Πολλές από τις συζητήσεις των τελευταίων εβδομάδων για τα ελληνοτουρκικά και για τις ευρύτερες εξελίξεις στην ανατολική Μεσόγειο, στηρίζονται στη βεβαιότητα ότι η Ουάσιγκτον βρίσκεται σε τροχιά ολοκληρωτικής ρήξης με την Άγκυρα.
Κοιτάζοντας, όμως, τη μεγαλύτερη εικόνα των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, οι βεβαιότητες ίσως και να χάνουν κάτι από τη λάμψη τους.
Εκ πρώτης όψεως, η σύγκρουση φαίνεται αναπότρεπτη. Η Τουρκία δεν έχει θεωρητικά κανένα λόγο να ακυρώσει την αγορά των ρωσικών αντιπυραυλικών συστημάτων S-400, που εξοργίζουν τις ΗΠΑ, ούτε να δώσει κάποια μάχη για να εξασφαλίσει την προμήθεια των (αμφισβητούμενης αποτελεσματικότητας) μαχητικών αεροσκαφών F-35. Οι νέες σχέσεις της με τη Ρωσία και την Κίνα την φέρνουν πιο κοντά σε ανερχόμενα τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ οι πάγιες θέσεις της για το κουρδικό την φέρνουν σε άμεση αντιπαράθεση με την Ουάσιγκτον, η οποία συχνά χρησιμοποιεί κουρδικές ομάδες για την επίτευξη των στόχων της στην περιοχή.
Η θεωρία όμως απέχει συχνά από την πράξη, ίσως όταν η πράξη περιλαμβάνει ωμούς εκβιασμούς και μακροχρόνιους σχεδιασμούς.
Ένας σημαντικός παράγοντας που ωθεί προς την εξομάλυνση των σχέσεων Ουάσιγκτον – Άγκυρας είναι η εμμονή των ΗΠΑ εναντίον του Ιράν. Οι πρόσφατες λεκτικές (προς το παρόν) επιθέσεις της αμερικανικής κυβέρνησης απέδειξαν ότι η σκληρή στάση απέναντι στην Τεχεράνη, δεν αποτελεί απλώς ένα «καπρίτσιο» του συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας Τζον Μπόλτον και άλλων «ιέρακων» της Ουάσινγκτον. Ένα σημαντικό τμήμα του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου των ΗΠΑ είναι αποφασισμένο να φτάσει την αντιπαράθεση στα άκρα – κατεύθυνση προς την οποία πιέζουν και τα πανίσχυρα λόμπι της Σαουδικής Αραβίας, του Ισραήλ και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Οι σχεδιαστές, όμως, της αμερικανικής στρατηγικής στη Μέση Ανατολή δεν μπορούν και δεν θέλουν να ανοίξουν ένα διμέτωπο αγώνα με την Τουρκία και το Ιράν. Από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, οι δυο χώρες έχουν λειτουργήσει εναλλάξ σαν στρατηγικοί πυλώνες των ΗΠΑ (στα χρόνια του Σάχη το μεγαλύτερο βάρος έπεφτε στο Ιράν ενώ μετά την ισλαμική επανάσταση η Τουρκία κάλυψε το κενό στις γεωπολιτικές ανάγκες της αμερικανικής υπερδύναμης).
Επίσης, παρά τον στόμφο των πρόσφατων αμερικανικών δηλώσεων εναντίον του Ιράν, οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι η συγκεκριμένη στάση τους, οδηγεί σε περαιτέρω διπλωματική απομόνωση καθώς, από τη μια το Ιράν ενισχύει συνεχώς τους δεσμούς του με την Ρωσία και την Κίνα, και από την άλλη οι χώρες της Ευρώπης ξεκαθαρίζουν, με λιγότερο ή περισσότερο σαφή τρόπο, ότι δεν πρόκειται να ακολουθήσουν τις ΗΠΑ σε μια ακόμη περιπέτεια στη Μέση Ανατολή. Υπό αυτό το πρίσμα, η Τουρκία αποκτά ακόμη μεγαλύτερη στρατηγική σημασία στους αμερικανικούς σχεδιασμούς και ίσως αναγκάσει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να προχωρήσει σε αρκετές υποχωρήσεις – έστω και κάτω από το τραπέζι.
Οι ΗΠΑ γνωρίζουν, επίσης, ότι όσο ύδωρ και (κυρίως γη) και αν παραχωρήσουν οι ελληνικές κυβερνήσεις για τη δημιουργία στρατιωτικών βάσεων, θα είναι δύσκολο να αντικαταστήσουν τις στρατηγικής σημασίας βάσεις, όπως αυτή του Ιντσιρλίκ, που χρησιμοποιούνται από τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου για κάθε σημαντική στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Κοιτάζοντας αυτό το ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο οι επιμέρους διαφορές Ουάσιγκτον και Άγκυρας αρχίζουν να φαντάζουν πιο μικρές και διαχειρίσιμες, παρά τις κραυγές που ακούγονται και από τις δυο πλευρές. Το μεγαλύτερο αγκάθι αυτή τη στιγμή είναι η δηλωμένη απόφαση της Τουρκίας να προχωρήσει στην αγορά των ρωσικών αντιπυραυλικών συστημάτων S-400 - η οποία από κάθε άποψη είναι η πιο συμφέρουσα και αποδοτική επιλογή για τις ανάγκες της χώρας.
Οι S-400 σχετίζονται άμεσα με τη συνέχιση του προγράμματος κατασκευής των αμερικανικών F-35, καθώς οι ΗΠΑ έχουν δώσει στην Τουρκία διορία μέχρι τα τέλη Ιουλίου να αποφασίσει αν προτιμά τους ρωσικούς πυραύλους ή τα αμερικανικά μαχητικά. Σημαντικά τμήματα της οικονομικής ελίτ της Τουρκίας, και κυρίως αυτά που σχετίζονται με την πολεμική βιομηχανία, ασκούν τρομακτικές πιέσεις στον Ερντογάν να μην προχωρήσει σε κινήσεις που θα δυναμιτίσουν τη συνεργασία με τις ΗΠΑ στην κατασκευή των μαχητικών F-35 - ενδεχόμενο που θα στοιχίσει στην τουρκική βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας συμβόλαια ύψους 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, δεν θα ήθελαν σε καμία περίπτωση να δημιουργήσουν περισσότερα προβλήματα στην κατασκευή των F-35, που ήδη θεωρούνται ως ένα από τα πιο προβληματικά οπλικά συστήματα στην ιστορία της αμερικανικής πολεμικής βιομηχανίας.
Δυσεπίλυτα εμφανίζονται, εκ πρώτης όψεως, και τα προβλήματα της Τουρκίας και των ΗΠΑ στη Συρία λόγω της υποστήριξης που παρέχει η Ουάσιγκτον σε κουρδικές ομάδες που πολέμησαν στο πλευρό της. Συγκεκριμένα, η στήριξη στις κουρδικές Μονάδες Λαϊκής Προστασίας (YPG) αποτελεί κόκκινο πανί αλλά και «κόκκινη» γραμμή για την τουρκική διπλωματία. Παρόλα αυτά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι δυο χώρες ξεκίνησαν μαζί την προσπάθεια ανατροπής του Ασάντ στηρίζοντας και προσφέροντας καταφύγιο σε μέλη ακραίων ισλαμιστικών οργανώσεων. Η επιστροφή λοιπόν στην status quo ante δεν μπορεί να θεωρείται αδιανόητη. Πολύ περισσότερο, καθώς οι ΗΠΑ έχουν μακρά παράδοση στο να χρησιμοποιούν τις κουρδικές ομάδες της περιοχής και στη συνέχεια να τις θυσιάζουν στους αντιπάλους τους, όπως έκαναν και με τους Κούρδους που πολέμησαν τον Σαντάμ Χουσείν στον πρώτο και το δεύτερο Πόλεμο του Περσικού Κόλπου.
Σημαίνουν, μήπως, όλα αυτά ότι ο μακροχρόνιος γεωπολιτικός σχεδιασμός οδηγεί τελικά σε εξομάλυνση των σχέσεων των δυο χωρών με εκατέρωθεν υποχωρήσεις; Όχι αναγκαστικά. Η εκρηκτική προσωπικότητα των ηγετών των δυο χωρών (και κυρίως του περιβάλλοντος Τραμπ), θα μπορούσε κάλλιστα να οδηγήσει σε περαιτέρω κλιμάκωση της αντιπαράθεσης. Ποτέ όμως στην ιστορία της διπλωματίας και της στρατηγικής η προσωπικότητα ενός ηγέτη δεν άλλαζε σε βάθος χρόνου τις ισορροπίες και τα συμφέροντα πίσω από αυτές. Οι σχέσεις των δυο χωρών ενδέχεται να επιδεινωθούν στο άμεσο μέλλον χωρίς όμως αυτό να σηματοδοτεί οριστική ρήξη.
Και οι μικροί της περιοχής, που ύστερα από μια σειρά παραχωρήσεων πανηγυρίζουν πιστεύοντας ότι θα βρίσκονται για πάντα στο στρατόπεδο των ισχυρών, θα πρέπει να μάθουν να βλέπουν τη μεγάλη σκακιέρα - εκεί που τα πιόνια θυσιάζονται για να σωθούν τα μεγαλύτερα κομμάτια.
Εκ πρώτης όψεως, η σύγκρουση φαίνεται αναπότρεπτη. Η Τουρκία δεν έχει θεωρητικά κανένα λόγο να ακυρώσει την αγορά των ρωσικών αντιπυραυλικών συστημάτων S-400, που εξοργίζουν τις ΗΠΑ, ούτε να δώσει κάποια μάχη για να εξασφαλίσει την προμήθεια των (αμφισβητούμενης αποτελεσματικότητας) μαχητικών αεροσκαφών F-35. Οι νέες σχέσεις της με τη Ρωσία και την Κίνα την φέρνουν πιο κοντά σε ανερχόμενα τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ οι πάγιες θέσεις της για το κουρδικό την φέρνουν σε άμεση αντιπαράθεση με την Ουάσιγκτον, η οποία συχνά χρησιμοποιεί κουρδικές ομάδες για την επίτευξη των στόχων της στην περιοχή.
Η θεωρία όμως απέχει συχνά από την πράξη, ίσως όταν η πράξη περιλαμβάνει ωμούς εκβιασμούς και μακροχρόνιους σχεδιασμούς.
Ένας σημαντικός παράγοντας που ωθεί προς την εξομάλυνση των σχέσεων Ουάσιγκτον – Άγκυρας είναι η εμμονή των ΗΠΑ εναντίον του Ιράν. Οι πρόσφατες λεκτικές (προς το παρόν) επιθέσεις της αμερικανικής κυβέρνησης απέδειξαν ότι η σκληρή στάση απέναντι στην Τεχεράνη, δεν αποτελεί απλώς ένα «καπρίτσιο» του συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας Τζον Μπόλτον και άλλων «ιέρακων» της Ουάσινγκτον. Ένα σημαντικό τμήμα του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου των ΗΠΑ είναι αποφασισμένο να φτάσει την αντιπαράθεση στα άκρα – κατεύθυνση προς την οποία πιέζουν και τα πανίσχυρα λόμπι της Σαουδικής Αραβίας, του Ισραήλ και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Οι σχεδιαστές, όμως, της αμερικανικής στρατηγικής στη Μέση Ανατολή δεν μπορούν και δεν θέλουν να ανοίξουν ένα διμέτωπο αγώνα με την Τουρκία και το Ιράν. Από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, οι δυο χώρες έχουν λειτουργήσει εναλλάξ σαν στρατηγικοί πυλώνες των ΗΠΑ (στα χρόνια του Σάχη το μεγαλύτερο βάρος έπεφτε στο Ιράν ενώ μετά την ισλαμική επανάσταση η Τουρκία κάλυψε το κενό στις γεωπολιτικές ανάγκες της αμερικανικής υπερδύναμης).
Επίσης, παρά τον στόμφο των πρόσφατων αμερικανικών δηλώσεων εναντίον του Ιράν, οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι η συγκεκριμένη στάση τους, οδηγεί σε περαιτέρω διπλωματική απομόνωση καθώς, από τη μια το Ιράν ενισχύει συνεχώς τους δεσμούς του με την Ρωσία και την Κίνα, και από την άλλη οι χώρες της Ευρώπης ξεκαθαρίζουν, με λιγότερο ή περισσότερο σαφή τρόπο, ότι δεν πρόκειται να ακολουθήσουν τις ΗΠΑ σε μια ακόμη περιπέτεια στη Μέση Ανατολή. Υπό αυτό το πρίσμα, η Τουρκία αποκτά ακόμη μεγαλύτερη στρατηγική σημασία στους αμερικανικούς σχεδιασμούς και ίσως αναγκάσει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να προχωρήσει σε αρκετές υποχωρήσεις – έστω και κάτω από το τραπέζι.
Οι ΗΠΑ γνωρίζουν, επίσης, ότι όσο ύδωρ και (κυρίως γη) και αν παραχωρήσουν οι ελληνικές κυβερνήσεις για τη δημιουργία στρατιωτικών βάσεων, θα είναι δύσκολο να αντικαταστήσουν τις στρατηγικής σημασίας βάσεις, όπως αυτή του Ιντσιρλίκ, που χρησιμοποιούνται από τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου για κάθε σημαντική στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Κοιτάζοντας αυτό το ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο οι επιμέρους διαφορές Ουάσιγκτον και Άγκυρας αρχίζουν να φαντάζουν πιο μικρές και διαχειρίσιμες, παρά τις κραυγές που ακούγονται και από τις δυο πλευρές. Το μεγαλύτερο αγκάθι αυτή τη στιγμή είναι η δηλωμένη απόφαση της Τουρκίας να προχωρήσει στην αγορά των ρωσικών αντιπυραυλικών συστημάτων S-400 - η οποία από κάθε άποψη είναι η πιο συμφέρουσα και αποδοτική επιλογή για τις ανάγκες της χώρας.
Οι S-400 σχετίζονται άμεσα με τη συνέχιση του προγράμματος κατασκευής των αμερικανικών F-35, καθώς οι ΗΠΑ έχουν δώσει στην Τουρκία διορία μέχρι τα τέλη Ιουλίου να αποφασίσει αν προτιμά τους ρωσικούς πυραύλους ή τα αμερικανικά μαχητικά. Σημαντικά τμήματα της οικονομικής ελίτ της Τουρκίας, και κυρίως αυτά που σχετίζονται με την πολεμική βιομηχανία, ασκούν τρομακτικές πιέσεις στον Ερντογάν να μην προχωρήσει σε κινήσεις που θα δυναμιτίσουν τη συνεργασία με τις ΗΠΑ στην κατασκευή των μαχητικών F-35 - ενδεχόμενο που θα στοιχίσει στην τουρκική βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας συμβόλαια ύψους 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, δεν θα ήθελαν σε καμία περίπτωση να δημιουργήσουν περισσότερα προβλήματα στην κατασκευή των F-35, που ήδη θεωρούνται ως ένα από τα πιο προβληματικά οπλικά συστήματα στην ιστορία της αμερικανικής πολεμικής βιομηχανίας.
Δυσεπίλυτα εμφανίζονται, εκ πρώτης όψεως, και τα προβλήματα της Τουρκίας και των ΗΠΑ στη Συρία λόγω της υποστήριξης που παρέχει η Ουάσιγκτον σε κουρδικές ομάδες που πολέμησαν στο πλευρό της. Συγκεκριμένα, η στήριξη στις κουρδικές Μονάδες Λαϊκής Προστασίας (YPG) αποτελεί κόκκινο πανί αλλά και «κόκκινη» γραμμή για την τουρκική διπλωματία. Παρόλα αυτά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι δυο χώρες ξεκίνησαν μαζί την προσπάθεια ανατροπής του Ασάντ στηρίζοντας και προσφέροντας καταφύγιο σε μέλη ακραίων ισλαμιστικών οργανώσεων. Η επιστροφή λοιπόν στην status quo ante δεν μπορεί να θεωρείται αδιανόητη. Πολύ περισσότερο, καθώς οι ΗΠΑ έχουν μακρά παράδοση στο να χρησιμοποιούν τις κουρδικές ομάδες της περιοχής και στη συνέχεια να τις θυσιάζουν στους αντιπάλους τους, όπως έκαναν και με τους Κούρδους που πολέμησαν τον Σαντάμ Χουσείν στον πρώτο και το δεύτερο Πόλεμο του Περσικού Κόλπου.
Σημαίνουν, μήπως, όλα αυτά ότι ο μακροχρόνιος γεωπολιτικός σχεδιασμός οδηγεί τελικά σε εξομάλυνση των σχέσεων των δυο χωρών με εκατέρωθεν υποχωρήσεις; Όχι αναγκαστικά. Η εκρηκτική προσωπικότητα των ηγετών των δυο χωρών (και κυρίως του περιβάλλοντος Τραμπ), θα μπορούσε κάλλιστα να οδηγήσει σε περαιτέρω κλιμάκωση της αντιπαράθεσης. Ποτέ όμως στην ιστορία της διπλωματίας και της στρατηγικής η προσωπικότητα ενός ηγέτη δεν άλλαζε σε βάθος χρόνου τις ισορροπίες και τα συμφέροντα πίσω από αυτές. Οι σχέσεις των δυο χωρών ενδέχεται να επιδεινωθούν στο άμεσο μέλλον χωρίς όμως αυτό να σηματοδοτεί οριστική ρήξη.
Και οι μικροί της περιοχής, που ύστερα από μια σειρά παραχωρήσεων πανηγυρίζουν πιστεύοντας ότι θα βρίσκονται για πάντα στο στρατόπεδο των ισχυρών, θα πρέπει να μάθουν να βλέπουν τη μεγάλη σκακιέρα - εκεί που τα πιόνια θυσιάζονται για να σωθούν τα μεγαλύτερα κομμάτια.
Πηγή: sputniknews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου