Οι δημοσκοπήσεις, λίγο πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, γέννησαν ελπίδες. Αρκετοί τις εξέλαβαν ως μέσο λαϊκής έκφρασης και εργαλείο για την εμβάθυνση της δημοκρατίας. Ως έκφραση της «κοινής γνώμης» οι κυβερνώντες θα τις έπαιρναν υπόψη και θα αναδιαμόρφωναν συνακόλουθα αποφάσεις και πρακτικές.
Η θεώρηση αυτή είχε ασφαλώς τα όριά της. Αυτά μπορούν να συμπυκνωθούν σε δύο σημεία: τη μεθοδολογική προσέγγιση και το παραγόμενο αποτέλεσμα.
Σε ό,τι αφορά τη μεθοδολογική προσέγγιση, οι δημοσκοπήσεις εκκινούν, κατά κανόνα, άρρητα από την υιοθέτηση της «ορθολογικής επιλογής». Θεωρούν ότι οι ερωτώμενοι εκφράζουν αυτό που σκέφτονται και αυτό που σκέφτονται είναι παράγωγο της ζυγισμένης επιλογής τους.
Ετσι, τίθενται όλοι οι ερωτώμενοι στην ίδια μοίρα αφήνοντας κατά μέρος κοινωνικές διαφορές και συνθήκες. Αυτό ισχύει ακόμη κι όταν οι ερωτώμενοι διακρίνονται σε υπο-κατηγορίες με βάση χαρακτηριστικά (εισόδημα, μορφωτικό επίπεδο…).
Οσο για το δεύτερο σημείο, οι δημοσκοπήσεις δεν συνιστούν, όπως λέγεται, «φωτογραφίες της στιγμής» αλλά κατασκευές που κατασκευάζουν πολλαπλά.
Οχι «φωτογραφία της στιγμής» που παραπέμπει σε μια αφελή θετικιστική προσέγγιση της πραγματικότητας της οποίας καταφέρνουμε να απομονώσουμε και να «παγώσουμε μία στιγμή». Δεν χρειάζεται να αναφερθώ εδώ στην ανάλυση του Μ. Φουκό «Αυτό δεν είναι μία πίπα».
Ακόμη και ένας ερασιτέχνης φωτογράφος θα διασκέδαζε με τη θεώρηση αυτή.
Οι δημοσκοπήσεις κατασκευάζουν μία «κοινή γνώμη», με ενδιαφέροντα και αγωνίες, που είναι αυτές που ορίζει η ίδια. Ετσι μπορούν να αναδείξουν ένα ζήτημα ή να μην το αναδείξουν, να αναδείξουν ένα πρόσωπο ή να μην το αναδείξουν.
Καλούμενοι να απαντήσουν σε ζητήματα που μπορεί να μη θεωρούν σημαίνοντα είτε δεν σκέφτηκαν ακόμη ποτέ, οι ερωτώμενοι βρίσκονται να «αγωνιούν» γι’ αυτά, να συμφωνούν ή να διαφωνούν με άλλους οι οποίοι μπορεί να τα θεωρούν σημαίνοντα.
Κατασκευάζοντας έτσι την «κοινή γνώμη», η δημοσκόπηση λειτουργεί επιτελεστικά, φτιάχνει δηλαδή καταστάσεις και πιθανολογεί την έκβασή τους.
Προφανώς όλα αυτά είναι γνωστά στους κοινωνικούς επιστήμονες και φαντάζομαι, εν μέρει τουλάχιστον, στους δημοσκόπους. Συγκαλύπτονταν σ’ ένα βαθμό όσο το πολιτικό πεδίο ήταν σχετικά παγιοποιημένο και οι εκλογικές συμπεριφορές λιγότερο ευμετάβλητες.
Βέβαια, και στη συνθήκη αυτή, οι αναλυτές όφειλαν να είναι προσεκτικοί για να διαβάζουν τις δημοσκοπήσεις όχι σαν «φωτογραφίες» αλλά ως πολυτροπικά κείμενα, επιδεκτικά πολλαπλών αναγνώσεων.
Ενα παράδειγμα. Πρόσφατη δημοσκόπηση σοβαρής, θεωρώ, εταιρείας έδινε στον ΣΥΡΙΖΑ λίγο παραπάνω από 15% και στη Ν.Δ. λίγο παραπάνω από 21%. Μπορούσε να λεχθεί, όπως ειπώθηκε, ότι στην πρόθεση ψήφου το δεύτερο κόμμα περνάει το πρώτο κατά 6 μονάδες και με την αναγωγή πολύ περισσότερο.
Φτάνει, όμως, αυτό; Στο ερώτημα ποιος κέρδισε τις εντυπώσεις από τη συζήτηση στη Βουλή για τη διαφθορά, το 55% των ερωτωμένων απάντησε κανένας, το 23% ο Α. Τσίπρας και το 18% ο Κ. Μητσοτάκης.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο ένας αρχηγός μπορεί να φέρει ψήφους πολύ πέρα από το ποσοστό εκείνων που προτίθενται να ψηφίσουν το κόμμα του, ο άλλος όχι. Ετσι, το 15 και το 21 διαβάζονται αλλιώτικα καθώς, υπό προϋποθέσεις, σε ενδεχόμενη εκλογική αναμέτρηση ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να φτάσει αν όχι να ξεπεράσει τη Ν.Δ.
Πέρα από την ικανότητα ανάλυσης, τα πράγματα έγιναν πολυπλοκότερα τα τελευταία χρόνια εντός και εκτός συνόρων εξαιτίας της κρίσης, των κοινωνικών αναταράξεων αλλά και νέων παραμέτρων όπως η μετανάστευση και η προσφυγιά.
Οι εκλογικές συμπεριφορές είναι λιγότερο προβλέψιμες και αποτυπώνουν στοιχεία της συγκυρίας αλλά και της κοινωνικής κατάστασης των ψηφοφόρων.
Η αβεβαιότητα χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον ως επιχείρημα για τη συχνότατη αστοχία των δημοσκοπήσεων τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται περισσότερο για άλλοθι. Παρά την αβεβαιότητα ξέρουμε μερικά βασικά πράγματα.
Στις ερωτήσεις απαντούν ευκολότερα όσοι είναι κοντά στα κόμματα και δυσκολότερα όσοι είναι μακριά. Στις δημοσκοπήσεις, συνεπώς, καταγράφονται αναλογικά περισσότερο κόμματα οργανωμένα (π.χ. ΚΚΕ) και λιγότερο μη καλά οργανωμένα (π.χ. ΑΝ.ΕΛΛ., Ενωση Κεντρώων).
Απαντούν ευκολότερα τα «μεσαία» και ευπορότερα στρώματα, γεγονός που ευνοεί τα κόμματα προτίμησής τους (π.χ. Ν.Δ. και Ποτάμι).
Τέλος, απαντούν δυσκολότερα τα λαϊκά στρώματα που είναι μακριά από τα κόμματα, γεγονός που επηρεάζει τις πολιτικές ισορροπίες γενικά και ειδικότερα τα κόμματα που ψηφίζουν, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα τελευταία χρόνια τον ΣΥΡΙΖΑ.
* Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου