Καπουτσίνων, το Χόφμπουργκ, τι πληκτικές γελοιότητες, είπε. Πηγαίνετε στον Ναό των Ιπποτών της Μάλτας και κοιτάξτε τους Ιππότες της Μάλτας, που με τις μαύρες φορεσιές των Ιπποτών της Μάλτας αφήνουν να γυαλίζουν κάτω από τα φανάρια του ναού τα λευκά, ψευτοαριστοκρατικά κουτά κεφάλια τους, δεν αισθάνεστε τίποτε άλλο παρά γελοιότητα. Πηγαίνετε σε μια διάλεξη του καθολικού καρδιναλίου, παρευρεθείτε σε μια εγκατάσταση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο, πόσο γελοίο. Όπου και να κοιτάξουμε σήμερα σ’ αυτή τη χώρα, κοιτάζουμε μέσα σ’ ένα βόθρο της γελοιότητας, είπε ο Ρέγκερ. Κάθε πρωί το πρόσωπό μας κοκκινίζει από την ντροπή μπροστά στην τόση γελοιότητα, αγαπητέ μου Άτσμπαχερ, αυτή είναι η αλήθεια. Πηγαίνετε σε μια απονομή βραβείου, πόσο γελοίο. Γελοίες μορφές. Όσο μεγαλοπρεπέστερα παρουσιάζονται, τόσο πιο γελοία είναι, είπε, όλα είναι γελοιογραφία και τίποτε άλλο, είπε, όλα ανεξαιρέτως. Αποκαλείτε έναν καλό άνθρωπο φίλο σας και μετά ξαφνικά αφήνει να τον αναγορεύσουν επίτιμο καθηγητή και του λοιπού αποκαλείται καθηγητής και τυπώνει το καθηγητής στα φύλλα της αλληλογραφίας του και η γυναίκα του εμφανίζεται ξαφνικά στο χασάπη ως κυρία καθηγητού για να μη χρειάζεται να περιμένει όσο οι άλλες που δεν έχουν άντρα καθηγητή. Πόσο γελοίο, είπε. Χρυσά σκαλοπάτια, χρυσή πολυθρόνα, χρυσά έδρανα στο Χόφμπουργκ, είπε, και κοντά σ’ αυτά αμιγείς ψευτοδημοκράτες ηλίθιοι, πόσο γελοίο. Προχωρείτε κατά μήκος της Καίρτνερστρασε και όλα σας φαίνονται γελοία, όλοι οι άνθρωποι είναι γελοίοι και τίποτε άλλο, διασχίζετε ολόκληρη τη Βιέννη κατά μήκος και κατά πλάτος, και ολόκληρη η Βιέννη σάς φαίνεται ξαφνικά γελοία, όλοι οι άνθρωποι που συναντάτε είναι γελοίοι άνθρωποι, όλα όσα συναντάτε είναι γελοία, ζείτε σ’ έναν πέρα για πέρα γελοίο και στην πραγματικότητα ξεπεσμένο κόσμο, είπε. Είστε υποχρεωμένος ξαφνικά να μετατρέψετε όλο τον κόσμο σε γελοιογραφία. Έχετε τη δύναμη να μετατρέψετε τον κόσμο σε γελοιογραφία, είπε, την ύψιστη δύναμη του πνεύματος, είπε, που είναι απαραίτητη γι’ αυτό, αυτή τη μοναδική δύναμη επιβίωσης, είπε. Μόνο αυτό που βρίσκουμε τελικά γελοίο το κουμαντάρουμε, μόνο όταν βρίσκουμε γελοίο τον κόσμο και τη ζωή στον κόσμο πηγαίνουμε μπροστά, δεν υπάρχει άλλη, δεν υπάρχει καλύτερη μέθοδος, είπε. Σε κατάσταση θαυμασμού δεν αντέχουμε για πολύ και αφανιζόμαστε αν δεν τη διακόψουμε εγκαίρως, είπε. Ήμουν, ναι, σ’ όλη μου την ζωή πάντοτε πολύ μακριά από την κατάσταση του ανθρώπου που θαυμάζει, ο θαυμασμός μου είναι κάτι ξένο, αφού δεν υπάρχει το θαύμα, μου ήταν πάντοτε κάτι ξένο ο θαυμασμός και τίποτε δεν με απωθεί τόσο όσο το να παρατηρώ τους ανθρώπους που θαυμάζουν, που τους έχει μολύνει ο οποιοσδήποτε θαυμασμός. Πηγαίνετε σε μια εκκλησία και οι άνθρωποι θαυμάζουν, πηγαίνετε σ’ ένα μουσείο και οι άνθρωποι θαυμάζουν. Πηγαίνετε σε μια συναυλία και οι άνθρωποι θαυμάζουν, αυτό είναι αποκρουστικό. Το γνήσιο λογικό δεν γνωρίζει το θαυμασμό, παίρνει υπόψη, σέβεται, υπολήπτεται, αυτό είναι όλο, είπε. Οι άνθρωποι μπαίνουν σ’ όλες τις εκκλησίες και σ’ όλα τα μουσεία σαν να κουβαλούν στην πλάτη ένα σακίδιο γεμάτο θαυμασμό και γι’ αυτό το λόγο έχουν πάντοτε αυτή την αντιπαθητική καμπούρικη στάση που έχουν, ναι, οι πάντες στις εκκλησίες και στα μουσεία, είπε. Δεν έχω δει ακόμη εντελώς φυσιολογικό άνθρωπο να μπαίνει σε μια εκκλησία η σ’ ένα μουσείο, και το πιο αντιπαθητικό είναι να παρατηρείτε τους ανθρώπους στην Κνωσό ή στον Ακράγαντα όταν φτάνουν στο στόχο του απoθαυμαστικoύ τους ταξιδιού, γιατί οι άνθρωποι αυτοί δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά ένα αποθαυμαστικό ταξίδι, είπε. Ο θαυμασμός τυφλώνει, είπε ο Ρέγκερ χθες, αμβλύνει το μυαλό του ανθρώπου που θαυμάζει. Οι περισσότεροι άνθρωποι, απ’ τη στιγμή που μπαίνουν στην κατάσταση θαυμασμού, δεν βγαίνουν πια απ’ αυτή την κατάσταση θαυμασμού και έτσι γίνονται αμβλύνοες. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι σ’ όλη τους τη ζωή αμβλύνοες για μόνο το λόγο ότι θαυμάζουν. Δεν υπάρχει τίποτε να θαυμάσουμε, είπε ο Ρέγκερ χθες, τίποτε, απολύτως τίποτε. Καθώς ο σεβασμός και η υπόληψη παραείναι δύσκολα για τους ανθρώπους, οι άνθρωποι θαυμάζουν, αυτό τους κοστίζει λιγότερο, είπε ο Ρέγκερ. Ο θαυμασμός είναι πιο εύκολος από το σεβασμό, από την υπόληψη, ο θαυμασμός είναι ίδιον του κουτού είπε ο Pέγκερ. Μόνο ο κουτός θαυμάζει, ο έξυπνος δεν θαυμάζει, εκτιμά, υπολήπτεται, καταλαβαίνει, αυτό είναι. Μα για να εκτιμούμε και να υποληπτόμαστε και να καταλαβαίνουμε, απαιτείται βέβαια πνεύμα, και πνεύμα οι άνθρωποι, δεν έχουν, χωρίς πνεύμα και πραγματικά παντελώς ανόητοι ταξιδεύουν στις Πυραμίδες και στους κίονες της Σικελίας και στους ναούς της Περσίας και πασπαλίζουν με θαυμασμό τον εαυτό τους και την αμβλύνοιά τους, είπε. Η κατάσταση θαυμασμού είναι μια κατάσταση πνευματικής αδυναμίας, είπε ο Ρέγκερ χθες, σ’ αυτή την κατάσταση της πνευματικής αδυναμίας ζουν σχεδόν όλοι. Όντας σ’ αυτή την κατάσταση πνευματικής αδυναμίας, μπαίνουν όλοι και στο Κούνστχιστορισες Μουζέουμ. Οι άνθρωποι κουβαλούν με μεγάλο κόπο το θαυμασμό τους, δεν έχουν το θάρρος ν’ αφήσουν το θαυμασμό τους στην γκαρνταρόμπα όπως το πανωφόρι τους. Κουβαλούν λοιπόν με κόπο τον εαυτό τους, που είναι παραφορτωμένος με θαυμασμό, μέσα σ’ όλες αυτές τις αίθουσες, είπε ο Ρέγκερ, κι έτσι μας ανακατεύουν το στομάχι. Ο θαυμασμός όμως δεν είναι μόνο διακριτικό γνώρισμα του λεγόμενου ακαλλιέργητου, κάθε άλλο μάλιστα, είναι σε απόλυτα φοβερό, ναι, πραγματικά τρομακτικό βαθμό διακριτικό γνώρισμα και όλων των λεγόμενων καλλιεργημένων, πράγμα που είναι ακόμη πιο αποκρουστικό. Ο ακαλλιέργητος θαυμάζει επειδή απλούστατα παραείναι κουτός για να μη θαυμάσει, ο καλλιεργημένος όμως παραείναι διεστραμμένος για κάτι τέτοιο, είπε ο Ρέγκερ. Ο θαυμασμός των λεγόμενων ακαλλιέργητων είναι απόλυτα φυσικός, ο θαυμασμός των λεγόμενων καλλιεργημένων όμως είναι μια καθαρά διεστραμμένη διαστροφή, είπε ο Ρέγκερ».
Απόσπασμα από το βιβλίο «Παλιοί Δάσκαλοι» του Τόμας Μπέρνχαρντ (Εκδόσεις Εξάντας, 1994, μετάφραση Βασίλης Τομανάς)
Ευχαριστώ Σ.Δ.
(Δεν ξέρω πώς ακριβώς ο δημόσιος λόγος στην Ελλάδα μετατράπηκε σε ένα λόγο που θυμίζει γεροδάσκαλο και -κυρίως- χωροφύλακα. Θα ήταν τραγικό, αν δεν ήταν εντελώς γελοίο.)
(Πριν από έξι χρόνια, τέτοιες μέρες, με αφορμή ένα βιβλίο του Τόμας Μπέρνχαρντ και μια επίθεση που είχε δεχτεί εκείνες τις ημέρες στο διαδίκτυο ένας συγγραφέας που εκτιμώ, είχα γράψει ένα -μάλλον- αφελές αλλά ειλικρινές κείμενο. Έχω αλλάξει πολύ από τότε. Ευτυχώς. Αν σας κάνει κέφι, το διαβάζετε: «Κακό χωριό τα λίγα σπίτια».)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου