Γιάνης Βαρουφάκης
Το μέγα ερώτημα της ζοφερής εποχής μας είναι ένα: Πώς μπορεί, επιτέλους, να σταθεροποιηθεί η χώρα; (Τα ερωτήματα περί ανάπτυξης είναι γελοίο καν να τα θέτουμε. Ας πετύχουμε πρώτα την σταθεροποίηση και μετά βλέπουμε!)
Κακά τα ψέματα: η σταθεροποίηση δεν έχει επιτευχθεί. Ούτε είναι καν στον ορίζοντα, με τα σημερινά δεδομένα.
- Σταθεροποίηση σημαίνει σημαντικές καθαρές επενδύσεις στην πραγματική οικονομία (κι όχι καιροσκοπικές αγορές μετοχών ή ακινήτων από «επενδυτές» που θα το σκάσουν στη μέση της νύχτας μόλις ανέβουν για λίγο τα χαρτιά που αγόρασαν).
- Σταθεροποίηση σημαίνει αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των ελλήνων (σε αντίθεση με τη μείωσή του κατά 2,6 εκ. ευρώ ή 8% που αναφέρει η ΕΛΣΤΑΤ για το τρίτο τρίμηνο του 2013).
- Σταθεροποίηση σημαίνει εκκαθάριση των μονίμως πτωχευμένων τραπεζών μετά από ειλικρινή έλεγχο των βιβλίων τους (κάτι που μόνο η ΕΚΤ μπορεί να κάνει, αλλά που απ’ ό,τι φαίνεται ούτε κι αυτή σκοπεύει να το κάνει σοβαρά όσο παραμένουν στη δικαιοδοσία του ελληνικού κράτους) και καταγραφή των πραγματικών «μαύρων τρυπών» που σήμερα τις σταματούν από το να λειτουργούν ως πιστωτικά ιδρύματα.
- Σταθεροποίηση, τέλος, σημαίνει ανάκαμψη στην αμειβόμενη απασχόληση (κι όχι απλά μείωση του ποσοστού ανεργίας, που μπορεί κάλλιστα να επιτευχθεί μέσα από μετανάστευση ή απόσυρση ανθρώπων από την αγορά εργασίας).
Ο μεγαλύτερος εχθρός της πολύπαθης σταθεροποίησης είναι δύο παράλληλες (και αλληλοτροφοδοτούμενες) πλάνες:
Πλάνη Νο. 1: Είμαστε στον σωστό δρόμο. Λίγο ακόμα και θα φτάσουμε στον προορισμό μας. Ας πετύχουμε το πρωτογενές πλεόνασμα και οι εταίροι μας, με τη «θέα» του, θα συγκινηθούν, θα πειστούν ότι μάθαμε το μάθημά μας, και θα κάνουν τις κινήσεις (όπως αυτοί νομίζουν) που θα σταθεροποιήσουν τη χώρα. Έτσι, σε λίγο καιρό, θα έχουμε αποδράσει από το Μνημόνιο όπως η Ιρλανδία.
Πλάνη Νο. 2: Με αλλαγή της κυβέρνησης και μονομερή απόφαση των νέων κυβερνώντων, καταγγέλλουμε το Μνημόνιο και «καθαρίζουμε». Μνημόνιο τέλος μετά από την εκλογή μιας κυβέρνησης που το καταγγέλλει.
Πρόκειται για δύο πλάνες που, εν τέλει, τροφοδοτούν η μία την άλλη: Καθώς η πρώτη πλάνη εξοργίζει εκείνους που δεν πέφτουν θύματά της, τους σπρώχνει προς τη δεύτερη πλάνη. Και τανάπαλιν: Η δεύτερη πλάνη εξοργίζει τόσο πολύ εκείνους που δεν την ασπάζονται που πέφτουν στα δίχτυα της πρώτης. Κι έτσι ένας λαός άγεται και φέρεται μεταξύ δύο φαντασιώσεων που τον παραλύουν κι η κρίση συνεχίζεται όσο η χώρα δεν μπορεί να διαπραγματευτεί σοβαρά τις κινήσεις εκείνες που μπορούν να φέρουν τη σταθεροποίηση.
Τι να διαπραγματευτεί και με ποιο τρόπο; Κάθε σοβαρός διαπραγματευτής επιλέγει προσεκτικά (α) τον στόχο του και (β) την απειλή με την οποία θα προσπαθήσει να«λυγίσει» την άλλη πλευρά, έχοντας πρώτα προσπαθήσει να διακρίνει τον πραγματικό στόχο της άλλης πλευράς καθώς και την πειστικότητα της απειλής της. Όταν μια χαλυβουργία, για παράδειγμα, διαπραγματεύεται με προμηθευτή μεταλλεύματος, πριν ξεκινήσουν οι συνομιλίες, επιλέγει την ποσότητα και την τιμή που αποτελεί τον διαπραγματευτικό της στόχο και, παράλληλα, διαμορφώνει την απειλή που θα χρησιμοποιήσει ώστε να τον πετύχει (π.χ. δήλωση ότι αν η άλλη πλευρά επιδιώξει να εισπράξει πάνω από ένα συγκεκριμένο ποσό για συγκεκριμένη ποσότητα μεταλλεύματος, ματαιώνονται οι διαπραγματεύσεις).
Ποιος είναι ο στόχος που πρέπει να υιοθετήσει η χώρα, ποια η απειλή που θα χρησιμοποιήσει, ποιος είναι ο πραγματικός στόχος της «άλλης πλευράς» (του Βερολίνου, εν προκειμένω), ποια η απειλή της, και πόσο πιστευτή είναι η τελευταία;
Ο στόχος της «άλλης πλευράς» είναι γνωστός: να μην αλλάξει τίποτα στη φιλοσοφία της δανειακής μας συμφωνίας, κάτι που σημαίνει να επιμηκύνει τις αποπληρωμές τους χρέους μας μερικές δεκαετίες και να δώσει (τα ελάχιστα δυνατά) νέα δάνεια στο ελληνικό κράτος που θα του επιτρέπουν να συνεχίσει να προσποιείται ότι... δεν πτώχευσε. Στο διηνεκές. Όσο για την απειλή της Γερμανίας, τη γνωρίζουμε καλά: «Αν δεν συμμορφωθείτε, θα σταματήσουν οι δόσεις και, αν το παρατραβήξετε, θα αποκοπούν οι ελληνικές τράπεζες από τους μηχανισμούς παροχής ρευστότητας (το ELA)».
Η Πλάνη 1 συνηγορεί στο να σκύψουμε το κεφάλι σε αυτή την απειλή βασιζόμενοι στον φόβο ότι η γερμανική απειλή είναι αξιόπιστη και στην ευχή ότι η επιμήκυνση, τα νέα δανεικά και το πρωτογενές πλεόνασμα αρκούν για τη σταθεροποίηση. Αντίθετα, η Πλάνη 2 οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έχουμε τη δυνατότητα να εκφέρουμε μια δική μας αντι-απειλή μπροστά στην οποία το Βερολίνο θα γονατίσει και οι απαιτήσεις μας θα ικανοποιηθούν όποιες κι αν είναι, καθώς θα δυνάμεθα να πορευτούμε μόνοι μας, και εντός της Ευρωζώνης, άνευ δεσμεύσεων από τους εταίρους μας. Και οι δύο πλάνες είναι... πλάνες. Όσο πιο γρήγορα τις αποβάλουμε τόσο το καλύτερο για τη χώρα.
Επιστρέφοντας στην Πλάνη 1, το ότι αποτελεί απατηλή πλάνη η πεποίθηση ότι είμαστε στον σωστό δρόμο φαίνεται από μια απλή σκέψη: Η επιμήκυνση των αποπληρωμών για μερικές δεκαετίες απλά θα κρατήσει την χώρα μέσα στο μαύρο, τοξικό σύννεφο της μόνιμης πτώχευσης για δεκαετίες. Επιπλέον, κι αυτό είναι σημαντικό, δεδομένου ότι με τη δήθεν τραπεζική ενοποίηση που επέβαλε το Βερολίνο στην Ευρωζώνη, το ελληνικό δημόσιο, σε συνδυασμό με τους καταθέτες (μοντέλο Κύπρου – δόγμα Ντάιζελμπλουμ), θα πρέπει να ξελασπώσει τις τράπεζες στο μέλλον χωρίς τη βοήθεια του ESM, είναι ξεκάθαρο ότι η διατήρηση μη βιώσιμου χρέους στα δημόσια λογιστικά βιβλία ισοδυναμεί με διαιώνιση της ανικανότητας των ελληνικών τραπεζών τόσο να ελκύσουν καταθέσεις/κεφάλαια (ποιος τρελός θα τις εμπιστευτεί όταν λειτουργούν υπό το κυπριακό μοντέλο εν δυνάμει ανακεφαλαιοποίησης) όσο και να προσφέρουν ρευστότητα στις επιχειρήσεις.
Το ασφαλές συμπέρασμα μιας νηφάλιας ανάγνωσης της κατάστασης που αντιμετωπίζει η χώρα είναι ότι απαιτείται μια δική μας απειλή και ένας δικός μας στόχος ώστε να υπάρξει πραγματική διαπραγμάτευση με στόχο τη σταθεροποίηση. Η Πλάνη 2 δεν μπορεί, και δεν πρέπει, να αποτελέσει τη βάση αυτού του στρατηγικού σχεδιασμού. Στόχος της διαπραγμάτευσης δεν μπορεί να είναι ούτε η μονομερής διαγραφή του χρέους ούτε και η ιδέα ότι θα επιβάλουμε εμείς στο Βερολίνο, μονομερώς, τους όρους μας. Αυτά είναι γελοιότητες και πρέπει να σταματήσουν. Μια τέτοια δική μας συμπεριφορά θα ωθήσει στο Βερολίνο να πραγματοποιήσει την απειλή του – ακόμα και να θεωρεί πως, κλείνοντας την κάνουλα του ELA, θα οδηγήσει τη διάλυση του ευρώ. Η Γερμανία θα προτιμήσει να επιστρέψει στο μάρκο παρά να παραδοθεί στη δική μας Πλάνη 2. Αυτό όμως δεν σημαίνει, αντίθετα με την άποψη όσων τελούν υπό την Πλάνη 1, ότι δεν υπάρχει απειλή δική μας που να αναγκάσει τη Γερμανία να εισέλθει στις διαπραγματεύσεις που σήμερα αποκλείει.
Ποια απειλή πρέπει να χρησιμοποιήσουμε λοιπόν; Ποιον στόχο να θέσουμε; Πριν απαντήσουμε σε αυτά τα καυτά ερωτήματα, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί κάτι: Το πρωτογενές πλεόνασμα, από μόνο του, δεν θα σταθεροποιήσει τη χώρα (για τους πιο πάνω λόγους). Η μόνη του αξία για τη χώρα είναι ότι, αν όντως έχουμε διατηρήσιμο πρωτογενές πλεόνασμα, η βέλτιστη απειλή ώστε να επιβάλουμε στο Βερολίνο μια διαπραγμάτευση που αρνείται να κάνει – και η οποία αποτελεί αναγκαία συνθήκη για τη σταθεροποίηση της χώρας – είναι η μονομερής διακοπή της εφαρμογής ενός «προγράμματος προσαρμογής» (όχι όμως και των μεταρρυθμίσεων που εμείς κρίνουμε ότι έχει ανάγκη η χώρα) έως ότου αρχίσει η διαπραγμάτευση που η Γερμανία αρνείται. Αν δεν χρησιμοποιηθεί ως διαπραγματευτικό εργαλείο, το πρωτογενές πλεόνασμα είναι απολύτως άχρηστο. Δυστυχώς η κυβέρνηση δεν φαίνεται να έχει σκοπό να το χρησιμοποιήσει ως εργαλείο. Το χρησιμοποιεί για να επιβεβαιώνει ότι είναι το «καλό παιδί του κ. Σόιμπλε», όπερ μεθερμηνευόμενο ότι δεν θα διαπραγματευτεί πραγματικά. Ο κ. Πρωθυπουργός και ο κ. Υπουργός των Οικονομικών, δυστυχέστατα, κραδαίνουν το πρωτογενές πλεόνασμα ως φετίχ. Ως ένα αντικείμενο με υπερφυσικές δυνάμεις πάνω στον λαό και στους εταίρους. Δυνάμεις που το πρωτογενές πλεόνασμα απλά δεν διαθέτει.
Κλείνω με το μέγα ερώτημα: Αν όντως χρησιμοποιήσουμε το πρωτογενές πλεόνασμα ως διαπραγματευτικό εργαλείο πάνω στο οποίο βασίσουμε την απειλή της διακοπής της εφαρμογής του Μνημονίου (έως ότου αρχίσουν, και καταλήξουν, οι διαπραγματεύσεις για μια νέα συμφωνία), ποιον στόχο πρέπει να υιοθετήσουμε σε αυτές τις διαπραγματεύσεις; Αυτή είναι μια μεγάλη συζήτηση. Ως πρόκριμά της, καταθέτω επιγραμματικά τρεις σκέψεις:
1. Άμεσο κούρεμα του μισού τουλάχιστον δημόσιου χρέους το οποίο δεν θα ονομαστεί κούρεμα αλλά που θα πάρει τη μορφή ανταλλαγής των υποχρεώσεών μας προς τους εταίρους με νέα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου των οποίων τόσο το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής όσο και τα επιτόκια θα διασυνδέονται με τον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ – κάτι σαν αποπληρωμή του χρέους μας προς τον ESM με νέα sovereign coco bonds (όπου coco bonds = contingent convertible bonds) – βλ. συναφή πρόταση από την Κεντρική Τράπεζα της Βρετανίας (Bank of England)
2. Κατάργηση του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας με μεταβίβαση των μετοχών που διαθέτει (στις ελληνικές τράπεζες) απευθείας στον ESM, διορισμό νέων ΔΣ στις τράπεζες, που πλέον θα ανήκουν στον ESM, από την ΕΚΤ, και μεταφορά των κεφαλαίων που είχε επωμιστεί το ελληνικό δημόσιο από το ελληνικό χρέος στον ESM.
3. Μεταφορά των υπολοίπων από τα διάφορα ΕΣΠΑ στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων, με εξουσιοδότηση αυτών των οργανισμών να προβαίνουν σε άμεσες επενδύσεις στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα της χώρας – χωρίς διαμεσολάβηση του Υπουργείου Ανάπτυξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου