Πολλές είναι οι εξηγήσεις γι’ αυτό κι άλλες τόσες οι δικαιολογίες. Νομίζω, όμως, πως η κυριότερη συνίσταται στο γεγονός πως οι δημοσκόποι, ως βασικοί υπηρέτες των ελίτ, των σημερινών, δηλαδή, «κυρίαρχων του σύμπαντος», σύμφωνα με την αυτοαντίληψή τους, στα αποτελέσματα των ερευνών τους περισσότερο καταγράφουν τις επιθυμίες των αφεντικών παρά τις τάσεις της κοινωνίας. Κι έτσι καταλήγουν μονίμως έκπληκτοι!
Αυτή η συνθήκη από μόνη της θα πρέπει να αποτιμηθεί ως θετική κι ελπιδοφόρα. Αν οι πληθυσμοί μονίμως κοροϊδεύουν, σε ό,τι αφορά τις διαθέσεις τους, τις ελίτ και, ταυτοχρόνως, οι τελευταίες πέφτουν συνεχώς έξω στις προβλέψεις τους, αυτό δεν μπορεί παρά να είναι καλό νέο. Μια χαρά!
Ας πάμε, όμως, σε αυτό καθαυτό το Brexit. Τι συνέβη, λοιπόν, την Πέμπτη;
Αυτά στα οποία νομίζω όλοι θα συμφωνήσουν είναι, πρώτα, πως ο βρετανικός λαός έφτυσε κατάμουτρα τόσο τη δική του όσο και την ευρύτερη ευρωπαϊκή ηγεσία, ανοίγοντας, με την απόφασή του, ένα σημαντικό νέο κεφάλαιο της ευρωπαϊκής ιστορίας.
Δεύτερον, το έκανε αγνοώντας επιδεικτικά όλη την εκστρατεία φόβου για τον οικονομικό Αρμαγεδδώνα, που θα ακολουθούσε μια τέτοια απόφαση –δείχνοντας, για δεύτερη φορά μετά το ελληνικό δημοψήφισμα, πως ο φόβος δεν φτάνει πια ως όπλο των κυρίαρχων.
Τρίτον, η ταξική διάρθρωση της ψήφου δείχνει, πέρα από κάθε αμφιβολία, πως οι κατώτερες τάξεις ψήφισαν με 61+ % αποχώρηση από την ΕΕ –θυμίζοντας μας, με συγκινητικό αριθμητικά τρόπο, τη δική μας 5η Ιουλίου.
Τέταρτο, χωρίς καμία αμφιβολία, ο μαζικός δημόσιος λόγος του Brexit κυριαρχήθηκε από δυνάμεις της Δεξιάς.
Άρα; Πώς μαζεύεται όλο αυτό; Τι θέση πρέπει να πάρει ένας αριστερός άνθρωπος απέναντι σε αυτήν την «αντιφατική» συνθήκη; Πώς μπορεί να χειριστεί τα συναισθήματά του; Να χαρεί, να λυπηθεί; Τι;
Για να κάνω μια πρόχειρη αρχή απάντησης, θα πρέπει να πω πως εγώ μάλλον προς μια κάποια ευφορία έκλινα, από χθες το πρωί. Προφανώς, ο,τιδήποτε στραπατσάρει τη σημερινή «ηγεσία» της ΕΕ δεν μπορεί παρά να μας χαροποιεί. Όπως σωστά επισημαίνει η Δικτύωση για τη Ριζοσπαστική Αριστερά στη χθεσινή της ανακοίνωση, «[τ]ο αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος αποτελεί μια ακόμα ηχηρή αποδοκιμασία της Ευρώπης του κεφαλαίου μετά το περσινό ελληνικό «Όχι»: την επιβεβαίωση ότι η νομιμοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται στο ναδίρ και, ταυτόχρονα, υπόμνηση πως το ευρωπαϊκό οικοδόμημα είναι στον αντίποδα της δημοκρατικής προσδοκίας για την «Ευρώπη των λαών»»1. Κι όσο κι αν το UKIP ή ο Μπόρις Τζόνσον, άμα τη παρουσία τους, προκαλούν το χτύπημα χιλιάδων καμπανών, δεν πρέπει επ’ ουδενί να μπούμε στην χορεία των σημαιοφόρων του «αντιλαϊκισμού». Πολύ περισσότερο που ξέρουμε καλά πόσο η ενίσχυση της πολιτικής ακροδεξιάς είναι η άλλη όψη των οικονομικά ακόμη πιο ακροδεξιών νεοφιλελεύθερων ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επιπλέον, οι λόγοι για τους οποίους οι φτωχοί της Αγγλίας ψήφισαν Brexit, κατά πάσα πιθανότητα, είναι πολύ διαφορετικοί από αυτούς που τα δημόσια πρόσωπα πρόταξαν. Νομίζω, δηλαδή, πως πρόκειται για λόγους πολύ περισσότερο «ταξικούς» παρά «εθνικούς». Ισχυρή δε ένδειξη γι αυτό είναι η δήλωση του ίδιου του Φάρατζ, ο οποίος, αντί να επιχειρήσει να δικαιώσει δια του αποτελέσματος την αντιμεταναστευτική του καμπάνια, είπε και μόνο: «πρόκειται για μια νίκη των «πραγματικών ανθρώπων» ενάντια στις πολυεθνικές και τις τράπεζες». Σαν, αντιλαμβανόμενος το ταξικό περιεχόμενο της ψήφου, να θέλησε να το καρπωθεί μιλώντας λόγο «αριστερό».
Κι όμως, παρακολουθώντας χθες τις τοποθετήσεις εκπροσώπων της κυβέρνησης, καμιά αναφορά δεν έβλεπες σε αυτό το προφανές ταξικό περιεχόμενο του Brexit. Και να ο ανυποχώρητος «ευρωπαϊσμός», να ο οικτιρμός της «λαϊκιστικής» επιλογής των Βρετανών, να η «ανησυχία», αδύνατον να ξεχωρίσεις την, έστω «συνθηκολογημένη αριστερά» από όλα τα υπόλοιπα φρούτα του τηλεοπτικού μπαχτσέ, Πρετεντέρη και Πορτοσάλτε μηδέ εξαιρουμένων. Και μην πει κανείς πως ο Τσίπρας έβαλε, με αυτήν την αφορμή, την αναγκαιότητα για «μια αλλαγή στην Ευρώπη». Το ίδιο έκανε, από τον Μητσοτάκη μέχρι τον Θεοδωράκη, σύμπαν το «ευρωπαϊκό –δημοκρατικό» τόξο, από το οποίο η κυβέρνηση όχι μόνο δεν εξαιρεί τον εαυτό της, αλλά διεκδικεί και την ηγεσία του!
Αυτό, άλλωστε, εξηγεί και το γεγονός πως ο πρωθυπουργός –με όλες τις «εύλογες διαφωνίες»- αισθάνεται τόσο κοντά στην ευρωπαϊκή ηγεσία, που υποδέχεται αυτήν την άθλια φιγούρα, τον Γιούνγκερ, προσφωνώντας τον με το μικρό του, Ζαν Κλωντ! Θα μπορούσε να είναι «Σύνδρομο της Στοκχόλμης», αν δεν ήταν κάτι χειρότερο, δηλαδή προσχώρηση.
Άκου, Ζαν Κλωντ!
Αυτό το εξωφρενικό αντιδημοκρατικό θεσμικό έκτρωμα, που συνιστά η σημερινή ΕΕ2, γίνεται ο αγαπησιάρης Ζαν Κλωντ. Κι αυτό είναι η χειρότερη απόδειξη οριστικής έκπτωσης των ανθρώπων που μας κυβερνούν.
Εξού, μεταξύ πολλών άλλων, και η αποστασιοποίηση παλιών φίλων και συμμάχων. Λέω προκαταβολικά πως ο Πάμπλο Ιγκλέσιας δεν μου εμπνέει εμπιστοσύνη –και όχι μόνο γιατί μας ενημερώνει, στην τελευταία προεκλογική περίοδο, πως αγωνίζεται (sic) για μια «υγιή σοσιαλδημοκρατία». Παρόλ’ αυτά, η σαφής άποψη πως «η Ελλάδα είναι προτεκτοράτο» κάτι δείχνει για την … Ελλάδα, που «δεν καταστράφηκε», με τη «ρεαλιστική πολιτική», που επιλέχθηκε. Κι έτσι φτάσαμε και σε τουίτερ της Γουόλ Στρητ Τζέρναλ, που συμβουλεύουν τον Κάμερον να ρωτήσει τον Τσίπρα για το πώς πρέπει να χειριστεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Ή, ίσως, και τον Σάλλα, θα πρόσθετα, τον Λάτση ή τον Μπόμπολα, ή την Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών (τους οποίους ο πρωθυπουργός κάλεσε να γίνουν ατμομηχανή της ανάπτυξης, που έρχεται), οι οποίοι, μάλλον, πολύ θετικά επηρεάστηκαν από την «απώλεια εθνικής κυριαρχίας».
Έτσι, λοιπόν, έχουν τα πράγματα. Αυτή η ΕΕ ας γίνει στάχτη και μπούρμπερη. Η διάλυσή της ίσως αποδειχτεί «κάτι το ωραίον τελικά». Ίσως. Χωρίς τους συνήθεις εφησυχασμούς των «εξοδούχων» πως τα διάφορα Ε-xits θα δώσουν λύση στα τεράστια προβλήματα των εργαζόμενων, των άνεργων, των κατώτερων τάξεων της Ευρώπης. Με πρώτο μέλημα τον πανευρωπαϊκό συντονισμό του κόσμου της εργασίας. Μόνον αυτό συνιστά ρεαλιστική επιλογή προκειμένου να μην πάρει η ακροδεξιά την εκπροσώπηση των λαϊκών στρωμάτων.
Δύσκολα πράγματα. Προφανώς, ειδικά μετά και από την παταγώδη μας αποτυχία στην Ελλάδα.
Πάντως, είναι βέβαιο πως οποιαδήποτε εναλλακτική δυνατότητα περνάει πάνω από τα πολιτικά πτώματα των Ζαν Κλωντ και λοιπών «ευρωπαϊστών», που, αν τους αφήσουμε, είναι βέβαιο ότι θα εξοντώσουν, με απόλυτο και φυσικό τρόπο, γενιές ανθρώπων στην χώρα μας κι αλλού. Οι Ζαν Κλωντ –εκτός αυτού που έπαιζε στα «Μαύρα Μεσάνυχτα», προφανώς- αποτελούν τον κύριο αντίπαλο, μαζί με τα δικά μας αφεντικά. Και αποτελούν τους κύριους χορηγούς των ναζιστών εδώ και παντού στην Ευρώπη. Ή θα ειπωθεί η αλήθεια στον κόσμο και θα πάρουμε όλοι μαζί το ρίσκο μιας ανηλεούς σύγκρουσης ή την έχουμε οριστικά βαμμένη.
ΥΓ. Λέγεται συχνά πως ο ελληνικός λαός είναι γνήσια «ευρωπαϊστικός». Τρίχες. Ο φόβος, «που τρώει τα σωθικά» -και, κατεξοχήν, ενίσχυσε η κυβέρνηση με το «αφήγημα» περί απόλυτης καταστροφής και κατάρρευσης του περσινού καλοκαιριού- τον κάνει να φαίνεται έτσι. Το 80% και παραπάνω έχει γραμμένους τους Ζαν Κλωντ εκεί που όλοι ξέρουμε.
Αυτή η συνθήκη από μόνη της θα πρέπει να αποτιμηθεί ως θετική κι ελπιδοφόρα. Αν οι πληθυσμοί μονίμως κοροϊδεύουν, σε ό,τι αφορά τις διαθέσεις τους, τις ελίτ και, ταυτοχρόνως, οι τελευταίες πέφτουν συνεχώς έξω στις προβλέψεις τους, αυτό δεν μπορεί παρά να είναι καλό νέο. Μια χαρά!
Ας πάμε, όμως, σε αυτό καθαυτό το Brexit. Τι συνέβη, λοιπόν, την Πέμπτη;
Αυτά στα οποία νομίζω όλοι θα συμφωνήσουν είναι, πρώτα, πως ο βρετανικός λαός έφτυσε κατάμουτρα τόσο τη δική του όσο και την ευρύτερη ευρωπαϊκή ηγεσία, ανοίγοντας, με την απόφασή του, ένα σημαντικό νέο κεφάλαιο της ευρωπαϊκής ιστορίας.
Δεύτερον, το έκανε αγνοώντας επιδεικτικά όλη την εκστρατεία φόβου για τον οικονομικό Αρμαγεδδώνα, που θα ακολουθούσε μια τέτοια απόφαση –δείχνοντας, για δεύτερη φορά μετά το ελληνικό δημοψήφισμα, πως ο φόβος δεν φτάνει πια ως όπλο των κυρίαρχων.
Τρίτον, η ταξική διάρθρωση της ψήφου δείχνει, πέρα από κάθε αμφιβολία, πως οι κατώτερες τάξεις ψήφισαν με 61+ % αποχώρηση από την ΕΕ –θυμίζοντας μας, με συγκινητικό αριθμητικά τρόπο, τη δική μας 5η Ιουλίου.
Τέταρτο, χωρίς καμία αμφιβολία, ο μαζικός δημόσιος λόγος του Brexit κυριαρχήθηκε από δυνάμεις της Δεξιάς.
Άρα; Πώς μαζεύεται όλο αυτό; Τι θέση πρέπει να πάρει ένας αριστερός άνθρωπος απέναντι σε αυτήν την «αντιφατική» συνθήκη; Πώς μπορεί να χειριστεί τα συναισθήματά του; Να χαρεί, να λυπηθεί; Τι;
Για να κάνω μια πρόχειρη αρχή απάντησης, θα πρέπει να πω πως εγώ μάλλον προς μια κάποια ευφορία έκλινα, από χθες το πρωί. Προφανώς, ο,τιδήποτε στραπατσάρει τη σημερινή «ηγεσία» της ΕΕ δεν μπορεί παρά να μας χαροποιεί. Όπως σωστά επισημαίνει η Δικτύωση για τη Ριζοσπαστική Αριστερά στη χθεσινή της ανακοίνωση, «[τ]ο αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος αποτελεί μια ακόμα ηχηρή αποδοκιμασία της Ευρώπης του κεφαλαίου μετά το περσινό ελληνικό «Όχι»: την επιβεβαίωση ότι η νομιμοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται στο ναδίρ και, ταυτόχρονα, υπόμνηση πως το ευρωπαϊκό οικοδόμημα είναι στον αντίποδα της δημοκρατικής προσδοκίας για την «Ευρώπη των λαών»»1. Κι όσο κι αν το UKIP ή ο Μπόρις Τζόνσον, άμα τη παρουσία τους, προκαλούν το χτύπημα χιλιάδων καμπανών, δεν πρέπει επ’ ουδενί να μπούμε στην χορεία των σημαιοφόρων του «αντιλαϊκισμού». Πολύ περισσότερο που ξέρουμε καλά πόσο η ενίσχυση της πολιτικής ακροδεξιάς είναι η άλλη όψη των οικονομικά ακόμη πιο ακροδεξιών νεοφιλελεύθερων ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επιπλέον, οι λόγοι για τους οποίους οι φτωχοί της Αγγλίας ψήφισαν Brexit, κατά πάσα πιθανότητα, είναι πολύ διαφορετικοί από αυτούς που τα δημόσια πρόσωπα πρόταξαν. Νομίζω, δηλαδή, πως πρόκειται για λόγους πολύ περισσότερο «ταξικούς» παρά «εθνικούς». Ισχυρή δε ένδειξη γι αυτό είναι η δήλωση του ίδιου του Φάρατζ, ο οποίος, αντί να επιχειρήσει να δικαιώσει δια του αποτελέσματος την αντιμεταναστευτική του καμπάνια, είπε και μόνο: «πρόκειται για μια νίκη των «πραγματικών ανθρώπων» ενάντια στις πολυεθνικές και τις τράπεζες». Σαν, αντιλαμβανόμενος το ταξικό περιεχόμενο της ψήφου, να θέλησε να το καρπωθεί μιλώντας λόγο «αριστερό».
Κι όμως, παρακολουθώντας χθες τις τοποθετήσεις εκπροσώπων της κυβέρνησης, καμιά αναφορά δεν έβλεπες σε αυτό το προφανές ταξικό περιεχόμενο του Brexit. Και να ο ανυποχώρητος «ευρωπαϊσμός», να ο οικτιρμός της «λαϊκιστικής» επιλογής των Βρετανών, να η «ανησυχία», αδύνατον να ξεχωρίσεις την, έστω «συνθηκολογημένη αριστερά» από όλα τα υπόλοιπα φρούτα του τηλεοπτικού μπαχτσέ, Πρετεντέρη και Πορτοσάλτε μηδέ εξαιρουμένων. Και μην πει κανείς πως ο Τσίπρας έβαλε, με αυτήν την αφορμή, την αναγκαιότητα για «μια αλλαγή στην Ευρώπη». Το ίδιο έκανε, από τον Μητσοτάκη μέχρι τον Θεοδωράκη, σύμπαν το «ευρωπαϊκό –δημοκρατικό» τόξο, από το οποίο η κυβέρνηση όχι μόνο δεν εξαιρεί τον εαυτό της, αλλά διεκδικεί και την ηγεσία του!
Αυτό, άλλωστε, εξηγεί και το γεγονός πως ο πρωθυπουργός –με όλες τις «εύλογες διαφωνίες»- αισθάνεται τόσο κοντά στην ευρωπαϊκή ηγεσία, που υποδέχεται αυτήν την άθλια φιγούρα, τον Γιούνγκερ, προσφωνώντας τον με το μικρό του, Ζαν Κλωντ! Θα μπορούσε να είναι «Σύνδρομο της Στοκχόλμης», αν δεν ήταν κάτι χειρότερο, δηλαδή προσχώρηση.
Άκου, Ζαν Κλωντ!
Αυτό το εξωφρενικό αντιδημοκρατικό θεσμικό έκτρωμα, που συνιστά η σημερινή ΕΕ2, γίνεται ο αγαπησιάρης Ζαν Κλωντ. Κι αυτό είναι η χειρότερη απόδειξη οριστικής έκπτωσης των ανθρώπων που μας κυβερνούν.
Εξού, μεταξύ πολλών άλλων, και η αποστασιοποίηση παλιών φίλων και συμμάχων. Λέω προκαταβολικά πως ο Πάμπλο Ιγκλέσιας δεν μου εμπνέει εμπιστοσύνη –και όχι μόνο γιατί μας ενημερώνει, στην τελευταία προεκλογική περίοδο, πως αγωνίζεται (sic) για μια «υγιή σοσιαλδημοκρατία». Παρόλ’ αυτά, η σαφής άποψη πως «η Ελλάδα είναι προτεκτοράτο» κάτι δείχνει για την … Ελλάδα, που «δεν καταστράφηκε», με τη «ρεαλιστική πολιτική», που επιλέχθηκε. Κι έτσι φτάσαμε και σε τουίτερ της Γουόλ Στρητ Τζέρναλ, που συμβουλεύουν τον Κάμερον να ρωτήσει τον Τσίπρα για το πώς πρέπει να χειριστεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Ή, ίσως, και τον Σάλλα, θα πρόσθετα, τον Λάτση ή τον Μπόμπολα, ή την Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών (τους οποίους ο πρωθυπουργός κάλεσε να γίνουν ατμομηχανή της ανάπτυξης, που έρχεται), οι οποίοι, μάλλον, πολύ θετικά επηρεάστηκαν από την «απώλεια εθνικής κυριαρχίας».
Έτσι, λοιπόν, έχουν τα πράγματα. Αυτή η ΕΕ ας γίνει στάχτη και μπούρμπερη. Η διάλυσή της ίσως αποδειχτεί «κάτι το ωραίον τελικά». Ίσως. Χωρίς τους συνήθεις εφησυχασμούς των «εξοδούχων» πως τα διάφορα Ε-xits θα δώσουν λύση στα τεράστια προβλήματα των εργαζόμενων, των άνεργων, των κατώτερων τάξεων της Ευρώπης. Με πρώτο μέλημα τον πανευρωπαϊκό συντονισμό του κόσμου της εργασίας. Μόνον αυτό συνιστά ρεαλιστική επιλογή προκειμένου να μην πάρει η ακροδεξιά την εκπροσώπηση των λαϊκών στρωμάτων.
Δύσκολα πράγματα. Προφανώς, ειδικά μετά και από την παταγώδη μας αποτυχία στην Ελλάδα.
Πάντως, είναι βέβαιο πως οποιαδήποτε εναλλακτική δυνατότητα περνάει πάνω από τα πολιτικά πτώματα των Ζαν Κλωντ και λοιπών «ευρωπαϊστών», που, αν τους αφήσουμε, είναι βέβαιο ότι θα εξοντώσουν, με απόλυτο και φυσικό τρόπο, γενιές ανθρώπων στην χώρα μας κι αλλού. Οι Ζαν Κλωντ –εκτός αυτού που έπαιζε στα «Μαύρα Μεσάνυχτα», προφανώς- αποτελούν τον κύριο αντίπαλο, μαζί με τα δικά μας αφεντικά. Και αποτελούν τους κύριους χορηγούς των ναζιστών εδώ και παντού στην Ευρώπη. Ή θα ειπωθεί η αλήθεια στον κόσμο και θα πάρουμε όλοι μαζί το ρίσκο μιας ανηλεούς σύγκρουσης ή την έχουμε οριστικά βαμμένη.
ΥΓ. Λέγεται συχνά πως ο ελληνικός λαός είναι γνήσια «ευρωπαϊστικός». Τρίχες. Ο φόβος, «που τρώει τα σωθικά» -και, κατεξοχήν, ενίσχυσε η κυβέρνηση με το «αφήγημα» περί απόλυτης καταστροφής και κατάρρευσης του περσινού καλοκαιριού- τον κάνει να φαίνεται έτσι. Το 80% και παραπάνω έχει γραμμένους τους Ζαν Κλωντ εκεί που όλοι ξέρουμε.
1 Δικτύωση για τη Ριζοσπαστική Αριστερά, Δεν μένουμε Ευρωπαϊκή Ένωση, zoimeta.wordpress.com, 23 Ιουνίου 2016
2 Για αναλυτική περιγραφή βλ. Christos Laskos & Euclid Tsakalotos, Crucible of Resistance, Pluto Press, London, 2013, pp. 73-78.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου