Η φωτογραφία δείχνει τα αποτελέσματα της φονικής πλημμύρας στη Βαλένθια. Ανάλογα φαινόμενα προκύπτουν όλο και συχνότερα. Σύμφωνα με την βρετανική έκθεση «The Lancet Countdown», οι υψηλές θερμοκρασίες, οι ξηρασίες και οι πλημμύρες αυξάνονται συνεχώς και τα αποτελέσματα είναι απίστευτα καταστροφικά. Όπως προσθέτουν οι Financial Times, «πάνω από το 60% της επιφάνειας του πλανήτη παρουσίασε αύξηση ακραίων βροχοπτώσεων μεταξύ 2014 και 2023, σε σύγκριση με τον μέσο όρο για τα έτη 1961-1990». Αυτές οι έντονες βροχοπτώσεις εκτός από τις φοβερές συνέπειες των πλημμυρών, αύξησαν «τους κινδύνους εξάπλωσης ασθενειών που μεταδίδονται από τα κουνούπια, όπως ο δάγκειος πυρετός, ο οποίος έφτασε σε επίπεδο ρεκόρ πέρυσι με περισσότερα από 5 εκατομμύρια κρούσματα που αναφέρθηκαν σε περισσότερες από 80 περιοχές», αλλά και για τον ιό της ελονοσίας και του Δυτικού Νείλου ισχύουν τα ίδια. Σύμφωνα με την έκθεση Lancet Countdown, που εκπονήθηκε από 122 επιστήμονες από 57 ιδρύματα σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), «Η θνησιμότητα που αποδίδεται στην ακραία ζέστη [το 2023] αυξήθηκε κατά 167% μεταξύ των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1990. Ενώ αν δεν υπήρχε υπερθέρμανση, θα είχαμε αύξηση, αλλά αυτή θα ήταν μόνο 65%.
Αυτά είναι τα αποτελέσματα της κλιματικής κρίσης και λογικό είναι να αναζητούνται οι αιτίες που την προκαλούν καθώς και οι τρόποι αντιμετώπισης της πέρα από λύσεις όπως η δήθεν «πράσινη ανάπτυξη», τα… χάρτινα καλαμάκια κ.ά.. Μια σοβαρή πρόταση είναι αυτή του μαρξιστή καθηγητή φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Τόκιο Kohei Saito που αξίζει να μελετηθεί. Ο Saito εξηγεί ότι η αρπακτική ορμή του καπιταλισμού για κέρδος καταστρέφει τον πλανήτη και μόνο η «αποανάπτυξη» μπορεί να επιδιορθώσει τη ζημιά επιβραδύνοντας την κοινωνική παραγωγή και μοιράζοντας δίκαια τον πλούτο.
Εν συνόψει ο Μαρξ και η «από-ανάπτυξη» μπορούν σύμφωνα με τον Saito, να μας βοηθήσουν να αντιμετωπίσουμε την κλιματική κρίση και τις συνέπειές της. Αυτό σημειώνει ο καθηγητής στο βιβλίο του, Capital in the Anthropocene, όπου επισημαίνει πως έχουν αγνοηθεί τα γραπτά του Μαρξ για την οικολογία και υπάρχει η άποψη ότι ο σοσιαλισμός του είναι προ-τεχνολογικός και αντιοικολογικός. Ή ακόμη ότι ο Μαρξ υποστηρίζει την ανάπτυξη των τεχνολογιών ώστε να τεθούν τα θεμέλια για μια μετακαπιταλιστική κοινωνία, αγνοώντας τα όρια της φύσης.
Επηρεασμένος από μελετητές που υποστήριξαν τον Μαρξ ως οικολόγο στοχαστή – όπως οι Paul Burkett και John Bellamy Foster – ο Saito εμβάθυνε την ανάλυσή του μελετώντας τα σημειωματάρια του Μαρξ. «Αν κοιτάξει κανείς τα σημειωματάρια, συνειδητοποιεί ότι (ο Μαρξ) μελετά δύο πεδία: το ένα είναι η φυσική επιστήμη και το άλλο οι καπιταλιστικές κοινωνίες». Ο Μαρξ όταν ολοκλήρωνε τον τόμο II και III του Κεφαλαίου, «… μελετούσε φυσικές επιστήμες, χημεία, γεωλογία» γράφει ο Saito. Αυτό είναι μια βασική αλλαγή στη σκέψη του. «Με το αυξανόμενο ενδιαφέρον του για την οικολογία», σημειώνει, «ο Μαρξ είδε τη λεηλασία του φυσικού περιβάλλοντος ως εκδήλωση της κεντρικής αντίφασης του καπιταλισμού». Έτσι, συνθέτοντας αυτές τις δύο προσεγγίσεις, ο Saito ανέπτυξε έναν μοναδικό τρόπο ανάγνωσης του Μαρξ αντιμετωπίζοντάς τον ως «οικολόγο κομμουνιστή της αποανάπτυξης».
Η έννοια αποανάπτυξη σημαίνει ότι η διαρκής οικονομική ανάπτυξη δεν είναι βιώσιμη και ότι για να σταματήσουμε την κλιματική κατάρρευση, πρέπει να μειώσουμε την κατανάλωση. Ο Saito αναφέρει το έργο του Τζέισον Χίκελ ως παράδειγμα. Έχει βέβαια επίγνωση της κριτικής ότι η άρνηση σε πολλές χώρες στον παγκόσμιο Νότο της δυνατότητας να «αναπτυχθούν» με τον τρόπο που το έχει κάνει ο Βορράς θα μπορούσε να είναι καταστροφή για τους ανθρώπους που είναι ήδη πολύ φτωχοί. Γι’ αυτό κάνει τη διάκριση μεταξύ Βορρά και Νότου και περιορίζει την επιχειρηματολογία του στον παγκόσμιο Βορρά, και δη στις ανεπτυγμένες χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ. «Προφανώς είμαι υπέρ της ανάπτυξης στις φτωχές χώρες του παγκόσμιου Νότου» λέει. Αλλά για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται μια νέα ιδέα περί αφθονίας» και «προόδου». Σύμφωνα μ’ αυτή την ιδέα ο καθένας στον πλανήτη θα πρέπει να έχει πρόσβαση στα βασικά πράγματα που χρειαζόμαστε για να ζήσουμε – ηλεκτρισμό, νερό, εκπαίδευση – αλλά «πρέπει να βρούμε ένα όραμα όπου η μαζική παραγωγή, η μαζική κατανάλωση και η μαζική σπατάλη μπορούν να αποφευχθούν».
Κρίσιμο για να φανταστεί κανείς αυτόν τον εναλλακτικό κόσμο είναι ένα άλλο σκέλος της σκέψης στα σημειωματάρια του Μαρξ: το ενδιαφέρον του για τις προκαπιταλιστικές, μη δυτικές κοινωνίες. Στο τέλος, ο Μαρξ τόνισε «τη σημασία της μάθησης» από αυτά τα μέρη του κόσμου «για τις δυτικές κοινωνίες». Μετά τις οικολογικές του μελέτες, η ιδέα του Μαρξ για τον κομμουνισμό άλλαξε σημαντικά και δεν καθοδηγούνταν πλέον από την ανάπτυξη. «Η προκαπιταλιστική κοινωνία είχε έναν μοναδικό τρόπο κοινοτικών ρυθμίσεων της γης», λέει ο Saito, «και επέβαλε διάφορους κανόνες στην παραγωγή και την κατανάλωση, έτσι ώστε να πραγματοποιούν μια πιο σταθερή βιώσιμη παραγωγή».
Ο Saito υποστηρίζει ότι ο τρόπος του Μαρξ για την κατανόηση της σχέσης μεταξύ ανθρώπων και φύσης –που περικλείεται στη θεωρία του «μεταβολικού ρήγματος»– μπορεί να καθορίσει πώς να αντιδράσουμε στη σημερινή κλιματική και οικολογική κρίση.
Ο Saito είναι δύσπιστος απέναντι στην τεχνολογική ουτοπία. Αν και κάποτε ήταν αισιόδοξος για την πιθανότητα τεχνολογικής προόδου, τώρα βλέπει τα όρια. «Ελπίζοντας ότι θα υπάρξουν νέες τεχνολογίες, απλώς περιμένουμε να εφευρεθούν, αλλά το αποτέλεσμα θα είναι ότι δεν θα υπάρξουν ποτέ και θα είμαστε όλοι νεκροί», λέει ο Saito. Αυτό δεν είναι απλώς μια κριτική των πολύκροτων τεχνολογικών επιδιορθώσεων μέσα στον καπιταλισμό, όπως η δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα, αλλά η ιδέα ότι μπορούμε να μεταφέρουμε καπιταλιστικές τεχνολογίες σε μια αυτοματοποιημένη κομμουνιστική ουτοπία – όπου τα ρομπότ που θα ανήκουν σε μία συλλογική ιδιοκτησία θα κάνουν το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς και δεν θα υπάρχει πλέον έλλειψη πόρων χάρη στην πράσινη ενέργεια και άλλα πράγματα.
Ο καπιταλισμός δεν αψηφά απλώς τη φύση και τα όρια της υποστηρίζει ο Saito, αλλά δημιουργεί και τεχνητές ελλείψεις όπου είμαστε πάντα αναγκασμένοι να θέλουμε περισσότερα: το πιο πρόσφατο τηλέφωνο, νέο αυτοκίνητο ή μπουφάν. Αλλά μπορούμε να αναδιοργανώσουμε τη σχέση μας με τη φύση, ρυθμίζοντας τη διαφήμιση, τη χρήση των SUV και τις συνεχείς αλλαγές μοντέλου κινητού τηλεφώνου, ενώ θα «διανέμουμε τον πλούτο και τα βάρη πιο ισότιμα και δίκαια στα μέλη της κοινωνίας». Ορισμένοι τομείς –αυτοί που δεν αποφέρουν κέρδος και έτσι είναι υπανάπτυκτοι στον καπιταλισμό– θα βελτιωθούν, κάτι που θα σήμαινε περισσότερα χρήματα και πόρους για «εκπαίδευση, εργασία φροντίδας, τέχνη, αθλητισμό και δημόσια μέσα μεταφοράς». Υποδεικνύοντας τη σκέψη της Kate Soper, λέει ότι η συνεχής ανάγκη για ανταγωνιστική εργασία και κατανάλωση δεν είναι σημάδι της καλής ζωής και στην πραγματικότητα περιορίζει τις ευκαιρίες για εκπλήρωση εμπειριών εκτός αγοράς. Χωρίς την ανάγκη παραγωγής για υπερβολική, περιττή κατανάλωση (αυτό που είναι «απαραίτητο» για την οικονομική ανάπτυξη, όχι για την ανάπτυξη του ατόμου), οι θέσεις εργασίας θα μπορούσαν να αλλάξουν ριζικά. Θα μπορούσαμε να ξοδεύουμε πολύ λιγότερες ώρες δουλεύοντας, χρησιμοποιώντας τις ικανότητες και τα ταλέντα μας για να κάνουμε ό,τι μπορούμε και να μοιραζόμαστε πιο δίκαια τις δυσάρεστες και βαρετές εργασίες (εδώ στηρίζεται στη διάκριση της Χ. Άρεντ για την επαχθή και τη δημιουργική εργασία και προτείνει ένα δίκαιο μοίρασμα!)
Το ερώτημα, όμως, είναι, αν αυτά είναι εφικτά. Ο Saito γνωρίζει τις προκλήσεις, αλλά επισημαίνει το Gen Z, το Just Stop Oil, τις διαμαρτυρίες για το κλίμα σε όλο τον κόσμο και τον Alberto Garzón, τον Ισπανό υπουργό καταναλωτικών υποθέσεων, ο οποίος έγραψε πρόσφατα για τα όρια της ανάπτυξης. Αυτή είναι μια μεγάλη αλλαγή σε σύγκριση με τα τελευταία 30 χρόνια. «Οι δεκαετίες 2020 και 2030 θα γίνουν πολύ πιο ταραχώδεις καθώς βαθαίνει η κρίση», λέει ο Saito και ελπίζει ότι ο όγκος των ριζοσπαστικών διαμαρτυριών θα αυξηθεί και οι αλλαγές στις αξίες μας θα επιταχύνονται συνεχώς.
∎ Ο Marx in the Anthropocene: Towards the Idea of Degrowth Communism δημοσιεύεται από το Cambridge University Press
∎ Πληροφορίες από την εφημερίδα The Guardian
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου