I. Για χρόνια μετά τα γεγονότα του Νοέμβρη του 1973 που τα είχα ζήσει από μέσα σαν πρωτοετής φοιτητής της Καλών Τεχνών, ονειρευόμουνα να γράψω ένα τραγούδι για εκείνη τη νύχτα, αλλά όλο κάτι γινότανε και μου αποσπούσε την προσοχή. Ήτανε βλέπεις τα χρόνια της φωτιάς μαζί με τον Νικόλα, και είχε πέσει πολλή «δουλειά». . Ώσπου, δώδεκα χρόνια μετά, έναν άλλο Νοέμβρη, του 1985, τη νύχτα που σκοτώσανε τον Καλτεζά, και που ήμουνα κάτω στα οδοφράγματα, γυρίζοντας σπίτι, μην έχοντας πειά επαφή με τίποτα παληό και με τη συναισθηματική φόρτιση της βραδυάς, έγινε το κλικ και βγήκε αυτό το τραγουδάκι. Το έπαιξα κανα δυό φορές στο στέκι που είχε δημιουργήσει τότε ο Γιώργης Οικονομόπουλος και μετά, κάποια μέρα το ηχογράφησα σε ένα απλό κασσετόφωνο.
Λίγο καιρό μετά, πήγα ένα βράδυ και είδα τον Βαγγέλη Γερμανό στο σπίτι του και του άφησα την κασσέτα αυτή για να την ακούσει και να μου πει τη γνώμη του. Στη συνέχεια έμπλεξα με πολλά και διάφορα και η κασσέτα αυτή ξεχάστηκε για έντεκα ολόκληρα χρόνια. Το 1996 την ξαναθυμήθηκα και πήρα τον Βαγγέλη τηλέφωνο και αυτός προς τιμήν του την είχε φυλάξει όλα αυτά τα χρόνια σε ένα ράφι άθικτη. Πάω και την παίρνω και με έκπληξη ανακαλύπτω κάτι συνθέσεις του 1995 που τις είχα ξεχάσει εντελώς, μεταξύ αυτών και το συγκεκριμένο τραγούδι. Κάπου άλλα δέκα χρόνια μετά επιλέγω και βάζω κάποια τραγούδια της στο χειροποίητο CD «Μπαλλάντες για έξω» με καθαρισμένες παλιές ηχογραφήσεις 1977-1985. Έτσι πραγματοποίησα το όνειρό μου να κάνω κι εγώ ένα τραγούδι για κείνη τη βραδυά.
Το αφιερώνω στους χαμένους μου φίλους.
II. Εκείνες τις ταραγμένες μέρες του '73 είχα συναντήσει στο μπαλκόνι της Αρχιτεκτονικής που είναι ακριβως φάτσα από την Πόρτα, τον Μαυρογένη που τον είχα θαυμάσει να ρητορεύει στο φαρμακευτικό τμήμα λίγες μέρες πρίν. Μου έλεγε λοιπόν ο Μαυρογένης να βρώ όσους μπορώ από την Σχολή μου για να οργανώσουμε κάτι. Δεν βρήκα κανέναν γιατί δεν ήμουνα σε κανένα μαντρί, όπως άλλωστε και αυτός, όμως οι ξεκάρφωτοι αν και δεν κατακτάνε ούτε και επιδιώκουνε οφίτσια, δίνουνε νόημα σε αυτά τα γεγονότα που τα κοπρίζουνε οι βολεμένοι με σκοπό να τα στείλουνε στον απόπατο. Ας τους εμποδίσουμε.
III. Και μιά συγκινητική λεπτομέρεια που δεν την ήξερα, αλλά την έμαθα πολλά χρόνια αργότερα, από έναν γείτονα, είναι πως σε ένα από τα τανκς που κατεβάσανε οι γελοίοι, βρισκότανε και ένας παιδικός μου φίλος, ο Γιώργος, που υπηρετούσε τη θητεία του στα τεθωρακισμένα. Τα χρόνια εκείνα τα παληά στις αλάνες που παίζαμε μπάλλα, στις προστριβές που είχαμε, ο χαμένος ήμουνα πάντα εγώ λόγω σωματικής διάπλασης. Tο βράδυ λοιπόν που γίναν όλ’ αυτά, ήμουνα και πάλι ο χαμένος, αλλά με μια μικρή διαφορά: βρισκόμουνα από επιλογή μου στη σωστή πλευρά, ενώ αυτός, άτυχος, χωρίς να το έχει επιλέξει, στη λάθος πλευρά. Έπαθε τέτοιο σοκ με αυτά που αντίκρισε που δεν μπορούσε να συνέλθει για χρόνια. Έφυγε στο εξωτερικό και δεν ξαναγύρισε πειά, παρά μόνο για λίγο, σε μια περίοδο πριν από δέκα περίπου χρόνια που δεν ήξερα ακόμη για το συμβάν, να τούλεγα μια κουβέντα για παρηγοριά.
Ήταν λίγο σκληρό παιδί, αλλά όχι και κακός. Και βεβαίως ούτε φασίστας.
Ηταν ένα ασχημο παιχνίδι της μοίρας.
ΙV. Υπήρχε τότε στη Σχολή στο πρώτο έτος ένα κορίτσι ονόματι Λίζα-Ελένη που δεν την έκανε κανένας παρέα γιατί έμενε στου Παπάγου και ο πατέρας της ήτανε στρατιωτικός. Ολοι την θεωρούσανε χαφιέ για μόνο αυτό τον λόγο, όμως αυτή ήτανε απλώς απολιτική. Σαν πνεύμα αντίθεσης που ήμουνα καθόμουνα μαζύ της στα σκαλάκια και μιλάγαμε στα διαλείμματα γιατί το έβρισκα ρατσιστικό και απάνθρωπο αυτό, με αποτέλεσμα να με θεωρούνε και εμένα καρφί της Σχολής αν και στις συνελεύσεις σηκωνόμουνα και τους παρότρυνα σε εξέγερση με μεγάλη ένταση. Όταν καταλήφθηκε το Πολυτεχνείο και τα παιδιά της Σχολής ανοίξανε τα γραφεία των καθηγητών και τους φακέλους, ανακαλύψανε τους πραγματικούς χαφιέδες που ήτανε ανάμεσά μας κανονικά με τα ονόματά τους καταγραμμένα εκεί μέσα. Ηρθε τότε μιά συμφοιτήτριά μου η Στέλλα και μου ζήτησε συγνώμη εκ μέρους όλων γιά τις υποψίες που είχανε άστοχα ρίξει επάνω μου.
Λίγο καιρό μετά, πήγα ένα βράδυ και είδα τον Βαγγέλη Γερμανό στο σπίτι του και του άφησα την κασσέτα αυτή για να την ακούσει και να μου πει τη γνώμη του. Στη συνέχεια έμπλεξα με πολλά και διάφορα και η κασσέτα αυτή ξεχάστηκε για έντεκα ολόκληρα χρόνια. Το 1996 την ξαναθυμήθηκα και πήρα τον Βαγγέλη τηλέφωνο και αυτός προς τιμήν του την είχε φυλάξει όλα αυτά τα χρόνια σε ένα ράφι άθικτη. Πάω και την παίρνω και με έκπληξη ανακαλύπτω κάτι συνθέσεις του 1995 που τις είχα ξεχάσει εντελώς, μεταξύ αυτών και το συγκεκριμένο τραγούδι. Κάπου άλλα δέκα χρόνια μετά επιλέγω και βάζω κάποια τραγούδια της στο χειροποίητο CD «Μπαλλάντες για έξω» με καθαρισμένες παλιές ηχογραφήσεις 1977-1985. Έτσι πραγματοποίησα το όνειρό μου να κάνω κι εγώ ένα τραγούδι για κείνη τη βραδυά.
Το αφιερώνω στους χαμένους μου φίλους.
II. Εκείνες τις ταραγμένες μέρες του '73 είχα συναντήσει στο μπαλκόνι της Αρχιτεκτονικής που είναι ακριβως φάτσα από την Πόρτα, τον Μαυρογένη που τον είχα θαυμάσει να ρητορεύει στο φαρμακευτικό τμήμα λίγες μέρες πρίν. Μου έλεγε λοιπόν ο Μαυρογένης να βρώ όσους μπορώ από την Σχολή μου για να οργανώσουμε κάτι. Δεν βρήκα κανέναν γιατί δεν ήμουνα σε κανένα μαντρί, όπως άλλωστε και αυτός, όμως οι ξεκάρφωτοι αν και δεν κατακτάνε ούτε και επιδιώκουνε οφίτσια, δίνουνε νόημα σε αυτά τα γεγονότα που τα κοπρίζουνε οι βολεμένοι με σκοπό να τα στείλουνε στον απόπατο. Ας τους εμποδίσουμε.
III. Και μιά συγκινητική λεπτομέρεια που δεν την ήξερα, αλλά την έμαθα πολλά χρόνια αργότερα, από έναν γείτονα, είναι πως σε ένα από τα τανκς που κατεβάσανε οι γελοίοι, βρισκότανε και ένας παιδικός μου φίλος, ο Γιώργος, που υπηρετούσε τη θητεία του στα τεθωρακισμένα. Τα χρόνια εκείνα τα παληά στις αλάνες που παίζαμε μπάλλα, στις προστριβές που είχαμε, ο χαμένος ήμουνα πάντα εγώ λόγω σωματικής διάπλασης. Tο βράδυ λοιπόν που γίναν όλ’ αυτά, ήμουνα και πάλι ο χαμένος, αλλά με μια μικρή διαφορά: βρισκόμουνα από επιλογή μου στη σωστή πλευρά, ενώ αυτός, άτυχος, χωρίς να το έχει επιλέξει, στη λάθος πλευρά. Έπαθε τέτοιο σοκ με αυτά που αντίκρισε που δεν μπορούσε να συνέλθει για χρόνια. Έφυγε στο εξωτερικό και δεν ξαναγύρισε πειά, παρά μόνο για λίγο, σε μια περίοδο πριν από δέκα περίπου χρόνια που δεν ήξερα ακόμη για το συμβάν, να τούλεγα μια κουβέντα για παρηγοριά.
Ήταν λίγο σκληρό παιδί, αλλά όχι και κακός. Και βεβαίως ούτε φασίστας.
Ηταν ένα ασχημο παιχνίδι της μοίρας.
ΙV. Υπήρχε τότε στη Σχολή στο πρώτο έτος ένα κορίτσι ονόματι Λίζα-Ελένη που δεν την έκανε κανένας παρέα γιατί έμενε στου Παπάγου και ο πατέρας της ήτανε στρατιωτικός. Ολοι την θεωρούσανε χαφιέ για μόνο αυτό τον λόγο, όμως αυτή ήτανε απλώς απολιτική. Σαν πνεύμα αντίθεσης που ήμουνα καθόμουνα μαζύ της στα σκαλάκια και μιλάγαμε στα διαλείμματα γιατί το έβρισκα ρατσιστικό και απάνθρωπο αυτό, με αποτέλεσμα να με θεωρούνε και εμένα καρφί της Σχολής αν και στις συνελεύσεις σηκωνόμουνα και τους παρότρυνα σε εξέγερση με μεγάλη ένταση. Όταν καταλήφθηκε το Πολυτεχνείο και τα παιδιά της Σχολής ανοίξανε τα γραφεία των καθηγητών και τους φακέλους, ανακαλύψανε τους πραγματικούς χαφιέδες που ήτανε ανάμεσά μας κανονικά με τα ονόματά τους καταγραμμένα εκεί μέσα. Ηρθε τότε μιά συμφοιτήτριά μου η Στέλλα και μου ζήτησε συγνώμη εκ μέρους όλων γιά τις υποψίες που είχανε άστοχα ρίξει επάνω μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου