Του Περικλή Δημητρολόπουλου
Κυρία Παπαδάκη, ποιο είναι το πιο απρόσμενο σχόλιο που έχετε ακούσει για ένα βιβλίο σας;
Παρασκευή μεσημέρι τέλη Μαΐου. Στέκομαι στην ουρά στο ταχυδρομείο. Είναι να στείλω ένα αντίτυπο του βιβλίου μου στο εξωτερικό για μια πιθανή μετάφραση. Η υπάλληλος στο γκισέ ζυγιάζει στα χέρια της το βιβλίο πριν το κλείσω στον φάκελο. Τσεκάρει το όνομα του αποστολέα κατά πόσο συμπίπτει με το όνομα του συγγραφέα. Με ένα πλάγιο βλέμμα ζυγιάζει κι εμένα. «Εσείς το γράψατε;» μου λέει γεμάτη επιφύλαξη και χαμογελάω κάπως αμήχανα. «Ναι», απαντάω μονολεκτικά, γιατί δεν έχω κάτι πιο έξυπνο ή πνευματώδες να αρθρώσω. «Είναι καλό; Διαβάζεται εύκολα; Αν είναι να το πάρω για τις διακοπές στην παραλία». Ασυναίσθητα σκέφτομαι το τακ-τακ-τακ από τις ρακέτες, τη μουσική από το διπλανό μπιτς-μπαρ, τις φωνές του κυρίου στην κυρία που κυνηγάει να ταΐσει τον Γιωργάκη και την Κατερίνα. «Είναι λίγο χειμωνιάτικο», αντιλέγω και το βλέμμα της σκοτεινιάζει, σύννεφα που μαζεύτηκαν από το πουθενά στην δεκαπενθήμερη άδειά της, καλοκαιρινή μπόρα στο μέσον του καλοκαιριού. «Α, μάλιστα, πέντε ευρώ κι εξήντα λεπτά» μου ανακοινώνει και της δίνω το ποσό σε κέρματα.
«Κι εγώ έχω σκοπό να γράψω ένα βιβλίο αλλά δεν έχω χρόνο» με προλαβαίνει ο κύριος από το διπλανό ταμείο που έχει στήσει αυτί. Κοντοστέκομαι κι αναρωτιέμαι αν πρέπει να απαντήσω και πώς να το θέσω ευγενικά χωρίς να προσβάλω τους προσώρας συνομιλητές μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, κολλάω τα γραμματόσημα κι απαντώ «εγώ, όταν δεν έχω χρόνο, διαβάζω βιβλία άλλων, παίρνει σίγουρα λιγότερο χρόνο από το να γράψεις το δικό σου». «Α, δεν διαβάζω» μου εκμυστηρεύεται, «στον ελεύθερό μου χρόνο πίνω με την παρέα κανένα τσιπουράκι, έχει φέτος και μουντιάλ», συνεχίζει, «καμιά εφημερίδα κι αυτή με το ζόρι, μόνο αν πέσει στα χέρια μου». Γνέφω καταφατικά όλο κατανόηση, τους χαιρετώ κι οδεύω με ένα αποφασιστικό βήμα για την έξοδο. Βγαίνω στον καύσωνα.
Τα βιβλία του καλοκαιριού, τα βιβλία των διακοπών, τα βιβλία που όλοι θέλουμε κι έχουμε σκοπό κάποια στιγμή στο μακρινό μέλλον να γράψουμε, τα βιβλία αυτή η μάστιγα για τους συγγραφείς και τους αναγνώστες. Μεταξύ μας, και δεν είναι και κανένα μυστικό, οι Έλληνες δεν διαβάζουν. Μακάρι να κάνω λάθος, μακάρι ν' αλλάξει, το εύχομαι από καρδιάς. Γιατί είναι «στατιστικά» λίγοι εκείνοι που διαβάζουν τακτικά, που βουτούν στις σελίδες και ξεχνούν να σηκώσουν κεφάλι, που ξενυχτούν για να τελειώσουν το κεφάλαιο ή και το ίδιο το βιβλίο, που με λύπη διαπιστώνουν ότι το βιβλίο που τους έχει συνεπάρει σύντομα θα τελειώσει και φυλλομετρούν τις σελίδες ελπίζοντας σε ένα αναγνωστικό θαύμα παρθενογένεσης.
Είμαστε λίγοι, επιμένουμε κι ευτυχώς δεν φυλλορροούμε.
*Η Κάλλια Παπαδάκη είναι συγγραφέας. Για το βιβλίο της, «Δενδρίτες» (εκδ. Πόλις), βραβεύτηκε το 2017 με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
μέσω artinews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου