Ο Μπρεχτ ξεκίνησε να γράφει τις «Ιστορίες του Κυρίου Κόυνερ» το 1927 επηρεασμένος βαθύτατα από το Μαρξ, όταν για τις ανάγκες ενός θεατρικού έργου χρειάστηκε να μελετήσει τους νόμους της οικονομίας και του χρηματιστηριακού συστήματος: «Για ένα καινούργιο θεατρικό έργο που έγραφα μου χρειάστηκε σαν φόντο το χρηματιστήριο του Σικάγο…..Κανένας, ούτε γνωστοί οικονομολόγοι, ούτε επιχειρηματίες (…..) μπόρεσαν να μου εξηγήσουν ικανοποιητικά τη λειτουργία ενός χρηματιστηρίου εμπορευμάτων. Μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι αυτά που συνέβαιναν εκεί μέσα ήταν τελείως ανεξήγητα, που σημαίνει ότι ήταν ασύλληπτα από τη λογική, που σημαίνει πάλι ότι ήταν κοινώς παράλογα. Ο τρόπος που γινόταν η κατανομή του σιταριού στον κόσμο ήταν ακατανόητος». Και συνεχίζει: «Το έργο που προγραμμάτισα δε γράφτηκε τελικά, αντί γι’ αυτό άρχισα να διαβάζω Μαρξ, κι έτσι διάβασα Μαρξ για πρώτη φορά. Τότε ζωντάνεψαν πραγματικά και οι δικές μου σκόρπιες πρακτικές εμπειρίες και εντυπώσεις».
Και πράγματι, ο Μαρξ είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητος μέσα στο έργο του Μπρεχτ ή πιο σωστά, το έργο του Μπρεχτ είναι αδύνατο να αποκοπεί από το Μαρξ. Η συμπαράσταση, από θέση δικαίου, προς τους αδύναμους, το ακατανόητο της οικονομικής οργάνωσης ενός άδικου κόσμου, ο υλισμός ως ερμηνευτικό εργαλείο της πραγματικότητας, το καυστικό, στα όρια του κυνισμού, μαρξιστικό ύφος και κυρίως η διαλεκτική, όχι απλώς σημάδεψαν το έργο του Μπρεχτ ή αποτέλεσαν ιδεολογικό ορμητήριο ή όλα αυτά που λέγονται σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά πραγματώθηκαν κάτω από μια νέα βάση, την καλλιτεχνική, δηλαδή επαναπροσδιορίστηκαν μέσα από άλλο επικοινωνιακό πλαίσιο κι ως εκ τούτου ανανεώθηκαν, πλούτισαν, ενσωματώθηκαν στην καθημερινότητα, έγιναν ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Γιατί ο μαρξισμός δεν είναι οικονομική θεωρία, αλλά τρόπος σκέψης. Είναι ο εντοπισμός του γελοίου μέσα σ’ έναν παράλογο κόσμο. Η αντίσταση της λογικής μπροστά στα βουνά της ανοησίας ή αλλιώς η αποκατάσταση της αλήθειας που χάνεται κάτω από τις σάλπιγγες των καιρών. Γιατί το παράλογο, ως μόνιμο καθημερινό βίωμα, γίνεται ανίκητο και ο εντοπισμός του αποκτά διαστάσεις πραγματικής επανάστασης. Αυτή την επανάσταση υπηρετεί κι ο Μπρεχτ και αυτό ακριβώς είναι το «παραξένισμα», το οποίο ως όρος αφορά περισσότερο τη φιλοσοφία και ο Μπρεχτ το δανείστηκε για τη δική του θεατρική αναγκαιότητα, δηλαδή την παρουσίαση του καθημερινού παραλόγου στην πιο ακραία του μορφή που αναδεικνύει την απόλυτη αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου. Ο θεατής που ταυτίζεται με τους θεατρικούς χαρακτήρες βρίσκεται αντιμέτωπος με τον παραλογισμό του εαυτού του, που όμως ποτέ δεν μπόρεσε να συνειδητοποιήσει, κι αυτό είναι η αφετηρία του επαναπροσδιορισμού των πάντων. Δεν είναι τυχαίο ότι το μεγάλο «παραξένισμα» του Μπρεχτ ήταν ο κόσμος του χρηματιστηρίου και δεν είναι καθόλου τυχαίο επίσης ότι ο Μαρξ προκάλεσε το βαθύτερο «παραξένισμα» σ’ αυτόν τον κόσμο του οικονομικού συστήματος. Γιατί, όπως φαίνεται, η οικονομική οργάνωση του κόσμου, δηλαδή ο τρόπος της παραγωγής και διακίνησης των αγαθών, παράγει μύθους, κι αυτούς τους μύθους οφείλει να αποτινάξει και η φιλοσοφία και η τέχνη. Από αυτή την άποψη βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιδιόμορφη σχέση δασκάλου και μαθητή, που όμως ξεπερνά όλα τα στερεότυπα, αφού ο Μπρεχτ δεν αναπαράγει απλώς το Μαρξ, αλλά του δίνει μια νέα υπόσταση, δηλαδή ένα νέο πεδίο, την τέχνη.
Η διαλεκτική, ως επίσης μαρξιστικός όρος, σχηματοποιείται, αποκτά δηλαδή χειροπιαστή καλλιτεχνική υπόσταση μέσα σε όλο το έργο του Μπρεχτ. «Οι ιστορίες του κυρίου Κόυνερ» είναι ακριβώς η μετουσίωση της διαλεκτικής σε καθημερινότητα. Στο λεξικό του Μπαμπινιώτη στη δεύτερη ερμηνεία του όρου διαλεκτική γράφει: «(στην εγελιανή και μαρξική φιλοσοφία) η ιδέα της ενότητας των αντιθέτων στο ιστορικό γίγνεσθαι αλλά και στη σκέψη». Ο Πέτρος Μάρκαρης στην εισαγωγή του Κόυνερ γράφει: «…..οι ιστορίες αυτές (του Κόυνερ εννοείται) έχουν έναν κοινό άξονα: δείχνουν τη συμπεριφορά του ατόμου, του κ. Κόυνερ, απέναντι σε φαινόμενα της καθημερινής ζωής, και τις αντιδράσεις του απέναντι σε καθιερωμένες αντιλήψεις και καταστάσεις. Καθώς μάλιστα ο κ. Κόυνερ τοποθετείται, από τη μια ιστορία στην άλλη μέσα σε μια διαφορετική κατάσταση, όλες οι ιστορίες μαζί συνθέτουν έναν κόσμο “εν κινήσει”». Αυτός ο «εν κινήσει» κόσμος είναι ίσως η καλύτερη απόδοση της διαλεκτικής, αφού κάθε ιδέα, ως ενότητα των αντιθέτων, εμπεριέχει, από θέση αρχής, και τον αντίλογό της. Η ζύμωση των ιδεών με τις αντιθέσεις τους είναι η ζύμωση του κόσμου που κινείται διαρκώς, καθώς τίποτε δεν μπορεί να παγιωθεί, σ’ ένα ακατάπαυτο κονταροχτύπημα σύνθεσης. Κι εδώ δεν μιλάμε για μια προέκταση των Πυθαγόρειων, που θέλουν τον κόσμο να συντίθεται από τις αντίθετες δυνάμεις. Εδώ μιλάμε για την αιώνια διαμάχη των ιδεών που κινούν την ιστορία και ταυτόχρονα κινούνται μέσα σ’ αυτήν σ’ ένα ατέρμονο διαλεκτικό παιχνίδι. Η διαλεκτική, ως τρόπος ζωής, εμπεριέχει το «παραξένισμα», αφού μόνο ανατρεπτικά μπορεί να λειτουργήσει. Η ανατροπή δεν είναι παρά η αναθεώρηση των δεδομένων που καταργούνται από την ίδια τους την ισχύ. Υπό αυτή την έννοια «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ είναι το σπουδαιότερο σημείο αναφοράς της διαλεκτικής, αποδεικνύοντας τη διαλεκτική του καπιταλισμού. Και κάπως έτσι, όταν κάποιος παλιός γνωστός είπε στον Κόυνερ ότι δεν άλλαξε καθόλου, ο Κόυνερ χλόμιασε και είπε «ωχ», αφού η απουσία των αλλαγών μόνο ως στασιμότητα μπορεί να ερμηνευτεί. Και κάπως έτσι όταν κάποιος ισχυρίστηκε για μια ηθοποιό ότι χρωστάει την επιτυχία στην ομορφιά της, ο Κόυνερ απάντησε ότι «είναι όμορφη γιατί είχε επιτυχία». Και κάπως έτσι η ανιδιοτέλεια καταρρίπτεται αφού, κατά τον Κόυνερ, η πατρότητα κάθε σκέψης είναι η επιθυμία.
Η διαλεκτική, ως τρόπος ζωής δεν είναι παρά η νομιμοποίηση της αντίθεσης, δηλαδή η εξ’ αρχής ανατροπή όλων των δεδομένων στο διαλεκτικό παιχνίδι θέση – αντίθεση – σύνθεση. Όμως ο Κόυνερ, ως βαθύς γνώστης της διαλεκτικής συντρίβει όλες τις ατομικότητες στα πλαίσια μιας αρμονίας, της συλλογικής αρμονίας, που καταργεί κάθε υστεροβουλία και κάθε συμφέρον. Γιατί ο Κόυνερ, απαλλαγμένος από δογματισμούς, διαπράττει την έσχατη υπέρβαση, που λειτουργεί ως μοναδική αλήθεια, απονέμει δικαιοσύνη. Τη δικαιοσύνη της προσωπικής του διαλεκτικής ηθικής. Γι’ αυτό προτρέπει την ηθοποιό να ξεζουμίσει τους πλούσιους που της κάνουν δώρα: «Πάρτους τα λεφτά τους! Τα δώρα που σου κάνουν δεν τα πλέρωσαν, τάκλεψαν! Πάρε τα κλοπιμαία απ’ αυτούς τους κακούς ανθρώπους για να μπορείς νάσαι μια καλή ηθοποιός!» Γι’ αυτό καταδικάζει κάθε μορφή εκμετάλλευσης. Γιατί η κατά Κόυνερ διαλεκτική είναι το ουσιαστικότερο όπλο απέναντι σε κάθε λογής ολοκληρωτική ακαμψία, αφού το απόλυτο μόνο ως πνευματική απονέκρωση μπορεί να ερμηνευτεί. Και η άρση του απόλυτου δεν είναι παρά η νέα οπτική προς τον άνθρωπο, δηλαδή η αποθέωση της επαναδιαπραγμάτευσης, που μόνο ως συμβιωτική συνθήκη αποκτά αξία. Και κάπως έτσι, ο Κόυνερ γνωρίζει «έναν οδηγό που ξέρει καλά τον κώδικα κυκλοφορίας, φρενάρει όταν πρέπει και ξέρει να χρησιμοποιεί τον κώδικα για το καλό του. Είναι μάστορης στο να πατάει γκάζι και μετά να κατεβαίνει πάλι σε μια κανονική ταχύτητα, να μην κουράζει τη μηχανή του αυτοκινήτου του κι έτσι κατορθώνει πάντα να πορεύεται προσεχτικά και τολμηρά ανάμεσα στα άλλα οχήματα. Ένας άλλος οδηγός που γνωρίζω χρησιμοποιεί μιαν άλλη μέθοδο. Περισσότερο από το δικό του αμάξι ενδιαφέρεται για ολάκερη την κυκλοφορία και θεωρεί τον εαυτό του ένα μικρό κομμάτι της. Δε νοιάζεται ούτε να χρησιμοποιήσει τα δικαιώματα που έχει ούτε και να προβάλει ιδιαίτερα τον εαυτό του. Οδηγεί πάντα στο ίδιο πνεύμα με τον οδηγό που πάει μπροστά του και μ’ εκείνον που έρχεται πίσω του και η μόνιμη ικανοποίησή του είναι να μπορούν να πορεύονται όλα τα αμάξια μαζί και οι πεζοί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου