Νικόλ Λειβαδάρη
Αλήθεια πρώτη: Για πρώτη φορά μετά την μνημονιακή οκταετία το ελληνικό πολιτικό σύστημα μπαίνει σε μια εκλογική μάχη συζητώντας για την διαχείριση της – μελλοντικής έστω – ανάπτυξης και όχι για τη... διαχείριση της χρεοκοπίας.
Αλήθεια δεύτερη: Ο εν λόγω πολιτικός διάλογος είναι δυνατός διότι η – απερχόμενη ή μη – κυβέρνηση Τσίπρα αφήνει την χώρα εκτός δεσμών Μνημονίων και πιστοληπτικών γραμμών και, κυρίως, αφήνει στα δημόσια ταμεία ένα απόθεμα ύψους 34 δις ευρώ. Οι προκάτοχοί της, η κυβέρνηση Σαμαρά, είχαν αφήσει μετά βίας τα αναγκαία για την πληρωμή μισθών και συντάξεων ενός μήνα.
Αλήθεια τρίτη: Το πρόγραμμα τετραετίας που παρουσίασε χθες το βράδυ στο Μέγαρο Μουσικής ο Αλέξης Τσίπρας θα μπορούσε όντως να αποτελεί την «ρεαλιστική και εφαρμόσιμη» πρόταση για μια, κοινωνικά ισόρροπη, ανάπτυξη υπέρ των μεσαίων και χαμηλότερων στρωμάτων.
Το ερώτημα είναι εάν, με δεδομένη και την ψήφο στις ευρωεκλογές, αυτή η πρόταση ήρθε με καθυστέρηση, εάν η κόπωση του κοινωνικού ακροατηρίου αφήνει περιθώρια για να συζητηθεί και να αναλυθεί σε βάθος, κι εάν επίσης στο πολιτικό – και μιντιακό – κλίμα που έχει διαμορφωθεί αφήνει χώρο για προγραμματική και όχι συνθηματολογική αντιπαράθεση.
Σ’ αυτές τις τρεις επισημάνσεις, με τις οποίες αποκωδικοποιούν το πολιτικό πλαίσιο του προγράμματος που παρουσίασε χθες το βράδυ ο Αλέξης Τσίπρας, κυβερνητικά στελέχη προσθέτουν κι ένα ερώτημα: Ποια είναι η αντίστοιχη δομή της αντιπρότασης Μητσοτάκη, ποιες είναι οι κοινωνικές ισορροπίες και προτεραιότητες του – θολού – οικονομικού μοντέλου της ΝΔ, και ποια στρατηγική ανάπτυξης οριοθετεί για την χώρα, πίσω και πέρα από την γενική διακήρυξη της μείωσης των φόρων.
Εν ολίγοις ο ΣΥΡΙΖΑ, στην αφετηρία της επίσημης πλέον προεκλογικής περιόδου, και υπό το βάρος της βαριάς ήττας στις ευρωκάλπες, προκαλεί την ΝΔ σε ουσιαστικό προγραμματικό διάλογο για το μεταμνημονιακό μοντέλο ανάπτυξης. Το δικό του μοντέλο σε ορίζοντα τετραετίας, και με βάση το πρόγραμμα που παρουσίασε χθες ο Αλέξης Τσίπρας, βασίζεται σε μια ζυγισμένη διαφύλαξη του κοινωνικού κράτους με παράλληλη ενισχυμένη προτεραιότητα την ελάφρυνση – όψιμη ενδεχομένως – της μεσαίας τάξης μέσα από σταδιακές μειώσεις της φορολογίας.
Στο πλαίσιο αυτό ο Αλέξης Τσίπρας και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος εξήγγειλαν μείωση της προκαταβολής φόρου στο 50%, σταδιακή μείωση του πρώτου κλιμακίου του φόρου εισοδήματος στο 20%, κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για εισοδήματα έως 20.000 ευρώ και μείωση των συντελεστών για τα μεγαλύτερα εισοδήματα, μείωση για το 2020 του ΕΝΦΙΑ κατά 30% μεσοσταθμικά και μείωση κατά 50% για τις χαμηλές και μεσαίες περιουσίες, και μείωση του μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ από το 13% στο 11%. Εξήγγειλαν επίσης αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 7,5% το 2020 και 7,5% το 2021, μόνιμες προσλήψεις 10.000 ατόμων στην Υγεία και 15.000 στην Παιδεία, και θέση σε βρεφονηπιακούς σταθμούς για όλα τα παιδιά.
Στον αντίποδα, το πρόγραμμα Μητσοτάκη – με βάση τις έως τώρα δεσμεύσεις του – προβλέπει δύο συντελεστές ΦΠΑ – 22% και 11% -, μείωση του ΦΠΑ στο 11% για όλο το τουριστικό πακέτο της εστίασης και των ξενοδοχείων, μείωση του εταιρικού φόρου στο 20% από 28% και στα μερίσματα στο 5% από 15%, κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος έως το 2021, μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% μέσα στα επόμενα δυο χρόνια, και μείωση του εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή φυσικών προσώπων στο 9% για εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ από 22% που είναι σήμερα. Είναι προφανές ότι από το συγκεκριμένο πακέτο απουσιάζει το έτερο σκέλος, εκείνο που αφορά το κοινωνικό κράτος, όπως και το ότι η ΝΔ σιωπά επίμονα σε ό,τι αφορά τις προθέσεις της για την αγορά εργασίας και για το τι ακριβώς σημαίνει το «ανταγωνιστικό» μοντέλο που προκρίνει.
Ως εκ τούτων, υπάρχουν κομβικά ερωτήματα τα οποία θα καλείται σταθερά να απαντήσει η ΝΔ το επόμενο διάστημα – από το εάν θα διατηρήσει βασικά κοινωνικά επιδόματα (από το επίδομα παιδιού έως την 13η σύνταξη), έως το εάν θα διατηρήσει τον αυξημένο κατώτατο μισθό και το τι σημαίνουν τα «ευέλικτα» μοντέλα στην αγορά εργασίας. Και κυρίως, μέσω ποιών περικοπών σε δαπάνες θα χρηματοδοτήσει τις εκτεταμένες μειώσεις φορολογίας για τις επιχειρήσεις. Πρόκειται για το ερώτημα του… ενός δισεκατομμυρίου ευρώ, όπως το έθεσε χθες το βράδυ ο Ευκλείδης Τσακαλώτος: «Είμαι σίγουρος», είπε, «ότι η δέσμευση της ΝΔ για μείωση του φόρου των επιχειρήσεων από το 28% στο 20% θα υλοποιηθεί. Αυτό κοστίζει 1 δισ. ευρώ. Πού θα βρει αυτό το ποσό;»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου