post στο θέμα Η Αθήνα – στερεότυπα
Όσο κι αν προσπαθήσω δε θα φτάσω στο Σκιαθίτη Παπαδιαμάντη, μου κόβεται η ανάσα…
Με λιγώνει η τσίκνα από τα βλάχικα της Βάρης, με τρομοκρατούν οι παραμορφωμένες μουσικές των σκυλάδικων, με αποδιώχνουν οι ηχηρές σιωπές των παρισταμένων…
Αιμορραγώ τηλεοπτικά ενθυμήματα που με συνοδεύουν σιδηροδέσμιο ως τον μεθεόρτιο καθημερινό θάνατό μου…
Γνωρίζω το μέλλον μου σ’ αυτήν την πόλη, το νοσταλγικό παρελθόν μου και το ψυχοφθόρο παρόν, μόνο που δε μπορώ να θυμηθώ την εξεγερμένη Αθήνα των οδοφραγμάτων στα Ιουλιανά και την παραισθητική μητρόπολη του ’80 και του ’90…
Τις μέρες αυτές τις έζησα με την πίκρα του χιονιά και με του φόβου το ένδυμα… Γι αυτό δε θυμάμαι.
Και τώρα που έπαυσα να ελπίζω, πιο πολύ στοιχειώνουν μέσα μου οι δρόμοι που μύριζαν καραμέλα, εκτέλέσεις και ζεστό ψωμί…
Με κούρασε η ελληνική αυτοσυνειδησία μου, η εμμονή στην αρχαιολατρία των φωτεινών επιγραφών και των σπιτιών με τα κόκκινα φώτα. Το παραδέχομαι.
Έπαυσα να ελπίζω στον Μεσολογγίτη Παλαμά και λυπάμαι αφάνταστα που δεν είχα την τύχη των δερβισάδων, των χαμάληδων και των μπεκρήδων… Η μοίρα μου το ’χει ως φαίνεται… Ούτε καν την τύχη των επαγγελματιών επαναστατών δεν είχα…
Με μαχαίρωσαν μεσάνυχτα και μ’ εγκατέλειψαν να αιμορραγώ δίπλα στον τηλεοπτικό δέκτη παρέα με την Ανίτα Πάνια και τον Κώστα Χαρδαβέλα… Χρόνια υπομονής και εγκαρτέρησης που με κρατούν επαίτη προ της πύλης του ανεξήγητου…
Χρόνια υπομονής και εγκαρτέρησης με απελαύνουν από τόπους και χώρους αυθαίρετους, από αινιγματικούς καταυλισμούς ανεκπλήρωτων επιθυμιών. Η «Στέλλα» και η «Ευδοκία» με γνέφουν και μ’ αποχαιρετούν. Επίγεια άσματα με συνοδεύουν, Βυζαντινοί υμέναιοι και Φραγκοσυριανοί αμανέδες ε καθοδηγούν.
Σύντομος ήρθα επισκέπτης στα χλωμά καφενεία των Δυτικών συνοικιών και σύντομα απέρχομαι μέσα από τη μονοτονία των βορείων προαστίων…
Η υστεροφημία μου ξεψύχησε σ’ ένα στενάχωρο μπαράκι στα Εξάρχεια πριν ακόμα σχηματοποιηθεί το επαρχιώτικο στερεότυπό μου, πριν προλάβω να περιπλανηθώ στους νυχτερινούς δρόμους του Νικολαίδη, πριν αποφασίσω να συγχρωτισθώ με τους ανεξίτηλους Ελλαδίτες, τους νεοφερμένους τουρίστες του Athens by night και τους ολοκληρωμένους εμιγκρέδες του Κολωνακίου…
Έζησα τη ζωή μου από το σαλόνι του σπιτιού μου όπως την ονειρεύτηκα, ηρωικά! Επαναστάτησα παρέα με τον Καραγάτση, τον Τσαρούχη και τον Δομάζο στην πλατεία Βικτωρίας , και επέστρεψα, μνήμη Χατζιδάκι και Καβάφη, στο Μαγεμένο Αυλό…
Στο Ιερό του Διονύσου και στο αρχαίο Θέατρο των Αχαρνών εγκατέλειψα τον εαυτό μου για να επιστρέψω και πάλι, ως άλλος Οδυσσέας, στις θαλασσινές σπηλιές του Ελύτη, στο απέρντο γαλάζιο του Αγαίου με τις τρικάταρτες μπομπάρδες και τα δελφινοκόριτσα…
Ούτε του Φασιανού τα ανεμίζοντα κασκόλ, ούτε του Σταθόπουλου οι στεφανωμένες κόρες, ούτε του Σταύρου οι μελαγχολικές Θεσσαλονίκες μπορούν να με παρηγορήσουν. Φεύγω και επιστρέφω ξανά και ξανά στην ίδια γιορτή, στο ίδιο πανηγύρι… Μ’ ακολουθούν νέοι με βλέμματα απλανή, ανέκφραστα λευκά πρόσωπα που γεμάτα εγκαρτέρηση και ερωτική αγωνία…
Σε λίγο θα διέλθω την πύλη του δεσμωτηρίου και θα ξεχυθώ ως πρόσγειος άνεμους στους αγρούς με τα ηλιοτρόπια… Μα όπου κι αν πάω «η πόλη θα μ’ ακολουθεί»
ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ POST:
ΑΠΟ ΤΟ BLOG ΒΛΕΜΜΑ.
Ναι, η Αθήνα είναι συσσωμάτωμα επήλυδων και μεταναστών, πάντα ήταν.
Αλλά και με ισχυρότατες αναπαραστάσεις μητρόπολης του Νότου, που σφραγίζουν καθοριστικά, βαθιά, ανεξίτηλα, Ελλαδίτες, πρόσφυγες και, τώρα πια, ενάμισι εκατομμύριο ξένους νεοαθηναίους.
Ο «επαρχιώτης στην Ομόνοια» είναι στερεότυπο.
Η επικείμενη πρώτη Μπιενάλε των Αθηνών οργάνωσε το περασμένο Σαββατοκύριακο ένα διήμερο συνέδριο υπό τον τίτλο «Προσευχή για (παθητική;) αντίσταση». Αντίσταση έναντι τίνος; Εναντι των στερεοτύπων, υποθέτω· τα λοιπά ριζοσπαστικά υπονοούμενα θα πρέπει να αποκλειστούν. Ο αρχικός τίτλος της Μπιενάλε άλλωστε, «Destroy Athens» (Καταστρέψτε την Αθήνα), αποκτά κάποιο νόημα μόνον αν αναγνωσθεί ως πρόσκληση για καταστροφή των στερεοτύπων.
Η συζήτηση για καταστροφή των στερεοτύπων διεξάχθηκε, κατά ειρωνική αντιστροφή, βουτηγμένη μες στα στερεότυπα: στην Παλαιά Βουλή, κάτω από τα λάβαρα του έθνους και του πρότυπου βασίλειου. Γύρω παράστεκαν ο Υψηλάντης, ο Κολοκοτρώνης και ο Καποδίστριας. Οι σύνεδροι κάθονταν στα έδρανα του Βενιζέλου, του Παπαναστασίου, του Μιχαλακόπουλου – ο χώρος θερμαίνεται ακόμη από την πολιτική, την ιστορία, τις προσπάθειες για εθνική και αστική ολοκλήρωση, την αέναη πάλη για εξουσία.
Η σχέση των «Αθηναίων» με το άστυ, ο τρόπος που αντιλαμβάνονται και βιώνουν την πόλη, ήταν το θέμα της οξυδερκούς και απολαυστικής εισήγησης του πολιτικού επιστήμονα Παναγή Παναγιωτόπουλου. Ο Π.Π. περιέγραψε πώς ο κάτοικος Αθηνών δεν αγαπά την πόλη, δεν την νιώθει πόλη του και πατρίδα του, αλλά αντιθέτως αναζητεί το χωριό του, την απόδραση στον τόπο καταγωγής, συμπεριφέρεται διαρκώς σαν εσωτερικός μετανάστης, ακόμη κι αν είναι δεύτερης – τρίτης γενιάς Αθηναίος. Περιέγραψε τον «επαρχιώτη στην Ομόνοια», «ξένο ώς και στη χαρά του».
Ηταν ίσως η πιο λυσιτελής απάντηση στην πρόκληση «Destroy Athens». Ωστόσο και ο οξυδερκής Π.Π., παρότι πραγματεύτηκε επιδέξια και επιτυχώς την παρούσα συνθήκη, έμεινε μόνο στις επιπολής στιβάδες και δεν φώτισε αναλόγως το φόντο και το υπόστρωμα. Δηλαδή, επηρεάστηκε απ’ την ασθένεια της πλειονότητας των εγχώριων ιστορικών τέχνης και curators: την άγνοια του ιστορικού φόντου, την έλλειψη αναστοχασμού πάνω στις συνέχειες και τις ρήξεις, πάνω στη σχέση παράδοσης και συγχρονίας, στην ανασκαφή των αναπαραστάσεων και των έκκεντρων λόγων (discours), που συγκροτούν ταυτότητες και συνειδήσεις, πέραν του προφανούς εξουσιαστικού λόγου, πέραν της τηλεοπτικής προφάνειας.
Στον σύντομο θερμό διάλογο που ανέπτυξα επιτόπου με τον Π.Π., προσπάθησα να συμπεριλάβω στη συζήτηση τους λόγους (μάλλον: νύξεις για τους λόγους) περί πόλης και αστικότητας, όπως εκδιπλώθηκαν στη νεοελληνική τέχνη, από τον ρομαντικό 19ο αιώνα έως το 2007. Μεταφέρω πρόχειρα το name dropping:
Ο Σκιαθίτης Παπαδιαμάντης σαρκώνει την Αθήνα όχι μόνο με τον βίο του μεταξύ καπηλειών, Δεξαμενής και Αγ. Ελισαίου, αλλά και απαθανατίζοντας μοναδικά δερβίσηδες, χαμάληδες, μπεκρήδες και γκιουβέτσια, το άστυ από τα χαμηλά… Ο Μεσολογγίτης Παλαμάς περνά την ασάλευτη ζωή του στο κέντρο της Αθήνας, υμνώντας την: «διαμαντόπετρα στης γης το δαχτυλίδι». Ο Τέλλος Αγρας, ο Λαπαθιώτης, ο Καρυωτάκης στιχουργούν κατεξοχήν το άστυ, στο άστυ. Ο Καραγάτσης βάζει τους εμιγκρέδες του να συμμετέχουν στην αστική ολοκλήρωση, ο Σεφέρης αναμυθολογεί την Ακρόπολη, ο Πικιώνης αναδεικνύει τη μυστική Αττική, κι όλοι τούτοι συνθέτουν τον Κανόνα και την ύλη πια των σχολικών αναγνωστικών. Στα κοντινά μας χρόνια: ο Χάκκας σφραγίζει τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση με τον Μπιντέ, ο Νόλλας ζωγραφίζει την εξεγερμένη Αθήνα των οδοφραγμάτων στα Ιουλιανά, και η Μήτσορα συνομιλεί παράφορα με την παραισθητική μητρόπολη του ’80 και του ’90.
Στη ζωγραφική: Οικονόμου, Παπαλουκάς, Τσαρούχης, Καραγάτση, Βουρλούμης, Βασιλείου, Μανουσάκης, συγκροτούν αστικό ήθος και βλέμμα. Και πάνω απ’ όλα το σινεμά. Από τον Γεωργιάδη και τον Τζαβέλα, έως τις κωμωδίες και τον ιδιότυπο ρεαλισμό του Βέγγου, η Αθήνα πρωταγωνιστεί – όπως η Ρώμη, ας πούμε, στον ιταλικό νεορεαλισμό. Με κορύφωση στις δύο ταινίες-γυναίκες που στοιχειώνουν τη νεοελληνική αυτοσυνειδησία: στη Στέλλα, η πόλη είναι μεταιχμιακή και ριζοσπαστική όσο η ηρωίδα· στην Ευδοκία η πόλη είναι αυθαίρετα μπετά και «αναμονές», στη σκόνη κάποιων δυτικών συνοικιών. Να το άστυ και η βίωσή του σήμερα: βουητό του κέντρου και άξενοι δρόμοι, που ξεχύνονται νυχτερινοί στον Νικολαΐδη και τον Παναγιωτόπουλο, και σήμερα στον Γιάνναρη και στον Οικονομίδη.
Ναι, η Αθήνα είναι συσσωμάτωμα επήλυδων και μεταναστών, πάντα ήταν. Αλλά και με ισχυρότατες αναπαραστάσεις μητρόπολης του Νότου, που σφραγίζουν καθοριστικά, βαθιά, ανεξίτηλα, Ελλαδίτες, πρόσφυγες και, τώρα πια, ενάμισι εκατομμύριο ξένους νεοαθηναίους. Ο «επαρχιώτης στην Ομόνοια» είναι στερεότυπο.
Ένα βλέμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25.02.2007
[ζωγραφική, εκ των άνω: Κώστας Παπανικολάου, Νίκη Καραγάτση]
[ζωγραφική, εκ των άνω: Κώστας Παπανικολάου, Νίκη Καραγάτση]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου