Το τραγούδι έχει πολλές ιδιότητες που το καθιστούν επικίνδυνο. Είναι από τα πρώτα πράγματα που μπορεί ένα βρέφος να αντιληφθεί και από τα τελευταία που σβήνονται από τη δυνατότητα του ανθρώπου ακόμα κι αν έχει υποστεί βαρύ εγκεφαλικό. Ένα τραγούδι μπαίνει στη μνήμη μας και στο στόμα μας ακόμα κι αν δεν μας αρέσει ή δεν μας εκφράζει, γι’ αυτό και είναι τόσο διαδεδομένη η τεχνική της πλύσης εγκεφάλου όταν η αγορά θέλει να επιβάλει έναν άνθρωπο ή έναν τρόπο σκέψης, γι’ αυτό οι διαφημιστές χρησιμοποιούν κατά κόρον τραγούδια.
Το τραγούδι είναι ένα από τα στοιχεία που χτίζουν τον κοινό τόπο μεταξύ των ανθρώπων, αποτελεί σημείο αναφοράς, σμίγει παρέες και διευκολύνει την επικοινωνία - η εφηβεία του καθενός μας είναι ικανή απόδειξη για του λόγου το αληθές.
Όταν παραδεχόμαστε το Σαββόπουλο που λέει ότι στην Ελλάδα οι παρέες γράφουν ιστορία, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας και την άλλη όψη αυτού του νομίσματος, ότι η Ελλάδα είναι μια ατέλειωτη παράγκα. Εννιά στις δέκα φορές πάνω από κάποια μικρή ή μεγάλη παράγκα κυμματίζει μια σημαία κομματική. Όπως όλα τα πράγματα στη μεταπολίτευση, το τραγούδι – και δη το αναγνωρισμένο πολιτικό τραγούδι – ήταν μοιραίο να κομματικοποιηθεί. Στην κομματικοποίηση οφείλουμε ότι αυτό το κομμάτι της ιστορίας του τόπου διασώθηκε και δεν εξαφανίστηκε από τους νικητές εκείνης της σύγκρουσης, αλλά δυστυχώς διασώθηκε ως περιγραφή και όχι ως αίτημα ενεργό. Σε αυτό συμμετείχαν όλοι οι κρίκοι της αλυσίδας που δένει έναν δίσκο με τον αποδέκτη του, γιατί ήταν πολλοί αυτοί που μέτρησαν και μετρούν την πυραμίδα ενός κόμματος – τα «μέλη και τους φίλους», είναι κόσμιο να λέμε σήμερα – ως αγοραστική δύναμη, και ήταν πολλοί αυτοί που για να δώσουν βήμα ζητούσαν κομματική ταυτότητα. Ο Νικόλας Άσιμος είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο λόγος του, παρότι συγκροτημένος, καίριος και με εξαιρετική αίσθηση του επείγοντος, ήταν εξορισμένος από όλα τα στοιχειωδώς έως και σφιχτά οργανωμένα σύνολα, τολμώ να πω ακόμα και μετά θάνατον – γιατί το να λειαίνεις τις αιχμές και να τοποθετείς ένα πρόσωπο στο χώρο του γραφικού και του αλλοπρόσαλλου είναι μια άλλη μορφή αποκλεισμού.
Σήμερα όμως όλα επιτρέπονται. Μέχρι το πολύ πρόσφατο σοκ ζούσαμε στην εποχή του ό,τι νά ‘ναι. Και λίγο έως πολύ τα είδαμε και όλα. Ξέρω ότι δεν είναι πολλοί αυτοί που μοιράζονται την αντίληψη ότι το έργο πρέπει να είναι συνεκτικό με το βίο του καλλιτέχνη, αλλά εγώ αδυνατώ να καταλάβω πώς γίνεται να φορέσει κανείς τη μάσκα του επαναστάτη με ή χωρίς αιτία και να καλεί τους ακροατές του να πολιτικοποιηθούν μέσα από μονοπώλια, για να μην πω καρτέλ. Γιατί το πολιτικό τραγούδι αυτό καλείται να κάνει: να προκαλέσει την πολιτικοποίηση. Σε ένα γραπτό της Ulrike Meinhof βρήκα έναν ακριβή, νομίζω, ορισμό, για την πολιτικοποίηση. Πολιτικοποίηση σημαίνει να αποσαφηνιστούν οι σχέσεις εξουσίας, οι σχέσεις ιδιοκτησίας, οι σχέσεις βίας, γράφει η Meinhof το ’67.
Ο επιχειρησιακός βραχίονας της σύγχρονης εξουσίας είναι το θέαμα – το θέαμα συσκοτίζει το νου και εξοικειώνει τους ανθρώπους με το αδιανόητο. Επίσης αναπόδραστα εκμαυλίζει, διαφθείρει και τελικά προσεταιρίζεται αυτούς που ζουν μέσα του ή δίπλα του. Λένε ότι η αισθητική του σήμερα είναι η ηθική του αύριο, και η σημερινή ηθική – η απόλυτη θεοποίηση της επικερδούς ανοησίας – δικαιολογείται απόλυτα από τις δεκαετίες που μας έφεραν μέχρι εδώ. Η σοσιαλιστική πολιτική για τον πολιτισμό από το ’85 και μετά προετοίμασε το έδαφος για τη σημερινή αμηχανία απέναντι στη χούντα που εδώ και κάποιους μήνες ζούμε. Το πολιτικό τραγούδι σήμερα δεν μπορεί να αγγίξει τον επιτηδευμένα πολύπλοκο μηχανισμό της εξουσίας αν δεν χτυπήσει το θέαμα, αν δεν συγκρουστεί ευθέως και δεδηλωμένα με τη λογική του θεάματος, που δεν εισβάλει μόνο στον τρόπο παρουσίασης ενός έργου ή ενός καλλιτέχνη, προσβάλλει σαν ιός και το ίδιο το έργο από την ώρα της αποτύπωσης, αν όχι και της σύλληψής του. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πολιτικοί και οι εντεταλμένοι δημοσιογράφοι μιλούν απελπιστικά συχνά με όρους συναισθήματος, αποποιούμενοι ουσιαστικά την τεράστια ευθύνη των πράξεων και των επιλογών τους. Έχουμε εξοικειωθεί με αυτή τη θολή γλώσσα που εκθειάζει τον αυτισμό μέσα από χιλιάδες τραγούδια.
Ο Τάσος Λιγνάδης είχε πει κάπου ότι η πολιτιστική καταπίεση προετοιμάζει την πολιτική, κάτι που σήμερα εύκολα το αναγνωρίζουμε. Η χρονική σύμπτωση του συνθήματος «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα» με το σλόγκαν του σκυλάδικου «Γκρέμισ’ τα γκρέμισ’ τα όλα πια» προοικονομεί δεκάδες χιλιάδες κόσμο έξω απ’ τη Βουλή να φωνάζει «Κλέφτες, κλέφτες».
Οι πολυεθνικές ήταν μέχρι πρόσφατα παντοδύναμες στο χώρο της δισκογραφίας, και σταδιακά κατέλαβαν και το ραδιοφωνικό τοπίο. Έτσι σήμερα, αν θέλουμε να μιλήσουμε για τα απολυταρχικό καθεστώς που μας κυβερνά, καταφεύγουμε σε τραγούδια ηλικίας είκοσι έως και πενήντα χρόνων. Αυτό αποδεικνύει τόσο την παντοδυναμία του θεάματος όσο και την υποταγή των φορέων του πολιτισμού στο χρήμα και στην εκάστοτε καρέκλα.
Η επικινδυνότητα του τραγουδιού οφείλεται και σε μια άλλη ιδιότητά του. Το τραγούδι συγκροτεί τη μνήμη, τη συντηρεί και καθιστά εύκολη την πρόσβαση σε αυτήν. Μιλάω τόσο για την προσωπική όσο και για τη συλλογική μνήμη. Η σύγχρονη εξουσία μας θέλει χρυσόψαρα, θέλει διαδρομές βίου χωρίς συγκρότηση και άρα ανθρώπους ευκυβέρνητους, θέλει κοινωνίες χωρίς εσωτερική συνοχή και άρα εύκολους αντιπάλους για τους φανερούς και αφανείς μηχανισμούς καταστολής.
Το τραγούδι που σήμερα διατηρεί την επικινδυνότητά του, που είναι φορέας ανατρεπτικών ιδεών και ανατρεπτικών πράξεων, δε μιλάει πια τη γλώσσα του ΕΚΚΕ, ούτε την αργκό του μπάχαλου. Είναι αυτό που μποϊκοτάρει την εικόνα και τη λογική της, είναι αυτό που διαλύει ψηφίδα-ψηφίδα τους κατεστημένους μύθους και τις κατεστημένες ταυτότητες και ανοίγει το φάσμα επιλογής βίου, διεκδικώντας όχι την ανοχή και το δικαίωμα στο εναλλακτικό, αλλά έναν χώρο και ένα δίκαιο για τον άνθρωπο που δεν ζει κατ’ εικόνα και κατ’ ομοίωση του λογότυπου – που δεν προσπαθεί με νύχια και με δόντια να είναι πάντα νέος, εντυπωσιακός, μονοδιάστατος, ευέλικτος – στην οσφυϊκή χώρα, κατά κύριο λόγο – και πολλά υποσχόμενος. Θα πρέπει όμως να χτίσουμε από την αρχή με τα χέρια μας και τις δομές που θα μπορούν να το διαμεσολαβήσουν, γιατί οι υπάρχουσες είναι στην πλειονότητά τους αλωμένες.
Ο Walter Benjamin λέει ότι έργο της τέχνης είναι να δημιουργήσει μια ζήτηση που η εποχή δεν είναι ακόμα σε θέση να εκπληρώσει.
Αν λοιπόν η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, η τέχνη οφείλει να διευρύνει το πεδίο του εφικτού. Σήμερα, που τα υπάρχοντα εργαλεία χειραγώγησης έχουν γίνει ευανάγνωστα και εν πολλοίς αναποτελεσματικά, η ευκαιρία είναι μοναδική για τέτοιου είδους εγχειρήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου