Του Χρήστου Λάσκου
Με αφορμή τις «εκμυστηρεύσεις» του Τζέημς Γκαλμπρέηθ αναφορικά με το σχέδιο Χ (ή, μήπως, Β;) βαρύς αχός ακούστηκε γι’ άλλη μια φορά αυτήν την εβδομάδα. Πράγμα απολύτως λογικό, βέβαια, αν σκεφτούμε πως, ελλείψει οποιασδήποτε ουσιώδους –ή, έστω, ανούσιας- διαφοράς στην εφαρμοζόμενη πολιτική μεταξύ κυβέρνησης και αστικής αντιπολίτευσης, κάθε εικονική διαμάχη πρέπει να αξιοποιείται, για να φτιάξει … διαφορά.
Η Νέα Δημοκρατία –οι σαμαροβενιζέλοι, γενικώς- «απέδειξαν» τον γνήσια τσαβικό χαρακτήρα της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, δίνοντας νέα στοιχεία για το μέγεθος της πολιτικής ανεπάρκειας ενός απολύτως απαξιωμένου πολιτικού προσωπικού, που συντηρείται μόνο χάρη στην έκπτωση του «αντιπάλου» του και στην «καλοσύνη των ξένων».
Η δε κυβέρνηση έδωσε, για πολλοστή φορά, ρεσιτάλ εμβριθούς αντιμετώπισης ενός θέματος, που, όπως και να το κάνεις, είναι ερεθιστικό. Ακόμη και ο Παναγιώτης Ρήγας και ο Γιώργος Χουλιαράκης είπαν την άποψή τους, ενώ το κοινό κρατούσε την ανάσα του.
Ποιος είναι ο Γκαλμπρέηθ, κύριοι; Έτσι θα αυξήσει τις πωλήσεις του βιβλίου του; Εμείς ετοιμάζαμε «ρήξη»; Προφανώς αστειεύεστε. Εμείς ήμαστε σοβαροί και ευρωπαϊστές –και κομμένα τα υπόλοιπα.
Βέβαια, υπήρξε και άλλη γραμμή αντιμετώπισης. Προκειμένου να μην χαριστεί στην «ομάδα Βαρουφάκη» εύσημο αγωνιστικής –έστω και γιούχου- «στάσης» σκάσανε μύτη και οι βαθείς γνώστες των παρασκηνιακών συμβάντων Νίκος Παππάς και Νίκος Κοτζιάς. Και τι είπαν; Μας ενημέρωσαν πως ο Βαρουφάκης ήθελε εξαρχής την συνέχιση της 5ης αξιολόγησης και την αποδοχή των δεσμεύσεων Σαμαρά –Βενιζέλου.
Γερμανοτσολιάς ταγμένος, συνεπώς! Από την αρχή! Τι να μας πει, τώρα;
Καλά, λοιπόν, που υπήρχαν και οι Παππάς –Κοτζιάς και δεν πάθαμε και τίποτε, τελικά. Δώσανε μεγάλη μάχη, απ’ ό,τι φαίνεται, απέναντι στον Βαρουφάκη, την Παναρίτη, τον Θεοχαράκη και τους ύποπτους ξένους συμβούλους τους και έτσι μας σώσανε από το μέηλ Χαρδούβελη.
Μέχρι και δημοψήφισμα μας κάνανε! Για να το τρίψουν στη μούρη των γερμανοτσολιάδων. Ευτυχώς, ο λαός τους ακολούθησε. Σκεφτείτε τι θα είχαμε πάθει σε διαφορετική περίπτωση –μέχρι και Μνημόνιο θα μπορούσαμε να παθαίναμε!
Ας αφήσουμε, όμως, για λίγο τους αστεϊσμούς. Όχι μόνο γιατί η κατάστασή μας –της διαρκώς επιδεινούμενης φτωχοποίησης για τους περισσότερους- δεν επιτρέπει και πολλά αστεία. Αλλά, κυρίως, γιατί ο άθλιος κυνισμός που εκπέμπεται από αυτά τα πράγματα θα πρέπει να μας κάνει πολύ οργισμένους, για να πορευόμαστε με αστεία.
Και επειδή δεν είναι η πρώτη φορά που έχουμε τέτοιες «τακτικές». Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που η Σοφία Σακοράφα «αντιμετωπίστηκε» δια της «αποκαλύψεως» πως δεν ήταν εντάξει στις οικονομικές της υποχρεώσεις έναντι του κόμματος και της αλληλεγγύης. Το γεγονός πως, επί χρόνια, πολλοί –σημερινοί υπουργοί κάποιοι- δεν ήταν καθόλου εντάξει στις υποχρεώσεις τους, βέβαια, δεν αποτελούσε θέμα. Η αρχηγική ομάδα τους κάλυπτε μετά παρρησίας κάθε φορά που προέκυπτε θέμα γιατί, μεταξύ άλλων, είχαν «διεισδυτικότητα» σε πασόκους, πόντιους, θεούσους, νοικοκυραίους και άλλες ομοταξίες του πληθυσμού. Δεδομένου δε ότι οι αρχικοί «περιθωριακοί του 3%» δεν το είχαν πάει το πράγμα παρά μόνο στο 28% χρειάζονταν όλα τούτα. Γι’ αυτό δεν εφαρμόστηκε ποτέ η συνεδριακή απόφαση περί μισθολογίου με οροφή τις 2000 για όλους –με βασικούς αντιστεκόμενους μερικούς από όσους σήμερα «δείχνουν» τη Σακοράφα.
Παρόμοια είναι η τακτική και απέναντι στην «ομάδα Βαρουφάκη». Όσοι, χωρίς καμιά κομματική ή άλλη συλλογική νομιμοποίηση, την επέβαλλαν στον ΣΥΡΙΖΑ εκβιαστικά, τώρα τη «δίνουν» ως υπαίτια λιποψυχίας και υποχωρητισμού. Και, έτσι, οι ίδιοι αυτοπαρουσιάζονται ως μασώντες σίδερα Κουταλιανοί. Ριζοσπάστες, ρε, παιδί μου!
Ακόμη και τίποτε άλλο να μην είχε συμβεί από όσα μας κατέστρεψαν, αυτή η αθλιότητα θα έφτανε για την αιώνια καταδίκη, από την «οπτική γωνία της αριστεράς», της ηθικής, καλύτερα, της στοιχειώδους αξιοπρέπειας, αυτών των ανθρώπων και της κυβέρνησής τους. Θα έφτανε και θα περίσσευε. Φτάνει και περισσεύει.
Γιατί η αλήθεια είναι εκεί έξω. Δεν χρειάζεται ούτε παρασκηνιακή πληροφόρηση ούτε «εκμυστηρεύσεις».
Και οι μεν και οι δε, από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούλιο του ’15, αποδέχτηκαν την Συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου –το προμνημόνιο, δηλαδή. Κανείς τους δεν αντέδρασε στις δηλώσεις περί «70% καλού Μνημονίου». «Ήξεραν αυτοί» όταν το Υπουργείο Οικονομικών επέστρεφε τα 11 δισ. του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Μαχητικά υπερασπίστηκαν, απέναντι σε όσους αμφισβητούσαν την «τακτική», δια της οποίας «κερδίζαμε χρόνο», τη δέσμευση για αποχή από «μονομερείς ενέργειες». Συνασπισμένοι, στην εσωκομματική σύγκρουση, αντιδρούσαν απέναντι σε όσους επισήμαιναν πως τα χρήματα κάνουν φτερά από τις τράπεζες και οδηγούμαστε στα σχοινιά. Ή σε αυτούς που δεν συμφωνούσαν με τη δέσμευση των δημόσιων αποθεματικών για αποπληρωμή των δανειστών[1].
Και αφού τα έκαναν όλα αυτά μαζί τώρα «δίνουν» τον Βαρουφάκη!
Θα μπορούσε τα πράγματα να είχαν πάει πολύ άσχημα από έλλειψη προετοιμασίας, αδυναμία πρόβλεψης, αφέλεια και «αυταπάτες», ανικανότητα ίσως.
Οι δηλώσεις των υπουργών δείχνουν πως το βασικότερο αίτιο που πήγαν πολύ άσχημα τα πράγματα ήταν ο εξουσιαστικός κυνισμός.
Αυτό είναι το κύριο συμπέρασμα, για το οποίο δεν απαιτείται η δουλειά του ιστορικού του μέλλοντος. Είναι ήδη –και με κάθε ευκαιρία- μπροστά στα μάτια μας, σε κοινή θέα.
[1] Για την τεκμηρίωση των γεγονότων αυτής της διαμάχης βλ. Χρήστος Λάσκος –Δημοσθένης Παπαδάτος- Αναγνωστόπουλος, Το Όχι που έγινε Ναι, ΚΨΜ, Αθήνα, 2016. Το γεγονός πως δεν πήρε οξύ, έντονο και απολύτως δημόσιο χαρακτήρα αποτελεί στοιχείο για μεγάλη αυτοκριτική. Ωστόσο, υπήρξε διαμάχη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου