Ιερός αριθμός το εφτά, και ακριβώς η ιερότητά του υπόκειται στη διαμόρφωση του κανόνα των εφτά σοφών, των εφτά θαυμάτων, των εφτά αμαρτημάτων κ.ο.κ. Μαγικός αριθμός το εννιά, ενδεχομένως επειδή είναι το τριπλάσιο του τρία, καθαγιασμένου πολύ προ χριστιανισμού, και ακριβώς η μαγεία του υποστηρίζει την απόφαση των Αλεξανδρινών φιλολόγων να απαρτίσουν τον κανόνα των εννιά λυρικών ποιητών: Αλκαίος, Σαπφώ, Ανακρέων, Αλκμάν, Στησίχορος, Ιβυκος, Σιμωνίδης, Βακχυλίδης και Πίνδαρος. Συμβολικός ο αριθμός δέκα με τη στρογγυλάδα του, και ακριβώς η συμβολική του διαύγεια διέπει τον κανόνα των δέκα Αττικών ρητόρων που πρότειναν οι γραμματικοί: Δημοσθένης, Υπερείδης, Λυσίας, Ισοκράτης, Αντιφών, Ανδοκίδης, Ισαίος, Αισχίνης, Λυκούργος, Δείναρχος.
Και πού λοιπόν η Κόριννα στον κανόνα των εννιά ποιητών, θα αναρωτηθεί κανείς. Και θα επιμείνει στην απορία του, αν τύχει να θυμηθεί τον θρύλο πως η ποιήτρια από την Τανάγρα νίκησε σε ποιητικό αγώνα τον Θηβαίο Πίνδαρο, ο οποίος μάλιστα σε ορισμένες παραλλαγές των αρχαίων αφηγήσεων είναι μαθητής της. «Ηταν της νιας παιδιότερος», λέει για τον Πίνδαρο ο Γεώργιος Τερτσέτης στο «ποιημάτιόν» του «Κόριννα και Πίνδαρος», του 1834, όπου, αναπλάθοντας τον μύθο, ξεδιπλώνει σε δεκαπεντασύλλαβο τη σκληρή κόντρα των δύο ποιητών, τη στάση του ακροατή λαού και τις δυσκολίες των τριών κριτών, πριν ανακηρύξουν νικήτρια την Κόριννα.
Κι έπειτα, ποιοι στ’ αλήθεια οι εφτά στον κανόνα των εφτά σοφών, όταν τα ονόματα που προτάθηκαν κατά πόδας του Πλάτωνα, ο οποίος ανέφερε πρώτος τη σοφή επτάδα στον «Πρωταγόρα»; «Τα πρόσωπα της ομάδος», έγραφε ο Ιωάννης Συκουτρής στη «Νέα Εστία» το 1936, «ποικίλλουν κατά τας πηγάς και κατά τας εποχάς. Σταθερά είναι μερικά μόνον, όπως ο Μιλήσιος Θαλής, ο Σόλων, ο εκ Πριήνης της Μ. Ασίας Βίας, ο Μυτιληναίος δικτάτωρ Πιττακός, ο Σπαρτιάτης μεταρρυθμιστής Χίλων. Αλλα παραλλάσσουν: άλλοτε συγκαταριθμούνται μεταξύ των λογοτέχναι, όπως ο Επίχαρμος και ο Ακουσίλαος· άλλοτε θαυματοποιοί και προφήται, όπως ο Επιμενίδης, ο Πυθαγόρας, ο Ορφεύς· άλλοτε τύραννοι και κυβερνήται, όπως ο Πεισίστρατος, ο Κλεόβουλος, ο Περίανδρος. Εις τους υστέρους χρόνους του συγκρητισμού περιελήφθησαν ακόμη και ο Μωυσής ή ο Ζωροάστρης». Κι ας προστεθεί σε όλους αυτούς ο Σκύθης Ανάχαρσης, το όνομα του οποίου εντοπίζεται συχνά στους σχετικούς καταλόγους. Τω καιρώ εκείνω οι άνθρωποι, τραγικά ανεκπαίδευτοι και δίχως «ελληνικές αγωγές», εξακολουθούσαν να πιστεύουν αφελώς ότι Ελληνας (o altra cosa) γίνεσαι, δεν γεννιέσαι.
Το ξέρουμε και από τη γραμματική. Τους κανόνες, όποιου πεδίου, τους νομιμοποιούν οι εξαιρέσεις. Και φτιάχνονται για να τους αμφισβητούμε, όχι για να τους υποκλινόμαστε σαν να θεσπίστηκαν από τα ουράνια. Την περασμένη Κυριακή έγραφα εδώ για τον κανόνα των «εκατό σπουδαιότερων λογοτεχνικών ιστοριών του κόσμου», αυτών που διαβάστηκαν από γενιά σε γενιά κι άλλαξαν τον κόσμο, όπως καταρτίστηκε σε έρευνα του BBC τον Απρίλιο, με τη συμμετοχή 108 εμπειρογνωμόνων, ακαδημαϊκών, κριτικών, μεταφραστών, δημοσιογράφων, από 35 δυτικές χώρες. Με το προσωπικό τους γούστο έκριναν όλοι τους. Δηλαδή με το (διαφορετικό για τον καθέναν) εύρος των γλωσσικών και λογοτεχνικών γνώσεών τους, τη μεροληψία τους, τις εμμονές τους. Κανένας τους, είναι βέβαιο, δεν έχει στην κατοχή του τον «σταθμό» που φανταζόταν ο Αριστοφάνης στους «Βατράχους». Κανένας τους λοιπόν δεν δικαιούται τον ισχυρισμό ότι ζύγισε ακριβοδίκαια τα πράγματα και τα γράμματα. Και σίγουρα, το άθροισμα των 108 (ή και των 108.000) υποκειμενικοτήτων δεν είναι η αντικειμενικότητα, όσο κι αν προσπαθήσουν να αυτοτιθασευτούν.
Η πρωτιά της «Οδύσσειας» στο «δημοψήφισμα» του BBC, όπου δεύτερη κατατάσσεται «Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά» της Χάριετ Μπίτσερ Σόου, πολύ δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί από οποιονδήποτε, κι όχι βέβαια επειδή «είναι δική μας». Ούτε για την τριάδα των τριών δημοφιλέστερων λογοτεχνών θα μπορούσε να προβληθούν αντιρρήσεις: Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Βιρτζίνια Γουλφ, Φραντς Κάφκα, με τρία βιβλία ο καθένας τους στην εκατοντάδα. Σημειωτέον, η «Ιλιάδα» κατατάχτηκε δέκατη, οι δε άλλες ελληνικές παρουσίες είναι επίσης της αρχαιότητας: η «Μήδεια» του Ευριπίδη (31η), η «Ορέστεια» του Αισχύλου (51η), ο «Οιδίπους» τύραννος» και η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή (49ος και 79η αντίστοιχα), και οι ιστορίες του Αισώπου (29ες), του μυθογράφου που ο βίος του κάθε άλλο παρά εξακριβωμένος είναι.
Από τους νέους Ελληνες λογοτέχνες ουδείς, ποιητής ή πεζογράφος. Ούτε καν οι πολυμεταφρασμένοι μας, ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Κ.Π. Καβάφης. Αντίθετα, στον κατάλογο «των εκατό καλύτερων βιβλίων» της Νορβηγικής Λέσχης Βιβλίου, που δημιουργήθηκε το 2002 με την «ψήφο» εκατό συγγραφέων από 24 χώρες, και στον οποίο ο «Δον Κιχώτης» χαρακτηρίστηκε εξαρχής, άνευ αγώνος, «η ωραιότερη λογοτεχνική ιστορία όλων των εποχών», εκτός από τα δύο έπη, τον «Οιδίποδα» και τη «Μήδεια», εντοπίζουμε και τον καζαντζακικό «Ζορμπά».
Διαφορετικές υποκειμενικότητες, είναι αυτονόητο, αθροίζονται σε διαφορετική «αντικειμενικότητα», και το επιπλέον πρόβλημα είναι ότι ο ψηφοφόρος ειδικός δεν μπορεί να υπερασπίσει ελλόγως την ψήφο του, όπως πράττει λ.χ. ο Χάρολντ Μπλουμ στον «Δυτικό κανόνα» του ή, σε μικρότερο βαθμό, ο Εζρα Πάουντ στην «Κατήχηση του όχλου». Στον νορβηγικό κατάλογο, λοιπόν, απουσιάζει ο μέγας Αισχύλος. Στον βρετανικό δεν συναντάμε τον Μίλτον, την Εμιλι Ντίκινσον, τον Σάμιουελ Μπέκετ, τον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, το Τόμας Μαν, τον Αλμπέρ Καμύ, τον Φερνάντο Πεσόα και τον Πάμπλο Νερούντα, ο δε Γκαίτε υπάρχει με τα μέχρι μιμητικών αυτοκτονιών δημοφιλή «Πάθη του νεαρού Βέρθερου», όχι με τον «Φάουστ».
Ας έρθουμε όμως στα δικά μας. Το Σαββατοκύριακο 18-19 Ιουλίου δημοσιεύτηκαν στην «Εφημερίδα των Συντακτών» τα αποτελέσματα έρευνας της Prorata για «τους σημαντικότερους Ελληνες και Ελληνίδες στη νεότερη ιστορία της χώρας» στην πολιτική, τη μουσική, τις επιστήμες, τις τέχνες, τον αθλητισμό και στα πρόσωπα που έζησαν την περίοδο του 1821. Πολλά θα μπορούσε να συζητήσει κανείς εδώ για τις επιλογές των 2.500 συμπολιτών μας, αλλά θα μείνω στα λογοτεχνικά. Ας σημειώσω πάντως ότι αν ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος των ετών 1541-1614 είναι η σημαντικότερη προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας στον (μάλλον χαοτικό) «χώρο της ζωγραφικής, του θεάτρου και του κινηματογράφου», με δεύτερο τον Κάρολο Κουν και τρίτο τον Θανάση Βέγγο, κάποιο πρόβλημα υπάρχει: ή στη δόμηση του ερωτηματολογίου ή στα κριτήρια όσων απάντησαν ή στην ίδια την καλλιτεχνική μήτρα της χώρας.
Στον χώρο της λογοτεχνίας ο «έπαινος του δήμου» κατέταξε πρώτο τον Οδυσσέα Ελύτη, με 52%, και μόλις έκτο τον Διονύσιο Σολωμό, με 19%. Ας είμαστε βέβαιοι πως αν υπήρχε τρόπος να μάθει ο Ελύτης το αποτέλεσμα, θα μας έλεγε και πάλι «Μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό». Και θα μας το έλεγε αυστηρά πια και επιτακτικά, όχι παρακλητικά ή προτρεπτικά. Και θα μας το έλεγε αυστηρά πια και επιτακτικά, όχι παρακλητικά ή προτρεπτικά.Και με το δίκιο του.
Και πού λοιπόν η Κόριννα στον κανόνα των εννιά ποιητών, θα αναρωτηθεί κανείς. Και θα επιμείνει στην απορία του, αν τύχει να θυμηθεί τον θρύλο πως η ποιήτρια από την Τανάγρα νίκησε σε ποιητικό αγώνα τον Θηβαίο Πίνδαρο, ο οποίος μάλιστα σε ορισμένες παραλλαγές των αρχαίων αφηγήσεων είναι μαθητής της. «Ηταν της νιας παιδιότερος», λέει για τον Πίνδαρο ο Γεώργιος Τερτσέτης στο «ποιημάτιόν» του «Κόριννα και Πίνδαρος», του 1834, όπου, αναπλάθοντας τον μύθο, ξεδιπλώνει σε δεκαπεντασύλλαβο τη σκληρή κόντρα των δύο ποιητών, τη στάση του ακροατή λαού και τις δυσκολίες των τριών κριτών, πριν ανακηρύξουν νικήτρια την Κόριννα.
Κι έπειτα, ποιοι στ’ αλήθεια οι εφτά στον κανόνα των εφτά σοφών, όταν τα ονόματα που προτάθηκαν κατά πόδας του Πλάτωνα, ο οποίος ανέφερε πρώτος τη σοφή επτάδα στον «Πρωταγόρα»; «Τα πρόσωπα της ομάδος», έγραφε ο Ιωάννης Συκουτρής στη «Νέα Εστία» το 1936, «ποικίλλουν κατά τας πηγάς και κατά τας εποχάς. Σταθερά είναι μερικά μόνον, όπως ο Μιλήσιος Θαλής, ο Σόλων, ο εκ Πριήνης της Μ. Ασίας Βίας, ο Μυτιληναίος δικτάτωρ Πιττακός, ο Σπαρτιάτης μεταρρυθμιστής Χίλων. Αλλα παραλλάσσουν: άλλοτε συγκαταριθμούνται μεταξύ των λογοτέχναι, όπως ο Επίχαρμος και ο Ακουσίλαος· άλλοτε θαυματοποιοί και προφήται, όπως ο Επιμενίδης, ο Πυθαγόρας, ο Ορφεύς· άλλοτε τύραννοι και κυβερνήται, όπως ο Πεισίστρατος, ο Κλεόβουλος, ο Περίανδρος. Εις τους υστέρους χρόνους του συγκρητισμού περιελήφθησαν ακόμη και ο Μωυσής ή ο Ζωροάστρης». Κι ας προστεθεί σε όλους αυτούς ο Σκύθης Ανάχαρσης, το όνομα του οποίου εντοπίζεται συχνά στους σχετικούς καταλόγους. Τω καιρώ εκείνω οι άνθρωποι, τραγικά ανεκπαίδευτοι και δίχως «ελληνικές αγωγές», εξακολουθούσαν να πιστεύουν αφελώς ότι Ελληνας (o altra cosa) γίνεσαι, δεν γεννιέσαι.
Το ξέρουμε και από τη γραμματική. Τους κανόνες, όποιου πεδίου, τους νομιμοποιούν οι εξαιρέσεις. Και φτιάχνονται για να τους αμφισβητούμε, όχι για να τους υποκλινόμαστε σαν να θεσπίστηκαν από τα ουράνια. Την περασμένη Κυριακή έγραφα εδώ για τον κανόνα των «εκατό σπουδαιότερων λογοτεχνικών ιστοριών του κόσμου», αυτών που διαβάστηκαν από γενιά σε γενιά κι άλλαξαν τον κόσμο, όπως καταρτίστηκε σε έρευνα του BBC τον Απρίλιο, με τη συμμετοχή 108 εμπειρογνωμόνων, ακαδημαϊκών, κριτικών, μεταφραστών, δημοσιογράφων, από 35 δυτικές χώρες. Με το προσωπικό τους γούστο έκριναν όλοι τους. Δηλαδή με το (διαφορετικό για τον καθέναν) εύρος των γλωσσικών και λογοτεχνικών γνώσεών τους, τη μεροληψία τους, τις εμμονές τους. Κανένας τους, είναι βέβαιο, δεν έχει στην κατοχή του τον «σταθμό» που φανταζόταν ο Αριστοφάνης στους «Βατράχους». Κανένας τους λοιπόν δεν δικαιούται τον ισχυρισμό ότι ζύγισε ακριβοδίκαια τα πράγματα και τα γράμματα. Και σίγουρα, το άθροισμα των 108 (ή και των 108.000) υποκειμενικοτήτων δεν είναι η αντικειμενικότητα, όσο κι αν προσπαθήσουν να αυτοτιθασευτούν.
Η πρωτιά της «Οδύσσειας» στο «δημοψήφισμα» του BBC, όπου δεύτερη κατατάσσεται «Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά» της Χάριετ Μπίτσερ Σόου, πολύ δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί από οποιονδήποτε, κι όχι βέβαια επειδή «είναι δική μας». Ούτε για την τριάδα των τριών δημοφιλέστερων λογοτεχνών θα μπορούσε να προβληθούν αντιρρήσεις: Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Βιρτζίνια Γουλφ, Φραντς Κάφκα, με τρία βιβλία ο καθένας τους στην εκατοντάδα. Σημειωτέον, η «Ιλιάδα» κατατάχτηκε δέκατη, οι δε άλλες ελληνικές παρουσίες είναι επίσης της αρχαιότητας: η «Μήδεια» του Ευριπίδη (31η), η «Ορέστεια» του Αισχύλου (51η), ο «Οιδίπους» τύραννος» και η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή (49ος και 79η αντίστοιχα), και οι ιστορίες του Αισώπου (29ες), του μυθογράφου που ο βίος του κάθε άλλο παρά εξακριβωμένος είναι.
Από τους νέους Ελληνες λογοτέχνες ουδείς, ποιητής ή πεζογράφος. Ούτε καν οι πολυμεταφρασμένοι μας, ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Κ.Π. Καβάφης. Αντίθετα, στον κατάλογο «των εκατό καλύτερων βιβλίων» της Νορβηγικής Λέσχης Βιβλίου, που δημιουργήθηκε το 2002 με την «ψήφο» εκατό συγγραφέων από 24 χώρες, και στον οποίο ο «Δον Κιχώτης» χαρακτηρίστηκε εξαρχής, άνευ αγώνος, «η ωραιότερη λογοτεχνική ιστορία όλων των εποχών», εκτός από τα δύο έπη, τον «Οιδίποδα» και τη «Μήδεια», εντοπίζουμε και τον καζαντζακικό «Ζορμπά».
Διαφορετικές υποκειμενικότητες, είναι αυτονόητο, αθροίζονται σε διαφορετική «αντικειμενικότητα», και το επιπλέον πρόβλημα είναι ότι ο ψηφοφόρος ειδικός δεν μπορεί να υπερασπίσει ελλόγως την ψήφο του, όπως πράττει λ.χ. ο Χάρολντ Μπλουμ στον «Δυτικό κανόνα» του ή, σε μικρότερο βαθμό, ο Εζρα Πάουντ στην «Κατήχηση του όχλου». Στον νορβηγικό κατάλογο, λοιπόν, απουσιάζει ο μέγας Αισχύλος. Στον βρετανικό δεν συναντάμε τον Μίλτον, την Εμιλι Ντίκινσον, τον Σάμιουελ Μπέκετ, τον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, το Τόμας Μαν, τον Αλμπέρ Καμύ, τον Φερνάντο Πεσόα και τον Πάμπλο Νερούντα, ο δε Γκαίτε υπάρχει με τα μέχρι μιμητικών αυτοκτονιών δημοφιλή «Πάθη του νεαρού Βέρθερου», όχι με τον «Φάουστ».
Ας έρθουμε όμως στα δικά μας. Το Σαββατοκύριακο 18-19 Ιουλίου δημοσιεύτηκαν στην «Εφημερίδα των Συντακτών» τα αποτελέσματα έρευνας της Prorata για «τους σημαντικότερους Ελληνες και Ελληνίδες στη νεότερη ιστορία της χώρας» στην πολιτική, τη μουσική, τις επιστήμες, τις τέχνες, τον αθλητισμό και στα πρόσωπα που έζησαν την περίοδο του 1821. Πολλά θα μπορούσε να συζητήσει κανείς εδώ για τις επιλογές των 2.500 συμπολιτών μας, αλλά θα μείνω στα λογοτεχνικά. Ας σημειώσω πάντως ότι αν ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος των ετών 1541-1614 είναι η σημαντικότερη προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας στον (μάλλον χαοτικό) «χώρο της ζωγραφικής, του θεάτρου και του κινηματογράφου», με δεύτερο τον Κάρολο Κουν και τρίτο τον Θανάση Βέγγο, κάποιο πρόβλημα υπάρχει: ή στη δόμηση του ερωτηματολογίου ή στα κριτήρια όσων απάντησαν ή στην ίδια την καλλιτεχνική μήτρα της χώρας.
Στον χώρο της λογοτεχνίας ο «έπαινος του δήμου» κατέταξε πρώτο τον Οδυσσέα Ελύτη, με 52%, και μόλις έκτο τον Διονύσιο Σολωμό, με 19%. Ας είμαστε βέβαιοι πως αν υπήρχε τρόπος να μάθει ο Ελύτης το αποτέλεσμα, θα μας έλεγε και πάλι «Μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό». Και θα μας το έλεγε αυστηρά πια και επιτακτικά, όχι παρακλητικά ή προτρεπτικά. Και θα μας το έλεγε αυστηρά πια και επιτακτικά, όχι παρακλητικά ή προτρεπτικά.Και με το δίκιο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου