Το καρναβάλι της Αθήνας τη δεκαετία του 1870. Σκίτσο του βρετανικού περιοδικού «The Illustrated London News» (10/3/1877) |
Οι Απόκριες όπως τις γιορτάζουμε σήμερα έχουν χάσει, με ελάχιστες εξαιρέσεις, κάθε αιχμή κοινωνικής και πολιτικής κριτικής. Δεν ήταν πάντα έτσι.
Σε παλιότερες εποχές η μεταμφίεση, οι μασκαράτες, η έξοδος από την καθημερινότητα έπαιρναν τις διαστάσεις ενός αναποδογυρίσματος του κόσμου, μιας προσωρινής ανατροπής των ιεραρχιών και των κοινωνικών σχέσεων, μιας κριτικής που απλωνόταν σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής.
Αυτός που ανέδειξε αυτή τη διάσταση του καρναβαλιού και έκτοτε άλλαξε εντελώς τον τρόπο με τον οποίο το αντιμετωπίζουν οι κοινωνικές επιστήμες ήταν ένας Ρώσος στοχαστής, ο Μιχαήλ Μπαχτίν, sui generis μαρξιστής που βρισκόταν σε δυσμένεια στη Σοβιετική Ενωση του Στάλιν.
Με τη μελέτη του για τον Ραμπελέ και το γκροτέσκο στην Αναγέννηση παρήγαγε μια νέα σύλληψη της λαϊκής κουλτούρας, αναδεικνύοντάς τη σε έναν πολιτισμό παράλληλο στον κυρίαρχο, αυτόνομο και με ανατρεπτικό περιεχόμενο.
Στον λαϊκό πολιτισμό έκανε έντονη την παρουσία του το καρναβαλικό στοιχείο: το αναποδογύρισμα του κόσμου, το γκροτέσκο, ο τονισμός των σημείων του σώματος που είναι ανοιχτά στον εξωτερικό κόσμο (και ιδίως του κάτω μέρους του σώματος).
Ο Μπαχτίν αντιπαρέθεσε το λαϊκό γέλιο, ως στάση απέναντι στον κόσμο, στη σοβαρότητα του επίσημου μεσαιωνικού πολιτισμού και στις γιορτές του που επικύρωναν την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων.
Στις Απόκριες, όταν «ο λαός εισερχόταν στην ουτοπική σφαίρα της κοινότητας, της ελευθερίας, της ισότητας και της αφθονίας», η λαϊκή αυτή κουλτούρα αναδύεται από τη σχετική αφάνεια στην οποία έχει περιπέσει την υπόλοιπη χρονιά.
Υπάρχει αντίλογος. Απέναντι σε μια εξιδανικευτική διάθεση τονισμού της ανατρεπτικότητας της καρναβαλικής λαϊκής κουλτούρας, έχει υποστηριχτεί ότι, αντίθετα, θεσμοί όπως το καρναβάλι λειτουργούν πάντα και ως βαλβίδες ασφαλείας του συστήματος.
Η αμφισβήτηση της εξουσίας, όταν είναι τελετουργική και ελεγχόμενη, της επιτρέπει να ανανεώνεται και να σταθεροποιείται.
Οι αποκριάτικες ανατροπές χρησιμεύουν κατά βάση για την εκτόνωση πιέσεων που σωρεύουν όλη τη χρονιά στα μέλη τους κοινωνίες που είναι στο έπακρο απαγορευτικές.
Για να δώσουμε ένα παράδειγμα από τα καθ’ ημάς, η τελετουργική γυναικοκρατία τη «μέρα της Μπάμπως» στα χωριά των Σερρών δεν συνέβαλε ιδιαίτερα στην αλλαγή των έμφυλων σχέσεων υπέρ των γυναικών.
Κι ωστόσο, πώς να παραβλέψουμε μια σειρά από εξεγερτικά επεισόδια που έχουν λάβει χώρα σε διάφορα καρναβάλια;
Εχουν μελετηθεί από ιστορικούς η εξέγερση στο Ρομάν το 1580 και στη Μάλτα το 1639· στην Γκρενόμπλ το 1832, με αφορμή την απαγόρευση μιας πολιτικής μασκαράτας, και στο Νότινγκ Χιλ του Λονδίνου το 1976, ενάντια στον εξευγενισμό μιας γειτονιάς που κατοικούνταν από μετανάστες από την Καραϊβική.
Οι ιστορικοί έχουν επισημάνει, επίσης, ότι στις διάφορες εκφράσεις λαϊκού ριζοσπαστισμού πριν από τη σύγχρονη εποχή ήταν έντονο το καρναβαλικό στοιχείο.
Ο ανθρωπολόγος Τζέιμς Σκοτ έχει προτείνει ότι σε στιγμές όπως το καρναβάλι ανέρχονται στην επιφάνεια του δημόσιου λόγου τα «κρυμμένα σενάρια» της αντίστασης των υπάλληλων ομάδων που την υπόλοιπη χρονιά βρίσκονται στην αφάνεια.
Σε κάθε περίπτωση, η αποκριάτικη κουλτούρα προσέφερε μια γλώσσα έκφρασης του ανταγωνισμού απέναντι στους κυρίαρχους, ενώ υπήρχε πάντα η πιθανότητα το κλίμα απομυθοποίησης της εξουσίας που εκφραζόταν κατά το καρναβάλι να εξελιχθεί και να υπερβεί τις τελετουργικές μορφές αμφισβήτησης.
Απόκριες στην Αθήνα
Το πώς «εξημερώθηκε» το καρναβάλι στη σύγχρονη εποχή είναι ένα μεγάλο ζήτημα που δεν μπορούμε να θίξουμε εδώ.
Φωτ: Τάσος Κωστόπουλος |
Στην περίπτωση της αθηναϊκής Αποκριάς, πάντως, φαίνεται ότι η σάτιρα αναπτύχθηκε και άκμασε από τα μέσα μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Το καρναβάλι αποτελούσε και στην Αθήνα περίοδο γενικής αναστάτωσης: οι καταστηματάρχες φοβούνταν για μικροκλοπές και δεν άνοιγαν τα μαγαζιά τους την Κυριακή της Τυρινής, οι εργάτες δεν πήγαιναν στις δουλειές τους (το ξέρουμε από τις εφημερίδες που παραπονιούνταν για την απουσία των τυπογράφων τους), ενώ δεν πρέπει να είναι τυχαίο που η πρώτη απόπειρα εμπρησμού της παλιάς Αγοράς το 1884 και η απόπειρα δολοφονίας του βασιλιά Γεωργίου το 1898 επιχειρήθηκαν τις μέρες της Αποκριάς.
Μια αίσθηση ανησυχίας, που εκφραζόταν και με τη σταθερή έγνοια των εφημερίδων για την τήρηση της τάξης κατά τις Απόκριες, προκαλούνταν από την αίσθηση ελλιπούς κοινωνικού ελέγχου.
Μια πηγή της ήταν το πλήθος που συγκεντρωνόταν στους δρόμους. Επιπλέον τον κοινωνικό έλεγχο περιόριζε η απόκρυψη της ταυτότητας με τις μάσκες, το μουντζούρωμα ή άλλες μορφές μεταμφίεσης: γι’ αυτό και οι μάσκες απαγορεύτηκαν σε κάποιες χρονιές, κυρίως κατά τις πολεμικές εμπλοκές της χώρας.
Κομμάτι αυτής της διαφορετικής καθημερινότητας ήταν οι μασκαράτες: μικρές ομάδες μεταμφιεσμένων που γυρνούσαν στην πόλη (πεζοί ή, πιο συχνά, πάνω σ’ ένα κάρο) και παρίσταναν κάποια κατάσταση, μερικές φορές βουβά, άλλοτε παίζοντας σκετσάκια· κατά κανόνα επρόκειτο για διακωμώδηση.
Στην οθωμανική Αθήνα του 1800 αναφέρονται μικρές πομπές μασκαρεμένων σε Τούρκους αξιωματούχους ή και σε παπάδες.
Είναι ενδιαφέρον ότι ενώ οι Τούρκοι έδειχναν ανοχή, ο μητροπολίτης φρόντισε να τιμωρήσει δημόσια αυτόν που κάποτε τον σατίρισε.
Στη συνέχεια, πάντως, το εθνικό κράτος απαγόρευσε τη μεταμφίεση σε κρατικό αξιωματούχο ή ιερέα, και οι σατιρικές μασκαράτες προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα.
Το 1874, με πρόσφατη ακόμα τη δυσάρεστη πρώτη επαφή των Αθηναίων με το χρηματιστήριο και την ιστορία με τις μετοχές του Λαυρίου, «εταιρεία προσωπιδοφόρων» παρίστανε την «κυβεία» απαγγέλλοντας στίχους σε δημώδη γλώσσα για όσους έχασαν τα λεφτά τους.
Το 1885 κάποιοι ανέβασαν σ’ ένα κάρο έναν γάιδαρο, ο οποίος «φορτωμένος πετρέλαια και άλλα παρίστανε τα εκ των μονοπωλείων βάρη», δηλαδή τους φόρους που είχε μόλις επιβάλει ο Τρικούπης.
Οταν λίγες μέρες μετά έπεσε η κυβέρνηση του Τρικούπη, οι πανηγυρισμοί του δηλιγιαννικού πλήθους εκφράστηκαν και με τη γλώσσα της αποκριάτικης μασκαράτας: στη Σταδίου παρέλασαν 6-7 σημαιοστόλιστα κάρα, των οποίων «οι επιβάτες είχαν μια απαίσια όψη και οι μπαλωμένες φορεσιές τους επιδίωκαν να κάνουν τον κόσμο να πιστέψει ότι συμβόλιζαν τη φτώχεια στην οποία είχε ρίξει τη χώρα το πολιτικό σύστημα του Τρικούπη» (μαρτυρία του Κρουμπάχερ).
Τα παραδείγματα μπορούν να πολλαπλασιαστούν.
Στο στόχαστρο της αποκριάτικης σατιρικής μασκαράτας βρέθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα ο δημοτικισμός και η γυναικεία χειραφέτηση, οι εξελίξεις του Ανατολικού Ζητήματος, οι δικηγόροι και οι γιατροί (οι τελευταίοι άλλοτε με τεράστιους φαλλούς κι άλλοτε συνεδριάζοντας πάνω από το κρεβάτι ενώ γάιδαρου-ασθενούς), οι ζάπλουτοι ομογενείς «χρυσοκάνθαροι» και εν γένει η «αριστοκρατία».
Μια έξυπνη σάτιρα των Ευρωπαίων περιηγητών περιγράφει ο Garston το 1840: δύο άντρες είχαν ντυθεί ταξιδιώτες με ομπρέλα, ευρωπαϊκά ρούχα της μόδας κ.λπ., και μαζί τους ένας ντυμένος Τούρκος μεταφραστής τους.
Πότε πότε οι «Φράγκοι» έκαναν μια στάση και ζωγράφιζαν ή σκιτσάριζαν το πορτρέτο κάποιου που θα τον σταματούσαν γι’ αυτόν τον λόγο, ή του έπιαναν κουβέντα, μέσω του μεταφραστή τους, για τη χώρα και όταν κάτι τους έκανε εντύπωση έβγαζαν τα τετράδιά τους να κρατήσουν σημειώσεις «με μια έκφραση απέραντης ικανοποίησης».
Ασφαλώς την τιμητική τους είχαν οι κυβερνήσεις και οι αρχηγοί των κομμάτων.
Ωστόσο, αν αυτό ήταν πλέον «κανονικό» μετά τη φιλελευθεροποίηση που ακολούθησε την επανάσταση του 1862, στα χρόνια του Οθωνα η αστυνομία έδειχνε μικρότερη ανοχή στην πολιτική σάτιρα.
Γενικότερα στην πρώιμη περίοδο του ελληνικού κράτους η Απόκρια διατηρούσε εντονότερα τα χαρακτηριστικά της περιόδου όπου η κριτική στην εξουσία μπορούσε να εξελιχθεί σε πολιτική αναστάτωση.
Το 1845 υπήρξε μεγάλη κινητοποίηση του στρατού στην Αθήνα, καθώς κυκλοφόρησε η διάδοση «ότι οχλαγωγία τις έμελλε να κινηθή», «ότι ομάς τις ανθρώπων φερόντων τας προσωπίδας παρεσκευάζετο να σκώψη συμβολικώς τας εν τη Βουλή λαβούσας χώρα παρανομίας, ότι εις την περίστασιν αυτήν έμελλον να σατυρισθώσι και τινα άλλα πρόσωπα ως μοχλοί των γενομένων παρανομιών πρώτοι» (και ίσως εδώ υπονοείται ο βασιλιάς).
Η συγκέντρωση μεγάλου πλήθους στους Στύλους του Ολυμπίου Διός την Καθαρά Δευτέρα μπορούσε να αξιοποιηθεί για πολιτική διαμαρτυρία, όπως έκαναν το 1844 ετερόχθονες διαμαρτυρόμενοι για τον αποκλεισμό τους από τα δημόσια αξιώματα: μέσα στο πανηγύρι μπορούσε να δει κανείς δύο σημαίες μαύρες περικυκλωμένες από ανθρώπους που ήταν «κατηφείς, καπνίζοντες και συλλογισμένοι» κάτω από τις επιγραφές «οι ξενηλατούμενοι Μακεδόνες» και «οι αδικηθέντες Κρήτες».
Οι χρονιές δεν είναι τυχαίες: βρισκόμαστε αμέσως μετά την επανάσταση του 1843.
Ενας νέος κύκλος ριζοσπαστικοποίησης της σάτιρας και αυταρχικής απάντησης της εξουσίας θα σημειωθεί στα χρόνια της αντι- οθωνικής κινητοποίησης του 1859-62.
Οι Απόκριες του 1859 (και όχι τα Σκιαδικά) φαίνεται ότι αποτέλεσαν την πρώτη εκδήλωση της ριζοσπαστικοποίησης της αντιπολίτευσης προς τις κυβερνήσεις των οπαδών του Οθωνα - και, αντίστοιχα, της σκλήρυνσης του οθωνικού καθεστώτος ενάντια σε αντιπολιτευτικές κινήσεις.
Πιθανόν το 1859 πρωτοεμφανίστηκε ένα νούμερο που επαναλήφθηκε και σε μεταγενέστερες Απόκριες: εφτά νέοι γυρνούσαν στην πόλη μ' ένα κάρο φορώντας γαϊδουροκεφαλές, υπαινισσόμενοι το υπουργικό συμβούλιο.
Οι μασκαράδες αυτοί κρατήθηκαν για μία μέρα και πιέστηκαν να ομολογήσουν ότι τους υποκίνησε η αντιπολίτευση, ενώ υπήρξαν κι άλλες συλλήψεις.
Την επόμενη χρονιά πολιτική σάτιρα δεν τόλμησε να ξεμυτίσει και η έφιππη χωροφυλακή που έψαχνε για αντιβασιλικούς επιτέθηκε στον κόσμο που «αθωώτατα» έπαιζε ρεβιθοπόλεμο.
Το 1861, οπότε εκλογές και Απόκριες εν μέρει συνέπεσαν, η ανοχή της αστυνομίας σε αντικυβερνητικές μασκαράτες ήταν και πάλι ελάχιστη: εμπόδισε μια μασκαράτα που βασιζόταν στην ανάγνωση της μοναδικής εφημερίδας που υποστήριζε την κυβέρνηση των εκλεκτών του Οθωνα.
Το 1864, πια, η πολιτική σάτιρα δείχνει να εκφράζεται ελεύθερα στην αθηναϊκή Αποκριά: αναφέρεται μια παρέα μασκαράδων που παρίστανε τον Βούλγαρη και τους ακόλουθούς του ντυμένους με την ενδυμασία της Υδρας.
Παρ' όλα αυτά, διαβάζουμε ότι για να μεταμφιεστεί κανείς έπρεπε να πάρει άδεια είτε από την αστυνομία είτε από τον δήμο.
Στα επόμενα χρόνια δεν συναντήσαμε περιστατικά απαγόρευσης από το κράτος, και πολιτικές σατιρικές μασκαράτες συνεχίζουν να καταγράφονται στις εφημερίδες μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα.
Ωστόσο μετά το 1887 έπεσαν σε παρακμή, η οποία σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην οργάνωση παρελάσεων από τα «κομιτάτα», ιδιωτικές επιτροπές αποτελούμενες από τους γνωστότερους μεγαλοαστούς της πόλης.
Στις παρελάσεις δίνονταν σημαντικά χρηματικά βραβεία στις καλύτερες μασκαράτες, αποκλείονταν όμως ρητά οι πολιτικές, ενώ γενικά η πολιτική των οργανωτών ήταν να βραβεύουν ακριβά άρματα με αισθητικά κομψοτεχνήματα, αλληγορίες ή πνευματώδεις αλλά καθόλου αιχμηρές μασκαράτες.
Η αλλαγή του χαρακτήρα των μασκαρατών, οι οποίες γενικά προσαρμόστηκαν στις προδιαγραφές των οργανωτών, ήταν ένα σημαντικό βήμα προς το να υπερισχύσει συντριπτικά στο αθηναϊκό καρναβάλι η διάσταση της διασκέδασης έναντι των υπόλοιπων· μιας διασκέδασης που στην πραγματικότητα δεν διέφερε στην ουσία της από αυτήν της υπόλοιπης χρονιάς.
*Iστορικός
Το κοινωνικό και πολιτικό καρναβάλι της Αγιάσου
Της Ρεγγίνας Ζερβού**
Το κοινωνικό και πολιτικό καρναβάλι της Αγιάσου
Της Ρεγγίνας Ζερβού**
Το καρναβάλι της Αγιάσου μπορεί να μην είναι πολύ γνωστό στους εκτός της Λέσβου, εδώ και δεκαετίες όμως αποτελεί ορόσημο για τους κατοίκους του ακριτικού νησιού. Δε μοιάζει και πολύ με τα άλλα παραδοσιακά καρναβάλια με τους τραγόμορφους κουδουνάδες. Εδώ πρωταγωνιστής είναι η σάτιρα. Γραμμένη στο τοπικό ιδίωμα, αποτυπώνει τις κοινωνικές και πολιτικές απόψεις των κατοίκων του ακριτικού χωριού που θεωρούν το χιούμορ τη μεγαλύτερη αρετή τους.
«Ο Αγιασώτης το ’χει μέσα του και το πνεύμα και τη σάτιρα, ο κάθε Αγιασώτης. Ολοι οι Αγιασώτες το έχουν το μικρόβιο να καλαμπουρίζουν και να γράφουν κιόλας κάτι», μου έλεγε ένας από τους πιο γνωστούς σατιρογράφους, ταλαντούχος και πολυγραφότατος.
Το καρναβάλι της Αγιάσου με τη σημερινή του μορφή ξεκίνησε το 1937, με τη θέσπιση του Βάλειου διαγωνισμού από το Αναγνωστήριο Αγιάσου.
Σταμάτησε τη δεκαετία του 1940 λόγω του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου, και συνεχίστηκε ξανά το 1955.
Από το 1966 στην οργάνωση του καρναβαλιού συμμετέχει και ο Δήμος της Αγιάσου, την περίοδο μάλιστα 1971-1974 αναλαμβάνει την αποκλειστική ευθύνη.
Επρόκειτο για τα τελευταία (και πιο άγρια) χρόνια της εφτάχρονης δικτατορίας, όταν οι διορισμένες αρχές προσπαθούσαν να θέσουν υπό έλεγχο το περιεχόμενο της σάτιρας.
Το 1984 ιδρύεται ο καρναβαλικός σύλλογος «Ο Σάτυρος» ο οποίος αναλαμβάνει, στην αρχή μόνος του και στη συνέχεια μαζί με τον δήμο, τη διοργάνωση των καρναβαλικών εκδηλώσεων.
Στα τρία πρώτα καρναβάλια πριν από τον πόλεμο, μαζί τα καρναβαλικά αστεία για τους άντρες και τις γυναίκες, ξεχωρίζει η έντονη αντιπαράθεση των καρνάβαλων, φτωχών μεροκαματιάρηδων στην πλειονότητά τους, με τους έχοντες του χωριού, οι οποίοι ήταν συχνά και επίτροποι της εκκλησίας:
Καμπόσα σόγια ν’ έχουνι / νουμί μες του μπαγκάρ / γιατί γ’ αρχόντ στου τμόνιμα / έχιν αλιότσα χαρ.
Π’ντουν πάπντουν ξέρσιντου του χου / τς φτουχί να διαφιτνέβγιν
Οι επίτροποι της εκκλησίας -όπως ήταν φυσικό, αν αναλογιστεί κανείς πως η συγκεκριμένη εκκλησία είχε και μεγάλη ακίνητη περιουσία- προέρχονταν κυρίως από την τάξη των κοτζαμπάσηδων.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως, είκοσι επτά χρόνια μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, χρησιμοποιείται η ίδια λέξη για να δηλωθεί η άρχουσα τάξη του χωριού.
Στο καρναβάλι του 1940 εμφανίζεται και μια «καρναβαλίνα», άντρας μεταμφιεσμένος σε γυναίκα, ο οποίος όχι μόνο θα υπερασπιστεί τις θέσεις του γυναικείου χειραφετικού κινήματος «τώρα γη γυναίκα θέλι σιργιάνι, να δει τσι ναν ακούς», αλλά και τη λειτουργία του νεοϊδρυθέντος συνεταιριστικού ελαιοτριβείου απέναντι στους ιδιοκτήτες των άλλων ελαιοτριβείων που βλέπουν πως θίγονται τα συμφέροντά τους και το πολεμούν διαδίδοντας ψευδείς ειδήσεις.
Σα θέλιτι να βρίστσιτι / καλό λουγαριασμό / τς ελιές σας να τς παγαίνιτι / στου Συνιτιριζμό
(σάτιρα του Βασίλη Βαγιάνα).
Η δεκαετία του 1950 χαρακτηρίζεται από την καταστολή που ασκούν οι νικητές τους εμφυλίου στους ηττημένους.
Οι κάτοικοι της Αγιάσου, αριστεροί στην πλειονότητά τους και άρα με τη μεριά των ηττημένων, υφίστανται τις συνέπειες ενός διωγμού που δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστο το καρναβάλι.
Οι καρνάβαλοι όμως δεν φαίνεται να πτοούνται.
Στρέφουν το βλέμμα στις κοινωνικές αλλαγές -έχουν αρχίσει να γίνονται ορατές στη μικρή τους κοινωνία- και προσπαθούν να λύσουν τον «γρίφο» των ανθρώπινων σχέσεων, και ειδικά των σχέσεων αντρών-γυναικών και του μεγαλύτερου «αγκαθιού» στη ζωή τους, του γάμου και της προίκας.
Είναι σημαντικό για την εξέλιξη του εθίμου πως, αν και οι καρνάβαλοι είναι όλοι άντρες, προσθέτουν γυναικείους ρόλους, για να μπορεί να εκφραστεί πλέον και η γυναικεία άποψη, η οποία αντιπαρατίθεται με την αντρική: «ήρτει πλιά γι’ ώρα ναμκιορδις (αχάριστοι) τώρα του θ’κο μας θελ’μα για να γινεί».
Αλλο ένα «σημείο των καιρών», η σύγκρουση των γενεών θα εκδηλωθεί ακόμα περισσότερο τη δεκαετία του 1960 και του 1970, όταν οι νέοι διαμορφώσουν μια δική τους στάση ζωής, που στο μικρό ακριτικό χωριό βρίσκει την έκφρασή της στο ντύσιμο, τα μακριά μαλλιά και τις καφετέριες.
Οι καρνάβαλοι, μεσήλικες στην πλειονότητά τους, εκφράζουν τις θέσεις της παραδοσιακής κοινωνίας που δυσκολεύεται να «χωνέψει» τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που συντελούνται σε όλο τον κόσμο.
Σέρνουν λοιπόν τα «εξ αμάξης» στους νεαρούς μακρυμάλληδες που προβάλλουν στην αρχή δειλά στα σοκάκια του χωριού.
Η επανάσταση των «παιδιών των λουλουδιών» δεν φαίνεται να τους συγκινεί.
Μι τα τσλούφια πλια π’ αφήκαν / ούλ’ντουν τώρα αγριγιέψαν / φαβουρίτις έχ’τσι τράγους
τ’ μόδα απί φτον τνι κλέψαν./ Τ’ χάρη ντ δε τνι πήραν μόνου / να φρουμάζιν (ρουθουνίζουν) δε μπορούν /φτος μουσκουβουλά τραγίλα φτοι αρώματα βρουμούν
(σάτιρα Α. Μηνά-Λ. Καμπιρέλη-Σ. Αϊβαλιώτη, 1970).
Συχνές εκείνη την περίοδο είναι και οι αναφορές στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της Κύπρου, καθώς οι Ελληνες αριστεροί ταυτίζονται με τον αγώνα των Κυπρίων ενάντια στους Αγγλους, που είχαν έρθει σε σύγκρουση με το ΕΑΜ λίγες δεκαετίες πριν.
Πολύ σημαντικός ήταν ο ρόλος που έπαιξε το αγιασώτικο καρναβάλι κατά τη διάρκεια της εφτάχρονης δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Χιλιάδες κόσμου από όλο το νησί συνέρρεαν την Καθαρή Δευτέρα στην Αγιάσο για να ακούσουν την άλλη άποψη, τον σχολιασμό που δεν υπήρχε στις εφημερίδες.
Η περίοδος της Μεταπολίτευσης χαρακτηρίζεται από έντονη πολιτικοποίηση. Το καρναβάλι της Αγιάσου δεν αποτελεί εξαίρεση.
«Το καρναβάλι σημαίνει διαμαρτυρία, πανό, είναι μια ντουντούκα που φωνάζει», μου λέει ένας από τους βασικούς συντελεστές εκείνης της περιόδου.
Οι σατιρογράφοι είναι πια ελεύθεροι να ασκούν κριτική με όποιον τρόπο θέλουν, τόσο στους δικτάτορες όσο και στην εκλεγμένη κυβέρνηση.
Ο καρνάβαλος είναι καταγγελτικός απέναντι στην κεντρική διοίκηση και τους εκπροσώπους της στο νησί.
Σχολιάζονται όλα τα επίκαιρα γεγονότα, ελληνικά και διεθνή (Κυπριακό, λιτότητα, Εφορία, αμερικανική πολιτική, Χομεϊνί κ.ά.).
Η νέα γενιά σατιρογράφων έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από την προηγούμενη.
Δεν είναι οι μεροκαματιάρηδες που δεν είχαν τελειώσει το σχολείο.
Είναι τα παιδιά τους, πολλοί από αυτούς έχουν φύγει από το χωριό για να σπουδάσουν και επιστρέφοντας ξεκινούν κι αυτοί να γράψουν σάτιρα, με το βλέμμα στραμμένο στον έξω κόσμο και στο τι συμβαίνει εκεί.
Πολλές σάτιρες έχουν θέματα που αφορούν τη διεθνή επικαιρότητα («Ο Σαντάμ στο CNN της Αγιάσου», «Η βο(υ)λή των ελλ(ε)ηνών», «Ο Οτσαλάν στην Αγιάσο», «Η τρόικα στην Αγιάσο»).
Στο καρναβάλι του 1994, δύο μήνες μόνο μετά την εξέγερση των ιθαγενών στην επαρχία Τσιάπας στο νότιο Μεξικό, όταν πολλοί Ευρωπαίοι διανοητές και ακτιβιστές δεν είχαν ακόμα καταλάβει την έκταση και τη σημασία του γεγονότος, οι Αγιασώτες καρνάβαλοι παρουσιάζουν τη σάτιρα «Ζαπατίστις».
Ο επιδοτούμενος ελαιοπαραγωγός του χωριού την Καθαρή Δευτέρα θα ταυτιστεί με επαναστατημένους αγρότες ζαπατίστας, που περιφέρονται στον κόσμο με επικεφαλής τον αρχηγό τους, τον Ζαπάτα, ξεριζωμένοι από την πατρίδα τους, για να μεταφέρουν στην εξαθλιωμένη αγροτική τάξη το μήνυμα του αγώνα και του ξεσηκωμού ενάντια στους τσιφλικάδες και στους κάθε λογής καταπιεστές τους.
Το καρναβάλι προσεγγίζει την πολιτική με όρους γκροτέσκο και βέβηλου γέλιου.
Ο επιτυχής συνδυασμός πηγαίου ταλέντου και καρναβαλικής διάθεσης έχει γεννήσει στίχους απίστευτης πολιτικής και κοινωνικής οξυδέρκειας, όπως αυτός που ακούστηκε την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς του 1977 στην πλατεία της αγοράς του χωριού κι εκφράζει, μέσα σε λίγους στίχους, το κοινωνικό συνονθύλευμα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας:
Δυο… α’σιν’τσοί [αρσενικοί] σκιφτήκαμι / φέτους να παντριφτούμι / στου γάμου μας αν έρθιτι
πουλύ θα του χαρούμι. / Γαμπρούς είνι… βασιλικός / Γη πιθιρά… κουμμούνα
Γιου ζ’μπέθερους είνι… Πασόκ / Γη νύφ’ μας φαρδουμ…α
(σάτιρα Α. Μηνά).
Το καρναβάλι της Αγιάσου είναι ένας ζωντανός οργανισμός που συνεχώς εξελίσσεται. Την τελευταία δεκαετία όλο και πιο πολλοί νέοι, ακόμα και μαθητές από το Λύκειο, συμμετέχουν στα καρναβάλια.
Αγιάσος, Αύγουστος 2000. Η γειτνίαση καρναβαλιού και πολιτικής είναι εμφανής, ακόμη και ντάλα καλοκαίρι | Φωτ: Τάσος Κωστόπουλος |
ΥΓ. Φέτος η Αγιάσος πενθεί τον χαμό δύο νέων του χωριού σε τροχαίο και δεν θα γίνουν καρναβαλικές εκδηλώσεις.
**διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Πολιτισμού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου