• «Η προτεραιότητά μας πρέπει να είναι η σημερινή κρίση ενώ η μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων θα πρέπει να ακολουθήσει».
• «Ο αποπληθωρισμός στην ευρωζώνη δημιουργεί σοβαρές δυσκολίες προσαρμογής σε πολλά από τα κράτη-μέλη. Η σφικτή δημοσιονομική πολιτική δημιουργεί επιπρόσθετες δυσκολίες σε αυτόν τον τομέα και δεν βοηθά τις προσπάθειές μας».
• «Ο αποπληθωρισμός στην ευρωζώνη δημιουργεί σοβαρές δυσκολίες προσαρμογής σε πολλά από τα κράτη-μέλη. Η σφικτή δημοσιονομική πολιτική δημιουργεί επιπρόσθετες δυσκολίες σε αυτόν τον τομέα και δεν βοηθά τις προσπάθειές μας».
Αυτές ήταν οι δύο σημαντικές δηλώσεις των τελευταίων ημερών όσον αφορά την κρίση της ευρωζώνης. Ήταν σαν να τις έχει κάνει το ίδιο πρόσωπο ή, τουλάχιστον, δύο ιθύνοντες που διέπονται από συγκλίνουσες απόψεις. Η διαφορά ήταν ότι ενώ ο ευρωπαίος αξιωματούχος που διατύπωσε τη δεύτερη δήλωση εκθειάστηκε ως εν δυνάμει σωτήρας της ευρωζώνης και καταχειροκροτήθηκε από το ιδιαίτερα συντηρητικό κοινό στο οποίο απηύθυνε τα λόγια αυτά, η πρώτη δήλωση οδήγησε στην απόλυση του άλλου αξιωματούχου που την έκανε.
Γιατί, θα αναρωτηθεί κάποιος, η ίδια άποψη οδηγεί τον κ. Αρνό Μοντεμπούρ (έως πρότινος υπουργό οικονομίας στην κυβέρνηση του κ. Ολάντ και «συγγραφέα» της πρώτης δήλωσης) στην πολιτική αποκαθήλωση και τον κ. Μάριο Ντράγκι (τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο οποίος έκανε την δεύτερη δήλωση ενώπιον των υπόλοιπων κεντρικών τραπεζιτών που είχαν μαζευτεί στο Τζάκσον Χόουλ των ΗΠΑ για την ετήσια συνάντησή τους) στην αποθέωση; Η απάντηση είναι απλή αλλά, για να προκύψει, απαιτείται πρώτα μια προσεκτική ματιά στις εξελίξεις στο μέτωπο της συνεχιζόμενης κρίσης του ευρώ.
Όλοι γνωρίζουν πως με την μεσολάβηση του κ. Ντράγκι, το καλοκαίρι του 2012, η κρίση του ευρώ μεταφέρθηκε από τις χρηματαγορές (τα υψηλά επιτόκια δανεισμού, τα spreads, τα CDS) στην πραγματική οικονομία (αποπληθωρισμό, αρνητικές επενδύσεις, ανεργία), με αποτέλεσμα την παταγώδη αποτυχία των προγραμμάτων γενικευμένης λιτότητας να δαμάσουν το δημόσιο χρέος και να ξαναφέρουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών σε πραγματικές παραγωγικές διαδικασίες (αντί για επενδύσεις σε νέες φούσκες μετοχών και ομολόγων). Το παραδέχεται ακόμα και η γερμανική κυβέρνηση δια στόματος του Αντικαγκελαρίου της κ. Γκάμπριελ.
Ας πάρουμε ένα απτό παράδειγμα που καταδεικνύει εκείνο που όλοι συνειδητοποιούν αλλά που κανείς δεν παραδέχεται (πέραν του κ. Ντράγκι ο οποίος μίλησε επ’ αυτού χρησιμοποιώντας, όπως υποχρεούται από τον θεσμικό του ρόλο, ευφημισμούς): Το ιταλικό κράτος πασχίζει, στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας, να σταθεροποιήσει το δημόσιο χρέος του και να θέσει τέλος στη συνεχώς ανοδική πορεία του. Πολύ καλά κάνει. Το θέμα είναι: Πώς; Με τι τρόπο προσπαθεί να διακόψει την ανοδική πορεία του χρέους πριν αυτό φτάσει το 150% του ιταλικού ΑΕΠ;
Η απάντηση που επιβλήθηκε στην ιταλική κυβέρνηση από το Σύμφωνο Σταθερότητας και την Κομισιόν ήταν: μέσω πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 5% ετησίως, στο διηνηκές. Πλεονάσματα που, εφόσον επιστρέφονται στους δανειστές «χρόνος μπαίνει χρόνος βγαίνει», απλά θα σταθεροποιήσουν το χρέος, χωρίς καν να αρχίσουν να το μειώνουν, όπως έχει συμβατική υποχρέωση (και πάλι στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας) η ιταλική κυβέρνηση. Μόνο για το 2014 αυτό μεταφράζεται σε αφαίμαξη 80 δισ. μιας κοινωνικής οικονομίας που ταλανίζεται από την ύφεση σε μόνιμη πλέον βάση. (*)
Ο λόγος που αναφέρομαι σε αυτό το πρόβλημα της Ιταλίας είναι επειδή καταδεικνύει έξοχα το θέμα που ανάδειξαν οι κ.κ. Μοντεμπούρ και Ντράγκι με τις δύο δηλώσεις τους πιο πάνω. Κι αυτό επειδή τα στοιχεία του ιταλικού παραδείγματος της πιο πάνω παραγράφου βασίζονται σε μια παραδοχή που κρύβεται εντός του προϋπολογισμού του ιταλικού κράτους: ότι ο πληθωρισμός στην Ιταλία θα κυμαίνεται στο 1,1% και στην ευρωζώνη ολόκληρη (κατά μέσον όρο) στο 1,9%. Όμως, λόγω αποπληθωρισμού, ο ιταλικός πληθωρισμός βρίσκεται στο -0,1% και της ευρωζώνης στο 0,3%. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι τα ιταλικά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 5% δεν αρκούν για τη σταθεροποίηση του ιταλικού δημόσιου χρέους. Με τον πληθωρισμό εκεί που είναι σήμερα απαιτούνται ιταλικά πρωτογενή πλεονάσματα του 7,1%!
Αν η κυβέρνηση Ρέντζι μείνει πιστή στο Σύμφωνο Σταθερότητας, και στις δεσμεύσεις της προς τις Βρυξέλλες ως προς την πιο πάνω δημοσιονομική πολιτική σιδηράς λιτότητας, θα πρέπει να εισάγει νέους φόρους και νέες περικοπές που θα μειώσουν κι άλλο το ΑΕΠ και τα δημόσια έσοδα και, παράλληλα, συμπιέζοντας περαιτέρω τις τιμές (ενισχύοντας τον αποπληθωρισμό) και, έτσι, καθιστώντας «απαραίτητα» ακόμα μεγαλύτερα πρωτογενή πλεονάσματα – σε βαθμό που η ιταλική οικονομία απλά θα καταρρεύσει υπό το βάρος αυτού του φαύλου κύκλου κάνοντας αδύνατο το έργο του κ. Ντράγκι να σταθεροποιήσει το κοινό νόμισμα.
Από την άλλη, αν η κυβέρνηση Ρέντζι παραβιάσει το Σύμφωνο Σταθερότητας και δεν πιάσει τους συμφωνημένους στόχους του πρωτογενούς πλεονάσματος (όπως έχει ανακοινώσει ο κ. Ρέντζι ότι θα κάνει), τότε θα προκαλέσει πονοκεφάλους στο Βερολίνο, το οποίο έχει αναγάγει το Σύμφωνο σε ιερό κείμενο πάνω στο οποίο έκτισε την ενδο-γερμανική συναίνεση προς τον κ. Ντράγκι και την ιδέα μιας ΕΚΤ που δρα όταν χρειαστεί για να σώσει το ευρώ. Και καλά να δηλώνει ένας... Νότιος (ο. Κ. Ρέντζι) ότι θα παραβιάσει «τας γερμανικάς γραφάς». Μια αντίστοιχη δήλωση μέσα από τον γαλλο-γερμανικό άξονα είναι πάνω από τις πολιτικές «αντοχές» του Βερολίνου καθώς ο μέσος γερμανός θα την εκλάβει ως αποτυχία της κ. Μέρκελ να επιβάλλεται εντός του «πυρήνα» της ευρωζώνης.
Προφανώς το Βερολίνο, η Φραγκφούρτη και οι Βρυξέλλες γνωρίζουν καλά ότι η παραβίαση του ανεφάρμοστου Συμφώνου Σταθερότητας είναι απαραίτητη επειδή είναι αναπόφευκτη. Αυτά που περιέγραψα για την Ιταλία πιο πάνω ισχύουν το ίδιο, ίσως και σε μεγαλύτερη κλίμακα, για την Γαλλία. Το Βερολίνο το γνωρίζει αυτό. Δεν αντέχει όμως να ακούει να συζητιέται η πραγματικότητα αυτή δια στόματος γάλλου υπουργού. Αν είναι να ειπωθεί, το Βερολίνο προτιμά να το ακούει από τον «τεχνοκράτη» Πρόεδρο της ΕΚΤ σε μια γλώσσα που έχει συμφωνηθεί εκ των προτέρων με τους γερμανούς αξιωματούχους. Η ιδέα ότι ένας γάλλος υπουργός, χωρίς έγκριση και με δική του πρωτοβουλία, είπε τα ίδια πράγματα απειλεί την εικόνα μιας Μέρκελ ικανής να επιβάλλει εντός του δικού της Κοινοβουλίου την «επίσημη έκδοση», η οποία παρουσιάζει την ουσιαστική κατάρρευση της πολιτικής της επί της ευρωζώνης ως «ήπια προσαρμογή» ενός «επιτυχημένου» προγράμματος.
Εδώ λοιπόν βρίσκεται η λύση του αινίγματος: Το Βερολίνο απαιτεί την σιγή των Παρισίων και το μονοπώλιο του αφηγήματος με το οποίο θα σηματοδοτηθεί η αποτυχία της εφαρμοζόμενης πολιτικής και η απόφαση να δοθεί «περισσότερος χρόνος προσαρμογής» στο Παρίσι και στην Ρώμη (όπως λένε να δοθεί περισσότερο σχοινί στον κρεμασμένο). Παράλληλα, ο κ. Ολάντ, τρομοκρατημένος από την κοινή μοίρα των γαλλικών και ιταλικών δημοσιονομικών, κάνει ό,τι μπορεί για να κερδίσει αυτόν τον «περισσότερο» χρόνο, ενστερνιζόμενος δημοσίως πολιτικές στις οποίες δεν πιστεύει. Η απόλυση ενός υπουργού του, τον οποίο ποτέ δεν συμπάθησε σε προσωπικό επίπεδο, επειδή είπε τα ίδια πράγματα με τον Πρόεδρο της ΕΚΤ, ήταν το λιγότερο...
Επίλογος
Πριν τέσσερις μέρες είχα την ευκαιρία να μιλήσω τηλεφωνικά με πρώην Πρωθυπουργό της Γαλλίας για το θέμα αυτό. Τον ρώτησα ποια η γνώμη του για την στάση του κ. Ολάντ. Ένιωσα ρίγος ακούγοντας την απάντησή του: «Η κακοδιαχείριση της ευρωζώνης βοηθά το πνεύμα του Βισί να κερδίζει έδαφος καθημερινά».
(*) Πράγματι, αν επιβαλλόταν μια τέτοια απαίτηση σε οποιαδήποτε οικονομία εκτός ευρώ, π.χ. στην Βρετανία, στην Αυστραλία, στον Καναδά, η επιστροφή της στην ύφεση και η κατάρρευση της κυβέρνησης θα ήταν δύο αναμφισβήτητα δεδομένα. Βέβαια μια τόσο καταστροφική πολιτική δεν υπήρχε περίπτωση να εφαρμοστεί σε αυτές τις χώρες, ιδίως αν η οικονομία τους βρισκόταν (όπως της Ιταλίας) σε σιγο-βράζουσα ύφεση για μια δεκαετία. Μόνο στην ευρωζώνη είναι πολιτικά εφικτό να επιβληθεί τόσος πόνος άνευ λόγου και για τόσο μακρύ διάστημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου