Από «Η θύελλα και άλλα» (1956)
Η κιβωτός
Η ανοιξιάτικη μπόρα αναστάτωσε
το σκιάδι της ιτιάς,
στην απριλιάτικη ταραχή
μπλέχτηκε στο περιβόλι το χρυσόμαλλο δέρας
που κρύβει τους νεκρούς μου,
τα πιστά μου σκυλιά, τις γριές
υπηρέτριές μου – πόσοι και πόσοι από τότε
(όταν η ιτιά ήτανε λιόξανθη κι εγώ της έσπαγα
με τη σφεντόνα μου τις μπούκλες) δεν πέσαν,
ζωντανοί, στην παγίδα. Η μπόρα
βέβαια θα τους μαζέψει πάλι κάτω από κείνη την πρωτινή
στέγη, μα πέρα, πιο πέρα από αυτή
την κατακεραυνωμένη γη, όπου
ασβέστι και αίμα βράζουν στο αποτύπωμα
του ανθρώπινου ποδιού. Αχνίζει το τσουκάλι
στην κουζίνα, μια καμπύλη αντανακλάσεων
μαζεύει τα σκελετωμένα πρόσωπα, τα μυτερά μουσούδια
κι είν’ η μανόλια που στο βάθος τα προστατεύει
αν κάποιο φύσημα τη φέρει προς τα κει. Η ανοιξιάτικη
μπόρα τάραξε μ’ ένα γαυγιτό
πίστης την κιβωτό μου – ω! νεκροί μου.
(Μετάφραση: Φοίβος Γκικόπουλος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου