Μια συζήτηση με τη συγγραφέα του «Μόνο ο αέρας ακουγόταν»
Συνέντευξη-επιμέλεια: Αντώνης Ν. Φράγκος
Ήδη στο τέταρτό της βιβλίο, η συγγραφέας αλλά και κριτικογράφος Ευγενία Μπογιάνου, προσφέρει δεκατέσσερα διηγήματα στο οικείο συναισθηματικό ύφος των προηγούμενων. Με εξαίρεση το μυθιστόρημα «Ακόμα φεύγει» (Εκδ. Πόλις, 2014), η μικρή φόρμα φαίνεται να θέλγει την Μπογιάνου και ούτως να συνδιαλέγεται άνετα και δημιουργικά με τους ήρωες της. Το «Μόνο ο αέρας ακουγόταν» (Εκδ. Μεταίχμιο) διακρίνεται από τον αγώνα των ανθρώπων του να επιβιώσουν μέσα σε δύσκολες ψυχολογικές καταστάσεις, όπου η απώλεια είναι πανταχού παρούσα. Πρόκειται και πάλι για τον κόσμο γύρω μας, αυτόν της διπλανής πόρτας για εμάς τους ίδιους. Στέρεα φτιαγμένα, στην πλειοψηφία τους, τα διηγήματα κλίνουν σε όλους τους χρόνους μικρά και μεγάλα δράματα της καθημερινότητας που μάλλον διαφεύγουν από την οπτική μας, εκτός και αν υπάρχει προσωπική μας εμπλοκή. Ούτως, η Μπογιάνου φέρνει στο προσκήνιο τεράστια θέματα, όπως ο χρόνος, το γήρας, η εγκατάλειψη και η απώλεια, όπως είπαμε παραπάνω. Στη συζήτηση που ακολουθεί είναι άξιες θαυμασμού οι απαντήσεις που δίνει η συγγραφέας τόσο για την ωριμότητα τους όσο και για την κομψότητα της έκφρασής τους.
Γιατί τιτλοδοτείτε το βιβλίο σας από το διήγημά για τη μετανάστρια που χάνει το παιδί της στην θάλασσα του Αιγαίου;
Κατά κάποιον τρόπο, το συγκεκριμένο διήγημα δίνει και τον τόνο της συλλογής. Μια γυναίκα μαζί με όλη της την οικογένεια, ανεβαίνει στη βάρκα που θα την οδηγήσει σε μια άλλη ήπειρο, πιο ασφαλή, πιο σίγουρη και όταν αποβιβάζεται σ’ αυτήν την ποθούμενη γη της Επαγγελίας, έχει χάσει τα πάντα.
Έχω την πεποίθηση πως η λογοτεχνία πρέπει να συνομιλεί με την εποχή της. Το προσφυγικό είναι ένα από τα μεγάλα θέματα των ημερών μας. Δεν μπορεί να μας αφήσει ασυγκίνητους. Άνθρωποι σε ακραίες καταστάσεις, απελπισμένοι, αντιμέτωποι με το άγνωστο, αποφασισμένοι όμως να συνεχίσουν αναζητώντας αυτά που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα, ζωές βουτηγμένες στην αβεβαιότητα, το τυχαίο που καθορίζει τη μοίρα, η δυνατότητα ή η ανημπόρια να αντέξεις αυτή τη μοίρα.
Πάντα βέβαια όταν καταπιάνεσαι με θέματα τόσο φορτισμένα υπάρχει ο κίνδυνος να πέσεις στον μελοδραματισμό και να τα αποδυναμώσεις τελικά. Προσπάθησα να το αποφύγω, δεν είμαι σίγουρη αν τα κατάφερα, όμως έτσι είναι η λογοτεχνία: ενέχει κινδύνους.
Η Απώλεια είναι, μάλλον, το κεντρικό μοτίβο σε όλα σας τα βιβλία. Δεν υπάρχει κάποιο αντίδοτο σε αυτήν;
Οι ήρωες των διηγημάτων (όπως και οι ήρωες σε παλαιότερα βιβλία) είναι άνθρωποι που, με τον τρόπο του ο καθένας, βρίσκονται σε οριακές καταστάσεις. Οι περισσότεροι παλεύουν με μιας μορφής απώλεια. Δεν είναι όμως παραιτημένοι. Ηττημένοι ναι, παραιτημένοι όχι. Παλεύουν να καταλάβουν, παλεύουν να απαντήσουν στα «γιατί», έστω κι αν γνωρίζουν εκ των προτέρων πως οι απαντήσεις μάλλον είναι δύσκολη ιστορία.
Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για αντίδοτο, όμως αυτό θα έλεγα πως είναι: το να συνεχίζουν με ό,τι τους έχει απομείνει, προσπαθώντας να κατανοήσουν και να βρουν έναν τρόπο να υπάρξουν ξανά από την αρχή. Το αν τον βρίσκουν τελικά είναι ένα θέμα – και δεν είναι μόνο αυτό – που παραμένει ανοιχτό.
Η αίσθηση του ότι όλα είναι μάταια αναβλύζει από σχεδόν όλα τα μέρη του βιβλίου. Είναι η θέαση της πραγματικότητας που γεννά αυτό το συναίσθημα στους ήρωες σας;
Το σκηνικό στο οποίο διαδραματίζονται σχεδόν όλα τα διηγήματα είναι η Ελλάδα της κρίσης. Και μάλιστα μιας κρίσης που όσο περνάνε τα χρόνια γίνεται όλο και βαθύτερη και ακόμα και η όποια ελπίδα μπορεί να υπάρχει έχει ακαθόριστη μορφή. Οι ήρωες κινούνται μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, πολλοί απ’ αυτούς είναι άνεργοι, άστεγοι, μετανάστες, κάνουν κακοπληρωμένες δουλειές του ποδαριού και το μέλλον που ξανοίγεται μπροστά τους είναι βαμμένο με σκούρα χρώματα. Αυτή λοιπόν η σκληρή πραγματικότητα δεν είναι δυνατόν να μην επιδράσει καταλυτικά στον ψυχισμό τους. Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Ή δεν είναι κυρίως αυτό.
Χαριτολογώντας θα έλεγα πως εκτός από τα οικονομικά προβλήματα υπάρχει και ο θάνατος. Υπάρχει και ο χρόνος και όλα αυτά που σου στερεί ή σου αρπάζει. Το αίσθημα της ματαιότητας έχει να κάνει κυρίως, με την συνειδητοποίηση της αδυναμίας της ανθρώπινης ύπαρξης μπροστά σε δυνάμεις πιο ισχυρές και δόλιες από την ίδια.
Ποια είναι η άποψή σας για την ρήση του Γκράμσι -«πρέπει να συνυπάρχει η απαισιοδοξία της γνώσης με την αισιοδοξία της θέλησης»;
Όσα πιο πολλά κατανοείς και γνωρίζεις, τόσο περισσότερο συνειδητοποιείς την πολυπλοκότητα των καταστάσεων και των ανθρώπινων συμπεριφορών. Καμιά φορά η γνώση αυτή σε φέρνει σε θέση θεατή, ενός ατόμου δηλαδή αποτραβηγμένου, παροπλισμένου. Υπάρχει όμως πάντα η θέληση για δημιουργία. Αυτή είναι που υπερβαίνει τα εμπόδια. Και η υπέρβαση κρύβει μέσα της την έννοια της αισιοδοξίας.
Αν δεν κάνουμε λάθος σε όλες τις ιστορίες σας η κάθαρση επέρχεται, μάλλον με αρνητικό τρόπο. Είναι και αυτό μια διέξοδος στις σχέσεις των ανθρώπων;
Δεν νομίζω πως συμφωνώ μαζί σας. Ή τουλάχιστον δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου. Οι ήρωες των ιστοριών, παρ’ όλες τις απώλειες και τις διαψεύσεις, δεν αυτοκτονούν, συνεχίζουν, με ό,τι και όσα τους έχουν απομείνει. Κουβαλάν τα τραύματα τους με αξιοπρέπεια και προσπαθούν αν επανακαθορίσουν την ύπαρξή τους. Στο τέλος, θα έλεγα, πως αυτό που μένει είναι ένα ερώτημα: και τώρα, τι;
Διαλέγετε πάντοτε ανθρώπους από το κοινωνικό περιθώριο;
Έχω την εντύπωση πως οι ήρωες μάλλον σε διαλέγουν παρά τους διαλέγεις. Όπως και να έχει, σχηματικά μιλώντας, οι δικοί μου ήρωες δεν είναι άνθρωποι των βορείων προαστίων. Ίσως, γιατί δεν τους ξέρω καλά ή δεν με ενδιαφέρουν και τόσο. Πιστεύω πως είναι άνθρωποι καθημερινοί, αναγνωρίσιμοι. Οι γείτονες, οι φίλοι, οι γονείς, τα παιδιά μας, εμείς οι ίδιοι τελικά. Δεν θεωρώ άνθρωπο του κοινωνικού περιθωρίου ούτε τον άνεργο, ούτε τον μετανάστη, ούτε αυτόν που κάνει μια δουλειά του ποδαριού ακόμη και στοιβάζοντας κάποιες φορές τα πτυχία του στο σπίτι. Για μεγάλη μερίδα των συνανθρώπων μας κάποια στοιχειώδη πράγματα, όπως μια στέγη ας πούμε, που λίγο πολύ ήταν δεδομένα πριν λίγα χρόνια, τώρα παύουν να είναι. Με μία έννοια, όλοι είμαστε εν δυνάμει άστεγοι και, πολύ περισσότερο, εν δυνάμει άνεργοι. Οπότε για ποιο κοινωνικό περιθώριο μιλάμε;
Το πέρασμα του Χρόνου πόσο βαραίνει τα γραπτά σας;
Ο χρόνος άλλα σου στερεί και άλλα σου χαρίζει. Αυτό γίνεται στην πραγματική ζωή, αυτό και στην συγγραφή. Ο αυθορμητισμός και η αίσθηση της παντοδυναμίας των πρώτων γραπτών αντικαθίσταται από τον σκεπτικισμό και την προσπάθεια αποφυγής των παγίδων που καραδοκούν. Από την άλλη είσαι κυρίαρχος πλέον των εκφραστικών σου μέσων και, θεωρητικά τουλάχιστον, πιο ώριμος να καταθέσεις μια εντελώς προσωπική ματιά.
Ο χρόνος και τα διαβάσματα επίσης σε τοποθετούν και στη θέση που σου αναλογεί μέσα στον απέραντο κόσμο που λέγεται τέχνη γενικότερα και ειδικότερα λογοτεχνία. Θέλω να πω πως όσο καλύτερη εικόνα έχεις του «μεγάλου κάδρου», τόσο περισσότερο κατανοείς το δικό σου μέγεθος.
Γιατί διηγήματα και όχι μυθιστόρημα; Αφού όλα τα βιβλία σας έχουν ούτως ή άλλως ένα κόνσεπτ.
Δεν είμαι ούτε απόλυτη, ούτε δογματική στο θέμα αυτό. Άλλωστε το «Ακόμα φεύγει», το προηγούμενο βιβλίο μου, ήταν μυθιστόρημα. Πάντως πιστεύω πως το μέγεθος το επιβάλει η ιστορία που θέλεις να διηγηθείς. Ένα μυθιστόρημα συνήθως είναι πολυπρόσωπο και ο μύθος απλώνεται σε πολλά επίπεδα του χώρου και του χρόνου. Στο διήγημα το ζητούμενο είναι η πυκνότητα και η ιστορία επικεντρώνεται συνήθως γύρω από ένα βασικό γεγονός και αφορά ένα κεντρικό πρόσωπο. Αυτόν τον καιρό πάντως παλεύω με τα πρώτα κεφάλαια ενός μυθιστορήματος.
Η μικρή φόρμα σας ελκύει. Μιλήστε μας για τα διαβάσματά σας.
Στο διήγημα χτυπάς και φεύγεις. Καλείσαι μέσα σε πολύ λίγο χώρο και με λίγα λόγια επίσης, να αφήσεις ένα ευδιάκριτο στίγμα. Δύσκολα πράγματα. Και ωραία.
Κι ως αναγνώστρια, όμως, απολαμβάνω πολύ τη μικρή φόρμα και στην γλώσσα μας, κατά παράδοση, γράφονται και πολλά και καλά διηγήματα. Κάθε χρόνο, νομίζω, πως κυκλοφορούν τουλάχιστον δυο, τρεις πραγματικά καλές συλλογές διηγημάτων και πολλές φορές από πολύ νέους και άπειρους συγγραφείς.
Όσον αφορά στα διαβάσματα τώρα, ποτέ δεν ξεχνώ να ξαναγυρίσω στους κλασικούς. Τσέχωφ, Γκυ ντε Μωπασάν, Μπάμπελ, Γκογκόλ, Παπαδιαμάντης, Βιζυηνός, Μητσάκης. Γίγαντες όλοι. Αγαπώ πολύ τον Κάρβερ, τον Σάλιντζερ, αλλά και την Μονρό. Και από τους δικούς μας, τον Δημήτρη Νόλλα, τον Αχιλλέα Κυριακίδη, τον Σκαμπαρδώνη και τον Παπαδημητρακόπουλο.
Μιλήστε μας για τις αντιδράσεις των αναγνωστών/τριών σας.
Οι αναγνώστες σου λένε ωραία και θαυμαστά πράγματα. Ο καθένας φυσικά κάνει την δική του ανάγνωση, με βάση την ιδιοσυγκρασία, τα βιώματα και την συνείδησή του. Πολλές φορές με αιφνιδιάζει η δύναμη μιας παρατήρησης ή η «λοξή» ματιά πάνω σε μια διήγηση, που φανερώνει και σε μένα την ίδια, διαστάσεις που συνειδητά δεν είχα σκεφτεί. Κάποιοι αγαπάνε ήρωες στους οποίους εσύ ο ίδιος δεν έχεις δώσει και τόσο βάρος και σε κάνουν να τους δεις με ένα άλλο βλέμμα. Θέλω να πω, πως οι αναγνώστες, πολλές φορές σου αποκαλύπτουν πτυχές του έργου σου ή φωτίζουν γωνίες του, που αλλιώς θα είχαν μείνει στο ημίφως.
Βέβαια, πολύ συχνά, ακούω κι αυτό το περίφημο, «Είναι πολύ βαρύ». Δεν δίνω όμως πολύ σημασία, μιας και δεν πιστεύω πως η καλή λογοτεχνία μπαίνει πάνω σε μια ζυγαριά για να αφαιρέσεις ότι σου φαίνεται βαρύ. Άλλωστε, υπάρχουν βιβλία «βαριά» και άλλα ελαφριά. Είναι θέμα επιλογής.
Πάντως σίγουρα πιστεύω στη ρήση που λέει πως «Όταν ο αναγνώστης δημιουργεί, ο συγγραφέας σωπαίνει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου