Ξεκινώντας με τη διατύπωση του ερωτήματος που έλαβα «Τελικά, η πολιτική ορθότητα είναι εργαλείο ισότητας ή περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης;», η άμεση απάντηση είναι ότι το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί ακριβώς έτσι: τελικά. Η κατάθεση μιας «τελικής» απάντησης υπονοεί ακριβώς την de facto λειτουργία και νομιμοποίηση μιας απολυταρχικής λογικής, μιας θεσμικής περιχαράκωσης των όρων που θα έπρεπε να ανήκουν στον συνεχιζόμενο διάλογο ενός κοινωνικού συνόλου.
Είτε το θέλουμε είτε όχι, το κοινωνικό σύνολο υπόκειται σε ιδεολογικές ζυμώσεις, διαμορφώνεται μέσα από ιστορικές αλλαγές και παραμένει τόσο ζωντανό όσο και οι διεκδικήσεις του. Η «πολιτική ορθότητα» δεν είναι δόγμα. Αντίθετα, υπήρξε και η ίδια μια τέτοια διεκδίκηση, η οποία αποτέλεσε ένα βήμα προς την εξάλειψη πάγιων συμπεριφορών που γεννούσαν (και γεννούν) ιεραρχίες και αποκλεισμούς.
Ας δούμε ένα παράδειγμα. Στην ιστορία της τέχνης της παγκόσμιας πατριαρχικής κοινωνίας μας λέγαμε πάντα «ο καλλιτέχνης», λέγαμε «ο συγγραφέας», λέγαμε «ο μουσικός». Κάποια στιγμή, τη δεκαετία του ’70, υπό την πίεση του φεμινιστικού κινήματος, αρχίσαμε να σκεφτόμαστε: τι δομές εκφράζει η εκφορά «ο καλλιτέχνης»; Τι μήνυμα στέλνει στις γυναίκες που προσπαθούν να αποκτήσουν πρόσβαση στην τέχνη όχι ως «μούσες» αλλά ως δημιουργικά υποκείμενα;
Οπότε, υπήρξε μια συνειδητή προσπάθεια στο πεδίο της γλώσσας να αρθεί το νομιμοποιημένο άρρεν υποκείμενο. Γράφτηκαν κείμενα όπου «η καλλιτέχνης» πρωτοστατούσε. Και το τι κατέθετε αυτό το «η» άρχισε να γίνεται σαφές, καθώς πάντα σήμαινε κάτι το άλλο, κάτι το ιδιαίτερο, το μη γενικό.
Είτε το θέλουμε είτε όχι, το κοινωνικό σύνολο υπόκειται σε ιδεολογικές ζυμώσεις, διαμορφώνεται μέσα από ιστορικές αλλαγές και παραμένει τόσο ζωντανό όσο και οι διεκδικήσεις του. Η «πολιτική ορθότητα» δεν είναι δόγμα. Αντίθετα, υπήρξε και η ίδια μια τέτοια διεκδίκηση, η οποία αποτέλεσε ένα βήμα προς την εξάλειψη πάγιων συμπεριφορών που γεννούσαν (και γεννούν) ιεραρχίες και αποκλεισμούς.
Ας δούμε ένα παράδειγμα. Στην ιστορία της τέχνης της παγκόσμιας πατριαρχικής κοινωνίας μας λέγαμε πάντα «ο καλλιτέχνης», λέγαμε «ο συγγραφέας», λέγαμε «ο μουσικός». Κάποια στιγμή, τη δεκαετία του ’70, υπό την πίεση του φεμινιστικού κινήματος, αρχίσαμε να σκεφτόμαστε: τι δομές εκφράζει η εκφορά «ο καλλιτέχνης»; Τι μήνυμα στέλνει στις γυναίκες που προσπαθούν να αποκτήσουν πρόσβαση στην τέχνη όχι ως «μούσες» αλλά ως δημιουργικά υποκείμενα;
Οπότε, υπήρξε μια συνειδητή προσπάθεια στο πεδίο της γλώσσας να αρθεί το νομιμοποιημένο άρρεν υποκείμενο. Γράφτηκαν κείμενα όπου «η καλλιτέχνης» πρωτοστατούσε. Και το τι κατέθετε αυτό το «η» άρχισε να γίνεται σαφές, καθώς πάντα σήμαινε κάτι το άλλο, κάτι το ιδιαίτερο, το μη γενικό.
"Η «πολιτική ορθότητα» δεν είναι δόγμα. Αντίθετα, υπήρξε και η ίδια μια τέτοια διεκδίκηση, η οποία αποτέλεσε ένα βήμα προς την εξάλειψη πάγιων συμπεριφορών που γεννούσαν (και γεννούν) ιεραρχίες και αποκλεισμούς."
Ακόμη και σήμερα, σε μια συζήτηση ακούμε «ο καλλιτέχνης» όταν η αναφορά γίνεται στο γενικό και στο αφηρημένο – και αυτό δεν είναι απλώς κάτι που παραμένει στη γλώσσα αλλά, όπως καταδεικνύουν όλες οι σχετικές έρευνες, αντιστοιχεί στη συνεχιζόμενη υποδεέστερη θέση της γυναίκας-εικαστικού.
Στο συγκεκριμένο παράδειγμα γίνεται σαφές ότι το «πολιτικά ορθό» δηλώνει απλώς έναν συνεχιζόμενο κοινωνικό αγώνα και δεν έχει τη δύναμη μετατροπής των σχέσεων που αναπαράγουν την ιεραρχία φύλου.
Αυτό είναι ένα γενικότερο πρόβλημα της καλούμενης πολιτικής ορθότητας: αντιστοιχεί πάντα σε ένα πρώτο βήμα που μπορεί να μην οδηγήσει ποτέ σε ουσιαστική, προοδευτική αλλαγή.
Πρόκειται για ένα πρόβλημα που μαρτυρά την ιστορία της πολιτικής ορθότητας – δηλαδή το ότι γεννήθηκε ως αγωνιστική τακτική κατά την αφελή εποχή του μεταμοντερνισμού, όταν ο αμερικανικός ακαδημαϊκός χώρος και τα κυρίαρχα θεωρητικά του ρεύματα έφεραν τη γλώσσα και το κείμενο στο κέντρο της προσοχής, υποστηρίζοντας ότι αλλαγές στην έκφραση (αλλαγές στο κείμενο) θα είχαν τη δύναμη να αλλάξουν τις υλικές συνθήκες των κοινωνικών σχέσεων.
Έκαναν λάθος: δεκαετίες αργότερα, τον 21ο αιώνα, ελάχιστα έχουν βελτιωθεί ως προς τις υλικές συνθήκες και τις δομές που ορίζουν τους κοινωνικούς αποκλεισμούς.
Αντίθετα, ακόμα και η «προστατευμένη» Δύση, που εφηύρε την πολιτική ορθότητα ως ορόσημο της προόδου που σώνει και καλά όφειλαν να γεννούν οι κοινωνικοί αγώνες στα εδάφη της (όχι τα ιμπεριαλιστικά κρατούμενα εδάφη της αλλά τα άλλα, των μητροπόλεων, που έκαναν εξαγωγή «πολιτισμού»), δεν κατόρθωσε να προβεί σε μια αλχημική μετατροπή των υποσχέσεων της γλώσσας σε νέα δεδομένα εντός της πάντα υλικής πραγματικότητας.
Απλούστερα, η θεωρία συνέχισε να διαφέρει από την πράξη – και έφτασε να διαφέρει τόσο πολύ ώστε οι κοινωνικο-οικονομικές συγκρούσεις να αποκτήσουν στις μέρες μας τη θλιβερή έξαρση ενός κοινωνικού εμφυλίου σε πολλές «δυτικές» κοινωνίες.
Σε αυτό το περιβάλλον πόλωσης, η αμφισβήτηση της χρησιμότητας της πολιτικής ορθότητας υπήρξε αναπόφευκτη: οι άνθρωποι θέλουν να εκφραστούν χωρίς γλωσσικό χωροφύλακα, να διαλαλήσουν την εχθρότητα προς τον εκάστοτε έτερο που τους φταίει, να βρίσουν το «ξένο», να απολαύσουν έστω (ελλείψει άλλων απολαύσεων) το μίσος και την απόρριψη ως «ελευθερία έκφρασης» με την καθησυχαστική βεβαιότητα ότι άλλο θεωρία κι άλλο πράξη.
Στο συγκεκριμένο παράδειγμα γίνεται σαφές ότι το «πολιτικά ορθό» δηλώνει απλώς έναν συνεχιζόμενο κοινωνικό αγώνα και δεν έχει τη δύναμη μετατροπής των σχέσεων που αναπαράγουν την ιεραρχία φύλου.
Αυτό είναι ένα γενικότερο πρόβλημα της καλούμενης πολιτικής ορθότητας: αντιστοιχεί πάντα σε ένα πρώτο βήμα που μπορεί να μην οδηγήσει ποτέ σε ουσιαστική, προοδευτική αλλαγή.
Πρόκειται για ένα πρόβλημα που μαρτυρά την ιστορία της πολιτικής ορθότητας – δηλαδή το ότι γεννήθηκε ως αγωνιστική τακτική κατά την αφελή εποχή του μεταμοντερνισμού, όταν ο αμερικανικός ακαδημαϊκός χώρος και τα κυρίαρχα θεωρητικά του ρεύματα έφεραν τη γλώσσα και το κείμενο στο κέντρο της προσοχής, υποστηρίζοντας ότι αλλαγές στην έκφραση (αλλαγές στο κείμενο) θα είχαν τη δύναμη να αλλάξουν τις υλικές συνθήκες των κοινωνικών σχέσεων.
Έκαναν λάθος: δεκαετίες αργότερα, τον 21ο αιώνα, ελάχιστα έχουν βελτιωθεί ως προς τις υλικές συνθήκες και τις δομές που ορίζουν τους κοινωνικούς αποκλεισμούς.
Αντίθετα, ακόμα και η «προστατευμένη» Δύση, που εφηύρε την πολιτική ορθότητα ως ορόσημο της προόδου που σώνει και καλά όφειλαν να γεννούν οι κοινωνικοί αγώνες στα εδάφη της (όχι τα ιμπεριαλιστικά κρατούμενα εδάφη της αλλά τα άλλα, των μητροπόλεων, που έκαναν εξαγωγή «πολιτισμού»), δεν κατόρθωσε να προβεί σε μια αλχημική μετατροπή των υποσχέσεων της γλώσσας σε νέα δεδομένα εντός της πάντα υλικής πραγματικότητας.
Απλούστερα, η θεωρία συνέχισε να διαφέρει από την πράξη – και έφτασε να διαφέρει τόσο πολύ ώστε οι κοινωνικο-οικονομικές συγκρούσεις να αποκτήσουν στις μέρες μας τη θλιβερή έξαρση ενός κοινωνικού εμφυλίου σε πολλές «δυτικές» κοινωνίες.
Σε αυτό το περιβάλλον πόλωσης, η αμφισβήτηση της χρησιμότητας της πολιτικής ορθότητας υπήρξε αναπόφευκτη: οι άνθρωποι θέλουν να εκφραστούν χωρίς γλωσσικό χωροφύλακα, να διαλαλήσουν την εχθρότητα προς τον εκάστοτε έτερο που τους φταίει, να βρίσουν το «ξένο», να απολαύσουν έστω (ελλείψει άλλων απολαύσεων) το μίσος και την απόρριψη ως «ελευθερία έκφρασης» με την καθησυχαστική βεβαιότητα ότι άλλο θεωρία κι άλλο πράξη.
" Σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο των ολοένα και πιο ακραίων ανταγωνισμών, η πολιτική ορθότητα συρρικνώνεται πράγματι σε γλωσσικό μοτίβο που δεν αντιστοιχεί σε κανένα όραμα ριζοσπαστικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Γίνεται μια ακόμα φυλακή της συναισθηματικής φόρτισης που απαιτεί εκτόνωση – εκτόνωση άμεση, τύπου βαλβίδας στη χύτρα."
Άλλο μια «κουβέντα παραπάνω» κι άλλο δράση. Άλλο να λες «η άρια φυλή είναι ανώτερη» και άλλο να ξεκινάς πόλεμο εναντίον των λοιπών κατώτερων φυλών, άλλο να φωνάζεις αντανακλαστικά «άι, μωρή, κωλο-αδερφή» στον αργό οδηγό καθώς τον προσπερνάς κι άλλο να τάσσεσαι κατά των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων, άλλο να λες «το Ισλάμ είναι θρησκεία μίσους» κι άλλο να παραπονιέσαι στους καθηγητές μήπως και δώσουν την ελληνική σημαία σε παιδί από οικογένεια μουσουλμάνων.
Άλλο, και οποιαδήποτε σύνδεση είναι όλως τυχαία, και στο κάτω-κάτω ποιος είπε ότι η γλώσσα κόκαλα δεν έχει αλλά κόκαλα τσακίζει, λαϊκή σοφία ξεχασμένη πλέον απ’ τον ταλαίπωρο, φτωχοποιημένο λαό, τον λαό των ηττημένων αγώνων που τι άλλο έχει για να ξεσκάσει παρά την ελεύθερη έκφραση, το να πει τα προφανή στραβά έξω απ’ τα δόντια, και σιγά τώρα μη θίξουμε την υψηλή διανόηση επειδή γελάσαμε με τον Ποιητή Φανφάρα (μιας κάποιας ελληνικής ταινίας).
Ας πούμε, λοιπόν, ότι μέσα στον γενικό αντι-διανοουμενισμό των σύγχρονων κοινωνιών, μέσα στην ευκολία εκφοράς άποψης επί παντός επιστητού ως σχόλια ανωνύμων κάτω από κάθε άρθρο με το οποίο διαφωνούμε και ως επικύρωση της «κοινής λογικής», ας πούμε ότι σε αυτό το κλίμα γλωσσοδιάρροιας (sic) ως φραστικής δημοκρατίας, η πολιτική ορθότητα έχει φτάσει να θεωρείται πολυτέλεια της δεκαετίας του ’80.
Είναι παλιομοδίτικη και πληκτική, συμβατή με τότε που διατηρούσαμε ελπίδες κοινωνικής ανέλιξης στο επίπεδο του γιάπη, ενώ τώρα ξεμείναμε στον μικροαστισμό. Και σε αυτό το ταπεινό και ταπεινωτικό σκαλί έχουμε ανάγκη να εξεγερθούμε και να ξεδώσουμε έστω ως γλωσσικά χουλιγκάνια, φυλή που ουδεμία σχέση έχει με τα ανάγωγα χουλιγκάνια της βίας ως υλικής πρακτικής.
Σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο των ολοένα και πιο ακραίων ανταγωνισμών, η πολιτική ορθότητα συρρικνώνεται πράγματι σε γλωσσικό μοτίβο που δεν αντιστοιχεί σε κανένα όραμα ριζοσπαστικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Γίνεται μια ακόμα φυλακή της συναισθηματικής φόρτισης που απαιτεί εκτόνωση – εκτόνωση άμεση, τύπου βαλβίδας στη χύτρα.
Το βλέπουμε στις ΗΠΑ του Τραμπ, στη μνημονιακή Ελλάδα και στη Βρετανία του Brexit, όπου η πολιτική ορθότητα έφτασε να θεωρείται ταξικό προνόμιο, αλλά που ευτυχώς ακόμη θεωρείται αδιανόητο το να κατηγορήσεις συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και θρησκεύματα πέρα απ’ τις σελίδες του κίτρινου Τύπου της τελευταίας ηθικο-πολιτικής υποστάθμης.
Ο κίνδυνος ωστόσο (και το βλέπω ως κίνδυνο) να νομιμοποιηθεί ο λόγος κοινωνικής εχθρότητας είναι πλέον ορατός: δεν υπάρχουν κοινωνίες εξαίρεσης, απ’ όσο γνωρίζω, ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν σύγχρονες κοινωνίες, εντός της ευρύτερης κοινωνίας της παγκοσμιοποίησης, χωρίς κοινωνικο-οικονομικά χάσματα.
Η ταύτιση της πολιτικής ορθότητας με μια υποκριτική στάση «καλών τρόπων» που δεν επιλύει τα αναβράζοντα προβλήματα είναι μεν μυωπική, βασίζεται δε σε μια πραγματική απώλεια των κοινωνιών αυτών: στην απώλεια της πεποίθησης ότι η διεύρυνση της δημοκρατικής συνθήκης είναι δυνατή με, παρά χωρίς, τον συγκρουσιακό χαρακτήρα της υπαρκτής κοινωνικής ζωής και του πολιτικού, όπως έχει υποστηρίξει η Σαντάλ Μουφ.
Εξαρχής, στις συνθήκες της ιστορικής της γένεσης, την ίδια δεκαετία (του ’70) που ο νεοφιλελευθερισμός ξεκινούσε τη σταυροφορία που θα άλλαζε τον κόσμο, η πολιτική ορθότητα ενείχε έναν εκ γενετής δυισμό: από τη μια πλευρά υπήρξε διεκδίκηση προοδευτικών κοινωνικών αγώνων, ενώ, από την άλλη, υπήρξε το χαλί κάτω απ’ το οποίο θα θάβονταν οι ουσιαστικές διεκδικήσεις κοινωνικού μετασχηματισμού.
Η διττή αυτή λειτουργία της πολιτικής ορθότητας δεν ξεπεράστηκε ποτέ και ενδεχομένως να αναδειχτεί στο αίτιο θανάτου της ή, ορθότερα (πάλι sic), στο κίνητρο δολοφονίας της από κοινωνικές συνθήκες που σαφώς υπερβαίνουν τις δυνατότητες που της απέδωσε ο μεταμοντερνισμός της χτεσινής, βαθιάς νύχτας μας.
* Η Άντζελα Δημητρακάκη είναι ιστορικός Τέχνης και συγγραφέας.
Πηγή: www.lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου