Του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου
Ο εκφασισμός μιας οποιασδήποτε κοινωνίας ακολουθεί πολλά στάδια, τακτικές και στρατηγικές. Οι προσεγγίσεις της εκστρατείας εφαρμογής του μοχθηρού αυτού σχεδίου είναι πολυποίκιλες και προσαρμοσμένες στο κατάλληλο ύφος και την ενδεικνυόμενη μεθοδολογία που αναλογεί στην κάθε κοινωνική τάξη και τις αντίστοιχες νοοτροπίες που θέλει να στρατολογήσει υπέρ της πάσης θυσίας επιβίωσης της η εκάστοτε ετοιμόρροπη άρχουσα τάξη....
Καθώς η πλουτοκρατία βλέπει την κυριαρχία της να κλυδωνίζεται, αναγκαστικά καταφεύγει στην κάθε μορφής βία, είτε αυτή είναι η μεθοδευμένη εξαθλίωση των πολιτών προκειμένου να μην μπορούν να προβάλλουν καμία αντίσταση λόγω ηθικής και υλικής εξουθένωσης, είτε η βαρβαρική επίκληση της ωμής ασυδοσίας παραστρατιωτικών οργανώσεων τύπου ΜΑΤ, των οποίων ο μοναδικός λόγος ύπαρξης είναι να φρουρούν τους εντεταλμένους διαχειριστές της μάζας που κατ’ ευφημισμό αυτοαποκαλούνται πολιτικοί.
Λαμβάνοντας λοιπόν υπ’ όψη τις προσλαμβάνουσες του κάθε target group που είναι στο στόχαστρο της διχαστικής και αποκτηνωμένης ψευδο-ιδεολογίας του φασισμού, δηλαδή έχοντας μελετήσει προσεκτικά (αν όχι κατασκευάσει ενδελεχώς) το μορφωτικό επίπεδο, τις νοοτροπίες, την σημειολογία του φαντασιακού και το προβλέψιμο των αντανακλαστικών της κάθε τάξης, η εξουσία κατασκευάζει πολλές, ειδικές και διαφορετικές προπαγανδιστικές δεξαμενές ο σκοπός των οποίων είναι η υποδοχή και η ζύμωση της λαϊκής αντίδρασης στις φαύλες πολιτικές της.
Αυτές οι δεξαμενές – χυδαίες και λαϊκίστικες για τις πιο στερημένες πνευματικά μερίδες του πληθυσμού, προοδευτικά πιο εκλεπτυσμένες όσο ανεβαίνει ο πήχης των κριτηρίων του κοινού – με την σειρά τους παράγουν μηνύματα που μοιάζουν, ανάλογα με την ταξική προέλευση τους, με αυθεντική λαϊκή έκφραση ή εξευγενισμένα πολιτισμικά προϊόντα, ενώ δεν είναι τίποτε άλλο από υπαγορευμένες συμπεριφορές, προδιαγεγραμμένοι ρόλοι και υποσυνείδητες υποβολές που ενεργοποιούνται υπό την πίεση της επίσης ψευδεπίγραφης κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, αφού η κρίση δεν είναι τίποτε άλλο από μια ληστρική επιδρομή της άρχουσας τάξης εναντίον της μεσαίας και εργατικής, μια αναζωπύρωση του διαχρονικού ταξικού πολέμου, μασκαρεμένη σε ανεξήγητη θεομηνία σταλμμένη από την Παγκοσμιοποιημένη Οικονομία, αυτή την υπερβατική οντότητα που έχουμε υπνωτιστεί να τρέμουμε.
Όλοι είμαστε μάρτυρες του ζοφερού ανόδου του Ναζισμού στην Ελλάδα: σκόπιμα και συνειδητά, και για αρκετό καιρό πριν από την επίσημη χρονολογία έναρξης της κατασκευασμένης ψευδο-κρίσης, οι ασθενέστερες μορφωτικά και οικονομικά τάξεις της Ελληνικής κοινωνίας βομβαρδίζονταν με κάθε μορφής εθνικιστική προπαγάνδα και αποβλακωτική σαχλαμάρα. Από τους παραληρηματικούς τηλε-αλαλαγμούς φασιστών όπως ο Γεωργιάδης, ο οποίος ατιμώρητα διαφήμιζε την Ναζιστική προπαγάνδα του καταδικασμένου ως αρνητή Ολοκαυτώματος και διαβόητου ακροδεξιού Κωνσταντίνου Πλεύρη, μέχρι τις μυστικιστικές ανοησίες του Λιακόπουλου, από τις αποχαυνωτικές σειρήνες του μωροφιλόδοξου Κωστοπούλειου lifestyle μέχρι τις προγονόπληκτες γραφικότητες των χουντικής αισθητικής Ολυμπιακών εορτασμών, η μάζα του Ελληνικού λαού είχε ήδη εκτεθεί ανεπανόρθωτα σε μια εκστρατεία διαρκείας ώστε να είναι επαρκώς εθισμένη στην συνθετική λήθη του εθνικιστικού παροράματος όταν εμφανίστηκε στο προσκήνιο η Χρυσή Αυγή, που παρά το σαγηνευτικό της όνομα, εκπροσωπεί την πιο σκοτεινή πλευρά της επικίνδυνης αυτής μέθης.
Στην Ελλάδα, σήμερα, ο εκφασισμός της κοινωνίας, αντίθετα με το μήνυμα που προσπαθούν να περάσουν τα κυριαρχικά Μέσα Μαζικής Λοβοτομής, όχι μόνο δεν έχει περιοριστεί σε κάποια κελιά στον Κορυδαλλό, αλλά επεκτείνεται, αναπτύσσοντας την εκστρατεία του πέρα από τις απελπισμένες φτωχογειτονιές και το λούμπεν προλεταριάτο των εγκληματικών συμμοριών.
Αυτές, ούτως ή άλλως, έχουν εδώ και καιρό καθηλωθεί στο αδιέξοδο της συγκινησιακής οργής και των απόλυτα ελεγχόμενων αφηγήσεων – είναι εξαιρετικά εύκολο πλέον για την εξουσία να κατευθύνει όπου την συμφέρει το τραυματισμένο συλλογικό Εγώ του εξαθλιωμένου Έλληνα μικροαστού και το εκρηκτικό θυμικό του λειτουργικά αναλφάβητου προλετάριου.
Η βάση της κοινωνικής πυραμίδας έχει πλέον προγραμματιστεί να συμπεριφέρεται ως ένα αδικημένο θύμα, δηλαδή εκδικητικά και με τυφλή βία, ενώ η ψυχική της ισορροπία έχει κλονιστεί, αφού ταυτόχρονα με την ισοπέδωση της βιοτικού επιπέδου και των προοπτικών της, δέχεται και το αντιφατικό μήνυμα της κληρονομικής ανωτερότητας, δηλαδή υποδαυλίζεται ο θυμός από την διαρκή καλλιέργεια της προγονοπληξίας. Σχηματικά, η παρανοϊκή προπαγάνδα που υφίσταται η μάζα στην Ελλάδα συνοψίζεται στην εξής υποβολή – «πως κατάντησες έτσι, εσύ, κοτζάμ απόγονος του Μεγαλέξανδρου, του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα; Είναι δυνατόν να στερείσαι το καινούριο σου iPhoneκαι τις διακοπές σου στην Μύκονο επειδή πρέπει να ταΐζουμε μετανάστες και να ανεχόμαστε αναρχοάπλυτους που αρνούνται να συνεργαστούν για την σωτηρία του Έθνους?»
Όμως, δεν αρκούν τα παραμύθια λαϊκής κατανάλωσης για την επικράτηση του φασισμού, που δεν είναι τίποτε άλλο από στρατιωτικοποιούμενος διχασμός της κοινωνίας ώστε ο αλληλοσπαραγμός ή ο αυτισμός των διαφορετικών ομάδων να αφήνει ανενόχλητη την βασιλεία της άρχουσας τάξης. Τετελεσμένου του γεγονότος της επιστράτευσης της λαϊκής βάσης και του εγκληματικού υποκόσμου στον φασισμό και την εθνικιστική παραίσθηση, απομένει η διαχείριση της κρίσιμης εκείνης κοινωνικής τάξης που είναι μεν μορφωτικά ανώτερη, αλλά οικονομικά παραμένει εξαρτώμενη από την άρχουσα – δηλαδή, η μεσαία τάξη, η οποία, όπως και οι κατώτερες, είναι χοντρικά διαχωρισμένη σε σκεπτόμενη και ηδονοθηρική.
Για την συγκεκριμένη αυτή πληθυσμιακή ομάδα δεν είναι τόσο πρωτεύουσας σημασίας η δια της βίας επιβολή πειθαρχίας, αφού είναι εξαιρετικά σπάνιο να καταφύγει σε ένοπλο αγώνα ένας μεσοαστός. Όχι – χρειάζονται διαφορετικές, πιο σοφές και λεπτοδουλεμένες μηχανεύσεις για την αποτελεσματική ενθυλάκωση της κοινωνικής δυναμικής και την επικερδή εκμετάλλευση του φόβου που αισθάνονται οι στρατιές των πτυχιούχων, δημοσίων υπαλλήλων, ελεύθερων επαγγελματιών, επιστημόνων, εκπαιδευτικών, και νεολαίων που είναι τρομοκρατημένοι καθώς βλέπουν αφ’ ενός τα δικαιώματα και τα προνόμια τους να εξανεμίζονται, πέφτοντας και αυτά βορά στην «εθνοσωτήρια ανάγκη αντιμετώπισης της κρίσης», αφ’ εταίρου έχουν ήδη παρακολουθήσει, αν δεν έχουν διευκολύνει, εκούσια ή ακούσια, την εξολόθρευση και την κατάντια της εργατικής τάξης.
Έτσι, σε απόλυτη αντιστοιχία του εθνικιστικού παροξυσμού και της συμπληρωματικής lifestyle πλύσης εγκεφάλου που απευθύνονται στον λαϊκή βάση, αναπτύσσονται δυο παράλληλες και κυρίαρχες αφηγήσεις που αποσκοπούν στην συνειδησιακή διαφθορά των μεσοαστών, κάθε μια από αυτές εξίσου επιστημονικά προσχεδιασμένες.
Εκείνοι οι μεσοαστοί που έχουν ανεπτυγμένη την πολιτική και κοινωνική συνείδηση τροφοδοτούνται με ψευδαισθήσεις συμμετοχής στην εξουσία και στις εξελίξεις, κυρίως με την παροχή κύρους μέσω θέσεων και τίτλων – βλέπε την ως διά μαγείας μεταμόρφωση ενός τυχάρπαστου αριβίστα σε Υπουργό Υγείας ή ενός τσεκουροφόρου Ναζιστή σε βασικό εκπρόσωπο κυβερνητικών θέσεων. Όμως, οι καρέκλες είναι περιορισμένες, ακόμα και εκείνες που τρίζουν επικίνδυνα λόγω του κίβδηλου και αυθαίρετου κύρους τους. Ταυτόχρονα, παραμένει ακηδεμόνευτη μια μεγάλη μερίδα της μεσοαστικής τάξης που δεν αρέσκεται στα πολιτικά, κοινώς προτιμά να κινείται εντός των ορίων της ασφαλέστερης ιδιωτείας.
Για αυτή την κοινωνική ομάδα, τους απολιτίκ μεσοαστούς, εφαρμόζεται μια δεύτερη προπαγανδιστική στρατηγική, της οποίας το διαβρωτικό σκεπτομορφικό δεν είναι τίποτε άλλο από μια εξευγενισμένη εκδοχή της lifestyle παρηγορίας που φουσκώνει με παραισθήσεις και εθίζει τα μυαλά των λαϊκών στρωμάτων στην ξελιγωμένη επιφανειακότητα. Αντί για μεσημεριανάδικες κατινιές και φωτό παπαράτσι από τις διακοπές ημίγυμνων επωνύμων, αντί για προκλητικές δηλώσεις ανερμάτιστων μπουζουκόβιων, αντί για φανατισμένες οργανώσεις οπαδών ποδοσφαιρικών ομάδων, προτείνονται φεστιβάλ τέχνης, εθελοντική εργασία με κοινωφελές άλλοθι, επιμορφωτικά ιδρύματα με σαφή αλλά κεκαλυμμένο εξουσιαστικό ιδεολογικό υπόβαθρο, και πάσης φύσης ομαδικές δραστηριότητες που τιθασεύουν σε ένα εύκολα κατευθυνόμενο πλαίσιο την ενέργεια και τις πράξεις όλων εκείνων που «θέλουν να αλλάξει κάτι», αρκεί φυσικά να μην έχει αντίρρηση στην όποια αλλαγή το σύστημα.
Όλο και περισσότερο λοιπόν, κυρίως στην Αθήνα, αλλά και σε άλλα Ελληνικά αστικά κέντρα, εκεί δηλαδή που υπάρχει υπερσυγκέντρωση μεσοαστικής τάξης, παρατηρεί κανείς «συλλογικές προσπάθειες», «κολεκτίβες» και «πολιτισμικές πρωτοβουλίες» των οποίων ο κοινός παρονομαστής είναι η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε σχέσης με την κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα της χώρας. Για να μην παρεξηγηθώ, ας ξεκαθαρίσω ότι δεν αναφέρομαι σε ειλικρινείς και τίμιες προσπάθειες κοινωνικής αλληλεγγύης όπως τα Κοινωνικά Ιατρεία ή τα κοινωνικά μαγειρεία, αλλά σε δραστηριότητες που αντί να προσφέρουν έμπρακτη βοήθεια σε όσους έχουν ανάγκη, αλλά για ομαδικές προσπάθειες αποπροσανατολισμού που ενδύονται το προσωπείο του πολιτισμού ή της κοινωφελούς δράσης.
Ενδυόμενες το μειλίχιο προσωπείο του πολιτισμένου καλοθελητή, και υποστηριζόμενες από την άρχουσα τάξη αφού εξυπηρετούν την ανάγκη για αντιπερισπασμό που να γίνεται αποδεκτός από εκείνους των οποίων το επίπεδο και η αισθητική δεν θα μπορούσαν ποτέ να ταυτιστούν με τον Μιχαλολιάκο, τον Σφακιανάκη, ή την Μενεγάκη, οι δεξαμενές απορρόφησης και ελέγχου της μεσοαστικής δυσαρέσκειας προσφέρουν μηχανισμούς που όχι μόνο δημιουργούν αναχώματα στην αντίδραση, αλλά και παράγουν εικονική κανονικότητα προκειμένου να υπνωτίζεται το κοινό με την ψευδαίσθηση της πολιτιστικής ή κοινωφελούς δραστηριότητας.
Έτσι, βλέπουμε κρατικοδίαιτες Μπιενάλε και φεστιβάλ τέχνης που δεν είναι παρά Δούρειοι Ίπποι για την νομιμοποίηση της καθεστωτικής προπαγάνδας και την προώθηση ιδιωτικών συμφερόντων. Έτσι, συστήνονται «επιτροπές κατοίκων», σε συνεργασία με «καλοπροαίρετους επενδυτές» προκειμένου να διώκονται κοινωνικά ευαίσθητες μειονότητες, με άλλοθι τον «εξωραϊσμό», την «ανάπλαση», την «αναβάθμιση». Έτσι, χρηματοδοτούνται με βρόμικο κρατικό χρήμα, Μέσα Μαζικής Λοβοτομής, ειδικά στοχευμένα σε νεανικό κοινό, που αποπλανούν τους αναγνώστες τους με κάθε είδους αποπροσανατολιστική σαχλαμάρα, επιτυγχάνοντας την αποσιώπηση της τραγικής πραγματικότητας και την περαιτέρω παγίωση της εξαιρετικά συμφέρουσας για την εξουσία απολίτικης απάθειας. Έτσι, μαντρώνονται σε παραστάσεις, σε διαλέξεις, σε προβολές, σε πάρτι όλοι εκείνοι που προτιμούν να αυταπατώνται πως ζουν σε μια σύγχρονη, ευνομούμενη Ευρωπαϊκή πρωτεύουσα και όχι σε ένα διαλυμένο κράτος που φλερτάρει εδώ και πολύ καιρό με το πιο επικίνδυνο χάος.
Η βασική υπερασπιστική γραμμή εκείνων που συμμετέχουν ή οργανώνουν αυτές τις δράσεις είναι η στρεψόδικη και παραψυχολογική επίκληση στην θετική σκέψη – μια εξαιρετικά μοχθηρή διαστροφή της υποκειμενικότητας που θέλει, για παράδειγμα, να παρουσιάζει τις πολύχρωμα μπογιατισμένες σκάλες ως μια σημαντική παρέμβαση εναντίον της αθλιότητας του αστικού κέντρου, λες και το ζητούμενο των άνεργων, των άστεγων, των απελπισμένων είναι αν το σκαλοπάτι που πατάνε είναι χρώματος λαχανί. Συνεκδοχικά, βαφτίζονται ως εκδηλώσεις θετικής ενέργειας και αισιοδοξίας και όλες οι συναφείς απολίτικες εκφράσεις της μεσοαστικής τάξης – υπερτονίζεται η αξία της κάθε περίπτωσης ενώ αποκρύπτονται ταυτόχρονα τα ιδιοτελή κίνητρα των ηγετών τέτοιων δράσεων και η παραπλανητική τους σκοπιμότητα. «Μα τι εξαιρετικός dj/καλλιτέχνης/παράσταση!» αναφωνεί μια φιλότεχνος πλην κοινωνικά αναίσθητη μεσοαστή πηδώντας πάνω από έναν άστεγο καθώς φεύγει από μια νύχτα πολιτισμού. «Μα πόσο σημαντική η πρωτοβουλία μας να διεκδικήσουμε ποδηλατόδρομο στο Γκάζι» απαντάει ένας ομοϊδεάτης της, που δεν ενοχλείται καθόλου από την ιδέα ότι βολτάρει δίπλα από στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Επειδή το φαινόμενο της μεσοαστικής συνέργειας με το τυραννικό καθεστώς είναι εξίσου επικίνδυνο με την πλύση εγκεφάλου της εργατικής τάξης από την ακροδεξιά προπαγάνδα, θα πρέπει να εφευρεθεί μια λέξη που να συνοψίζει, να στοχοποιεί και να στηλιτεύει την δεύτερη φάση της επέκτασης του φασισμού στην Ελλάδα – εκείνη τη φάση που επικεντρώνεται όχι τόσο στην διάδοση και την επιβολή της ιδεολογίας του εμφυλιακού μίσους, αλλά που δημιουργεί τους κατάλληλους παραπλανητικούς μηχανισμούς ώστε να εξουδετερώνεται η πιθανότητα συνειδησιακής αφύπνισης και οργανωμένης αντίστασης των μεσοαστών. Προτείνω τον όρο «χιψτεροναζισμό» ή «χιψτεροναζιστή», εκ του Αγγλικού «hipster», μια λέξη που χαρακτηρίζει εκείνον που αφιερώνει την ζωή του στην εκζήτηση και την καλλιέργεια του μοντέρνου, ενήμερου προφίλ του, ενώ αδιαφορεί για τα κοινά. Το δεύτερο συνθετικό του όρου, δυστυχώς, σας είναι γνωστό ως καθημερινή πραγματικότητα εδώ και καιρό.
Καθώς η πλουτοκρατία βλέπει την κυριαρχία της να κλυδωνίζεται, αναγκαστικά καταφεύγει στην κάθε μορφής βία, είτε αυτή είναι η μεθοδευμένη εξαθλίωση των πολιτών προκειμένου να μην μπορούν να προβάλλουν καμία αντίσταση λόγω ηθικής και υλικής εξουθένωσης, είτε η βαρβαρική επίκληση της ωμής ασυδοσίας παραστρατιωτικών οργανώσεων τύπου ΜΑΤ, των οποίων ο μοναδικός λόγος ύπαρξης είναι να φρουρούν τους εντεταλμένους διαχειριστές της μάζας που κατ’ ευφημισμό αυτοαποκαλούνται πολιτικοί.
Λαμβάνοντας λοιπόν υπ’ όψη τις προσλαμβάνουσες του κάθε target group που είναι στο στόχαστρο της διχαστικής και αποκτηνωμένης ψευδο-ιδεολογίας του φασισμού, δηλαδή έχοντας μελετήσει προσεκτικά (αν όχι κατασκευάσει ενδελεχώς) το μορφωτικό επίπεδο, τις νοοτροπίες, την σημειολογία του φαντασιακού και το προβλέψιμο των αντανακλαστικών της κάθε τάξης, η εξουσία κατασκευάζει πολλές, ειδικές και διαφορετικές προπαγανδιστικές δεξαμενές ο σκοπός των οποίων είναι η υποδοχή και η ζύμωση της λαϊκής αντίδρασης στις φαύλες πολιτικές της.
Αυτές οι δεξαμενές – χυδαίες και λαϊκίστικες για τις πιο στερημένες πνευματικά μερίδες του πληθυσμού, προοδευτικά πιο εκλεπτυσμένες όσο ανεβαίνει ο πήχης των κριτηρίων του κοινού – με την σειρά τους παράγουν μηνύματα που μοιάζουν, ανάλογα με την ταξική προέλευση τους, με αυθεντική λαϊκή έκφραση ή εξευγενισμένα πολιτισμικά προϊόντα, ενώ δεν είναι τίποτε άλλο από υπαγορευμένες συμπεριφορές, προδιαγεγραμμένοι ρόλοι και υποσυνείδητες υποβολές που ενεργοποιούνται υπό την πίεση της επίσης ψευδεπίγραφης κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, αφού η κρίση δεν είναι τίποτε άλλο από μια ληστρική επιδρομή της άρχουσας τάξης εναντίον της μεσαίας και εργατικής, μια αναζωπύρωση του διαχρονικού ταξικού πολέμου, μασκαρεμένη σε ανεξήγητη θεομηνία σταλμμένη από την Παγκοσμιοποιημένη Οικονομία, αυτή την υπερβατική οντότητα που έχουμε υπνωτιστεί να τρέμουμε.
Όλοι είμαστε μάρτυρες του ζοφερού ανόδου του Ναζισμού στην Ελλάδα: σκόπιμα και συνειδητά, και για αρκετό καιρό πριν από την επίσημη χρονολογία έναρξης της κατασκευασμένης ψευδο-κρίσης, οι ασθενέστερες μορφωτικά και οικονομικά τάξεις της Ελληνικής κοινωνίας βομβαρδίζονταν με κάθε μορφής εθνικιστική προπαγάνδα και αποβλακωτική σαχλαμάρα. Από τους παραληρηματικούς τηλε-αλαλαγμούς φασιστών όπως ο Γεωργιάδης, ο οποίος ατιμώρητα διαφήμιζε την Ναζιστική προπαγάνδα του καταδικασμένου ως αρνητή Ολοκαυτώματος και διαβόητου ακροδεξιού Κωνσταντίνου Πλεύρη, μέχρι τις μυστικιστικές ανοησίες του Λιακόπουλου, από τις αποχαυνωτικές σειρήνες του μωροφιλόδοξου Κωστοπούλειου lifestyle μέχρι τις προγονόπληκτες γραφικότητες των χουντικής αισθητικής Ολυμπιακών εορτασμών, η μάζα του Ελληνικού λαού είχε ήδη εκτεθεί ανεπανόρθωτα σε μια εκστρατεία διαρκείας ώστε να είναι επαρκώς εθισμένη στην συνθετική λήθη του εθνικιστικού παροράματος όταν εμφανίστηκε στο προσκήνιο η Χρυσή Αυγή, που παρά το σαγηνευτικό της όνομα, εκπροσωπεί την πιο σκοτεινή πλευρά της επικίνδυνης αυτής μέθης.
Στην Ελλάδα, σήμερα, ο εκφασισμός της κοινωνίας, αντίθετα με το μήνυμα που προσπαθούν να περάσουν τα κυριαρχικά Μέσα Μαζικής Λοβοτομής, όχι μόνο δεν έχει περιοριστεί σε κάποια κελιά στον Κορυδαλλό, αλλά επεκτείνεται, αναπτύσσοντας την εκστρατεία του πέρα από τις απελπισμένες φτωχογειτονιές και το λούμπεν προλεταριάτο των εγκληματικών συμμοριών.
Αυτές, ούτως ή άλλως, έχουν εδώ και καιρό καθηλωθεί στο αδιέξοδο της συγκινησιακής οργής και των απόλυτα ελεγχόμενων αφηγήσεων – είναι εξαιρετικά εύκολο πλέον για την εξουσία να κατευθύνει όπου την συμφέρει το τραυματισμένο συλλογικό Εγώ του εξαθλιωμένου Έλληνα μικροαστού και το εκρηκτικό θυμικό του λειτουργικά αναλφάβητου προλετάριου.
Η βάση της κοινωνικής πυραμίδας έχει πλέον προγραμματιστεί να συμπεριφέρεται ως ένα αδικημένο θύμα, δηλαδή εκδικητικά και με τυφλή βία, ενώ η ψυχική της ισορροπία έχει κλονιστεί, αφού ταυτόχρονα με την ισοπέδωση της βιοτικού επιπέδου και των προοπτικών της, δέχεται και το αντιφατικό μήνυμα της κληρονομικής ανωτερότητας, δηλαδή υποδαυλίζεται ο θυμός από την διαρκή καλλιέργεια της προγονοπληξίας. Σχηματικά, η παρανοϊκή προπαγάνδα που υφίσταται η μάζα στην Ελλάδα συνοψίζεται στην εξής υποβολή – «πως κατάντησες έτσι, εσύ, κοτζάμ απόγονος του Μεγαλέξανδρου, του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα; Είναι δυνατόν να στερείσαι το καινούριο σου iPhoneκαι τις διακοπές σου στην Μύκονο επειδή πρέπει να ταΐζουμε μετανάστες και να ανεχόμαστε αναρχοάπλυτους που αρνούνται να συνεργαστούν για την σωτηρία του Έθνους?»
Όμως, δεν αρκούν τα παραμύθια λαϊκής κατανάλωσης για την επικράτηση του φασισμού, που δεν είναι τίποτε άλλο από στρατιωτικοποιούμενος διχασμός της κοινωνίας ώστε ο αλληλοσπαραγμός ή ο αυτισμός των διαφορετικών ομάδων να αφήνει ανενόχλητη την βασιλεία της άρχουσας τάξης. Τετελεσμένου του γεγονότος της επιστράτευσης της λαϊκής βάσης και του εγκληματικού υποκόσμου στον φασισμό και την εθνικιστική παραίσθηση, απομένει η διαχείριση της κρίσιμης εκείνης κοινωνικής τάξης που είναι μεν μορφωτικά ανώτερη, αλλά οικονομικά παραμένει εξαρτώμενη από την άρχουσα – δηλαδή, η μεσαία τάξη, η οποία, όπως και οι κατώτερες, είναι χοντρικά διαχωρισμένη σε σκεπτόμενη και ηδονοθηρική.
Για την συγκεκριμένη αυτή πληθυσμιακή ομάδα δεν είναι τόσο πρωτεύουσας σημασίας η δια της βίας επιβολή πειθαρχίας, αφού είναι εξαιρετικά σπάνιο να καταφύγει σε ένοπλο αγώνα ένας μεσοαστός. Όχι – χρειάζονται διαφορετικές, πιο σοφές και λεπτοδουλεμένες μηχανεύσεις για την αποτελεσματική ενθυλάκωση της κοινωνικής δυναμικής και την επικερδή εκμετάλλευση του φόβου που αισθάνονται οι στρατιές των πτυχιούχων, δημοσίων υπαλλήλων, ελεύθερων επαγγελματιών, επιστημόνων, εκπαιδευτικών, και νεολαίων που είναι τρομοκρατημένοι καθώς βλέπουν αφ’ ενός τα δικαιώματα και τα προνόμια τους να εξανεμίζονται, πέφτοντας και αυτά βορά στην «εθνοσωτήρια ανάγκη αντιμετώπισης της κρίσης», αφ’ εταίρου έχουν ήδη παρακολουθήσει, αν δεν έχουν διευκολύνει, εκούσια ή ακούσια, την εξολόθρευση και την κατάντια της εργατικής τάξης.
Έτσι, σε απόλυτη αντιστοιχία του εθνικιστικού παροξυσμού και της συμπληρωματικής lifestyle πλύσης εγκεφάλου που απευθύνονται στον λαϊκή βάση, αναπτύσσονται δυο παράλληλες και κυρίαρχες αφηγήσεις που αποσκοπούν στην συνειδησιακή διαφθορά των μεσοαστών, κάθε μια από αυτές εξίσου επιστημονικά προσχεδιασμένες.
Εκείνοι οι μεσοαστοί που έχουν ανεπτυγμένη την πολιτική και κοινωνική συνείδηση τροφοδοτούνται με ψευδαισθήσεις συμμετοχής στην εξουσία και στις εξελίξεις, κυρίως με την παροχή κύρους μέσω θέσεων και τίτλων – βλέπε την ως διά μαγείας μεταμόρφωση ενός τυχάρπαστου αριβίστα σε Υπουργό Υγείας ή ενός τσεκουροφόρου Ναζιστή σε βασικό εκπρόσωπο κυβερνητικών θέσεων. Όμως, οι καρέκλες είναι περιορισμένες, ακόμα και εκείνες που τρίζουν επικίνδυνα λόγω του κίβδηλου και αυθαίρετου κύρους τους. Ταυτόχρονα, παραμένει ακηδεμόνευτη μια μεγάλη μερίδα της μεσοαστικής τάξης που δεν αρέσκεται στα πολιτικά, κοινώς προτιμά να κινείται εντός των ορίων της ασφαλέστερης ιδιωτείας.
Για αυτή την κοινωνική ομάδα, τους απολιτίκ μεσοαστούς, εφαρμόζεται μια δεύτερη προπαγανδιστική στρατηγική, της οποίας το διαβρωτικό σκεπτομορφικό δεν είναι τίποτε άλλο από μια εξευγενισμένη εκδοχή της lifestyle παρηγορίας που φουσκώνει με παραισθήσεις και εθίζει τα μυαλά των λαϊκών στρωμάτων στην ξελιγωμένη επιφανειακότητα. Αντί για μεσημεριανάδικες κατινιές και φωτό παπαράτσι από τις διακοπές ημίγυμνων επωνύμων, αντί για προκλητικές δηλώσεις ανερμάτιστων μπουζουκόβιων, αντί για φανατισμένες οργανώσεις οπαδών ποδοσφαιρικών ομάδων, προτείνονται φεστιβάλ τέχνης, εθελοντική εργασία με κοινωφελές άλλοθι, επιμορφωτικά ιδρύματα με σαφή αλλά κεκαλυμμένο εξουσιαστικό ιδεολογικό υπόβαθρο, και πάσης φύσης ομαδικές δραστηριότητες που τιθασεύουν σε ένα εύκολα κατευθυνόμενο πλαίσιο την ενέργεια και τις πράξεις όλων εκείνων που «θέλουν να αλλάξει κάτι», αρκεί φυσικά να μην έχει αντίρρηση στην όποια αλλαγή το σύστημα.
Όλο και περισσότερο λοιπόν, κυρίως στην Αθήνα, αλλά και σε άλλα Ελληνικά αστικά κέντρα, εκεί δηλαδή που υπάρχει υπερσυγκέντρωση μεσοαστικής τάξης, παρατηρεί κανείς «συλλογικές προσπάθειες», «κολεκτίβες» και «πολιτισμικές πρωτοβουλίες» των οποίων ο κοινός παρονομαστής είναι η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε σχέσης με την κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα της χώρας. Για να μην παρεξηγηθώ, ας ξεκαθαρίσω ότι δεν αναφέρομαι σε ειλικρινείς και τίμιες προσπάθειες κοινωνικής αλληλεγγύης όπως τα Κοινωνικά Ιατρεία ή τα κοινωνικά μαγειρεία, αλλά σε δραστηριότητες που αντί να προσφέρουν έμπρακτη βοήθεια σε όσους έχουν ανάγκη, αλλά για ομαδικές προσπάθειες αποπροσανατολισμού που ενδύονται το προσωπείο του πολιτισμού ή της κοινωφελούς δράσης.
Ενδυόμενες το μειλίχιο προσωπείο του πολιτισμένου καλοθελητή, και υποστηριζόμενες από την άρχουσα τάξη αφού εξυπηρετούν την ανάγκη για αντιπερισπασμό που να γίνεται αποδεκτός από εκείνους των οποίων το επίπεδο και η αισθητική δεν θα μπορούσαν ποτέ να ταυτιστούν με τον Μιχαλολιάκο, τον Σφακιανάκη, ή την Μενεγάκη, οι δεξαμενές απορρόφησης και ελέγχου της μεσοαστικής δυσαρέσκειας προσφέρουν μηχανισμούς που όχι μόνο δημιουργούν αναχώματα στην αντίδραση, αλλά και παράγουν εικονική κανονικότητα προκειμένου να υπνωτίζεται το κοινό με την ψευδαίσθηση της πολιτιστικής ή κοινωφελούς δραστηριότητας.
Έτσι, βλέπουμε κρατικοδίαιτες Μπιενάλε και φεστιβάλ τέχνης που δεν είναι παρά Δούρειοι Ίπποι για την νομιμοποίηση της καθεστωτικής προπαγάνδας και την προώθηση ιδιωτικών συμφερόντων. Έτσι, συστήνονται «επιτροπές κατοίκων», σε συνεργασία με «καλοπροαίρετους επενδυτές» προκειμένου να διώκονται κοινωνικά ευαίσθητες μειονότητες, με άλλοθι τον «εξωραϊσμό», την «ανάπλαση», την «αναβάθμιση». Έτσι, χρηματοδοτούνται με βρόμικο κρατικό χρήμα, Μέσα Μαζικής Λοβοτομής, ειδικά στοχευμένα σε νεανικό κοινό, που αποπλανούν τους αναγνώστες τους με κάθε είδους αποπροσανατολιστική σαχλαμάρα, επιτυγχάνοντας την αποσιώπηση της τραγικής πραγματικότητας και την περαιτέρω παγίωση της εξαιρετικά συμφέρουσας για την εξουσία απολίτικης απάθειας. Έτσι, μαντρώνονται σε παραστάσεις, σε διαλέξεις, σε προβολές, σε πάρτι όλοι εκείνοι που προτιμούν να αυταπατώνται πως ζουν σε μια σύγχρονη, ευνομούμενη Ευρωπαϊκή πρωτεύουσα και όχι σε ένα διαλυμένο κράτος που φλερτάρει εδώ και πολύ καιρό με το πιο επικίνδυνο χάος.
Η βασική υπερασπιστική γραμμή εκείνων που συμμετέχουν ή οργανώνουν αυτές τις δράσεις είναι η στρεψόδικη και παραψυχολογική επίκληση στην θετική σκέψη – μια εξαιρετικά μοχθηρή διαστροφή της υποκειμενικότητας που θέλει, για παράδειγμα, να παρουσιάζει τις πολύχρωμα μπογιατισμένες σκάλες ως μια σημαντική παρέμβαση εναντίον της αθλιότητας του αστικού κέντρου, λες και το ζητούμενο των άνεργων, των άστεγων, των απελπισμένων είναι αν το σκαλοπάτι που πατάνε είναι χρώματος λαχανί. Συνεκδοχικά, βαφτίζονται ως εκδηλώσεις θετικής ενέργειας και αισιοδοξίας και όλες οι συναφείς απολίτικες εκφράσεις της μεσοαστικής τάξης – υπερτονίζεται η αξία της κάθε περίπτωσης ενώ αποκρύπτονται ταυτόχρονα τα ιδιοτελή κίνητρα των ηγετών τέτοιων δράσεων και η παραπλανητική τους σκοπιμότητα. «Μα τι εξαιρετικός dj/καλλιτέχνης/παράσταση!» αναφωνεί μια φιλότεχνος πλην κοινωνικά αναίσθητη μεσοαστή πηδώντας πάνω από έναν άστεγο καθώς φεύγει από μια νύχτα πολιτισμού. «Μα πόσο σημαντική η πρωτοβουλία μας να διεκδικήσουμε ποδηλατόδρομο στο Γκάζι» απαντάει ένας ομοϊδεάτης της, που δεν ενοχλείται καθόλου από την ιδέα ότι βολτάρει δίπλα από στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Επειδή το φαινόμενο της μεσοαστικής συνέργειας με το τυραννικό καθεστώς είναι εξίσου επικίνδυνο με την πλύση εγκεφάλου της εργατικής τάξης από την ακροδεξιά προπαγάνδα, θα πρέπει να εφευρεθεί μια λέξη που να συνοψίζει, να στοχοποιεί και να στηλιτεύει την δεύτερη φάση της επέκτασης του φασισμού στην Ελλάδα – εκείνη τη φάση που επικεντρώνεται όχι τόσο στην διάδοση και την επιβολή της ιδεολογίας του εμφυλιακού μίσους, αλλά που δημιουργεί τους κατάλληλους παραπλανητικούς μηχανισμούς ώστε να εξουδετερώνεται η πιθανότητα συνειδησιακής αφύπνισης και οργανωμένης αντίστασης των μεσοαστών. Προτείνω τον όρο «χιψτεροναζισμό» ή «χιψτεροναζιστή», εκ του Αγγλικού «hipster», μια λέξη που χαρακτηρίζει εκείνον που αφιερώνει την ζωή του στην εκζήτηση και την καλλιέργεια του μοντέρνου, ενήμερου προφίλ του, ενώ αδιαφορεί για τα κοινά. Το δεύτερο συνθετικό του όρου, δυστυχώς, σας είναι γνωστό ως καθημερινή πραγματικότητα εδώ και καιρό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου