Συνέντευξη στον Νίκο Ταυρή
Βρισκόμαστε σε μια περίοδο μεγάλης όξυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ακόμα περισσότερο διαπιστώνουμε ότι η Τουρκία αποτελεί μια ανοιχτή απειλή για την εθνική και λαϊκή κυριαρχία της Ελλάδας και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Αυτό προκύπτει και από το γεγονός ότι πλέον η γειτονική χώρα έχει περάσει από τα λόγια στην πράξη. Πολλά είναι αυτά που έχουν συμβεί τους τελευταίους μήνες και υποστηρίζουν αυτή την διαπίστωση. Για αυτό το λόγο επιλέξαμε να μιλήσουμε με την δημοσιογράφο Κύρα Αδάμ που έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την εξωτερική πολιτική της χώρας, με στόχο να φωτιστούν πλευρές αυτών των ζητημάτων.
Έχετε μεγάλη πείρα δημοσιογραφικής κάλυψης των ελληνοτουρκικών σχέσεων και της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Θα μπορούσατε να αξιολογήσετε τη σημερινή φάση της τουρκικής επιθετικότητας σε σχέση με προηγούμενες; Τι καινούργιο και τι ειδικό υπάρχει;
Το ερώτημα βάζει το σύνολο των προβλημάτων και γι’ αυτό –κατ’ ανάγκην– η απάντηση είναι μακροσκελής:
Αφετηρία για την εκδήλωση των τουρκικών προκλήσεων, παραβιάσεων και διεκδικήσεων, και την εμφανή «υφαρπαγή» ελληνικής εθνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο αποτελεί η μονομερής και οικειοθελής αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ το 1974, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο. Αυτή η κίνηση είχε χαιρετιστεί από το σύνολο σχεδόν του ελληνικού πολιτικού κόσμου ως θετική και απαραίτητη, που ικανοποιούσε το λαϊκό αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας. Πλην όμως ,οι μακροχρόνιες επιπτώσεις της ήταν αρνητικές και επιζήμιες για τα εθνικά συμφέροντα, όπως φαίνεται τώρα. (Πέραν αυτού όμως, δεν έχει γίνει ακόμα και σήμερα κατανοητό ότι η συμμετοχή της χώρας σε μεγάλους διεθνείς πολιτικο-οικονομικο- στρατιωτικούς σχηματισμούς δεν είναι απόρροια ιδεολογικών – πολιτικών προσεγγίσεων και υποταγής στα «κελεύσματα» τους, αλλά αυτοί αποτελούν σημαντικά «εργαλεία» για την προώθηση και κατοχύρωση εθνικών συμφερόντων. Με την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι υπάρχει συγκεκριμένη, επεξεργασμένη, συμφωνημένη και σταθερή βάση εξυπηρέτησης εθνικών συμφερόντων, κάτι που δεν έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα).
Το κενό, που άνοιξε το 1974 και δεν έκλεισε με την πρόχειρη επαναφορά της Ελλάδας στο «νατοϊκό μαντρί» το 1980, έσπευσε να το εκμεταλλευθεί θαυμάσια η Τουρκία, ανοίγοντας όλον τον φάκελο των διεκδικήσεων της σε βάρος της Ελλάδας, (π.χ. ανενόχλητη πρόσβαση της στη θάλασσα, τον εναέριο χώρο του Αιγαίου και στα πιθανά κοιτάσματα υδρογονανθράκων στην περιοχή, απομόνωση του ελλαδικού χώρου από την Κύπρο κ.λπ.) και επιβάλλοντας σταδιακά και συστηματικά της θέσεις της στο ΝΑΤΟ, τον ICAO, το Eurocontrol και αργότερα στον ΙΜΟ, αφού η Ελλάδα είχε σπάσει μόνη της τις κλειστές και σφραγισμένες ισορροπίες μέχρι το 1974.
Έτσι, μέχρι το 1980 η Τουρκία είχε επιβάλει στο ΝΑΤΟ την αντίληψη ότι η Συμμαχία δεν συμπεριλαμβάνει στις στρατιωτικές απαιτήσεις τις διαφορές κρατών μελών έναντι των Συνθηκών (οδηγία Λουνς) και είχε μπλέξει την Αθήνα σε άκαρπες διμερείς συνομιλίες για την υφαλοκρηπίδα, στις οποίες εφερε στο τραπέζι και κατοχύρωσε όλη την τουρκική ατζέντα διεκδικήσεων για το Αιγαίο.
Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια τουρκική εκστρατεία συρρίκνωσης της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, χωρίς καμία απολύτως διεθνή αντίδραση, αφού ο πολιτικός κόσμος της χώρας κάνει ότι δεν βλέπει και κυρίως δεν μπορεί να αντιδράσει στο διπλωματικό πεδίο
Το ίδιο διάστημα στην Ελλάδα, τα πολιτικά κόμματα και οι κυβερνήσεις ξεδίπλωσαν και αυτές την τακτική τους απέναντι στην Τουρκία: χαλαρές και υποτονικές πολιτικές και διπλωματικές αντιδράσεις (υπό τον «φόβο της αναμέτρησης») στα διάφορα διεθνή FORA και κυρίως απροθυμία να εντρυφήσουν στα προβλήματα και στην σταθερή επιδίωξη λύσης τους υπέρ των εθνικών συμφερόντων. Έτσι, τα προβλήματα που δημιουργούσε η Τουρκία όχι μονον δεν λύθηκαν, αλλά αντιθέτως πολλαπλασιάστηκαν και περιπλέχθηκαν, με την Αθήνα να τα «κουκουλώνει», να τα υποβαθμίζει για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους, ή να τα χρησιμοποιεί ως βεγγαλικά σε κομματικές αντιπαραθέσεις, και –πιεζόμενη από τις καταστάσεις– να προβαίνει κατά τη διάρκεια των ετών σε αλληλοσυγκρουόμενες σπασμωδικές κινήσεις (π.χ. απαίτηση κατάθεσης σχεδίων πτήσεων από τουρκικά στρατιωτικά αεροσκάφη, «ταύτιση» των δυτικών ορίων του FIR Αθηνών με τα «ανατολικά σύνορα» της Ελλάδας κλπ), που έδωσαν μόνο τροφή σε νέες προκλητικές και παραβατικές τουρκικές συμπεριφορές.
Τη δεκαετία 1980-1990 η Άγκυρα «τσαλαβούτησε» στα νερα του Αιγαίου με τους υδρογονάνθρακες, μέχρι την κρίση του Μαρτίου 1987, ενώ ανέπτυξε την πολιτική συστηματικών παραβάσεων των κανόνων του ICAO και παραβιάσεων του εθνικού εναερίου χώρου και «ανέβαζε στροφές» στο θέμα της «αποστρατιωτικοποίησης» των ελληνικών νήσων του Αν. Αιγαίου, με βάση την δική της ερμηνεία των Συνθηκών. Η Αθήνα αντέδρασε στην τουρκική προκλητικότητα / παραβατικότητα κυρίως στον τομέα των δικών της εξοπλισμών, κυρίως αεροπορικών, (αγορά του αιώνα κ.λπ.), που ενδυνάμωσε για ένα διάστημα την ελληνική ισχύ, άνοιξε όμως τον καταστροφικό δρόμο στη «φιλοσοφία» της κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος με εύκολες και υπέρογκες μίζες, στην ατιμώρητη διαφθορά κ.λπ., τα αποτελέσματα της οποίας πληρώνει ακόμα και σήμερα ο ελληνικός λαός εν μέσω Μνημονίων
Εξαίρεση το Μνημόνιο Παπούλια – Γιλμάζ (1988) που συγκράτησε για αρκετά χρόνια τον όγκο των τουρκικών στρατιωτικών κινήσεων στο Αιγαίο και το οποίο σήμερα έχει καταργηθεί εμπράκτως από την Άγκυρα, με τη σιωπηλή αποδοχή της Αθήνας.
Η δεκαετία 1990-2000 ήταν καταλυτική σε βάρος των εθνικών συμφερόντων, με τις ελληνικές κυβερνήσεις και τα πολιτικά κόμματα, να αντιδρούν με απάθεια, αμηχανία και ανικανότητα στην αναβαθμισμένη και εμπλουτισμένη, επιθετική πλέον, πολιτική τη Άγκυρας απέναντι στην Ελλάδα. Οχι μόνον με την αυξανόμενη τουρκική παρουσία στο Αιγαίο, αλλά κυρίως με την εισαγωγή και κατοχύρωση σε επίπεδο ΝΑΤΟ της τουρκικής ερμηνείας των Συνθηκών για την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και κυρίως, με την κατάθεση στο ΝΑΤΟ και αποδοχής εκ μέρους του, το 1995, του πρώτου τουρκικού καταλόγου ελληνικών νήσων, την ελληνική κυριαρχία των οποίων αμφισβήτησε ανοιχτά η Άγκυρα. Η ελληνική αντίδραση ήταν υποτονική, αδιάφορη και γι’ αυτό ανύπαρκτη. Η «φυσική ακολουθία» ήταν η κρίση των Ιμίων, με την Ελλάδα να υφίσταται, ως εκ του αποτελέσματος, την πρώτη εθνική ήττα στη σύγχρονή εποχή, αποδεχόμενη το γκριζάρισμα του Αιγαίου. Ο ασκός του Αιόλου είχε ανοίξει.
Τη δεκαετία 2000-2010 η Αθήνα επέλεξε «τον ειρηνικό δρόμο» αντιμετώπισης της Τουρκίας, υποστηρίζοντας την ενταξιακή πορεία της, (με αντάλλαγμα την εισδοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση), με άλυτο όμως το Κυπριακό και την τουρκική επιθετικότητα έναντι της Ελλάδας να κατακτά νέα επίπεδα: Το 2001 η Τουρκία με νόμο της, τον οποίο κατοχύρωσε και στον ΙΜΟ (Διεθνή Οργανισμό Ναυσιπλοΐας), καθόρισε μονομερώς και διεθνώς την θαλάσσια περιοχή από τον 25ο μεσημβρινό και ανατολικά, δηλαδή το μισό Αιγαίο, ως δική της αποκλειστική περιοχή θαλάσσιας έρευνας και διάσωσης, ενώ το 2006 με διαταγή του Ανώτατου Στρατηγείου Νατοϊκών Δυνάμεων Ευρώπης (SHAPE) το ΝΑΤΟ απαγόρευσε στα στρατιωτικά αεροσκάφη να προσεγγίζουν εγγύτερα των 6 ναυτικών μιλίων από τις ακτές των 20 ελληνικών νήσων που περιλαμβάνονται στις Συνθήκες, αλλά και στο έγγραφο του ΝΑΤΟ (1995), που αποδέχεται τον τουρκικό κατάλογο αποστρατιωτικοποιημένων νήσων στο Αιγαίο. Με δυό λόγια, το ΝΑΤΟ έκτοτε θεωρεί αυτά τα 20 ελληνικά νησιά… ως μη ελληνικά, ξένη περιοχή δηλαδή και επομένως αντικείμενο διαπραγματεύσεων για τον διαμερισμό τους.
Είναι μάλλον ανεδαφικό να περιμένει κανείς την «έμπρακτη υποστήριξη και αλληλεγγύη» των ξένων, καθώς, καθ’ ένας από αυτούς έχει να εξυπηρετήσει τα δικά του σχέδια για την περιοχή και κυρίως να χειριστεί τις δικές του σχέσεις με την Τουρκία. Είναι ανάγκη επομένως να σπάσει ο μύθος της αόριστης ελληνικής προσφυγής προς διεθνείς οργανισμούς και κράτη. Δεν θα αποδώσουν τα αναμενόμενα από ελληνικής πλευράς
Παρά ταύτα η Αθήνα, μέσα στην έκδηλη αμηχανία και εμφανή ανικανότητα της, ουδόλως αντέδρασε. Τουναντίον, στην περίπτωση της διαταγής του ΝΑΤΟ, προσπάθησε να την διαψεύσει στο εσωτερικό της χώρας με το αιτιολογικό ότι… δεν βρίσκει το έγγραφο.
Η τρέχουσα δεκαετία σημαδεύεται ήδη από την καρποφορούσα προσπάθεια της Τουρκία να κατοχυρώσει διεθνώς τη θέση της περι ανάγκης Αναθεώρησης των Συνθηκών, προβάλλοντας μάλιστα μετ’ επιτάσεως –με ειδικούς ενημερωτικούς φακέλους κατατεθειμένους στον ΟΗΕ, την αμερικανική κυβέρνηση κ.λπ.– ότι η ανάγκη αυτή προέρχεται από τις συνεχείς ελληνικές παραβιάσεις των Συνθηκών αυτών. Τη θέση της αυτή Τουρκία την «χτίζει» σταθερά πλέον στο Αιγαίο, εμμένοντας εμπράκτως και ευθέως στην κατοχύρωση των «κυριαρχικών δικαιωμάτων της» στα εδάφη των αμφισβητούμενων περιοχών στο Αιγαίο. Όπως έκανε πρόσφατα με την επίσημη αναφορά στην Ε.Ε. ότι το έδαφος των Ιμίων, τα χωρικά ύδατα και ο εναέριος χώρος ανήκουν στην τουρκική κυριαρχία και όπως έκανε τρεις φορές μέχρι σήμερα με την «εκδίωξη» –στην κυριολεξία– του αρχηγού ΓΕΣ, του υπουργού Κουρουμπλή αλλά και του πρωθυπουργού Τσίπρα από την περιοχή Υψίστης-Μεγίστης-Ρόδου και Ρω, ως ανήκουσας στην τουρκική κυριαρχία.
Εν ολίγοις, αυτή τη στιγμή η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια τουρκική εκστρατεία συρρίκνωσης της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, χωρίς καμμία απολύτως διεθνή αντίδραση, αφού ο πολιτικός κόσμος της χώρας κάνει ότι δεν βλέπει και κυρίως δεν μπορεί να αντιδράσει στο διπλωματικό πεδίο.
Σχετικά με τις διεθνείς διαστάσεις της τουρκικής απειλής στο Αιγαίο. Είναι φυσικό να συνδέονται με το μεσανατολικό ζήτημα, τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Ποιος ο ρόλος των ΗΠΑ, Ρωσία, αλλά και Βρετανίας, Γαλλίας και Γερμανίας και ποια η στάση τους απέναντι στην τουρκική απειλή προς την Ελλάδα;
Όπως προκύπτει από την προηγούμενη απάντηση είναι μάλλον ανεδαφικό να περιμένει κανείς την «έμπρακτη υποστήριξη και αλληλεγγύη» των ξένων, καθώς, καθ’ ένας από αυτούς έχει να εξυπηρετήσει τα δικά του σχέδια για την περιοχή και κυρίως να χειριστεί τις δικές του σχέσεις με την Τουρκία. Είναι ανάγκη επομένως να σπάσει ο μύθος της αόριστης ελληνικής προσφυγής (διάβαζε παρακλήσεις-παράπονα) προς διεθνείς οργανισμούς και κράτη. Δεν θα αποδώσουν τα αναμενόμενα από ελληνικής πλευράς. Ο μόνος δρόμος είναι να κατορθώσει η Ελλάδα με τις δικές της δυνάμεις να κατονομάσει τα προβλήματα, να διορθώσει τα λάθη της, να κατανοήσει τις απώτερες κινήσεις της Τουρκίας, να φτιάξει τους φακέλους της αξιοποιώντας σε βάθος και με λεπτομέρεια τις Διεθνείς Συνθήκες αλλά και τις προηγούμενες δεσμεύσεις των τουρκικών κυβερνήσεων έναντι της Ελλάδας και να χρησιμοποιήσει όλα τα εργαλεία που της παρέχουν ο ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ, ο ICAO, o IMO αλλά και Ε.Ε. για να καταγγείλει διπλωματικώς την Τουρκία, με την σύμφωνη γνώμη των άλλων κρατών. Όσο η Ελλάδα δεν κάνει όλη αυτή την δύσκολη και επίπονη προεργασία, δεν θα βοηθηθεί αποτελεσματικώς από κανέναν.
Πώς θα εκτιμούσαμε με γενικούς όρους την κατάστασή μας σε σχέση με την τουρκική απειλή; Σε τι κατάσταση είναι η αμυντική και στρατιωτική ικανότητά μας, σε τι κατάσταση είναι ο λαϊκός παράγοντας, σε τι κατάσταση είναι το πολιτικό μας σύστημα; Πώς εκτιμάτε την θέση της χώρας στο μετέωρο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων (Ε.Ε., ΝΑΤΟ, Ρωσία κ.λπ.);
Παραπέμπω στις δύο προηγούμενες απαντήσεις. Η αλήθεια είναι ότι όλες οι παράμετροι που αναφέρετε στην ερώτηση σας βρίσκονται σε υποχώρηση λόγω της δεινής θέσης στην οποία βρίσκεται οικονομικώς η χώρα. Αλλά και πάλι, η άθλια καθημερινότητα σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί άλλοθι για την συστηματική υιοθέτηση «της πολιτικής του τίποτα» στην αντιμετώπιση των εθνικών προβλημάτων.
H κυβέρνηση επέλεξε η ίδια –δεν την πίεσε κανείς– να υιοθετήσει πλήρως και να εφαρμόσει την διπλωματική «πολιτική του τίποτα», έναντι της τουρκικής προκλητικότητας, που εφάρμοσαν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις «του παλαιού καθεστώτος» τις τελευταίες δυο δεκαετίες
Η πολιτική και κοινωνική κατάρρευση που έχει συντελεστεί στην Ελλάδα δημιουργεί ακινησία, απέραντο αποπροσανατολισμό δείχνοντας πως η χώρα είναι ανίκανη να αντιμετωπίσει μεγάλες προκλήσεις. Παρόλα αυτά πάντα υπάρχουν δυνατότητες ή ικανότητες, σε πολιτικό επίπεδο, σε επίπεδο φρονήματος και σε στρατιωτικό-αμυντικό επίπεδο. Ποια είναι η γνώμη σας;
Δυστυχώς θα συμφωνήσω μαζί σας στην διαπίστωση ότι η χώρα δείχνει ανίκανη να αντιμετωπίσει μεγάλες προκλήσεις.
Αυτή την εικόνα δείχνει η κυβέρνηση της αριστεράς, η οποία, αφού έδωσε μια ανόητη, πρόχειρη και ερασιτεχνική «μάχη χαρακωμάτων» απέναντι στα Μνημόνια, ηττήθηκε κατά κράτος, συνθηκολόγησε βαρύτατα με το τρίτο και αχρείαστο Μνημόνιο, στην συνέχεια υιοθέτησε την πολιτική των «yes men» έναντι των δανειστών και του Βερολίνου. Το χειρότερο όμως είναι ότι επέλεξε η ίδια –δεν την πίεσε κανείς– να υιοθετήσει πλήρως και να εφαρμόσει την διπλωματική «πολιτική του τίποτα», έναντι της τουρκικής προκλητικότητας, που εφάρμοσαν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις «του παλαιού καθεστώτος» τις τελευταίες δυο δεκαετίες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η Συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας για το προσφυγικό. Η κυβέρνηση ούτε εκλήθη (σκοπίμως) αλλά ούτε και η ίδια απαίτησε και επέβαλε –ενώ οι Συνθήκες της Ενωσης της έδιναν τα απαιτούμενα μέσα– την άμεση και παραγωγική εμπλοκή της στις εν λόγω διαπραγματεύσεις, την στιγμή που η ίδια η Ελλάδα θα «έτρωγε στο κεφάλι» τον όγκο ων προσφύγων από την Τουρκία. Χωρίς να διασφαλίσει εκ των προτέρων τους δεσμευτικούς –για τα άλλα κράτη μέλη– μηχανισμούς απορρόφησης και κατανομής του αριθμού των προσφύγων. Με αποτέλεσμα αυτή την στιγμή τα σύνορα της Ελλάδας με την υπόλοιπη Ε.Ε. να είναι περίπου κλειστά…
Πως εκτιμάτε το επίπεδο πληροφόρησης που υπάρχει μέσα από τα ΜΜΕ σχετικά με τα ελληνοτουρκικά. Η γραμμή του «κατευνασμού» και της σιωπής είναι κατευθυνόμενη από κυβέρνηση και μηχανισμούς ή είναι «εθελοντική» λόγω σχέσεων και συμφερόντων;
Ισχύουν δυστυχώς και τα δύο. Με την άνευ όρων παράδοση των ΜΜΕ και των εργαζομένων σ’ αυτά μπροστά στο φάσμα μιας αμείλικτης ανεργίας, στα νέα εκδοτικά συμφέροντα –πολωμένα όσο ποτέ σε φιλοκυβερνητικά και αντικυβερνητικά– ελάχιστος χώρος και ενδιαφέρον υπάρχει για μια καθαρά δημοσιογραφική –όπως απαιτούν και καθορίζουν οι κανόνες αυτού του ειδικού επαγγέλματος– σε βάθος ενασχόληση με αυτό το αντικείμενο του ρεπορτάζ.
Υπάρχει επιπλέον η στρεβλωτική και εντελώς ηλίθια υφέρπουσα αντίληψη, που καλλιεργούν κατά το δοκούν πολιτικοί χώροι και οι πέριξ αυτών, ότι αν δεν υποστηρίξουν τα ΜΜΕ «τον κατευνασμό» (διάβαζε κουκούλωμα) των κρίσιμων γεγονότων, τότε «υποστηρίζουν τον πόλεμο». Η αλήθεια βεβαίως είναι ακριβώς στον αντίποδα. Η, με σωστούς όρους και λεπτομέρειες, ανάδειξη κρίσιμων γεγονότων, ίσως παρακινήσει το πολιτικό σύστημα να ανασκουμπωθεί και να αντιμετωπίσει τα προβλήματα με τους ορθούς όρους, τις προτάσεις και τα κατάλληλα εργαλεία, δηλαδή με γερούς διπλωματικούς όρους.