Jacques Derrida, Elisabeth Roudinesco
ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΥΡΙΟ (εκδ. Μεταίχμιο, 2015)
Ο στοχαστής της αποδόμησης Jacques Derrida (1930-2004) και η ιστορικός της ψυχανάλυσης Elisabeth Roudinesco, καθηγήτρια στην Ecole pratique des hautes etudes, συνομιλούν και γράφουν από κοινού ένα βιβλίο στο οποίο ασχολούνται με εννέα θέματα-ερωτήματα που διαπερνούν την εποχή μας. Ο Πρόλογος της Rudinesco αναφέρεται στην αφορμή και στις συνθήκες του διαλόγου αυτού για το αύριο: «Από τι θα αποτελείται το αύριο, ρωτά ο Βίκτωρ Ουγκώ σε ένα ποίημα της συλλογής Ωδές του λυκόφωτος».Τα πάντα σήμερα, στις ιδέες και στα πράγματα, στην κοινωνία και στο άτομο, βρίσκονται σε κατάσταση λυκόφωτος. Τι είδους λυκόφως είναι αυτό; Και τι θα ακολουθήσει;».
Η διαφορά μέσα στην οικουμενικότητα, η οικογένεια, η ελευθερία του ανθρώπου, η βία κατά των ζώων, το πνεύμα της Επανάστασης, η μετανάστευση, η φιλοξενία, η ισότητα των φύλων, η πολιτική ορθότητα, ο επερχόμενος αντισημιτισμός, η θανατική ποινή, το τέλος της ουτοπίας, η αποτυχία του κομμουνισμού και το τέλος της επανάστασης είναι μεταξύ των θεμάτων που διαπραγματεύονται και προπάντων το εγκώμιο της ψυχανάλυσης, η κοινή τους αναφορά.
Η συνθετότητα των οικογενειακών σχέσεων προσδιορίζεται και από τις σύγχρονες τεχνογενετικές εξελίξεις. Οι προοπτικές της κλωνοποίησης, που όπως επισημαίνει ο Derrida δεν αρχίζουν με την κλωνοποίηση, θέτουν μια σειρά από καίρια ερωτήματα: «Τι είναι η ακεραιότητα ενός προσώπου; Τι είναι μια γέννηση; Τι είναι αυτό που παραμένει πάντα ξένο σε κάθε απόπειρα κλωνοποίησης;». Ερωτήματα που επανέρχονται και αμφισβητούν και το παραμικρό ίχνος βεβαιότητας που μπορεί ακόμη στις μέρες μας να επιβιώνει. Τα ερωτήματα πληθαίνουν: «Πού αρχίζει το βιολογικό στοιχείο; Πώς οριοθετείται; Τι πρόκειται να αναπαραχθεί;». Διερωτήσεις που μεγεθύνονται μέσα στο πένθος μιας επανάστασης που τέλειωσε. Το τέλος του κομμουνισμού είναι για τον Derrida το τέλος του πολιτικού στοιχείου, ενώ για την Roudinesco η ίδια η νέκρωση του φαντασιακού.
Τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που καλύπτει αυτή η συνομιλία δείχνουν μια βαθιά ανησυχία για τη δικαιοσύνη και αίσθημα αγωνίας και ευθύνης για το μέλλον. Αν και οι απόψεις των συνομιλητών διαφέρουν, η διανοητική κληρονομιά τους είναι κοινή. Αυτήν ακριβώς την κληρονομιά επιχειρούν να καταγράψουν. Ο διάλογος υπήρξε εξαρχής προφορικός και το ύφος του λόγου απέχει από τη συνήθως διφορούμενη και κάποτε αινιγματική έκφραση του γάλλου στοχαστή.
Κατά τη δεκαετία του 1990 και μέχρι το θάνατό του τον Οκτώβριο του 2004, ο Ντεριντά γράφει εκτεταμένα για την ηθική της φιλοξενίας, αυτό που αποκαλεί ευρωπαϊκή ή ελληνορωμαϊκή κληρονομιά. Αφενός, υπάρχει ο «απροϋπόθετος νόμος της απεριόριστης φιλοξενίας», ο οποίος επιτάσσει την άνευ όρων δεξίωση του άλλου, όποιος κι αν είναι αυτός, δηλαδή, την παροχή φιλοξενίας στον ξένο χωρίς προϋποθέσεις, περιορισμούς και ανταλλάγματα. Αφετέρου, υπάρχουν οι «υπό προϋποθέσεις» νόμοι της φιλοξενίας που, ενώ θεσπίζουν ένα δικαίωμα και ένα καθήκον στη φιλοξενία, ταυτόχρονα θέτουν όρους (πολιτικούς, δικαιϊκούς, ηθικούς), επιτάσσοντας ότι αυτό το δικαίωμα πρέπει να δίνεται με προϋποθέσεις στο δικαίωμα εισόδου και διαμονής του ξένου. Στην «υπό όρους» Φιλοξενία του Καντ, ο Ντεριντά θα αντιτάξει την «απροϋπόθετη», «καθαρή» Φιλοξενία, η οποία δεν προσδιορίζει την ταυτότητα του νεο- εισερχόμενου , ακόμη κι αν αυτός δεν είναι πολίτης. Η φιλοξενία για να είναι «πραγματική» φιλοξενία, δεν πρέπει να κάνει διακρίσεις, πρέπεινα υποδέχεται τον οποιοδήποτε ακόμα και αν είναι ένα ρίσκο : «Για να μπορέσει η απεριόριστη φιλοξενία να λάβει χώρα, πρέπει να αποδεχτείτε τον κίνδυνο να έρθει ο άλλος και να καταστρέψει τον χώρο κλέβοντας ή δολοφονώντας». Το να δεχτεί κάποιος τον ξένο χωρίς προηγουμένως να έχει ζητήσει το όνομά του, την ταυτότητά του, το διαβατήριό του ή έστω την προέλευσή του μπορεί να σημαίνει την αποδοχή της πιθανότητας ότι ο ξένος θα μεταμορφώσει, θα μετακινήσει, ακόμα και θα καταστρέψει, τον χώρο του. Ωστόσο, για τον Ντεριντά, η δυνατότητα της υπεύθυνης πράξης εδράζεται στη διαπερατότητα, τη διέλευση των ορίων, αλλά όχι στην εξάλειψή τους. Αυτό που απαιτείταιείναι μια συνεχής, «διαπραγμάτευση ανάμεσα, αφενός, στην επιθυμία κατοχής και διατήρησης αυτού που καλούμεσπίτι μας ή χώρα μας και αφετέρου, στην άρση της δύναμης-εξουσίας μας επάνω τους. Η φιλοξενία οφείλει να συνίσταται σε ένα άνοιγμα χωρίς ορίζοντα προσδοκίας , ένα άνοιγμα στο νεοφερμένο όποιος κι αν είναι. Το άνοιγμα στην ετερότητα είναι ένα άνοιγμα στο παράδοξο της φιλοξενίας, που εμπεριέχει και την πιθανότητα της βίας τόσο από την πλευρά του οικοδεσπότη όσο και από την πλευρά του φιλοξενούμενου.
Οι θέσεις αυτές αφορούν στην αναζήτηση πολιτικής πέρα από κρατικές οντότητες και τις ταυτότητες που προκύπτουν από την ιδιότητα του πολίτη. Πρόκειται για την «υπόσχεση» μιας μελλοντικής δημοκρατίας που έρχεται σε αντίθεση και με τον Καντιανό κοσμοπολιτισμό, που επιβάλει ότι το δικαίωμα στην φιλοξενία πρέπει και μπορεί να δίνεται μόνο σε πολίτες άλλων κρατών. Σήμερα που η «ιδέα της Ευρώπης» βρίσκεται για μια ακόμη φορά σε «κρίση» και οι πρόσφυγες ζητούν άσυλο, η πολιτική και ηθική σκέψη του Ζακ Ντερριντά είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.
Ο Ντερριντά εμπλέκεται κριτικά με έννοιες όπως φιλία, δώρο, φιλοξενία, κοσμοπολιτισμός, κυριαρχία, μαρτυρία ή συγχώρηση. Μέσω μιας ανάλυσης που είναι ταυτόχρονα ιστορική, εννοιολογική και διερευνητική των πλαισίων συγκρότησης της υπό εξέτασης έννοιας, ο Ντερριντά αποβλέπει στην εξαγωγή της λογικής δομής της έννοιας, πράγμα που συνήθως τον φέρνει αντιμέτωπο με «μη αποφασίσιμες δυαδικότητες» ή, πιο απλά, με μια αντιφατική διπλή προσταγή. Εκθέτει στο έργο του τις εγγενείς αντιφάσεις των προφανώς λογικών θέσεων, χαρακτηρίζοντας αυτή την στρατηγική αποδόμηση, ακολουθώντας τον όρο του Heidegger καταστροφή(Dekonstruktion). Η αποδόμηση νοείται δηλαδή ως η προσπάθεια αποδιάρθωσης των δυαδικών αντιθέσεων που συγκροτούν κάποιο κείμενο-θέμα με την επικέντρωση στα αδιέξοδα του νοήματός του.
Αντιτάσσεται αφενός, στις νεωτερικές επαν-ερμηνείες του μαρξισμού που γίνονται από ορισμένους μαρξιστές (Γάλλους κυρίως, και ειδικά από τον Αλτουσέρ) οι οποίοι «τολμούν» την αποσύνδεση του μαρξισμού από κάθε τελεολογία ή από κάθε μεσσιανική εσχατολογία και αφετέρου, στις αντι-μαρξιστικές ερμηνείες. Ανακαλεί το φάντασμα του Μαρξ όχι για να ξαναπροβάλει κάποιες μαρξιστικές αξίες, αλλά για να εναντιωθεί στη διαγραφή της διαφορετικότητας και του τόπου όπου δύναται να εκφραστεί. Η κληρονομιά του συστήματος της σκέψης του Μαρξ είναι ένα χρέος με τη μορφή του «πειθαναγκασμού για δικαιοσύνη». Ο Ντεριντά υποστηρίζει ότι η έμπρακτη πραγματικότητα του κομμουνισμού και η μαρξιστική οντολογία δεν αποτελούν την κληρονομιά της μαρξιστικής σκέψης. Μάλλον, κληρονομιά του Μαρξ αποτελεί η προσταγή δικαιοσύνης που δίνει προσανατολισμό στο φιλοσοφικό του οικοδόμημα και την οποία μπορούμε να αναβιώνουμε και να προσαρμόζουμε στην ιστορική εποχή που ζούμε, δίνοντάς της εκ των πραγμάτων διαφορετικό οντολογικό περιεχόμενο, αφού η δικαιοσύνη που διαπνέει το έργο του Μαρξ και το έκανε αναγκαίο είναι μη αναδομήσιμη και θα επιστρέψει ξανά στην ιστορία. Είτε το γνωρίζουμε είτε όχι, αναφέρει ο Ντεριντά, είμαστε κληρονόμοι του πνεύματος του Μαρξ. Είμαστε, με άλλα λόγια, κληρονόμοι και συμμετέχοντες αυτού του καθολικού, σιωπηλού και αφανούς υποστρώματος που γέννησε το μαρξιστικό δόγμα, δηλαδή του μεσσιανικού πειθαναγκασμού για δικαιοσύνη, που ως τέτοιο θα είναι πάντοτε ελλειμματικό αφού το σύνολο των κειμένων του αποσπάστηκε, αυτονομούμενο από αυτό, και έγινε οντολογία.
Για τον Derrida μια διαρκής αποδόμηση των κοινωνικών θεσμών αναπαράστασης και εξουσίας αναφέρεται σε έναν «μεσσιανισμό χωρίς μεσσία». Κάθε μέρα, οφείλει κανείς να αλλάζει, να βρίσκει το δρόμο,να προσπαθεί να υπολογίσει χωρίς κανόνες μια πορεία ανάμεσα στο μη υπολογίσιμο και το υπολογίσιμο. Αυτή η διαπραγμάτευση είναι τα πάντα εκτός από μια θέση ή μια διαβεβαίωση, προοδεύει χωρίς διαβεβαίωση, αφού έχει εξαντλήσει πρώτα όλες τις δυνατότητες του υπολογισμού και, επομένως, της επιστήμης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου