Πιτσιρίκο γεια σου,
Πολλές φορές έχω σκεφτεί να σου γράψω, κι όλο δεν το κάνω, αλλά η ανάρτησή σου αυτή τη φορά, για τους Ελληνες που δεν ζούμε πια στην Ελλάδα, μού μίλησε.
Είσαι ανάμεσα στις λίγες καθαρές φωνές (δυο-τρεις) που ακούω και διαβάζω πλέον από την Ελλάδα.
Αρρωσταίνω με οτιδήποτε άλλο βλέπω να γράφεται και να λέγεται στην ελληνική πλευρά, Και πλέον –από τότε που έφυγα – είμαι ολοένα και λιγότερο ανεκτική. Γι’ αυτό θα είναι μεγάλο αυτό το γράμμα, υπομονή στην ανάγνωση.
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή.
Ζω στην Ιταλία, εδώ και έξι χρόνια. Για τη ζωή στην Ιταλία σου γράφω πιο κάτω. Ήρθα εδώ εντελώς απρογραμμάτιστα και χωρίς κανένα πλάνο. Δεν είχα σκεφτεί να ζήσω εδώ, αν και από παιδί είχα αυτή τη χώρα στην καρδιά μου. Λένε πως πρέπει να σε βαρέσει κατακούτελα για να ξεκουνηθείς να βγεις από αυτό που νομίζεις ως «νορμάλ» κι έχουν δίκιο. Για καιρό ήθελα να φύγω, αλλά δεν το αποφάσιζα. Κι ήρθε το «ερωτευτείτε!» που λες κι εσύ, κι έτσι ξεκουνήθηκα.
Θυμάμαι να ασφυκτιώ για χρόνια στην Ελλάδα. Και δεν αναφέρομαι μόνο στα χρόνια της κρίσης.
Θυμάμαι να μη μπορώ να αναπνεύσω, και για χρόνια να μη μπορώ καν να καταλάβω το γιατί, κάθε φορά που με αντιμετώπιζαν σαν σκουπίδι στις υπηρεσίες. Κάθε φορά που προσπαθούσα να γίνω καλύτερη και με περισσότερα skills (όπως τα ορίζουν οι γκουρού του ξεπουλήματος των ανθρώπινων ζωών σ’αυτό το μεγάλο μερκάτο).
Κάθε φορά προσπάθεια και χρόνος και χρήμα, να πάρω ακόμα ένα χαρτί, μια πιστοποίηση σε κάτι, που μετά καταλάβαινα πως, παρά τις προσπάθειες, ήμουν για μια ακόμα φορά στο μηδέν.
Να χτυπάω στου κουφού την πόρτα. Να μην είναι καμία προσπάθεια ποτέ αρκετή. Και πάλι από την αρχή.
Κάθε φορά που θα έβρισκα τον εαυτό μου είτε κακοπληρωμένο είτε κυριολεκτικά να παρακαλάω για τα δεδουλευμένα κι όχι μόνο να μη βρίσκω το δίκιο μου με τους τσαμπουκάδες-μαφιόζους που είχα για εργοδότες, αλλά να αντιμετωπίζομαι κι από τον υποτιθέμενο «σύμμαχο», την επιθεώρηση εργασίας κι άλλες υπηρεσίες, με εχθρικότητα. Λες και ο «θύτης» ήμουν εγώ.
Θυμάμαι να νιώθω εκτός, μέσα στην αγία ελληνική οικογένεια, που, αν έχεις την ατυχία να γεννηθείς γυναίκα, έχει συγκεκριμένο ρόλο κομμένο και ραμμένο έτοιμο για σένα, προτού καν σκεφτείς ποιος είσαι και τι θέλεις: να μη λες αυτά που πραγματικά σκέφτεσαι, να τα σκέφτεσαι και να τα λες πίσω από πόρτες κλειστές.
Ψίθυροι και πισωμαχαιρώματα.
Φτάνει να «φαίνεσαι» από μπροστά «κουκλίτσα», «γατούλα». Να είσαι «ευπρεπής» γιατί ‘τι θα πει ο κόσμος;».
Και σε μερικά χρονάκια να δούμε κι απογόνους, γιατί βλέπεις, στην Ελλάδα δεν είσαι 100% γυναίκα, αν δεν έχεις αραδιάσει μέσα σε ένα χρονικό deadline τη ρέπλικα του εαυτού σου και των άλλων.
Πού κουβέντα για τα ταξίδια που θες να κάνεις μόνη και για το κλειδί στην πόρτα που θες να κλείνει πίσω σου και να μη χρωστάς σε κανένα.
Στην Ελλάδα κάτι τέτοια αντιμετωπίζονται στην καλύτερη με ειρωνεία, και στη χειρότερη με βία.
Στην Ελλάδα, όπως κι εσύ πολύ σωστά γράφεις, όλοι πρέπει να χρωστάνε κάπου.
Ο ένας αρπαγμένος από τον άλλο. Οι γονείς από τα παιδιά και τα παιδιά από τους γονείς. Ο άντρας από τη γυναίκα, και ούτω καθεξής. Σχέσεις δηλητήριο. Σου χρωστάω-μου χρωστάς. Κάπως έτσι τα μάζεψα μια μέρα, κι ήρθα εδώ.
Μιλάνο. Χειμώνας του ’12. Χιόνι παντού.
Έτσι όπως ετοίμασα εκείνη τη βαλίτσα, απρογραμμάτιστα, μ’ ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή, κατάλαβα για πρώτη φορά πόσα λίγα πράγματα είχα τελικά ανάγκη. Το μόνο καλό που έκανα τότε είναι ότι μάζεψα κάτι χρωστούμενα δεδουλευμένα πριν φύγω. Σημαντικό. Να μην ακουμπάς σε ξένες πλάτες. Ήταν αυτή η «μαγιά» που μ’έσωσε στη αρχή και παρέμεινα. Αυτό κι ο άνθρωπος που μου στάθηκε πιο πολύ κι από οικογένεια, ο φίλος μου.
Να ανοίγεις την πόρτα και να βρίσκεις ένα χαμόγελο. Να σου λέει «θα φτιάξουν τα πράγματα». Δεν θες τίποτα άλλο. Εδώ δυσκολεύτηκα πολύ στην αρχή. Τους λες «Μιλάνο», «Ιταλία», κι ο νους ο γεμάτος στερεότυπα πάει αμέσως σε πασαρέλες και μόδες ή –αντίθετα – σε μια πόλη γκρίζα και βαρετή.
Αφέθηκα, άδειασα το μυαλό. Γύριζα με τα πόδια όλη την πόλη εκείνο το Φλέβαρη-Μάρτη του ‘12, να κοιτάζω για αγγελίες. Έβλεπα το χιόνι εκείνης της άγριας χρονιάς να λιώνει στις γωνίες. Έβλεπα και τις αγγελίες για σερβιτόρες και πωλήτριες, που ζητούσαν κοπέλες πιο νέες από εμένα. Και –ω του θαύματος!- πιο έμπειρες επίσης.
Έβλεπα την πόλη. Δεν σου ανοίγεται αυτή η πόλη. Πρέπει να προσπαθήσεις πολύ. Αλλά και δεν σε προγκάει, δεν σου φέρεται με αγένεια…Άρχισα να την βλέπω με συμπάθεια. Οι άνθρωποι ήταν πιο ευγενικοί απ’ ό,τι στην Αθήνα. Στα λεωφορεία και στο μετρό σε άφηναν πρώτα να κατέβεις προτού χιμήξουν να μπουν μέσα. Όταν ζητούσα καμία πληροφορία, πού είναι ο τάδε δρόμος, ή η στάση του μετρό, σταματούσαν κι αφιέρωναν χρόνο να μου δείξουν πού είναι. Τα λεωφορεία έρχονταν στην ώρα τους. Άρχισα με έναν αλλόκοτο τρόπο να ηρεμώ – κι ας έτρεχα να βρω δουλειά.
Πράσινα πάρκα να πάρεις μια ανάσα (κι ας γκρινιάζουν ότι δεν έχουν πράσινο – ‘’έλα να δεις στην Αθήνα πώς ζούμε’’ – σκεφτόμουν). Κανείς να μην καπνίζει μέσα στα καφέ και στους δημόσιους χώρους.
Τρέξιμο;
Ναι. Κι εδώ τρέχουν οι άνθρωποι. Όμως, έχουν κάτι που στην Ελλάδα δεν είδα ποτέ: το να σε κρίνουν εδώ ως «maleducato», ως ανάγωγο, αγενή, κινεί μέσα τους μια ευαισθησία, τους κάνει να ντρέπονται.
Αυτό δεν το είδα ποτέ στα μέρη μας. Ίσα-ίσα, όσο πιο «σκληρό καρύδι» το παίζεις, τόσο πιο «μάγκας» και τόσο πιο «καπάτσα’ είσαι. Θα μου πεις, «και καλά, δεν εχει εδώ πονηρούς και τσάμπα μάγκες;» Φυσικά και έχει. Αν και θέλουν να λέγονται «η πιο βορειοευρωπαία» πόλη της Ιταλίας, εξακολουθούν να είναι Μεσόγειος. Άλλωστε οι πιο πολλοί εδώ είναι «terroni», όπως λένε εδώ τους από τη Ρώμη και κάτω, τους νότιους: Πούλια, Σικελία, Νάπολη.
Παιδιά που ήρθαν από πολύ φτωχές επαρχίες, με πολύ βαθύτερη φτώχια από εκείνη στην Ελλάδα, με το «αμερικάνικο» όνειρο «να πιάσουν την καλή».
Τους βλέπεις να υποφέρουν μέσα σε γραβάτες και πάνω σε ψηλοτάκουνα ή μέσα σε γυάλινα, ψυχρά κτήρια, οι σύγχρονοι σκλάβοι των ατέλειωτων ωραρίων, «για ένα πουκάμισο αδειανό» για ένα Prada.
Που θα το φορέσουν να κάνουν la bella figura, να μπουν στο μάτι της συναδέλφου στο γραφείο. Σου είπα, μεσογειακός λαός, τη φιγούρα στο αίμα.
Μ’αυτά και μ’αυτά, κατάλαβα τότε στις αρχές 2 πράγματα: Το ένα ήταν ότι, όπως νούμερα και «δήθεν» υπάρχουν παντού, έτσι κι η γη της επαγγελίας δεν υπάρχει πουθενά.
Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι. Που κι αυτοί πνίγονται όσο πνιγόμουν κι εγώ εκεί. Έτσι κι εδώ, και παντού, ξεκινάς να βρεις τη δική σου φυλή, τη δική σου «ράτσα». Κι όταν λέω ράτσα, φυσικά δεν εννοώ τους άλλους Έλληνες που ζουν εδώ. Αυτούς, ήλθον, είδον κι απήλθον που λένε: ένα δυο παιδιά έγιναν φίλοι μου.
Η ελληνική κοινότητα εδώ είναι μια κλίκα που δεν θα έκανα παρέα, ακόμα κι αν ήταν οι τελευταίοι πάνω στη Γη. Κάτι θρησκόληπτοι, κάτι βολεμένοι από χρόνια γιατί ήρθαν στις καλές εποχές και λάδωσε το έντερό τους που λένε, που, όταν συζητούσα μαζί τους τότε στις αρχές, το ’12 αυτά που συνέβαιναν στην Ελλάδα, δεν το είχαν σε τίποτα να σχολιάζουν «καλά τους κάνουν – να γίνουν επιτέλους οι Έλληνες άνθρωποι, να γίνουν Ευρωπαίοι». Σιχάθηκα όλο αυτό το «έπιασα εγώ την καλή και γαία πυρί μιχθήτω». Σιχάθηκα και τις γιορτές τους. Κάτι γυφτολαίκά και κάτι ψευτομαγκιές και ντιριντάχτα πάνω σε τραπέζια. Μα γιατί να πρέπει να συγχρωτίζεσαι με άτομα με τα οποία στην πατρίδα δεν θα μοιραζόσουν ούτε τον αέρα που αναπνέεις; Επειδή μιλάτε την ίδια γλώσσα; Άλλη είναι η κοινή γλώσσα που πρέπει να μιλάνε οι άνθρωποι και δεν έχει να κάνει με κοινή καταγωγή.
Έκανα στροφή στον πρώτο μήνα κι από τότε τους αποφεύγω συστηματικά. Δεν το ‘χω μετανιώσει.
Γνώρισα πολλούς ενδιαφέροντες κι ευγενικούς ανθρώπους. Μπορώ να πω πως οι ευκαιρίες να γνωρίσεις ωραίους ανθρώπους είναι περισσότερες από αυτές που είχα στην Αθήνα.Και στατιστικά να το δεις, η πόλη είναι ένα λιμάνι, «porto di mare» το λένε οι Ιταλοί, απ’ όπου περνάνε όλες οι φυλές.
Το δεύτερο που κατάλαβα ήταν το εξής: σκέφτηκα «αν δεν βρίσκεις δουλειά, δημιούργησέ την».
Έπιασα την ανάγκη των Ιταλών να μάθουν αγγλικά. Όσο η δική μας γενιά ξημεροβραδιαζόταν στα φροντιστήρια, αυτοί εδώ δεν νοιάζονταν και πολύ. Είχαν μια γερή οικονομία για χρόνια.
Είχαν κι εκείνη την εγγενή απέχθεια των λατινόφωνων λαών να μιλήσουν αγγλικά.
Κι έτσι, όσο εμείς στην Ελλάδα μαθαίναμε αγγλικά, γερμανικά ως και κινέζικα, αυτοί ξύπνησαν ξαφνικά ένα πρωί κι είδαν πως δουλειές πια δεν υπάρχουν «da buttare via», κι είδαν πως πρέπει κι αυτοί να ξενιτευτούν κατά κύματα.Και τώρα τρέχουν να προλάβουν. Ο μέσος Ιταλός μιλάει όσο καλά αγγλικά μιλάει ένα δεκάχρονο στην Ελλάδα, και πολλά λέω. Βάλθηκα να μελετάω ταυτόχρονα δύο γλώσσες: ιταλικά και αγγλικά.
Απίστευτο πώς δουλεύει το μυαλό, όταν αναγκάζεσαι να μιλάς/σκέφτεσαι σε τρεις γλώσσες.
Είναι φορές που πάω στο σούπερ μάρκετ και γράφω στα γρήγορα στην ίδια λίστα «φέτα, fagiolini, olive oil».
Πήρα και μια πιστοποίηση για καθηγητές αγγλικών που μου άνοιξε πόρτες, και σιγά σιγά, εκείνο που ήταν πάρεργο έγινε η κύρια απασχόλησή μου. Με οδηγεί σε νέα μονοπάτια. Είναι άλλο πράγμα η εκπαίδευση, ειδικά όταν είσαι ελεύθερος από τα συστήματα και τα καλούπια που βάζει το δημόσιο σχολείο και μπορείς να βάλεις το μεράκι σου, τις ιδέες και τη δημιουργικότητά σου σε αυτό.
Σιγά σιγά μπλέχτηκα με τα κινήματα που μεγαλώνουν εδώ για πιο δημοκρατική παιδεία.
Να βλέπεις τα παιδιά να παίζουν, να τρέχουν, να χαίρονται. Να μην είναι το μάθημα τιμωρία και κανόνες. Έτσι φτιάχνονται οι αυριανοί ελεύθεροι άνθρωποι. Οι άνθρωποι που έχουν τη δική τους κρίση κι όχι το τσιμέντο, με το οποίο τους σβήνουν κάθε σπίθα στα σχολεία.
Νοσταλγία; Ναι, τον πρώτο χρόνο πολλή.
Όμως, σιγά σιγά κατάλαβα ένα πράγμα: πως η νοσταλγία είναι μια παγίδα μέσα στην οποία έχεις ρίξει εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου, γιατί σε έχουν γεμίσει με στερεότυπα.
Ο ήλιος, ο καλός καιρός, τα ηλιοβασιλέματα, η θάλασσα.
Όταν επιτέλους άνοιξα τα μάτια μου είδα πως κι εδώ ο καιρός έχει τα καλά του· έχει, ας πούμε, ακόμα τις εποχές, υπάρχει μια εκρηκτική άνοιξη!
Υπάρχουν πανέμορφα μέρη και φύση πολύ διαφορετική από εκείνη στην Ελλάδα, μια ομορφιά που αρκεί να έχεις τα μάτια να τη δεις, χωρίς να κάνεις άσκοπες συγκρίσεις.
Τέλος, οι φίλοι στην Ελλάδα. Το πιο πικρό κομμάτι σε όλο αυτό, που βλέπω πως το γράφουν κι άλλοι. Οι περισσότεροι σε ξεχνάνε, μέσα στους πρώτους μήνες. Ακόμα κι αν για σένα δεν έχει αλλάξει τίποτα, προφανώς έχει αλλάξει για εκείνους: δεν είσαι πια εκεί. Ή εκείνοι που όσο έλειπες, ασχήμυναν. Κι είσαι εσύ που δεν θέλεις πια να έχεις καμία σχέση.
Αυτό που γίνεται στην Ελλάδα έβγαλε τα εσώψυχα και τον πραγματικό χαρακτήρα του καθενός.
Άνθρωποι αλληλοκατασπαράχτηκαν, ολόκληρες οικογένειες το ίδιο.
Η ασχήμια άρχισε να φαίνεται κάτω από τα φωτεινά χαμόγελα στις φωτό τις τραβηγμένες σε ξενοιαστα πάρτι και παραλίες άλλων εποχών.
Το πιο μεγάλο λάθος που μπορείς να κάνεις όταν φεύγεις είναι να νομίζεις πως αυτό που άφησες συνεχίζει να παραμένει όπως ήταν.
Οι φίλοι, ακόμα κι η ίδια σου η οικογένεια, συνεχίζουν κι αυτοί στις δικές τους πορείες.
Αλλάζουν, όπως κι εσύ αλλάζεις. Με κάποιους θα ξανασυναντηθείς, με άλλους όχι. Δεν είναι απαραίτητα αρνητικό αυτό, απλή εξέλιξη είναι.
Αυτό που με ενοχλεί περισσότερο είναι η αδιαφορία, η βλακεία ή ο δήθεν μου τάχα «απολιτίκ» ατομικισμός που βλέπω να εκδηλώνουν πολλοί στην Ελλάδα.
Βλέπω στο Facebook να παρακολουθούν, να νοιάζονται, να πονάνε και να εκφράζουν υγιή άποψη για την Ελλάδα φίλοι που έχουν κι αυτοί φύγει.
«Τι ασχολείσαι;» μου λένε μερικοί. Δεν έχω ξεπεράσει την ανάγκη να «ασχολούμαι» και δε νομίζω να την ξεπεράσω.
Αφενός γιατί δεν είμαι γεωγραφικά μακριά και αφετέρου επειδή η χώρα που με φιλοξενεί δεν είναι και τόσο μακριά από αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα.
Και να θέλω να το ξεχάσω, μου το θυμίζουν οι άλλοι γύρω μου: «πώς πάνε τα πράγματα στην Ελλάδα; Εμείς έχουμε τώρα σειρά!» είναι τα πρώτα πράγματα που θα μου πουν οι Ιταλοί μόλις τους πως πως είμαι Ελληνίδα.
Αλλά ακόμα πιο σημαντικό είναι πως δεν θέλω να ξεχάσω.
Πιστεύω πως θα έρθει ένα κύμα που θα παρασύρει τα πάντα, κι αυτό το κύμα ετοιμάζεται.
Η Ελλάδα, εκ του αποτελέσματος, θα ακολουθήσει, κι όποιος επιμένει στις ιδεοληψίες του κόσμου του παλιού -στο να κοιτάει δηλαδή τη μικρή του ‘’βολή’’, τον μικρό του ατομικιστικό κήπο-, θα χαθεί μαζί με το τσουνάμι.
Αυτό συμβαίνει εδώ, αυτή τη στιγμή που σου γράφω, κι έχω τη χαρά να είμαι μέρος του.
Οι Ιταλοί, πολύ κοντά γεωγραφικά σε αυτό που συμβαίνει πλάι στην πόρτα τους, είναι στην τσίλια περισσότερο απ’ ό,τι εμείς.
Εδώ ο κόσμος βράζει. Πιστεύω πως δεν έχει σημασία πού είσαι γεωγραφικά πλέον. Αυτό που έχει σημασία είναι να είσαι από την πλευρά αυτή που σπρώχνει να αλλάξει τα πράγματα, αντί να αφήνεσαι να σε παρασύρει το τσουνάμι. Σε αυτούς λοιπόν σε παίρνω μαζί μου στις παρέες, όποτε μπορώ Πιτσιρίκο, γιατί είσαι ένας από εμάς.
Γιατί μιλάμε την ίδια γλώσσα. Γιατί είσαι η φωνή που θέλω να ακούσουν από την Ελλάδα, κάθε φορά που με ρωτάνε οι φίλοι «τι γίνεται εκεί;».
Συνέχισε να μας κρατάς παρέα. Καλό σου βράδι. Βράδι Παρασκευής 25 Μαίου 2018, Μιλάνο
Ο.
(Αγαπητή φίλη, αυτό είναι το πρώτο μέιλ από την Ιταλία. Ίσως, γιατί η Ιταλία είναι κοντά, έχουμε πολλά κοινά στοιχεία και παραδόσεις, ως μεσογειακοί λαοί, και πολλοί Έλληνες δεν θεωρούν μετανάστευση το να πάνε να ζήσουν στην Ιταλία. Επίσης, δεν φαίνεται να την προτιμούν. Αν και η Ιταλία είναι η κατάλληλη χώρα για τους Έλληνες. Γράψατε την κατάλληλη στιγμή γιατί είναι η Ιταλία τώρα στο μάτι της Γερμανίας. Διαβάζω άρθρα σε γερμανικά έντυπα για τους Ιταλούς, και γράφουν όλα αυτά που έγραφαν για την Ελλάδα και τους Έλληνες το 2010. Κάποια από τα σχόλια είναι ευθέως ρατσιστικά. Υποθέτω πως θα χαμογελάτε, διαβάζοντας αυτά που γράφονται σήμερα για τους Ιταλούς, και τα είχατε διαβάσει πριν μερικά χρόνια -ακριβώς τα ίδια- να γράφονται για τους Έλληνες. Διαβάζω και πολλά κείμενα από ιταλικές εφημερίδες -μου στέλνει τα καλύτερα ο παιδικός μου φίλος που ζει μόνιμα στην Ιταλία- και σκέφτομαι πως οι Ιταλοί δεν θα πέσουν στην παγίδα που πέσαμε εμείς. Έχουν και την δύναμη να το κάνουν. Και βέβαια, ξέρουν τι συνέβη σε εμάς, οπότε θα είνα ασυγχώρητοι, αν πέσουν στην ίδια λακκούβα. Ωραίοι είναι οι Ιταλοί. Εδώ που είμαι τώρα, δίπλα μου μένουν κάποιοι νεαροί Ιταλοί. Ενώ ξέρω κάποια ιταλικά -αν μιλάς γαλλικά, καταλαβαίνεις τα ιταλικά αλλά και τα ισπανικά-, κάνω πως δεν ξέρω, γιατί μου αρέσει να τους ακούω να προσπαθούν να μου μιλήσουν αγγλικά. Είναι πολύ χαριτωμένοι οι Ιταλοί, όταν μιλάνε αγγλικά. Αγαπάω την Ιταλία, γιατί είναι μια χώρα γεμάτη πολιτισμό και αισθητική. Ασύλληπτη ομορφιά. Και στην ομορφιά παραδίδομαι. Είστε τυχερή που ερωτευτήκατε στην Ιταλία. Στη σωστή χώρα ερωτευτήκατε. Σας ευχαριστώ. Καλή ζωή. Με έρωτα. Την αγάπη μου.)
(Για όλους τους καλούς φίλους από το εξωτερικό, που μου έγραψαν ή θα μου γράψουν: θα τα ανεβάσω όλα τα κείμενα. Μόνο, δώστε μου χρόνο, να τα διαβάσω, να διορθώσω -όπου χρειάζονται διορθώσεις- και να τα δημοσιεύσω. Είναι πολλά και απαιτείται χρόνος. Ευχαριστώ!)