Μακεδονία… η γεωγραφική περιοχή στα νοτιοανατολικά Βαλκάνια που μοιράζονται τρεις χώρες και ταλανίζει εδώ και δεκαετίες τις σχέσεις Ελλάδας και πΓΔΜ. Ο τόπος για τον οποίο έχουν γραφτεί στρατιωτικά εμβατήρια εξύψωσης του «εθνικού φρονήματος» και ενεργοποιεί ανά περιόδους τα συντηρητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας.
Ρεπορτάζ: Συραγώ Λιάτσικου - Αντρέας Βάγιας
Η Μακεδονία που γίνεται παιχνίδι μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, την καπηλεύονται χρυσαυγίτες βουλευτές οι οποίοι φαντασιώνονται να δουν και πάλι τα τανκ και το στρατό στους δρόμους, η Μακεδονία που συσπειρώνει όλο το εθνικιστικό μέτωπο το οποίο καλεί διαρκώς σε οργισμένα συλλαλητήρια με στόχο να μην λυθεί ένα διαχρονικό γεωπολιτικό ζήτημα.
Με την ανακοίνωση της συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ, η οποία έρχεται για να δώσει λύση στο ζήτημα της ονομασίας της γειτονικής χώρας, η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις καθώς μια μερίδα κόσμου αντιδρά, σαν να μην αντιλαμβάνεται το κοινό συμφέρον των δύο χωρών από το τέλος ενός άτυπου ψυχρού πολέμου στην καρδιά των ταλαιπωρημένων Βαλκανίων. Τι είναι όμως εκείνο που ωθεί πολιτικούς να μην ντρέπονται να εκτεθούν διπλώνοντας το χάρτη της χώρας στη μέση, δείχνοντας ότι χρειάζονται «απλά μαθήματα γεωγραφίας» και πολίτες να μασκαρεύονται ως άλλοι Μεγαλέξανδροι επιδιώκοντας να συνεχίζεται μια αέναη διένεξη;
To koutipandoras.gr, θέλοντας να ενημερώσει το αναγνωστικό κοινό με μια ψύχραιμη ματιά σχετικά με ένα από τα ζητήματα που αντιμετωπίζονται ως ταμπού για την ελληνική κοινωνία, απευθύνθηκε σε δύο ακαδημαϊκούς οι οποίοι έχουν ασχοληθεί ενδελεχώς με το θέμα εδώ και δεκαετίες. Ο Θάνος Ντόκος, Γενικός Διευθυντής στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Cambridge και ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, καθηγητής Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας απαντούν στις ερωτήσεις μας με στόχο να φωτίσουν κάθε πτυχή αυτής της συμφωνίας και τον αντίκτυπο που θα έχει για την ευρύτερη περιοχή.
Η αποδοχή του ονόματος «Μακεδόνες» και η «μακεδονική» γλώσσα είναι εντός της εθνικής γραμμής όπως αυτή διαμορφώθηκε στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και στη συνέχεια το 2008 όταν και υιοθετήθηκε η θέση «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό»;
Η αποδοχή του ονόματος «Μακεδόνες» και η «μακεδονική» γλώσσα είναι εντός της εθνικής γραμμής όπως αυτή διαμορφώθηκε στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και στη συνέχεια το 2008 όταν και υιοθετήθηκε η θέση «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό»;
ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ (ΕΛΙΑΜΕΠ): Τα ζητήματα αυτά είχαν συζητηθεί αλλά δεν είναι γνωστό ποιες ήταν οι πιθανές λύσεις που είχαν συζητηθεί στο πλαίσιο των διμερών επαφών και διαπραγματεύσεων. Το ζήτημα της εθνότητας και της γλώσσας και κατά προέκταση του αλυτρωτισμού είναι κεντρικής σημασίας, αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να αξιολογηθούν. Στην πράξη υπάρχουν δύο σχολές σκέψης/απόψεις που γίνονται αποδεκτές με αξιωματικό τρόπο καθώς δεν μπορούν να αποδειχθούν:
Πρώτον, υπάρχουν αυτοί που προσεγγίζουν το ζήτημα στη βάση του ορθολογισμού και βλέπουν την πΔΓΜ ως ένα μικρό και αδύναμο κράτος, με σημαντικά εσωτερικά προβλήματα. Αν ομαλοποιηθούν οι διμερείς σχέσεις και προχωρήσει η ενταξιακή πορεία προς το ΝΑΤΟ (σχεδόν άμεσα) και την ΕΕ (σε βάθος χρόνου), θα μετατραπεί σε πολιτικό και οικονομικό ‘δορυφόρο’ της χώρας μας.
Δεύτερον, σύμφωνα με την άλλη σχολή σκέψης, η αναγνώριση ‘μακεδονικής’ γλώσσας και μειονότητας ανοίγει τον ασκό του Αιόλου και οι υποστηρικτές του αλυτρωτισμού στη γειτονική χώρα θα το εκμεταλλευτούν μελλοντικά για να προωθήσουν τα σχέδιά τους σε βάρος της χώρας μας. Σε περίπτωση που η συμφωνία ολοκληρωθεί, μόνο ο χρόνος θα δείξει ποια από τις δύο πλευρές έχει δίκιο.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ (ΠΑΜΑΚ): Tο θέμα της σύνθετης ονομασίας αποτελούσε εθνική γραμμή για όλες τις κυβερνήσεις στο παρελθόν. Αυτό που δεν είχε συμφωνηθεί ήταν η ονομασία της γλώσσας, κάτι που απέφευγε η ελληνική πλευρά να συζητάει. Μπορούμε να πούμε ότι τις τελευταίες δεκαετίες υπήρχε κοινή αίσθηση πως αυτή η γλώσσα διαφοροποιείται από τη βουλγαρική οπότε βλέπουμε αναφορές σε αυτή τη γλώσσα ως μακεδονική, ήδη από το 1904, το 1912-13, σε επίσημα και ανεπίσημα έγγραφα του ελληνικού κράτους. Φτάνοντας στο 1958, με την συμφωνία Ελλάδας - Γιουγκοσλαβίας αναγνωρίστηκαν όλες οι τοπικά επίσημες γλώσσες της Γιουγκοσλαβίας, μεταξύ των οποίων και η μακεδονική ως μακεδονική. Αργότερα, στη δεκαετία του 70 και μετά τη δεκαετία του 90 αναγνωρίστηκαν και στα πλαίσια του ΟΗΕ, όπου στο σύγχρονο και ανεξάρτητο πλέον μακεδονικό κράτος, η μακεδονική τυποποιήθηκε ως επίσημη γλώσσα, χωρίς την αντίρρηση της Ελλάδας. Άρα υπάρχει μια έμμεση ή άμεση αποδοχή της γλώσσας ως επίσημη και διαφοροποιείται από τη βουλγαρική. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα πολλές φορές και με συγκεκριμένη πολιτική προήγαγε τον όρο μακεδονική γλώσσα, ειδικά στις αρχές του 20ου αιώνα, σε ένα τελείως διαφορετικό πολιτικό περιβάλλον.
Για την εθνότητα υπάρχουν επίσης αναφορές ότι υπήρχε μια εθνογένεση. Βέβαια, επειδή ήταν η πιο ύστερη εθνογένεση στα Βαλκάνια, χωρίς να βάλουμε μέσα τους Βόσνιους και τους Κοσοβάρους, αλλά νεότερες μορφές εθνισμού στα Βαλκάνια, προφανώς συμπιέστηκε και από τη μεριά της Ελλάδας, και κυρίως από τη Βουλγαρία, γιατί ο μεγαλύτερος διεκδικητής της εθνότητας ήταν η Βουλγαρία, η οποία υποστήριζε πως η μακεδονική είναι παραφυάδα και εντάσσεται στο βουλγαρικό έθνος. Από την άλλη πλευρά έχουμε την Ελλάδα η οποία δεν αναγνώριζε, ή αναγνώριζε κατά περίπτωση ότι υπάρχει αυτός ο εθνισμός, διακριτός από τον βουλγαρισμό. Στην ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όπου κριτήριο αποτέλεσε η υπαγωγή του πληθυσμού στο ορθόδοξο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης ή στην βουλγαρική εξαρχεία της Κωνσταντινούπολης, αυτοί που έμειναν τελικά στην Ελλάδα, σλαβόφωνοι, αντιμετωπίστηκαν με δυο τρόπους από την Ελλάδα, σχετικά με το αν αποτελούν βουλγαρική μειονότητα ή μη βουλγαρική μειονότητα, κι αν δεν ήταν βουλγαρική τι ήταν. Έτσι, φτάνουμε στην υπογραφή ενός πρωτοκόλλου το 1925 με την Βουλγαρία που την αναγνώριζε ως βουλγαρική, όπου βέβαια αντέδρασε η Σερβία, αλλά τελικά δεν πέρασε από το ελληνικό κοινοβούλιο. Υπάρχουν περίοδοι όπου η γλώσσα διώκεται, όπως την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, και τη δεκαετία του 1950. Όλα αυτά δείχνουν ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει ότι υπάρχει κάτι αλλά δεν το ονοματίζει, ή το ονοματίζει και μετά για κάποιους λόγους αλλάζει το όνομα. Επομένως, το ζήτημα είναι περισσότερο ζήτημα ορολογίας.
Φτάνοντας στη συμφωνία, προφανώς η γλώσσα αυτή ονομάζεται μακεδονική γιατί δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο. Δεν μπορεί η Ελλάδα να υπαγορεύσει πως θα λέγεται η επίσημη γλώσσα του γειτονικού κράτους. Ωστόσο, υπάρχει μια σαφής διακήρυξη εντός της συμφωνίας, που είναι μάλιστα μονομερής, και αναφέρει ότι η γλώσσα αυτή δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα και τον ελληνισμό. Επίσης, δεν υπάρχει πουθενά η ρύθμιση του ζητήματος της εθνότητας ή του εθνισμού, της εθνικής ταυτότητας δηλαδή, γιατί μια διεθνής συμφωνία δεν βάζει ποτέ τέτοια ζητήματα. Συζητάμε για την ορολογία που αφορά την ιθαγένεια, δηλαδή το πως θα λέγονται οι πολίτες αυτού του κράτους. Κι αυτό ρυθμίζεται με το να λέγονται Μακεδόνες, όχι με την έννοια του εθνισμού, της εθνικής ταυτότητας, αλλά ότι έχουν έναν νομικό δεσμό που είναι η Βόρεια Μακεδονία. Για παράδειγμα, οι αλβανικής καταγωγής, γλώσσας και εθνικής ταυτότητας πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας, μπορεί να ονομάζονται Μακεδόνες επίσης, άρα, δεν είναι ενδεικτικό της εθνικής ταυτότητας του πολίτη της χώρας αυτής ο όρος Μακεδόνας. Σημαίνει απλά το ότι είναι πολίτης της χώρας. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει το φαινόμενο του «μακεδονισμού» για να το πω έτσι, που εκφράζει κάποιες φορές επιθετικό εθνικισμό. Αν ρωτήσουμε π.χ. έναν Αλβανό εθνικιστή της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας, θα τον περιγράφαμε ως μέλος της αλβανικής μειονότητας (κατά τη συμφωνία της Οχρίδας), αλλά Μακεδόνα πολίτη.
Το ΝΑΤΟ θα απευθύνει πρόσκληση ένταξης στην πΓΔΜ πριν ολοκληρωθεί η αλλαγή των εγγράφων και του Συντάγματος. Υπάρχει το ενδεχόμενο, δεδομένων και των διεθνών πιέσεων, η αρχική πρόσκληση να δημιουργήσει τετελεσμένα εις βάρος της χώρας μας ή ακόμη και να ενταχθεί η Βόρεια Μακεδονία στη Συμμαχία χωρίς να έχουν ολοκληρωθεί οι αλλαγές που προβλέπει η συμφωνία;
ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ (ΕΛΙΑΜΕΠ): Πράγματι το erga omnes αποτελούσε κεντρική ελληνική επιδίωξη και η αποδοχή του από την πλευρά της πΓΔΜ είναι μια αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Οποιαδήποτε ρύθμιση που θα προέβλεπε κάποιας μορφής ‘διπλή ονομασία’ (για το εσωτερικό και εξωτερικό της χώρας) θα ήταν ιδιαίτερα προβληματική.
Η ακολουθητέα διαδικασία φαίνεται σχεδόν αναπόφευκτη αφενός γιατί οι δύο Σύνοδοι Κορυφής (ΕΕ και ΝΑΤΟ) θα πραγματοποιηθούν σε λίγες ημέρες και υπήρχε ισχυρό ενδιαφέρον για επίδειξη προόδου στο θέμα της διεύρυνσης, αφετέρου γιατί ο κ. Ζάεφ χρειάζεται κάποια απτά θετικά αποτελέσματα για να έχει ελπίδα να κερδίσει στο δημοψήφισμα και στην προσπάθεια αλλαγής του συντάγματος στο Κοινοβούλιο των Σκοπίων.
Είναι γεγονός ότι δημιουργούνται κάποια περιορισμένης έκτασης τετελεσμένα καθώς θα προχωρήσουν οι διαδικασίες ένταξης (τουλάχιστον στο ΝΑΤΟ, καθώς στην ΕΕ υπάρχουν σοβαρές ενστάσεις για την άμεση έναρξη της διαδικασίας), αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα ενταχθεί η γειτονική χώρα χωρίς να ολοκληρωθούν οι συμφωνηθείσες αλλαγές.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ (ΠΑΜΑΚ): Δεν νομίζω ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί, καθώς υπάρχουν βήματα στη διαδικασία ολοκλήρωσης. Υπάρχει ένα προστάδιο και στην περίπτωση του ΝΑΤΟ (βέβαια εκεί τα πράγματα θα τρέξουν πιο γρήγορα) και στην περίπτωση της ΕΕ, με τις δύο περιπτώσεις βέτο που προβλέπονται από την συμφωνία. Προφανώς στην περίπτωση της ΕΕ η διαδικασία θα είναι πιο αργή, άρα δεν μας απασχολεί άμεσα. Στην περίπτωση του ΝΑΤΟ, υπάρχει ένας ενταξιακός προθάλαμος σε έναν μήνα από σήμερα, οπότε εκεί θα μπορούσε υποθετικά να υπάρξει θέμα. Η Ελλάδα όμως, διατυπώνει μια επιφύλαξη ότι θα πρέπει να ολοκληρωθεί και τυπικά η διαδικασία της συμφωνίας για να ενταχθεί η χώρα στο ΝΑΤΟ, άρα, αφού φτιαχτεί και επικυρωθεί η συμφωνία και από τις δύο πλευρές, ας πούμε σε έξι μήνες, τότε θα έχουν προχωρήσει και οι διεργασίες εντός ΝΑΤΟ για να επικυρωθεί η ένταξη. Διαφορετικά, υπάρχει η δυνατότητα του βέτο από πλευράς της Ελλάδας.
Ακυρώνεται, όπως υποστηρίζει η ελληνική πλευρά, ο αλυτρωτισμός τη στιγμή που ενώ θεσπίζεται η κρατική οντότητα Βόρεια Μακεδονία για όλες τις χρήσεις δεν συμβαίνει το ίδιο τους πολίτες και τη γλώσσα του κράτους καθώς δεν θα ονομάζονται βορειομακεδόνες αλλά μακεδόνες;
ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ (ΕΛΙΑΜΕΠ): Η υπογραφείσα συμφωνία σαφώς βελτιώνει την κατάσταση στο ζήτημα του αλυτρωτισμού, τόσο μέσω των αλλαγών στο Σύνταγμα της πΓΔΜ, όσο και με τη νέα ονομασία. Ασφαλώς η βέλτιστη λύση για την Ελλάδα θα ήταν η υποχρεωτική χρήση του όρου ‘Βορειομακεδόνες’ και ‘βορειομακεδονική’ γλώσσα. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να υιοθετηθεί η ‘φόρμουλα Κωφού’ για υποχρεωτική χρήση των σλαβικών λέξεων (Makedonski, Makedonci). Όμως σε μια διαπραγμάτευση δεν παίρνει κανείς όλα όσα επιδιώκει. Μόνο η ελληνική κυβέρνηση έχει εικόνα του αν υπήρχαν περιθώρια περαιτέρω διαπραγμάτευσης στο συγκεκριμένο θέμα ή αν αποτελούσε μια ‘κόκκινη γραμμή’ για την άλλη πλευρά.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ (ΠΑΜΑΚ): Όταν μιλάμε για αλυτρωτισμό, εννοούμε μια σαφή διεκδίκηση εδαφών ενός γειτονικού κράτους. Η συζήτηση και μόνο για την ονομασία της Μακεδονίας ή της Βόρειας Μακεδονίας, αποτελεί μια ελληνικού τύπου διολίσθηση για το τί σημαίνει αλυτρωτισμός. Υπήρχε μια τάση οικειοποίησης της ελληνικής ιστορίας στο παρελθόν, που θα την έλεγα αρχαιολατρεία, που αποτελούσε μια προβληματική στάση, αλλά αυτό είναι κάτι άλλο. Μέχρι το 1913 η ευρύτερη περιοχή που αποτελούσε τη Μακεδονία δεν είχε σαφή όρια, μιας και η προηγούμενη κατάσταση ήταν η οθωμανική αυτοκρατορία. Οι περιοχές της Μακεδονίας μοιράστηκαν σε τέσσερα κράτη (Ελλάδα, πΓΔΜ, Αλβανία, Βουλγαρία) ένα εκ των οποίων σήμερα, για ιστορικούς λόγους, με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, είχε κυρίαρχη την εθνική ταυτότητα του Μακεδόνα.
Η χάραξη των συνόρων δεν αμφισβητήθηκε ποτέ παρά μόνο μία φορά έκτοτε, κι αυτό συνέβη με τη βουλγαρική κατοχή, όπου η Βουλγαρία, δυσαρεστημένη με τα κέρδη της στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, προχώρησε σε διεκδικήσεις στην περιοχή της ανατολικής ελληνικής Μακεδονίας, κάτι που έληξε με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου. Αυτή ήταν μια πραγματικά αλυτρωτική κίνηση της Βουλγαρίας. Άρα, από μόνο του ένα όνομα δεν μπορεί να δημιουργήσει αλυτρωτισμό εκτός και αν του δοθεί περιεχόμενο, σαφείς ενδείξεις ότι υπάρχει μια επιθετικότητα και στα λόγια και στην πράξη, στρατιωτικού χαρακτήρα.
Δεν πρέπει να συγχέουμε την οικειοποίηση της ελληνικής ιστορίας, της περιόδου του Μ. Αλεξάνδρου -που κακώς και με πολύ προβληματικό τρόπο έγινε, ιδιαίτερα κατά την περίοδο διακυβέρνησης Γκρουέφσκι- με την συμφωνία σήμερα, όπου υπάρχει ρητή και σαφής δέσμευση σε παράγραφο της συμφωνίας ότι δεν υπάρχει καμιά διεκδίκηση του κομματιού που ανήκει στην ελληνική πολιτισμική ιστορία. Ακούγεται μάλιστα, πως στο Σύνταγμα της γείτονος θα υπάρχει ένα άρθρο το οποίο λέει πως το κράτος θα πρέπει να ενδιαφέρεται, να φροντίζει για τις μειονότητες και τους ομοεθνείς του και τα γειτονικά κράτη. Οφείλουμε να υπενθυμίσουμε πως τέτοια αναφορά υπάρχει και στο ελληνικό σύνταγμα το οποίο αναφέρει τους «απανταχού ομογενείς του» και έχει υλοποιηθεί με τη σύσταση Γενικής Γραμματείας απόδημου ελληνισμού κ.α. Κάτι τέτοιο θα μπορέσει να χρησιμοποιηθεί για να ανοίξουν δρόμοι συνεργασίας μεταξύ των γειτονικών κρατών.
Ποια είναι τα θετικά σημεία σημεία της συμφωνίας; Υπάρχουν σημεία στα οποία θεωρείτε ότι θα μπορούσε να έχει βρεθεί άλλη λύση;
ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ (ΕΛΙΑΜΕΠ): Επιτρέπει στην Ελλάδα να ανακτήσει μέρος του πρωταγωνιστικού ρόλου και επιρροής της στα Βαλκάνια, περιορίζει, σε βάθος χρόνου, την επιρροή και τα περιθώρια κινήσεων της Τουρκίας στην εν λόγω περιοχή, κλείνει ένα μέτωπο εξωτερικής πολιτικής και επιτρέπει τη ‘συντήρηση δυνάμεων’ και τη σταδιακή συσσώρευση διπλωματικού κεφαλαίου για τη διαχείριση του κεντρικού ζητήματος για την ελληνική εξωτερική πολιτική, τις σχέσεις με την Τουρκία.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ (ΠΑΜΑΚ): Θετικό από μόνο του είναι το γεγονός ότι υπάρχει συμφωνία. Τελικά, θεωρώ πως έχει πολύ μικρή σημασία το όνομα. Το βασικό ζήτημα είναι ότι έληξε μια διαμάχη, μια ανοιχτή πληγή στα βόρεια σύνορά μας, η οποία μόνο κακό έκανε στην Ελλάδα. Δεν έχουμε χάσει τίποτα από τον ελληνισμό μας. Θα χάναμε αν είχαμε να κάνουμε με ένα έθνος το οποίο έλεγε «εγώ είμαι Έλληνας». Αυτό το πράγμα δεν υπάρχει.
Με τη συμφωνία, η Ελλάδα μπορεί να αποκομίσει τεράστιο διπλωματικό κεφάλαιο, το οποίο είχε ρίξει στη μάχη του ονόματος τα τελευταία χρόνια, έχει δώσει μάχες σε διεθνείς οργανισμούς, έχει καταναλώσει τόνους μελάνι, χαρτιά διπλωματών, σε συνεχείς συγκρούσεις γύρω από αυτό, με αντάλλαγμα άλλα ουσιαστικά ζητήματα. Τώρα έχουν απελευθερωθεί τα χέρια της ελληνικής διπλωματίας.
Το δεύτερο και ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα, είναι τα οικονομικά οφέλη της συμφωνίας. Ανοίγει ο εμπορικός δρόμος Θεσσαλονίκης-Σκοπίων. Ενώ η μισή περίπου συμφωνία αναφέρεται στο όνομα, η άλλη μισή αναφέρεται στη συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών. Αν δει κανείς τον διεθνή τύπο και τους σχολιαστές, το ένα που επισημαίνεται είναι ότι κλείνει το ζήτημα του ονόματος και το άλλο είναι ότι μιλάμε για μια συμφωνία πρότυπο σε επίπεδο συνεργασίας. Εμπορικό, οικονομικό, σε επίπεδο ανθρώπινων κοινωνιών, ανταλλαγών πολιτισμικών και πολλά άλλα. Θα έρθουμε κοντά με ένα βαλκανικό κράτος το οποίο μας είναι άγνωστο. Άρα, η εδραίωση της ασφάλειας, σε μια περίοδο που ο πλανήτης δεν είναι στα καλύτερά του, αποτελεί κι ένα παράδειγμα καλής συνεργασίας και ασφάλειας, ιδιαίτερα από τη στιγμή που δεν έχουμε να χάσουμε κάτι και δεν έχουμε χάσει κάτι.
Θεωρείτε ότι το όνομα Βόρεια Μακεδονία δημιουργεί συνειρμούς ανάλογους με χώρες όπως η Κορέα, για παράδειγμα, παραπέμποντας στην ιδέα ενός διαμελισμένου έθνους;
ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ (ΕΛΙΑΜΕΠ): Προσωπικά θα προτιμούσα την ονομασία ‘Νέα Μακεδονία’. Όμως και το Βόρεια Μακεδονία δεν θα παρέπεμπε -τουλάχιστον στα αυτιά οποιουδήποτε καλοπροαίρετου παρατηρητή- στην ιδέα ενός διαμελισμένου έθνους, καθώς ο εδαφικός διαχωρισμός δεν αποτελεί προϊόν κάποιας πρόσφατης σύγκρουσης, ούτε οι κάτοικοι ανήκουν στο ίδιο έθνος (όπως π.χ. οι Γερμανοί, οι Κορεάτες ή οι Βιετναμέζοι).
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ (ΠΑΜΑΚ): Επειδή δεν υπάρχει μακεδονικό έθνος το οποίο να είναι συνυφασμένο με τον ελληνισμό, αυτό είναι αδιανόητο. Ως Έλληνες έχουμε οικοδομήσει την ταυτότητά μας πάνω σε διάφορα πράγματα. Ο σλαβισμός δεν είναι ένα από αυτά, αυτό δεν έχει κανένα νόημα. Υπάρχει και μια παρόμοια περίπτωση κοντά μας που ίσως την έχουμε ξεχάσει τελευταία, κι αυτή είναι η περίπτωση της Ανατολικής και της ελληνικής Θράκης. Η ελληνική Θράκη, ονομαζόταν Δυτική, και τώρα πια Θράκη. Ούτε στην περίπτωση αυτή δεν τέθηκε ποτέ ζήτημα αλυτρωτισμού, παρά τις άλλου περιεχομένου προβληματικές που εκφράστηκαν ιστορικά και εκφράζονται ακόμα μέχρι και σήμερα, με τη μειονότητα της Ανατολικής Θράκης.
Η ενδιάμεση συμφωνία τι χρονικό ορίζοντα είχε και μέχρι πότε θα μπορούσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις να κινούνται με αυτήν;
ΘΑΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ (ΕΛΙΑΜΕΠ): Η ενδιάμεση συμφωνία είχε λήξει εδώ και καιρό. Βεβαίως, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως βάση για τις διμερείς σχέσεις αν κανείς επιδίωκε τη διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης, αλλά αν το ζητούμενο ήταν η επίλυση της διαμάχης, η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να σταθμίσει αν το παράθυρο ευκαιρίας που προέκυψε λόγω της διαλλακτικής στάσης της κυβέρνησης Ζάεφ μπορούσε να οδηγήσει σε μια αποδεκτή λύση. Προφανώς η κυβέρνηση αποφάσισε πως υπήρχαν ουσιαστικές πιθανότητες για μια τέτοια εξέλιξη, ενεπλάκη σε διαπραγματεύσεις και υπέγραψε μια συμφωνία την οποία προσπαθούμε να αποκρυπτογραφήσουμε και να αξιολογήσουμε.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ (ΠΑΜΑΚ): Η συμφωνία του 1995, που πραγματοποιήθηκε έπειτα από πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης, προέβλεπε το προσωρινό όνομα το οποίο ήταν πΓΔΜ. Ελάχιστα χρησιμοποιήθηκε παρά μόνο αυστηρά επίσημα και εργαλειακά, μετά από πίεση και τεράστιο κόπο της ελληνικής διπλωματίας, με την εισδοχή του κράτους σε διεθνείς οργανισμούς και την αποτυχία τελικά να χρησιμοποιηθεί στις διμερείς σχέσεις με άλλες, από τη στιγμή που 140 χώρες την είχαν αναγνωρίσει ως δημοκρατία της Μακεδονίας. Επομένως, αυτή η συμφωνία, η οποία ήταν ανανεούμενη - θα μπορούσε βέβαια κανείς να την κρατήσει επ αόριστον - δεν είχε κανέναν ρόλο ύπαρξης. Πλέον, καταργείται με τη σύναψη της νέας συμφωνίας, αλλά ήταν μια αποτυχημένη συμφωνία, γιατί απλούστατα δεν έπαιξε ποτέ τον ρόλο που είχε να παίξει όσον αφορά το όνομα. Ήταν ένα κενό, που όταν υπάρχει, πάντα εισχωρεί κάτι καινούργιο, και αυτό το καινούργιο είναι η νέα συμφωνία.
ΥΓ του blog: ......διαφωτιστικές και με δομημένο λόγο οι απόψεις ειδικών αλλά καλά θα είναι όταν αναλύεις μια τέτοια συμφωνία, ένα θέμα ή μια κατάσταση να περιέχεις και την αντίθετη ή τις αντίθετες απόψεις για να μην κατηγορηθείς σαν υποκειμενικός και μεροληπτικός....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου