Διαβάζω για τα μουμιοποιημένα σώματα τριών παιδιών στην ιστοσελίδα της Μηχανής του Χρόνου. Δυο κοριτσάκια κι ένα αγοράκι, δεκατριών, πέντε και τεσσάρων ετών αντίστοιχα, που βρέθηκαν σε άριστη κατάσταση στην κορυφή του βουνού Llullaillaco και από τη στάση του σώματός τους συμπεραίνεται ότι δεν καταβλήθηκε καμιά προσπάθεια από μέρους τους για να σωθούν. Η σχετική δε επιστημονική ανακοίνωση έκανε λόγο για κοκαϊνη και αλκοόλ που διοχετεύονταν μαζί με την τροφή στα υποψήφια θύματα. Γιατί ως γνωστόν οι Ίνκας πρόσφεραν ανθρώπινες θυσίες στους θεούς. Ενίοτε δε και δικά τους παιδιά. Αλλά όλα προερχόμενα από φτωχές αγροτικές οικογένειες.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν σχετικές με τον σχολικό εκφοβισμό έρευνες που να αναδεικνύουν την ταξική διάσταση του θέματος. Ποιο δηλαδή είναι το ποσοστό των παιδιών που τοποθετημένα σε κατώτερες, μεσαίες και ανώτερες κοινωνικές τάξεις υφίστανται μορφές λεκτικής, ψυχολογικής ή σωματικής παρενόχλησης από τους συμμαθητές τους. Στηριγμένος πάντως σε εμπειρικά δεδομένα, που συμπεριλαμβάνουν και δύο πολύ πρόσφατα περιστατικά με τραγικές συνέπειες, διαβλέπω μια σύνδεση που μπορεί ως έναν βαθμό να εξηγήσει και την αυξητική τάση που παρουσιάζουν τα φαινόμενα αυτά στις συνθήκες της σημερινής, κλιμακούμενης ανθρωπιστικής κρίσης.
Ύστερα από είκοσι χρόνια καθημερινής τριβής με μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης διαπιστώνω μια πραγματικότητα που είναι πολύ δυσκολότερη απ' όση θα μπορούσαν να αντέξουν οι αρχικοί παιδαγωγικοί μου ρομαντισμοί και σίγουρα πολύ πιο ενδιαφέρουσα από το παλαιότερο δοκιμιακό ανάθεμα του εκθεσιακού λόγου. Μια πραγματικότητα της μαθητικής διαστρωμάτωσης εντός του σχολικού πλαισίου που έχει τη δική της ιεραρχία και τους δικούς της αποκλεισμούς, όπου τη θέση του δημοφιλούς, του αποδεκτού, του ανεκτού, του ενοχλητικού και του αόρατου μπορείς να τη διακρίνεις από την πανοραμική θέαση της αυλής την ώρα της υπηρεσίας σου στον δεύτερο όροφο.
Αλλά από το κάδρο αυτό λείπει κατά κανόνα η διάσταση της προοπτικής, που αναφέρεται στο τι κουβαλούν από τα σπίτια τους οι μαθητές, πόση δηλαδή αγάπη, πόση χαρά, πόσες απορρίψεις, πόσο άγχος εισπράττουν καθημερινά, και ένα βαθύτερο πλάνο που αναφέρεται στο πόσο απερίσπαστοι, πόσο ξέγνοιαστοι, πόσο αφοσιωμένοι, πόσο ήρεμοι μπορούν να είναι οι γονείς απέναντι στα παιδιά τους, όπως και ένα τρίτο με το μορφωτικό επίπεδο του γονιών και ένα τέταρτο με την επαγγελματική τους δραστηριότητα και ένα πέμπτο με τα ερεθίσματα του περίγυρου κτλ., που από κοινού θα μπορούσαν ίσως να διαμορφώσουν μια πιο ακριβή πρόσληψη της εικόνας.
Και εδώ βρίσκεται η βασική μου ένσταση ως προς τη συζήτηση που διεξάγεται μια τριετία τώρα και των αντίστοιχων πρωτοβουλιών που αναλαμβάνονται γύρω από θέματα σχολικού εκφοβισμού: ότι απομονώνοντας την εικόνα των μαθητών μέσα στον σχολικό χώρο επιχειρούν να αντιμετωπίσουν εκδηλώσεις βίας υπό το πρίσμα των θεωριών της ομάδας και των ρόλων και με βασικό κριτήριο τις επικοινωνιακές δεξιότητες ξεπέφτοντας τις περισσότερες φορές σε έναν ψυχολογικό αναγωγισμό, που δεν είναι άσχετος με τη χαζοχαρούμενη νεοφιλελεύθερη αντίληψη του ατόμου ως αποκλειστικού δημιουργού του εαυτού του και της ζωής του.
Υπάρχουν διαστάσεις του θέματος που ηθελημένα ή αθέλητα αποσιωπούνται, κι αν τώρα θίγω την ταξική πλευρά είναι όχι μόνο γιατί είναι αυτή που συνήθως αποκρύπτεται ούτε γιατί στο δικό μου κάδρο από τον δεύτερο όροφο της εφημερίας οι περισσότεροι αόρατοι μαθητές προέρχονται από φτωχές οικογένειες ούτε γιατί τα δύο τραγικά περιστατικά βεβαιώνουν την εμπειρική αυτή διαπίστωση, αλλά κυρίως γιατί το δημοσίευμα με τα παιδιά των Ίνκας μού 'φερε στο μυαλό τις δικές μας καθημερινές ανθρωποθυσίες - που κατά κανόνα προέρχονται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν σχετικές με τον σχολικό εκφοβισμό έρευνες που να αναδεικνύουν την ταξική διάσταση του θέματος. Ποιο δηλαδή είναι το ποσοστό των παιδιών που τοποθετημένα σε κατώτερες, μεσαίες και ανώτερες κοινωνικές τάξεις υφίστανται μορφές λεκτικής, ψυχολογικής ή σωματικής παρενόχλησης από τους συμμαθητές τους. Στηριγμένος πάντως σε εμπειρικά δεδομένα, που συμπεριλαμβάνουν και δύο πολύ πρόσφατα περιστατικά με τραγικές συνέπειες, διαβλέπω μια σύνδεση που μπορεί ως έναν βαθμό να εξηγήσει και την αυξητική τάση που παρουσιάζουν τα φαινόμενα αυτά στις συνθήκες της σημερινής, κλιμακούμενης ανθρωπιστικής κρίσης.
Ύστερα από είκοσι χρόνια καθημερινής τριβής με μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης διαπιστώνω μια πραγματικότητα που είναι πολύ δυσκολότερη απ' όση θα μπορούσαν να αντέξουν οι αρχικοί παιδαγωγικοί μου ρομαντισμοί και σίγουρα πολύ πιο ενδιαφέρουσα από το παλαιότερο δοκιμιακό ανάθεμα του εκθεσιακού λόγου. Μια πραγματικότητα της μαθητικής διαστρωμάτωσης εντός του σχολικού πλαισίου που έχει τη δική της ιεραρχία και τους δικούς της αποκλεισμούς, όπου τη θέση του δημοφιλούς, του αποδεκτού, του ανεκτού, του ενοχλητικού και του αόρατου μπορείς να τη διακρίνεις από την πανοραμική θέαση της αυλής την ώρα της υπηρεσίας σου στον δεύτερο όροφο.
Αλλά από το κάδρο αυτό λείπει κατά κανόνα η διάσταση της προοπτικής, που αναφέρεται στο τι κουβαλούν από τα σπίτια τους οι μαθητές, πόση δηλαδή αγάπη, πόση χαρά, πόσες απορρίψεις, πόσο άγχος εισπράττουν καθημερινά, και ένα βαθύτερο πλάνο που αναφέρεται στο πόσο απερίσπαστοι, πόσο ξέγνοιαστοι, πόσο αφοσιωμένοι, πόσο ήρεμοι μπορούν να είναι οι γονείς απέναντι στα παιδιά τους, όπως και ένα τρίτο με το μορφωτικό επίπεδο του γονιών και ένα τέταρτο με την επαγγελματική τους δραστηριότητα και ένα πέμπτο με τα ερεθίσματα του περίγυρου κτλ., που από κοινού θα μπορούσαν ίσως να διαμορφώσουν μια πιο ακριβή πρόσληψη της εικόνας.
Και εδώ βρίσκεται η βασική μου ένσταση ως προς τη συζήτηση που διεξάγεται μια τριετία τώρα και των αντίστοιχων πρωτοβουλιών που αναλαμβάνονται γύρω από θέματα σχολικού εκφοβισμού: ότι απομονώνοντας την εικόνα των μαθητών μέσα στον σχολικό χώρο επιχειρούν να αντιμετωπίσουν εκδηλώσεις βίας υπό το πρίσμα των θεωριών της ομάδας και των ρόλων και με βασικό κριτήριο τις επικοινωνιακές δεξιότητες ξεπέφτοντας τις περισσότερες φορές σε έναν ψυχολογικό αναγωγισμό, που δεν είναι άσχετος με τη χαζοχαρούμενη νεοφιλελεύθερη αντίληψη του ατόμου ως αποκλειστικού δημιουργού του εαυτού του και της ζωής του.
Υπάρχουν διαστάσεις του θέματος που ηθελημένα ή αθέλητα αποσιωπούνται, κι αν τώρα θίγω την ταξική πλευρά είναι όχι μόνο γιατί είναι αυτή που συνήθως αποκρύπτεται ούτε γιατί στο δικό μου κάδρο από τον δεύτερο όροφο της εφημερίας οι περισσότεροι αόρατοι μαθητές προέρχονται από φτωχές οικογένειες ούτε γιατί τα δύο τραγικά περιστατικά βεβαιώνουν την εμπειρική αυτή διαπίστωση, αλλά κυρίως γιατί το δημοσίευμα με τα παιδιά των Ίνκας μού 'φερε στο μυαλό τις δικές μας καθημερινές ανθρωποθυσίες - που κατά κανόνα προέρχονται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου