Η Ιαπωνία έχει ανοίξει ένα νέο μέτωπο στο «νομισματικό πόλεμο», όρος που επινοήθηκε από τον Βραζιλιάνο υπουργό Οικονομικών Guido Mantega το 2010. Οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Ελβετία είναι μάλλον έτοιμες να πάρουν τα όπλα σύντομα. Χώρες που αντιπροσωπεύουν το 70% της παγκόσμιας παραγωγής είναι «σε πόλεμο», με την εφαρμογή πολιτικών που συνεπάγονται υποτίμηση και τον εξευτελισμό ακόμα του νομίσματος τους.
Αλλά οι συγκρούσεις αυτές είναι απλώς αψιμαχίες στα πλαίσια ευρύτερων οικονομικών πολέμων μεταξύ των εθνών. Οι περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες σήμερα έχουν υιοθετήσει ένα παρόμοιο σύνολο πολιτικών, για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της χαμηλής οικονομικής ανάπτυξης, της ανεργίας και τα υψηλά επίπεδα δημοσίου και ιδιωτικού χρέους.
Σε μια στροφή προς τον οικονομικό απομονωτισμό, όλα τα έθνη θέλουν να μεγιστοποιήσουν το μερίδιό τους στην περιορισμένη οικονομική ανάπτυξη και να μετατοπιστεί το βάρος της οικονομικής προσαρμογής στους άλλους. Η χειραγώγηση των νομισμάτων, καθώς και οι απροκάλυπτοι αλλά και συγκαλυμμένοι εμπορικοί περιορισμοί, οι πολιτικές για δημόσιες συμβάσεις που ευνοούν εθνικούς προμηθευτές, η ευνοϊκή χρηματοδότηση και οι πολιτικές ενίσχυσης της βιομηχανίας είναι μέρος αυτής της διαδικασίας.
Οι κεντρικές τράπεζες αναπτύσσουν ολοένα και περισσότερο καινοτόμες νομισματικές πολιτικές, όπως τα μηδενικά επιτόκια, τη ποσοτική χαλάρωση και τη νομισματοποίηση του χρέους για να προσπαθήσουν και να ενισχύσουν την οικονομική ανάκαμψη. Τα τεχνητά χαμηλά επιτόκια μειώνουν το κόστος της εξυπηρέτησης του χρέους και επιτρέπει υψηλότερα επίπεδα δανεισμού. Τα χαμηλά επιτόκια και τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης βοηθούν να υποτιμήσουν το νόμισμα και διευκολύνουν έτσι τη μεταφορά πλούτου από ξένους αποταμιευτές, καθώς η αξία των τίτλων μιας χώρας που εκφράζονται στο τοπικό νόμισμα πέφτει σε ξένο νόμισμα.
Ένα ασθενέστερο νόμισμα ενισχύει τις εξαγωγές. Ισχυρότερη ανάπτυξη μέσω εξαγωγών και μείωση της ανεργίας βοηθά στη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Οι πολιτικές μπορεί να έχουν και σημαντικό κόστος, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης των τιμών των εισαγωγών, που αυξάνει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους σε ξένο νόμισμα, τον πληθωρισμό και την αύξηση των επιπέδων του δημόσιου χρέους.
Τελικά, όταν διακοπούν τα προγράμματα χαλάρωσης, τα επιτόκια μπορεί να αυξηθούν επιδεινώνοντας τα προβλήματα. Σε ακραίες περιπτώσεις, οι πολιτικές μπορεί να καταστρέψουν την 'φήμη' ενός νομίσματος. Οι πολιτικές επίσης ωθούν το κόστος της οικονομικής προσαρμογής σε άλλα συχνά μικρότερα έθνη, ιδίως στις αναδυόμενες χώρες, μέσω της ανατίμησης του νομίσματός τους, αποσταθεροποιώντας εισροές κεφαλαίων και πληθωριστικές πιέσεις, για παράδειγμα, μέσω της αύξησης των τιμών των βασικών εμπορευμάτων. Δεδομένου ότι οι αναδυόμενες αγορές έχουν υποστηρίξει τη χλιαρή παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, υπάρχει ο κίνδυνος περικοπής οποιασδήποτε ανάκαμψη; στις αναπτυγμένες χώρες.
Ενέργειες που στοχεύουν στην αποδυνάμωση νομισμάτων ελοχεύουν κινδύνους οικονομικών αντιποίνων. Οι χώρες που επηρεάζονται θα μπορούσαν να παρέμβουν στις αγορές συναλλάγματος, προσπαθώντας να αλλάξουν την ισοτιμία του (όπως η Ελβετία έχει κάνει έναντι του ευρώ), προωθώντας χαμηλότερα επιτόκια, αλλά και με ανταγωνιστικά προγράμματα χαλάρωσης, την εφαρμογή ελέγχων κεφαλαίου, ή τη σύνδεση της ανάπτυξης με τα επίπεδα ανεργίας.
Αλλά οι νομισματικοί πόλεμοι δεν είναι συγκρούσεις μεταξύ ίσων. Ερωτηθείς σχετικά με μια πιθανή συμμαχία με το Βατικανό, ο Στάλιν φέρεται να ρώτησε «πόσες μεραρχίες έχει ο Πάπας»; Στο νομισματικό πόλεμο, οι μεγάλες οικονομίες έχουν μεγαλύτερους στρατούς και ανώτερη δύναμη. Οι μικρότερες χώρες και οι φορολογούμενοι τους απλά δεν έχουν τη δυνατότητα να δαπανήσουν τα κεφάλαια για την υπεράσπισης τους στους πολέμους νομισμάτων. Στη χειρότερη περίπτωση, οι μεγάλες οικονομίες, όπως οι ΗΠΑ και η Ευρώπη, έχουν το οικονομικό μέγεθος και την κλίμακα για να μετατραπούν σε σχεδόν κλειστές οικονομίες, και να επιβιώνουν πίσω από ρητούς ή σιωπηρούς εμπορικούς φραγμούς. Αυτή η επιλογή δεν είναι διαθέσιμη για χώρες που πρέπει να έχουν πρόσβαση στις αγορές του εξωτερικού για τα προϊόντα τους αλλά και για ξένα κεφάλαια.
Οι ενέργειες που απαιτούνται για να χειραγωγηθεί ουσιαστικά το νόμισμα ενός κράτους είναι δαπανηρές. Οι έμμεσες δαπάνες περιλαμβάνουν τον κίνδυνο του πληθωρισμού, τις εγχώριες φούσκες και άλλες στρεβλώσεις.
Το 2012, η Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας (SNB) αναγκάστηκε να δημιουργήσει ρεκόρ συναλλαγματικών αποθεμάτων για τη διατήρηση της ισοτιμίας ευρώ στα 1,20 ελβετικά φράγκα, σε μια προσπάθεια να προστατεύσει την Ελβετία από την οικονομική ύφεση, που οδηγούνταν εν μέρει από την ανατίμηση του νομίσματος. Αποθεματικά 427 δις. σε ελβετικά φράγκα αντιστοιχούν σε 75% του ετήσιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Ελβετίας. Η SNB αγόρασε 188 δις ελβετικά φράγκα σε ξένα νομίσματα το 2012, πάνω από δέκα φορές το ποσό που δαπανήθηκε το 2011.
Στην Αυστραλία, όπου ένα όλο και πιο ισχυτό νόμισμα δημιουργεί οικονομικά προβλήματα, οι φορείς χάραξης πολιτικής έχουν αναγνωρίσει σιωπηρά την αδυναμία τους.
Οι πρόσφατες αποκαλύψεις από την Αποθεματική Τράπεζα της Αυστραλίας (RBA), δείχνουν ότι στα αποθεματικά τους σε ξένο νόμισμα, μια 10% ανατίμηση του δολαρίου Αυστραλίας καταλήγει σε ζημία ύψους περίπου 3.430 εκατ. δολαρίων. Ομοίως, η αύξηση των επιτοκίων κατά 1% θα είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια αξίας 0,66 δισ. δολαρίων επί των αξιών αυτών. Παρέμβαση για να μειωθεί η αξία του αυστραλιανού δολαρίου θα απαιτήσει η RBA να πουλήσει δολάρια Αυστραλίας και να χρησιμοποιήσει τα έσοδα για να αγοράσει και να διατηρήσει επιπλέον τίτλους ξένων νομισάτων.
Αυτό περιορίζει τις διαθέσιμες επιλογές πολιτικής για μικρότερες οικονομίες, περιορίζοντας την ικανότητά τους να επηρεάζουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και την οικονομική δραστηριότητα στην πράξη. Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την προσέγγιση της Νέας Ζηλανδίας, ο υπουργός Οικονομικών Bill English δήλωσε το προφανές με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Για να επηρεάσουμε την ισοτιμία θα πρέπει να έχουμε 200 δισ. στην τράπεζα, έτσι ώστε να μας πάρουν στα σοβαρά. Είναι σα να βρίσκεσαι σε εμπόλεμη ζώνη με νεροπίστολο.»
Οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία υπερασπίστηκαν τις πρακτικές τους, υποστηρίζοντας ότι δεν επιδιώκουν να υποτιμήσουν τα νομίσματά τους, αλλά προσπαθούν μόνο να τονώσουν την εγχώρια οικονομία τους. Η G-20 αρνήθηκε να επικρίνει την πρόσφατη πολιτική πρωτοβουλία της Ιαπωνίας που βιώνει μια πτώση της αξίας του γεν πάνω από 25%.
Σε μια πρόσφατη ομιλία του, πρόεδρος της Federal Reserve Ben S. Bernanke αρνήθηκε να παραδεχθεί ότι οι ΗΠΑ εμπλέκονται σε πολιτικές φτωχοποίησης των άλλων χωρών -
υποστηρίζοντας αντίθετα ότι η Αμερική είχε υιοθετήσει πολιτικές ισχυροποίησης των γειτόνων της.
Μιλώντας στις 10 Απριλίου 2013, Wayne Swan, Υπουργός Οικονομικών της Αυστραλίας εξέφρασε την υποστήριξή του για την αμερικανική και την ιαπωνική πολιτική αναθέρμανση της οικονομίας μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης και της υποτίμησης του νομίσματος. Δήλωσε αινιγματικά: «η επεκτατική νομισματική πολιτική μπορεί να επιφέρει υποτίμηση του νομίσματος, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι χειραγώγηση». Ήταν διαχυτικός με τους επαίνους του για τη δράση των ΗΠΑ: «Δόξα τω Θεώ για την Fed.» Λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα του ισχυρού δολάριου Αυστραλίας στις εξαγωγές και την ανταγωνιστικότητα της Αυστραλίας, η θέση του Υπουργού είναι περίεργη, ιδιαίτερα λόγω της αυξανόμενης αμερικανικής και ευρωπαϊκής ανησυχίας για την ιαπωνική προσέγγιση για την αποδυνάμωση του γεν και τις δυνητικές επιπτώσεις στις εξαγωγές της.
Τελικά, η πολιτική της υποτίμησης για την επίτευξη της ευημερίας είναι μάλλον λανθασμένη, ειδικά όταν όλα τα μεγάλα έθνη εφαρμόζουν παρόμοιες πολιτικές. Δεν μπορούν όλοι, εξ ορισμού, να έχουν το φθηνότερο νόμισμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου