Ευαγγελία Τυμπλαλέξη
Κάπου κάθομαι και κλαίω, αλλά δεν θα βρεις ποτέ το μέρος
Θέλω τα πάντα
Να μας αποσπούν…
Θυμάμαι το ρολόι
Οι ήχοι του όλο παράπονο…
Δεν υπήρχε πλακόστρωτο έδαφος
Μόνο έφηβοι που παίζαν ποδόσφαιρο
Γέροι στα παγκάκια σκεφτικοί
Τραπεζάκια με σερβιρισμένους καφέδες
Τασάκια μ’ αποτσίγαρα μισοσβησμένα
Μια Πλατεία με την κυριαρχία της
Και τα έθνη έδεναν τους κάβους καρφώνοντας ψευδαισθήσεις
Κι οι δρόμοι οδηγούσαν στην αδημονία
Τρέχαμε από κατευθύνσεις αντίθετες να συναντήσουμε ο ένας τον άλλον
Και κάθε που σ’ έβλεπα διαστέλλονταν οι κόρες στα μάτια
Και κάθε που μ’ έβλεπες αγωνιούσες για τα φαντάσματα
Και κάθε που σ’ ακουμπούσα φεύγαν οι φθόνοι μακριά
Και κάθε που μ’ ακουμπούσες τα κρίματα πετούσαν
Έγραφα κατά καιρούς ένα Ποίημα
Μια καταγραφή στην απόγνωση
Το μέγεθος της απογοήτευσης συνίσταται στο γεγονός πως δεν μπορείς πλέον ούτε να θυμώσεις.
Όλοι οι στίχοι με το δάχτυλο στη σκανδάλη
Να ευνουχίσουν και να εξαπατήσουν
Να εξοργίσουν και ν’ αποκληρώσουν
Επειδή «Καλός» θα ήταν πάντα ο βολεμένος
Ο αδικημένος θα είχε Ψυχή μελανιασμένη
Φτωχόσπιτα και πορνεία σαν βγεις στον πηγαιμό
Κι η Ιθάκη μια χώρα του πρώην ανατολικού Μπλοκ
Να τη στοχεύουν με τα μυδραλιοβόλα οι φαλλοκράτες
Μ’ εξουθενώνει η αδιαφορία που τσακίζει το ερωτικό τοπίο
Κάθε επέτειο σβήνουν κεριά οι Σύντροφοι
Να τιθασεύσουν το έλεος των προγόνων
Δεν θυμάμαι κανένα σκοπό για τον οποίο θα άξιζε εδώ να βρίσκομαι
Λόγο κανένα να χάσκω μπροστά σε Πίνακες που δεν μ’ αρέσουν
Να βρίζω στις ουρές για διακανονισμό των λογαριασμών π’ ερήμην μου χρεώνουν
Όσα χρήματα έχω, τα σπαταλώ σε βενζίνη
Θυμάμαι την αγροικία στον Χειμώνα
Κι η θαλπωρή που έτρεφε λάβα καυτή…
Δεν υπήρχε πατρίδα ν’ ακουμπήσω τις επιστροφές
Μόνο μια εμπιστοσύνη που φύτρωνε στα ερείπια
Πόνοι ανασκαμμένοι να κουρνιάζουν στο Φως
Μια Μελαγχολία να θνήσκει στα χάδια
Και κάθε που σε κοιτούσα, φύλλωμα να τυλίγω τη δίνη σου
Και κάθε που με κοιτούσες, ανάσες να κείτονται στο λουτρό
Και κάθε που σ’ άγγιζα, ζωές ν’ ανοίγουν πορτόφυλλα
Και κάθε που μ’ άγγιζες, έβαζες φωτιά σε μια πόλη
Σιχαίνομαι τη ραδιενέργεια που εκτοξεύει η φθίνουσα αποδοχή
Οι Τράπεζες εκλιπαρούσαν για βόμβες
Τα Νοσοκομεία για χαλυβουργικά σκευάσματα
Για δολοφόνους η Δικαιοσύνη
Και για ηλίθιες φάτσες οι Επιχειρήσεις
Στην κρεμάστρα η στολή των Ταγμάτων Εφόδου
Κι απέναντι ένας λόφος με βιβλία
Στην πυρά οι φθόγγοι και τα γράμματα
Μιαν επικινδυνότις αξιόποινη
Πρόσφυγες και συγγραφείς σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως
Προς καθησυχασμό των ηθών
Δεν πληρώνω τα μισθώματα, ας μου κάνουν έξωση
Δεν πληρώνω χαμόγελα στην Αντιτρομοκρατική, ας με ρωτήσει τι σκέφτομαι
Δεν πληρώνω συχνότητες, ας μ’ απολύσουν
Τα λίγα χρήματα που έχω, τα σπαταλώ στη βενζίνη
Θυμάμαι την πρώτη φορά
Κι η Νύχτα να φορά το αδιάβροχο κραγιόν της
Τότε που με κρατούσες αγκαλιά όλη τη νύχτα
Και με φιλούσες στο στόμα
Άλλοτε τρυφερά
Άλλοτε παθιασμένα
Και κάναμε έρωτα, κι εξερευνούσαμε τα σώματά μας
Άλλοτε τρυφερά
Άλλοτε παθιασμένα
Και κοιμόμασταν βουτηγμένοι σε μιαν ηδονή αταπείνωτη
Άλλοτε τρυφερά
Άλλοτε παθιασμένα
Και ταξιδεύαμε χωρίς μάσκες-μήτε σημάδια
Και πεθαίναμε χωρίς ωράριο-μήτε βιασύνες
Και ξαναγεννιόμασταν χωρίς θωριές-μήτε κραυγές
Δεν με ρώτησες από που έρχομαι, είπες μόνο πως δεν με ξέρεις
Δεν σε ρώτησα που κοιμάσαι, είπα μόνο πως δεν σε ξέρω
Μιαν αμήχανη ταραχή που πουλούσε τα πάντα
Μια σιωπή πελαγωμένη που δεν έσωζε κανέναν
Μια τρομώδης παράλυση που έδιωχνε και τους δυο μακριά
Δεν μπορώ να βλέπω τους γλάρους κουρεμένους γουλί
Τους κρατούμενους να κρύβουν στον πρωκτό τα πριονάκια
Τη γριά να ζητιανεύει δίπλα στον κάδο
Τον άρρωστο με τους ορούς στο μπράτσο
Το σκηνικό στην ανύποπτη συντριβή του
Τα σωθικά μας στο πεπρωμένο ενός φόνου
Δεν μπορώ ν’ ακούω τους αφρούς να βυθίζονται
Την ηχώ να σκαλίζει τις μορφές μας στο αίμα
Κι έναν Ήλιο απογευματινό σ’ εκτενείς διαπραγματεύσεις με τη Σελήνη
Για την ασφαλή ανταλλαγή του θώκου στα Βαλκάνια ή την Ασία
Δεν θα τυλίξω τα κείμενά μου σε σημαίες
Θα τα δωρίσω σε γραφομηχανές στα υπόγεια
Θυμάμαι τη Θάλασσα
Να πληγώνει θαλασσοπούλια και βλέμματα…
Οι λέξεις είναι Πόλεμος
Πόλεμος είναι κι οι χορδές
Λίγδα γεμάτες οι γραβάτες στα Πανεπιστήμια
Να βαριούνται ν’ ασχοληθούν με τις διπλωματικές
Να γυροφέρουν ίσως και τα Γραφεία εκπονήσεως μετά πληρωμής
Όταν λυγίζουμε είναι Πόλεμος
Πόλεμος και τα κατάστιχα της λήθης
Κουράγιο ειρωνικό στις προσπάθειες πάνω στα χαλίκια
Λίγδα και στην «ευσπλαχνία» για τα ορφανά ή τους κακοποιημένους στα άσυλα
Έχω περάσει μέσ’ απ’ τους φράχτες και ξέρω
Αν είναι Μέρα ή Νύχτα ούτε που με νοιάζει
Όταν νικούμε είναι Πόλεμος
Πόλεμος κι η Μοναξιά
Είμαστε σ’ ένα τσιγκέλι κρεμασμένοι
Όπως με δοκιμάζεις
Όπως σε δοκιμάζω
Χωρίς να ελεούμε τα όπλα
Μήτε τους φόβους να προστατεύουμε
Δεν μπορώ όσους θυμούνται τα σώματα που στα δεσμά αντιστάθηκαν
Αιώνες μετά ωστόσο της αντίστασής τους
Μόνο μην τους ζητήσεις να θυμηθούν τη σύγχρονη αντίσταση
Προτιμότερο να την ειδοποιήσουν για δίκες επικείμενες
Έκλεψα όλα τα λάφυρα απ’ τις φυλακές
Θέλω τα χάδια και τα φιλιά στο στόμα
Θέλω τις αγκαλιές και τις υποσχέσεις
Αγάλματα κι ετοιμοθάνατους φρόντισα
Θέλω τα φτερουγίσματα στην προβολή
Θέλω τη βαριανάσα των φαντασμάτων
Δεν μπορώ τις γλυκανάλατες ιστοριούλες
«Επαρχιακές πουτάνες της λογοτεχνίας που βγήκαν από τις τρύπες τους» κατά τον εύστοχο Τουχόλσκυ.
Ένας αυτόχειρας κι αυτός ξεχασμένος στων παραστάσεων τα γρανάζια
Άναψα όλα τα καντήλια στους λόφους
Θέλω την ηρεμία στη Γη σου που θ’ ανατέλλει
Θέλω την ομορφιά στους Κυματισμούς που θα μας αποσπούν
Να τρέχω μόνο τα βράδια με το γκάζι στο τέρμα
Επειδή βρήκες το αθώο στην τσέπη μου
Δεν σε χρεώνω
Μη με χρεώνεις
Γέμισε ο τόπος με χρέη
Θέλω τα χάδια και τα φιλιά στο στόμα
Τις αγκαλιές με την ηδονή χωρίς μάσκες
Θέλω τα τετραγωνικά του Σύμπαντος που μ’ αναλογούν
Τα ξέφτια που δικαιούμαι απ’ την ουρά του Ουράνιου Τόξου
Κάπου κάθομαι και κλαίω, αλλά δεν θα βρεις ποτέ το μέρος
Θέλω τα πάντα Να μας αποσπούν…
Κάπου κάθομαι και κλαίω, αλλά δεν θα βρεις ποτέ το μέρος
Θέλω τα πάντα
Να μας αποσπούν…
Θυμάμαι το ρολόι
Οι ήχοι του όλο παράπονο…
Δεν υπήρχε πλακόστρωτο έδαφος
Μόνο έφηβοι που παίζαν ποδόσφαιρο
Γέροι στα παγκάκια σκεφτικοί
Τραπεζάκια με σερβιρισμένους καφέδες
Τασάκια μ’ αποτσίγαρα μισοσβησμένα
Μια Πλατεία με την κυριαρχία της
Και τα έθνη έδεναν τους κάβους καρφώνοντας ψευδαισθήσεις
Κι οι δρόμοι οδηγούσαν στην αδημονία
Τρέχαμε από κατευθύνσεις αντίθετες να συναντήσουμε ο ένας τον άλλον
Και κάθε που σ’ έβλεπα διαστέλλονταν οι κόρες στα μάτια
Και κάθε που μ’ έβλεπες αγωνιούσες για τα φαντάσματα
Και κάθε που σ’ ακουμπούσα φεύγαν οι φθόνοι μακριά
Και κάθε που μ’ ακουμπούσες τα κρίματα πετούσαν
Έγραφα κατά καιρούς ένα Ποίημα
Μια καταγραφή στην απόγνωση
Το μέγεθος της απογοήτευσης συνίσταται στο γεγονός πως δεν μπορείς πλέον ούτε να θυμώσεις.
Όλοι οι στίχοι με το δάχτυλο στη σκανδάλη
Να ευνουχίσουν και να εξαπατήσουν
Να εξοργίσουν και ν’ αποκληρώσουν
Επειδή «Καλός» θα ήταν πάντα ο βολεμένος
Ο αδικημένος θα είχε Ψυχή μελανιασμένη
Φτωχόσπιτα και πορνεία σαν βγεις στον πηγαιμό
Κι η Ιθάκη μια χώρα του πρώην ανατολικού Μπλοκ
Να τη στοχεύουν με τα μυδραλιοβόλα οι φαλλοκράτες
Μ’ εξουθενώνει η αδιαφορία που τσακίζει το ερωτικό τοπίο
Κάθε επέτειο σβήνουν κεριά οι Σύντροφοι
Να τιθασεύσουν το έλεος των προγόνων
Δεν θυμάμαι κανένα σκοπό για τον οποίο θα άξιζε εδώ να βρίσκομαι
Λόγο κανένα να χάσκω μπροστά σε Πίνακες που δεν μ’ αρέσουν
Να βρίζω στις ουρές για διακανονισμό των λογαριασμών π’ ερήμην μου χρεώνουν
Όσα χρήματα έχω, τα σπαταλώ σε βενζίνη
Θυμάμαι την αγροικία στον Χειμώνα
Κι η θαλπωρή που έτρεφε λάβα καυτή…
Δεν υπήρχε πατρίδα ν’ ακουμπήσω τις επιστροφές
Μόνο μια εμπιστοσύνη που φύτρωνε στα ερείπια
Πόνοι ανασκαμμένοι να κουρνιάζουν στο Φως
Μια Μελαγχολία να θνήσκει στα χάδια
Και κάθε που σε κοιτούσα, φύλλωμα να τυλίγω τη δίνη σου
Και κάθε που με κοιτούσες, ανάσες να κείτονται στο λουτρό
Και κάθε που σ’ άγγιζα, ζωές ν’ ανοίγουν πορτόφυλλα
Και κάθε που μ’ άγγιζες, έβαζες φωτιά σε μια πόλη
Σιχαίνομαι τη ραδιενέργεια που εκτοξεύει η φθίνουσα αποδοχή
Οι Τράπεζες εκλιπαρούσαν για βόμβες
Τα Νοσοκομεία για χαλυβουργικά σκευάσματα
Για δολοφόνους η Δικαιοσύνη
Και για ηλίθιες φάτσες οι Επιχειρήσεις
Στην κρεμάστρα η στολή των Ταγμάτων Εφόδου
Κι απέναντι ένας λόφος με βιβλία
Στην πυρά οι φθόγγοι και τα γράμματα
Μιαν επικινδυνότις αξιόποινη
Πρόσφυγες και συγγραφείς σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως
Προς καθησυχασμό των ηθών
Δεν πληρώνω τα μισθώματα, ας μου κάνουν έξωση
Δεν πληρώνω χαμόγελα στην Αντιτρομοκρατική, ας με ρωτήσει τι σκέφτομαι
Δεν πληρώνω συχνότητες, ας μ’ απολύσουν
Τα λίγα χρήματα που έχω, τα σπαταλώ στη βενζίνη
Θυμάμαι την πρώτη φορά
Κι η Νύχτα να φορά το αδιάβροχο κραγιόν της
Τότε που με κρατούσες αγκαλιά όλη τη νύχτα
Και με φιλούσες στο στόμα
Άλλοτε τρυφερά
Άλλοτε παθιασμένα
Και κάναμε έρωτα, κι εξερευνούσαμε τα σώματά μας
Άλλοτε τρυφερά
Άλλοτε παθιασμένα
Και κοιμόμασταν βουτηγμένοι σε μιαν ηδονή αταπείνωτη
Άλλοτε τρυφερά
Άλλοτε παθιασμένα
Και ταξιδεύαμε χωρίς μάσκες-μήτε σημάδια
Και πεθαίναμε χωρίς ωράριο-μήτε βιασύνες
Και ξαναγεννιόμασταν χωρίς θωριές-μήτε κραυγές
Δεν με ρώτησες από που έρχομαι, είπες μόνο πως δεν με ξέρεις
Δεν σε ρώτησα που κοιμάσαι, είπα μόνο πως δεν σε ξέρω
Μιαν αμήχανη ταραχή που πουλούσε τα πάντα
Μια σιωπή πελαγωμένη που δεν έσωζε κανέναν
Μια τρομώδης παράλυση που έδιωχνε και τους δυο μακριά
Δεν μπορώ να βλέπω τους γλάρους κουρεμένους γουλί
Τους κρατούμενους να κρύβουν στον πρωκτό τα πριονάκια
Τη γριά να ζητιανεύει δίπλα στον κάδο
Τον άρρωστο με τους ορούς στο μπράτσο
Το σκηνικό στην ανύποπτη συντριβή του
Τα σωθικά μας στο πεπρωμένο ενός φόνου
Δεν μπορώ ν’ ακούω τους αφρούς να βυθίζονται
Την ηχώ να σκαλίζει τις μορφές μας στο αίμα
Κι έναν Ήλιο απογευματινό σ’ εκτενείς διαπραγματεύσεις με τη Σελήνη
Για την ασφαλή ανταλλαγή του θώκου στα Βαλκάνια ή την Ασία
Δεν θα τυλίξω τα κείμενά μου σε σημαίες
Θα τα δωρίσω σε γραφομηχανές στα υπόγεια
Θυμάμαι τη Θάλασσα
Να πληγώνει θαλασσοπούλια και βλέμματα…
Οι λέξεις είναι Πόλεμος
Πόλεμος είναι κι οι χορδές
Λίγδα γεμάτες οι γραβάτες στα Πανεπιστήμια
Να βαριούνται ν’ ασχοληθούν με τις διπλωματικές
Να γυροφέρουν ίσως και τα Γραφεία εκπονήσεως μετά πληρωμής
Όταν λυγίζουμε είναι Πόλεμος
Πόλεμος και τα κατάστιχα της λήθης
Κουράγιο ειρωνικό στις προσπάθειες πάνω στα χαλίκια
Λίγδα και στην «ευσπλαχνία» για τα ορφανά ή τους κακοποιημένους στα άσυλα
Έχω περάσει μέσ’ απ’ τους φράχτες και ξέρω
Αν είναι Μέρα ή Νύχτα ούτε που με νοιάζει
Όταν νικούμε είναι Πόλεμος
Πόλεμος κι η Μοναξιά
Είμαστε σ’ ένα τσιγκέλι κρεμασμένοι
Όπως με δοκιμάζεις
Όπως σε δοκιμάζω
Χωρίς να ελεούμε τα όπλα
Μήτε τους φόβους να προστατεύουμε
Δεν μπορώ όσους θυμούνται τα σώματα που στα δεσμά αντιστάθηκαν
Αιώνες μετά ωστόσο της αντίστασής τους
Μόνο μην τους ζητήσεις να θυμηθούν τη σύγχρονη αντίσταση
Προτιμότερο να την ειδοποιήσουν για δίκες επικείμενες
Έκλεψα όλα τα λάφυρα απ’ τις φυλακές
Θέλω τα χάδια και τα φιλιά στο στόμα
Θέλω τις αγκαλιές και τις υποσχέσεις
Αγάλματα κι ετοιμοθάνατους φρόντισα
Θέλω τα φτερουγίσματα στην προβολή
Θέλω τη βαριανάσα των φαντασμάτων
Δεν μπορώ τις γλυκανάλατες ιστοριούλες
«Επαρχιακές πουτάνες της λογοτεχνίας που βγήκαν από τις τρύπες τους» κατά τον εύστοχο Τουχόλσκυ.
Ένας αυτόχειρας κι αυτός ξεχασμένος στων παραστάσεων τα γρανάζια
Άναψα όλα τα καντήλια στους λόφους
Θέλω την ηρεμία στη Γη σου που θ’ ανατέλλει
Θέλω την ομορφιά στους Κυματισμούς που θα μας αποσπούν
Να τρέχω μόνο τα βράδια με το γκάζι στο τέρμα
Επειδή βρήκες το αθώο στην τσέπη μου
Δεν σε χρεώνω
Μη με χρεώνεις
Γέμισε ο τόπος με χρέη
Θέλω τα χάδια και τα φιλιά στο στόμα
Τις αγκαλιές με την ηδονή χωρίς μάσκες
Θέλω τα τετραγωνικά του Σύμπαντος που μ’ αναλογούν
Τα ξέφτια που δικαιούμαι απ’ την ουρά του Ουράνιου Τόξου
Κάπου κάθομαι και κλαίω, αλλά δεν θα βρεις ποτέ το μέρος
Θέλω τα πάντα Να μας αποσπούν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου