Κυριακή, 6 Σεπτεμβρίου 1955. Πέρασαν εξήντα χρόνια από τον Σεπτέμβριο του 1955 στην Κωνσταντινούπολη, στις 6 εκείνου του μήνα που σήμανε την ταφόπλακα των Ρωμιών στην Πόλη. Τα καταστήματα λεηλατήθηκαν, σπίτια καταστράφηκαν και κάηκαν, τάφοι συλήθηκαν, εκκλησίες έμειναν κουφάρια, άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, το μίσος φώλιασε ανάμεσα στους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους. Η προπαγάνδα για την ευθύνη των Ελλήνων για την πυρκαγιά που ξέσπασε στο σπίτι του Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη χρησιμοποιήθηκε, αν δεν οργανώθηκε, για να συρρικνώσει τον ελληνισμό της Πόλης. Από τότε οι Ρωμιοί φυλλορρόησαν. Γνωστά είναι τα Σεπτεμβριανά της Κωνσταντινούπολης. Στο κείμενο παραθέτω ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου "Η Σκιά της Μίκας", που αναφέρεται στα Σεπτεμβριανά της Σμύρνης. Η λογοτεχνική απόδοση αντλεί από τις εμπειρίες του Γιώργου Παπαλιού, με καταγωγή από τη Χίο, γεννημένου στη Σμύρνη, με τον οποίο είχα πολλές συζητήσεις στο Κολόμπους του Οχάιο. Του αφιερώνω αυτή την ανάρτηση:
Τα Σεπτεμβριανά της Σμύρνης.
«Ουδέποτε μίλησα για τον δικό μου Σεπτέμβρη, ούτε στη διάρκεια της συζήτησης αναφέρθηκα στους ‘λύκους’ που εγώ συνάντησα. Την ώρα του διαλόγου βγήκα έξω, αφού ζήτησα τσιγάρο από τη γυναίκα μου Νάντια. Χρειαζόμουν καθαρό αέρα να διώξω τους πυρσούς που έρχονταν από την παραλία της Σμύρνης. Βρισκόμουν στο στενό μπαλκόνι του σπιτιού. Στο ισόγειο έμενε η σπιτονοικοκυρά, η Αρζού, μια ταλαιπωρημένη Τουρκάλα, απροσδιορίστου ηλικίας, που είχε διπλώσει το κορμί της σε κεφαλαίο γάμα. Ο καιρός ήταν γλυκός, δροσερός, με ένα ελαφρό αεράκι που ερχόταν από το λιμάνι. Ο πατέρας μου μόλις είχε επιστρέψει από το μπακάλικο κι έπινε το ρακί του στο μπαλκόνι, ενώ οι δυο γυναίκες, μάνα και αδερφή κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερη, καθάριζαν τη φακή. Ήμουν τότε πέντε χρονών, ‘μπαμπά μπαμπά κωλοφωτιές, πολλές κωλοφωτιές’, φώναζα ενώ ταυτόχρονα σκουντούσα τον ώμο του πατέρα μου. Αυτός σήκωσε το κεφάλι του έτοιμος να με μαλώσει, όμως τα μάτια του γούρλωσαν. ‘Ε, μπαμπά, να πάμε κάτω να πιάσουμε μερικές’, η επιμονή μου δεν τον εκνεύρισε όπως θα συνέβαινε άλλες φορές. Σήκωσα το κεφάλι μου προς τα πάνω και δεν πρόκειται να ξεχάσω το πρόσωπό του, είχε πετρώσει. Σα να μην είχε ζωή.
Αμίλητος και βιαστικά μας έσπρωξε στο εσωτερικό του σπιτιού, ‘τι έπαθες, χριστιανέ μου;’ δυσανασχέτησε η μητέρα μου. Σήκωσε το χέρι του κι έδειξε το δρομάκι που έστριβε από το λιμάνι κι ανέβαινε ως το σπίτι μας, ‘Παναγία μου’, πρόλαβε να πει η μάνα μου. Δυσκολευόταν να καταπιεί το σάλιο της. Οι κωλοφωτιές είχαν γίνει τώρα αναμμένα στουπιά στερεωμένα σε ξύλα που τα κρατούσαν αγριεμένα ανδρικά πρόσωπα. ‘Θάνατος στους απίστους, θάνατος στους Γκιαούρηδες’. Η κραυγή χτυπούσε στους τοίχους του στενού και η δύναμή του πολλαπλασιάστηκε τόσο πολύ που τράνταξε το τζάμι του δωματίου.
‘Κωνσταντή, πάρε την οικογένεια και φύγετε από τη στέγη’. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ πως αυτό το λιπόσαρκο κορμί έκρυβε τόση δύναμη. Κατέβηκε κάτω στην πόρτα και ίσιωσε το κορμί της, για πρώτη και τελευταία φορά την είδα να στέκεται όρθια νικώντας την ανημπόρια του σώματος. Από ένα φεγγίτη σκαρφαλώσαμε στη στέγη και από κει στο διπλανό σπίτι. Πριν όμως συνεχίσουμε στάθηκα για λίγο κι είδα την Αρζού στο κατώφλι του σπιτιού της να βρίζει τους εξαγριωμένους διαδηλωτές, ‘δεν είναι κανείς εδώ, φύγετε, πάτε σπίτια σας. Όχι, δεν θα μπείτε μέσα, θα περάσετε πάνω από το πτώμα μιας Τουρκάλας πρώτα’. Ο πατέρας μου με τραβούσε από τον καρπό του δεξιού μου χεριού. Τότε είδα την Εσέν, μια γειτόνισσα, με σπίτι απέναντι από το δικό μας. Είχε βγει στο μπαλκόνι και τα μάτια της μού φάνηκαν γυάλινα. Φώναζε προς τον επικεφαλής των διαδηλωτών, αυτός την άκουσε και για μερικά λεπτά επικράτησε νεκρική ησυχία. Πριν προλάβει να πει οτιδήποτε ή να φανερώσει τη δραπέτευσή μας, ένα χέρι βγήκε από την τζαμαρία και την τράβηξε με δύναμη στο εσωτερικό του σπιτιού».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου