Mpelalis Reviews

Mpelalis Reviews

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

66 χρόνια από το τέλος του Εμφυλίου

της Βασιλικής Λάζου 
 
(Ιστορικά της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας 7-9-2014)
 
Στις 30 Αυγούστου του 1949 στα πρωτοσέλιδα των αθηναϊκών εφημερίδων υπήρχε η είδηση πως το ύψωμα Κάμενικ στο Γράμμο, το τελευταίο προπύργιο του Δημοκρατικού Στρατού, καταλήφθηκε από τον Εθνικό Στρατό. Ήταν το στρατιωτικό τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, της σκληρότατης αυτής αναμέτρησης που είχε ξεκινήσει το 1946 και είχε στοιχίσει τη ζωή χιλιάδων Ελλήνων.
Η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει κάποιους μήνες νωρίτερα. Από τέλη Μαρτίου 1949 ο ΔΣΕ έπαψε να υπάρχει ως υπολογίσιμη δύναμη στην Πελοπόννησο. Την ίδια τύχη ακολούθησαν από τα μέσα Μαΐου 1949 οι δυνάμεις του στη Στερεά Ελλάδα παρά τις επιτυχίες τους στην Καρδίτσα και το Καρπενήσι. Ως το καλοκαίρι του 1949, ο κύριος όγκος του ΔΣΕ περιοριζόταν με μικρές εξαιρέσεις στις εστίες που αυτός κατείχε επί των βορειοδυτικών συνόρων της χώρας, στους ορεινούς όγκους του Βίτσι και του Γράμμου. Ελεύθερες από στατικά καθήκοντα φύλαξης και διατήρησης της τάξης και απαλλαγμένες από απειλές στα μετόπισθεν ή κινδύνους αντιπερισπασμών, όλες σχεδόν οι μονάδες εκστρατείας του Εθνικού Στρατού προσανατολίστηκαν προς αυτήν την κατεύθυνση για την πραγματοποίηση της τελικής φάσης του επιχειρησιακού σχεδίου με την κωδική ονομασία «ΠΥΡΣΟΣ»: την κατάληψη των ορεινών αυτών περιοχών, την καταστροφή των δυνάμεων του ΔΣΕ που τις κατείχε και το σφράγισμα των ελληνοαλβανικών συνόρων.
Το κύριο βάρος της επίθεσης ανέλαβε το Στρατηγείο Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας με δύναμη περίπου 200.000 ανδρών και ενισχυμένες μονάδες πυροβολικού, διαβιβάσεων και μηχανικού. Επρόκειτο για μία αξιόμαχη στρατιά η οποία διέθετε σε αφθονία πεδινό και ορεινό πυροβολικό, όλμους, τεθωρακισμένα και άρματα μάχης, ποσότητες εφοδίων και νέα όπλα, όπως ‘μπαζούκας’ και βόμβες ναπάλμ. Κυρίως, όμως, διέθετε κατ’ αποκλειστικότητα Αεροπορία με εκατό περίπου αεροπλάνα Spitfire και τα άρτι αφιχθέντα στην Ελλάδα βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως Helldiver .
Απέναντι σε αυτές τις δυνάμεις ο ΔΣΕ αντέταξε 15.000 μαχητές, άνδρες και γυναίκες, περιορισμένη δύναμη πυρός και πενιχρά πολεμικά μέσα. Αν και οι μονάδες του αντιμετώπιζαν προβλήματα συνοχής και ποιότητας και οι εφεδρείες ήταν σχεδόν ανύπαρκτες, το αξιόμαχο της δύναμής του διατηρούνταν χάρη στο ομοιογενές και πειθαρχημένο σώμα στελεχών, την ύπαρξη κάποιων επίλεκτων μονάδων πιο καλά στελεχωμένων και εξοπλισμένων, καθώς και την οργάνωση της διάταξης των μαχητών γύρω από ισχυρές βάσεις πυρός – πολυβολεία.
Οι αντίπαλες δυνάμεις ήταν εξαιρετικά άνισες μεταξύ τους, με συντριπτική την υπεροχή του Εθνικού Στρατού όχι μόνο σε έμψυχο υλικό, αλλά και στην ποσότητα και την ποιότητα του οπλισμού. Η στρατιωτική βοήθεια που έφτανε στο ΔΣΕ από τις γειτονικές Λαϊκές Δημοκρατίες ούτε κατ’ ελάχιστο δεν μπορούσε να συγκριθεί με την πλουσιοπάροχη αμερικανική βοήθεια προς τον Εθνικό Στρατό. Το γεγονός αυτό απέβη καθοριστικό για την έκβαση των επιχειρήσεων, πόσω μάλλον όταν οι δύο αντίπαλοι έμελλε να συγκρουσθούν όχι πια με τους όρους του ανταρτοπολέμου, αλλά σε τακτική αναμέτρηση.
Στις 24 Αυγούστου 1949 ο «ΠΥΡΣΟΣ Γ» βάζει φωτιά στις κορυφές του Γράμμου. «Λαμπαδιασμένος ο Γράμμος τραντάζεται από τις μαζικές εκρήξεις των ολοήμερων βομβαρδισμών. Μια απερίγραπτη γιγαντομαχία διεξάγεται. Τα τμήματά μας μάχονται σκληρά με αφάνταστο ηρωισμό και αυτοθυσία, με άνισους όρους, πολλές φορές κυκλωμένα και μεμονωμένα, μέσα σε μια λάβα φωτιάς και σίδερου. Δεν παραδίνονται, όμως, πολεμάνε, σπάζουν κλοιούς και συμπτύσσονται μέσα από τις εχθρικές δυνάμεις», γράφει ο Θανάσης Ανάγνου, διευθυντής τότε του 3ου Επιτελικού Γραφείου της 9ης μεραρχίας του ΔΣΕ.
Την επόμενη κιόλας ημέρα, ωστόσο, μία μεραρχία του Εθνικού Στρατού κατορθώνει να υπερκεράσει τη γραμμή άμυνας του ΔΣΕ, να εγκατασταθεί μεταξύ της συνοριακής γραμμής και των μονάδων του ΔΣΕ και να βρεθεί στα μετόπισθεν του αντάρτικου στρατού, όπου κατέλαβε την Πόρτα Οσμάν, κύριο σημείο εξόδου των μαχητών του ΔΣΕ προς την Αλβανία. Παρά τις δυσκολίες που προκαλούσαν το διακεκομμένο έδαφος, η ναρκοθέτηση του εδάφους και προβλήματα στην υποστήριξη του πυροβολικού και της αεροπορίας, ο Εθνικός Στρατός κατόρθωσε να καταλάβει την κορυφογραμμή του Γράμμου στις 28 Αυγούστου 1949.
Απέναντι στον κίνδυνο να αποκλειστεί και η μοναδική απομένουσα δίοδος Μπάρα, και οι δυνάμεις του ΔΣΕ να βρεθούν περικυκλωμένες, το Πολιτικό Γραφείο του KKE τις διέταξε να εκκενώσουν τον Γράμμο και να περάσουν στην Αλβανία. «Τη νύχτα της 29ης Αυγούστου 1949», γράφει ο Β. Μπαρτζιώτας, «με τη βοήθεια όλων των στελεχών του ΔΣΕ και ιδιαίτερα των μελών της ΚΕ του ΚΚΕ, περάσαμε στην Αλβανία, οργανωμένα, χωρίς ο κυβερνητικός στρατός να εξοντώσει ή να συλλάβει αιχμαλώτους έστω και ένα μικρό τμήμα του ΔΣΕ. Έπιασε μόνο μεμονωμένους μαχητές μας που ξεκόπηκαν από τις μονάδες τους κι έχασαν τον προσανατολισμό τους». Στην πολιτική προσφυγιά βρέθηκαν εκτός από τα τμήματα του ΔΣΕ και χιλιάδες πολίτες που υποστήριζαν τον αγώνα του (υπολογίζονται περίπου 56.000 άτομα), οι οποίοι κατανεμήθηκαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες.
Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος συνιστά μαζί με τη Μικρασιατική καταστροφή ένα από τα πιο τραυματικά επεισόδια της ελληνικής ιστορίας. Δεν αποτέλεσε απλά μια τρίχρονη στρατιωτική σύρραξη με βάση ένα προαποφασισμένο σχέδιο αλλά υπήρξε μια βαθύτατα πολιτική σύγκρουση με ολοκληρωτικό χαρακτήρα ανάμεσα σε αντιτιθέμενα κοινωνικά και ταξικά συμφέροντα. Απόρροια των πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών της Κατοχής συνιστά το πρώτο ‘θερμό επεισόδιο του ψυχρού πολέμου’ με το δίπολο φασισμός – αντιφασισμός να μετασχηματίζεται στο πλαίσιο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης στην αντίθεση κομμουνισμός – αντικομμουνισμός.
Αν και στρατιωτικά μπορούμε να ερμηνεύσουμε την έκβαση της αναμέτρησης βασισμένοι στον δραματικά αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος του Δημοκρατικού Στρατού, η απάντηση στο ερώτημα γιατί νίκησε ο Εθνικός Στρατός και χάθηκε ο πόλεμος για το ΔΣΕ δεν είναι τόσο αυτονόητη. Οι ερμηνείες που έχουν δοθεί είναι πολλαπλές και συχνά αντικρουόμενες και αποδίδουν τα αίτια της ήττας τόσο σε εσωτερικούς όσο και εξωτερικούς παράγοντες. Στην 6η Ολομέλεια που συγκάλεσε η ηγεσία του ΚΚΕ στις 9 Οκτωβρίου 1949 για να εκτιμήσει τις αιτίες της «υποχώρησης» και να θέσει τα νέα καθήκοντα ενόψει της κατάστασης που είχε διαμορφωθεί τα αίτια αποδόθηκαν στην αδυναμία επίλυσης του ζητήματος των εφεδρειών και του ανεφοδιασμού, ιδιαιτέρα στα τμήματα του ΔΣΕ της Νότιας Ελλάδας, στη βοήθεια των Βρετανών και των Αμερικανών και στην «προδοσία του Τίτο». Στις ολομέλειες και συνδιασκέψεις το κόμματος που ακολούθησαν κυριάρχησε η άποψη του Ζαχαριάδη, για την ορθότητα της θέσης της καθοδήγησης αλλά την κακή της υλοποίηση, και το σύνθημα «με το όπλο παρά πόδα»: η ήττα ήταν προσωρινή, η υποχώρηση του ΔΣΕ ένας τακτικός ελιγμός ενώ επίκειται νέος γύρος ένοπλης πάλης.
Κρίνοντας εκ των υστέρων, η καθυστερημένη απόφαση της ηγεσίας του ΚΚΕ για ένοπλη μορφή πάλης, παρά την ύπαρξη ομάδων ένοπλων καταδιωκόμενων στα ορεινά, είχε ως αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος στην ανάπτυξη του ΔΣΕ ενώ έδωσε τη δυνατότητα στον Εθνικό Στρατό να οργανωθεί και να ενισχυθεί με την βρετανική και την αμερικανική υποστήριξη. Το πρόβλημα των εφεδρειών επιτάθηκε με την αναγκαστική μετακίνηση 700.000 ανθρώπων από τα ορεινά στις πόλεις γεγονός που στέρησε το ΔΣΕ από πηγές εφοδιασμού και πληροφόρησης. Η μερική εγκατάλειψη της αντάρτικης τακτικής και η ρήξη Τίτο-Στάλιν συνέτεινε στο να χάσει ο ΔΣΕ το μηχανισμό στήριξης και ενότητας των δυνάμεών του ενώ το κλείσιμο των συνόρων, δυο μήνες πριν την κατάρρευση, απλώς επιτάχυνε το αναπόφευκτο.
Αν και στρατιωτικά η έκβαση του πολέμου κρίθηκε στις κορυφές του Γράμμου τον Αύγουστο 1949, ο Εμφύλιος και το πνεύμα του εξακολούθησαν να βρίσκονται στο προσκήνιο για ένα τέταρτο του αιώνα ακόμη. Η συνέχιση, αν και σε μικρότερη κλίμακα, των εκτελέσεων, η ύπαρξη χιλιάδων πολιτικών κρατουμένων και στρατοπέδων συγκέντρωσης όπως η Μακρόνησος, οι καθημερινές διώξεις, η αστυνομική επιτήρηση, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και η ύπαρξη και δράση του παρακράτους μαρτυρούν ένα μετεμφυλιακό κράτος σε μόνιμη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, όπου η καταδίωξη κάθε κομμουνιστικής δραστηριότητας, έννοια με αρκετά διασταλτικό χαρακτήρα, ρύθμιζε την πολιτική και κοινωνική ζωή.
Η άρση των κληροδοτημάτων του Εμφυλίου ήρθε το 1974 και επισήμως μόλις το 1989. Η «εθνοενωτική αφήγηση» της δεκαετίας του 1980 μέσω της υπέρβασης των αντιθέσεων που γέννησε ο εμφύλιος πόλεμος, η έκρηξη του επιστημονικού και δημόσιου ενδιαφέροντος τις επόμενες δεκαετίες και η εν εξελίξει προσπάθεια αναθεώρησης της ιστορίας με την επαναφορά ψυχροπολεμικών επιχειρημάτων καταδεικνύουν ότι ο Εμφύλιος Πόλεμος και τα πολιτικά του διακυβεύματα κάθε άλλο παρά στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας πέρασαν.
————————————————————————————————————————

Τα διδάγματα του Εμφυλίου

 
Πυροβολικό του κυβερνητικού
στρατου στο Γράμμο
Τη νύχτα της 29ης προς 30 Αυγούστου 1949, με την πτώση και του υψώματος Κάμενικ στο Γράμμο, τελειώνει ουσιαστικά ο εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος κόστισε στην Ελλάδα τεράστιες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό, ανυπολόγιστες καταστροφές και οικονομική καθίζηση. Συνέπειες τις οποίες ακόμη δυστυχώς εξακολουθεί να πληρώνει η χώρα, μισό ακριβώς αιώνα από τον τερματισμό του αδελφοκτόνου αλληλοσπαραγμού.
Αναφερόμαστε στην τραγική αυτή επέτειο, με το αφιέρωμα που παρουσιάζουμε στη συνέχεια, όχι γιατί ενδεχομένως θέλουμε να ξύσουμε πληγές, ή να ανασκαλέψουμε τις φριχτές μνήμες του εμφυλίου που πολλοί ακόμη συμπατριώτες μας διατηρούν. Αλλά διότι πιστεύουμε ακράδαντα ότι πρέπει να διδασκόμαστε από τα λάθη του παρελθόντος, προκειμένου να μην τα επαναλαμβάνουμε στο μέλλον. Και ολόκληρος ο εμφύλιος πόλεμος, ήταν δυστυχώς ένα ολόκληρο κομπολόϊ λαθών, που διαπράχθηκαν από όλες τις πολιτικές παρατάξεις, με συνέπεια να φτάσουμε στην ένοπλη εμφύλια αναμέτρηση.
Σίγουρα θα ήταν διαφορετική σήμερα η κατάσταση της χώρας, αν δεν μεσολαβούσε ο απαίσιος αυτός πόλεμος, άλλη η εξέλιξη και σε άλλα, υψηλότερα επίπεδα η θέση μας στη διεθνή σκηνή. Και τώρα, τους στόχους που τρέχουμε να επιτύχουμε, προκειμένου να συμπεριληφθούμε στην ευρωπαϊκή οικογένεια αλλά και να αναδείξουμε τον ηγετικό μας ρόλο στα Βαλκάνια, την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και τη ζώνη της Μαύρης Θάλασσας, θα τους είχαμε κατακτήσει προ πολλού, εξασφαλίζοντας την οικονομική ευρωστία της Ελλάδας και κατά συνέπεια, την ευημερία του ελληνικού λαού.
Ας μην ψάξουμε να βρούμε ποιος έφταιξε για εκείνο τον αλληλοσπαραγμό. Γιατί πιστεύουμε, ότι το φταίξιμο δεν ήταν μόνο μιας παράταξης, αλλά συρροή λαθών και παγίδων στις οποίες έσπρωξαν τη χώρα οι υψηλοί μας «προστάτες» ή εκείνοι που παραφουσκώνοντας κάποιες δυνάμεις με όνειρα και ελπίδες, τις εγκατέλειψαν στη συνέχεια αβοήθητες.
Ο πρώην Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ Γρηγόρης Φαράκος δηλώνει ότι «είναι δύσκολο και δεν έχει νόημα να απαντήσει κανείς αν ο εμφύλιος πόλεμος μπορούσε να αποφευχθεί», προσθέτοντας: «Ένα είναι ναι βέβαιο, έπρεπε με κάθε θυσία να αποφευχθεί».
Ο κ. Φαράκος σημειώνει με έμφαση ότι η κατάληψη της εξουσίας με ένοπλο αγώνα, ούτε σωστή, ούτε δυνατή ήταν, προσθέτοντας ότι «η δημοκρατική εξέλιξη, που γενικά τη διακήρυσσε η ηγεσία του κινήματος, έπρεπε να θεωρείται ως η μοναδική, μόνιμη κατεύθυνση».
O Πάνος Δημητρίου, από τα ιστορικά στελέχη του ΚΚΕ, θεωρεί ότι με την στάση της, από τα Δεκεμβριανά και μετά, «η ηγεσία του ΚΚΕ έπεσε στην παγίδα». Κριτικάρει έντονα τη στάση των Σοβιετικών στα γεγονότα εκείνα, ενώ κάνει εκτενή αναφορά στη διολίσθηση προς τον εμφύλιο πόλεμο, που προκλήθηκε «όταν η άκρα δεξιά και οι Αγγλοι, άδραξαν την ευκαιρία που τους δινόταν από τα λάθη και τις ανεύθυνες ενέργειες της ηγεσίας του ΚΚΕ και κυρίως από τη μεγαλομανία και τον κομπλεξικό χαρακτήρα του Ν. Ζαχαριάδη».
Toν περασμένο Μάρτιο, ο επίτιμος Πρόεδρος του ΚΚΕ Χαρίλαος Φλωράκης, σε συνέντευξή του που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», διατύπωσε.την εκτίμηση ότι το ΚΚΕ οδηγήθηκε υποχρεωτικά στον εμφύλιο πόλεμο, γιατί δεν είχε άλλη διέξοδο και αφού είχε εξαντληθεί κάθε δυνατότητα ειρηνικής επίλυσης του εσωτερικού προβλήματος της χώρας. Σε παρατήρηση εάν ήταν τραγικό λάθος ο εμφύλιος πόλεμος, ο κ. Φλωράκης απάντησε: «Η αλήθεια είναι εκ διαμέτρου διαφορετική. Στον εμφύλιο το ΚΚΕ εξωθήθηκε. Για το ΚΚΕ ο Εμφύλιος ήταν υποχρεωτικός. Πήγαμε σ’ αυτόν, γιατί δεν είχαμε άλλη διέξοδο. Πήγαμε σ’ αυτόν, αφού είχε εξαντληθεί κάθε δυνατότητα ειρηνικής επίλυσης, έστω και σε βάρος μας, του εσωτερικού προβλήματος της χώρας. Ο αντίπαλος δεν ήθελε την ειρήνη και την ομαλότητα. Ήθελε την υποδούλωση του λαού και την εξόντωσή μας».
Παρουσιάζει επίσης ενδιαφέρον η άποψη του γνωστού Γερμανού ιστορικού Heinz Richter, ο οποίος επιρρίπτει μεγάλο μέρος της ευθύνης στον τότε Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ Νίκο Ζαχαριάδη για την απόφαση να συρθεί το κόμμα στον εμφύλιο, ενώ θεωρεί ότι η βάση αυτού του λάθους, βρίσκεται στην απόφαση για αποχή από τις εκλογές του 1946.
Αντίθετες είναι οι απόψεις του Σουηδού καθηγητή Ole L. Smith ο οποίος παρατηρεί ότι «η κριτική που στράφηκε ενάντια στον Ζαχαριάδη και στην πολιτική του, κατά την περίοδο αυτή, βασίζεται ξεκάθαρα σε γνώση εκ των υστέρων. Παραβλέπει ότι για το ΚΚΕ ο παράγοντας που είχε σημασία ήταν να αποτρέψει τον εμφύλιο πόλεμο χωρίς να εξοντωθεί από φυσική άποψη. Από τη στιγμή που το ΚΚΕ άρχισε να χάνει τον πόλεμο και τελικά, όταν είχε χάσει τη μάχη ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, ήταν πολύ εύκολο να επικριθεί ότι έμοιαζε, από μια μεταγενέστερη προοπτική, με δισταγμό και αναποφασιστικότητα». Στο αφιέρωμα που ακολουθεί, μπορεί ο αναγνώστης να παρακολουθήσει την εξέλιξη των σημαντικότερων γεγονότων του εμφυλίου πολέμου, τις επιπτώσεις του, να ενημερωθεί για την κυβερνητική αστάθεια εκείνης της περιόδου, την επίθεση των ανταρτών κατά της Θεσσαλονίκης, τα τρία μεγάλα πολιτικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν, αλλά και το ρόλο των ξένων στον εμφύλιο.

Τα θύματα και το μέγεθος των καταστροφών


Ο αριθμός των θυμάτων του εμφυλίου πολέμου, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, έφτασε στα 154.000 άτομα. Οι απώλειες του κυβερνητικού στρατού, όπως αναφέρονται στις στατιστικές του Γενικού Επιτελείου Στρατού, έφτασαν στις 15.969 νεκρούς, τις 37.557 τραυματίες και τις 2.001 αγνοούμενους, δηλαδή συνολικά 55.527 άνδρες. Οι απώλειες των ανταρτών του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας» ήταν 38.839 νεκροί, τραυματίες και αγνοούμενοι και 20.128 αιχμάλωτοι.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, καταστράφηκαν 47.000 κατοικίες, 240 βιομηχανικές επιχειρήσεις και νοσοκομεία, 930 γέφυρες, 1.650 σχολεία. Εξοντώθηκαν 1.500.000 ζώα.
Μία άλλη επίπτωση, ήταν ο εξαιρετικά μεγάλος αριθμός των προσφύγων, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τα χωριά τους για να μην βρεθούν στο επίκεντρο των μαχών κυβερνητικού στρατού-ανταρτών, είτε πάλι επειδή εξαναγκάστηκαν, στη διάρκεια των μεγάλων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του εθνικού στρατού, ώστε να αποκοπεί κάθε δυνατότητα εφοδιασμού των ανταρτικών τμημάτων. Σύμφωνα με ένα «Μνημόνιο για το ελληνικό προσφυγικό πρόβλημα», που εστάλη στις 8 Οκτωβρίου 1949 προς το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, ο πρωθυπουργός Π. Τσαλδάρης δήλωνε πως ο αριθμός των προσφύγων του εμφυλίου πολέμου ανέρχονταν σε 684.607 άτομα, από αυτά 166.000 πρόσφυγες είχαν επαναπατρισθεί και ότι άλλοι 225.000 θα επαναπατρίζονταν σύντομα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η απογραφή του 1951, εμφάνισε ουσιαστικά στάσιμο τον πληθυσμό της χώρας έναντι της προηγούμενης απογραφής του 1940, ενώ η μείωση σε αρκετούς νομούς ήταν συγκλονιστική, όπως στην Ευρυτανία (-25,8%), Καστοριά (-28%), Φλώρινα (-22%), Φωκίδα (-19,64%), Δράμα (-17%), Κιλκίς (-12%), Κοζάνης (-7%, με μεγαλύτερη μείωση στην επαρχία Γρεβενών -20%, Εορδαίας -17%, Βοίου -12%) κλπ.
Μία από τις οδυνηρές συνέπειες του εμφυλίου πολέμου, ήταν η δημιουργία ενός μεγάλου αριθμού πολιτικών προσφύγων. Στην αναγκαστική εξορία βρέθηκαν για πολλά χρόνια περισσότερα από 57.000 άτομα. Από αυτούς, περίπου 17.000 εγκαταστάθηκαν στην πρώην Σοβιετική Ενωση, κυρίως στην Τασκένδη και σε άλλες πόλεις του Ουζμπεκιστάν. Στην Τσεχοσλοβακία αρχικά εγκαταστάθηκαν 13.000 έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες, στη Ρουμανία 9.300, στην Ουγγαρία 7.500 και οι υπόλοιποι στη Βουλγαρία και στη Γιουγκοσλαβία. Ο μεγαλύτερος αριθμός των πολιτικών προσφύγων επέστρεψε στην Ελλάδα από την αναγκαστική προσφυγιά μετά το 1982, όταν η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου αναγνώρισε την Εθνική Αντίσταση.
Τέλος, να αναφέρουμε τις σοβαρές επιπτώσεις του εμφυλίου στην αγροτική παραγωγή και την κτηνοτροφία. Η παραγωγή σιτηρών είχε πέσει το 1946 σε επίπεδο μόλις ανώτερο από τους αριθμούς της μέσης παραγωγής του 1936-38 (389.263 τόνοι), όμως το 1947, όταν το πρόβλημα των εκτοπισμένων και των προσφύγων συνοδεύτηκε από ξηρασία, η μείωση ήταν περίπου 50%. Επίσης, η παραγωγή καπνού μειώθηκε το 1946 κατά 46%, ενώ ο αριθμός των μεγάλων ζώων είχε μειωθεί το 1946 έως 50% και αναμενόταν να μειωθεί και άλλο κατά το 1948. Πρέπει δε να αναφερθεί ότι το 1950, ένα χρόνο μετά τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου, η περιοχή Γρεβενών είχε μόνο το 30% των κοπαδιών που διέθετε, σε σύγκριση με την προπολεμική περίοδο.
 

Χρονικό των γεγονότων του Εμφυλίου


Μετά τα «Δεκεμβριανά» της Αθήνας και τις επί 33 ημέρες συγκρούσεις μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων που συνεπικουρούνταν από ισχυρότατες βρετανικές δυνάμεις υπό τον στρατηγό Σκόμπυ και των δυνάμεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΚΚΕ, που οδήγησαν στην ήττα των τελευταίων, υπογράφεται, στις 12 Φεβρουαρίου 1945 η «Συμφωνία της Βάρκιζας», η οποία προέβλεπε τον αφοπλισμό των ανταρτικών δυνάμεων αλλά και την εξασφάλιση της ελεύθερης εκδήλωσης των πολιτικών φρονημάτων όλων των πολιτών.
Στις 10 Δεκεμβρίου 1945 ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κ. Ρέντης, ανακοίνωσε, ότι ως τότε διώχτηκαν 80.000 άτομα του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, για κατοχικά αδικήματα, από τα οποία 40.000 βρίσκονταν στις φυλακές, ως υπόδικοι ή κατάδικοι, ενώ υπήρχαν άλλες 48.000 δικογραφίες.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, ο απολογισμός της τρομοκρατίας, που είχε εξαπολυθεί τον πρώτο χρόνο μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, ήταν 1.192 νεκροί, 6.413 τρομοκρατικές ενέργειες, 70.000 συλληφθέντες, 165 βιασμοί γυναικών, 6.567 ληστείες, 572 επιδρομές σε τυπογραφεία κ.α.
 
1946
12 Φεβρουαρίου: Πραγματοποιείται η 2η Ολομέλεια του ΚΚΕ που αποφασίζει την αποχή από τις εκλογές και προσανατολίζει τις δυνάμεις του κόμματος προς την ένοπλη δράση. Αργότερα, ασκήθηκε στις γραμμές του κόμματος έντονη κριτική για τη στάση αυτή, με το αιτιολογικό ότι ενώ υπήρξε ένας τέτοιος προσανατολισμός, η ηγεσία του ΚΚΕ δεν επεξεργάστηκε ένα συγκεκριμένο σχέδιο για τον ένοπλο αγώνα, ώστε αυτός να αναπτυχθεί την περίοδο 1946-1947, όταν ακόμη ήταν αδύνατος και εξασθενημένος ο κρατικός μηχανισμός και οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας.
31 Μαρτίου: Πραγματοποιούνται οι πρώτες μετά την απελευθέρωση βουλευτικές εκλογές και το ΚΚΕ καλεί τους οπαδούς του σε αποχή. Στις εκλογές πρώτο έρχεται το Λαϊκό Κόμμα του Στ. Γονατά που παίρνει 609.000 ψήφους και 205 έδρες, η ΕΠΕ (Σ. Βενιζέλος, Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλος) πήρε 213.000 ψήφους και 68 έδρες, το Κόμμα των Φιλελευθέρων του Θεμ. Σοφούλη 200.000 ψήφους και 48 έδρες και το Εθνικό Κόμμα του Ν. Ζέρβα 65.000 ψήφους και 20 έδρες. Αμέσως μετά τις εκλογές κορυφώνεται η δράση των ακροδεξιών παρακρατικών συμμοριών κυρίως στην ύπαιθρο και μέχρι τις 4 Μαϊου 1946 είχαν σημειωθεί 116 φόνοι, 31 τραυματισμοί, 114 βασανισμοί, 4 εμπρησμοί, 7 καταστροφές γραφείων.
Ανοιξη του 1946: Κάνουν την εμφάνισή τους ομάδες ενόπλων στα Πιέρια, το Βόϊο, τα Χάσια, τον Ολυμπο, την Ηπειρο και τη Ρούμελη. Το ΚΚΕ ισχυρίζεται πως πρόκειται για «καταδιωκόμενους αγωνιστές». Την ημέρα των εκλογών, ένοπλοι κομμουνιστές χτυπούν τον Σταθμό Χωροφυλακής στο Λιτόχωρο, ενώ στις 5 Ιουνίου ανταρτικές ομάδες ενεργούν επίθεση κατά λόχου του στρατού, που έδρευε στην Ποντοκερασιά Κιλκίς και τον διαλύουν.
Μέσα Απριλίου 1946: Ο Γεν. Γραμματέας του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδης επισκέπτεται τον Γκ. Δημητρόφ στη Σόφια και όπως προκύπτει από έκθεση που στέλνει ο τελευταίος στη σοβιετική ηγεσία στις 26/4/1946, ζητά τη δημιουργία σε Γιουγκοσλαβία, Αλβανία και Βουλγαρία κέντρων εκπαίδευσης 8.000 στελεχών, αξιωματικών και μαχητών, ενίσχυση με πολεμικό υλικό μέσω Γιουγκοσλαβίας των δυνάμεων του ΚΚΕ, οργάνωση στα μεγάλα κέντρα των βαλκανικών χωρών και των χωρών της Ευρώπης κέντρων πληροφόρησης και βοήθειας για την Ελλάδα και τέλος να δοθεί βοήθεια σε εκδοτικά μέσα στο ΚΚΕ, με την αποστολή τυπογραφικών μηχανών και χαρτιού.
27 Νοεμβρίου: Οι αιφνιδιαστικές επιθέσεις των ανταρτικών ομάδων, προκαλούν μεγάλη ανησυχία στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Ο στρατηγός Κ. Βεντήρης, σε μία αναφορά του προς το Γενικό Επιτελείο, έγραφε πως «αγόμεθα μοιραίως προς δύσκολον θέσιν», για να προσθέσει ότι «κάθε ημέρα παρερχομένη, φέρει κατά εν βήμα πλησιέστερον τον κίνδυνον…». Στο ίδιο πνεύμα κυμαίνονταν και η επισήμανση του στρατηγού Δ. Ζαφειρόπουλου ότι «η πρωτοβουλία έχει περιέλθει εις τους συμμορίτας».
17 Ιουνίου: Ψηφίστηκε στη Βουλή το περιβόητο Γ` Ψήφισμα «Περί εκτάκτων μέτρων», που προέβλεπε την ποινή του θανάτου «κατά των επιβουλευομένων την δημοσίαν τάξιν και την ακεραιότητα του κράτους».
1η Ιουλίου: Τέθηκαν σε λειτουργία τα πρώτα 11 έκτακτα στρατοδικεία στη Θεσσαλονίκη, στα Γιαννιτσά, στο Κιλκίς, στις Σέρρες, στη Δράμα, στην Ξάνθη, στην Αλεξανδρούπολη, στα Γιάννινα, στην Κοζάνη, στη Λάρισα και τη Φλώρινα. Στις 16 του ίδιου μήνα, στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης έγιναν οι δύο πρώτες εκτελέσεις, ενώ στις 26 Ιουλίου εκτελέστηκαν στα Γιαννιτσά 6 καταδικασμένοι σε θάνατο. Ανάμεσά τους και η νεαρή δασκάλα Ειρήνη Γκίνη, που ήταν η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε από στρατοδικείο, από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.
13 προς 14 Αυγούστου: Ακροδεξιοί συμμορίτες δολοφονούν στη Θεσσαλία μετά από βασανιστήρια τον γνωστό δημοσιογράφο Κώστα Βιδάλη, απεσταλμένο του «Ριζοσπάστη».
1η Σεπτεμβρίου: Δημοψήφισμα για την επιστροφή της μοναρχίας. Καθώς οι εκλογές διεξάγονται κάτω από ανώμαλες συνθήκες και μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας, το αποτέλεσμα είναι 68,3% υπέρ της βασιλείας. Ετσι, ο Γεώργιος Γλύξμπουργκ επέστρεψε στην Ελλάδα στις 26 Σεπτεμβρίου1946.
 
1947
Ο Μάρκος Βαφειάδης
12 Μαρτίου: Εξαγγέλεται το γνωστό «Δόγμα Τρούμαν» για την Ελλάδα, με το οποίο σηματοδοτούνταν η αποχώρηση των βρετανικών δυνάμεων από την Ελλάδα, η ένταξή της στην αμερικανική σφαίρα επιρροής και η έναρξη της αμερικανικής στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας προς τη χώρα. Η ανακοίνωση του δόγματος αυτού, προήλθε μετά από επίσημο αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης προς τις ΗΠΑ.
20 Μαρτίου: Δολοφονείται στη Θεσσαλονίκη το κορυφαίο στέλεχος του ΚΚΕ Γιάννης Ζέβγος, αναπληρωματικό μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ και ηγετικό στέλεχος του ΕΑΜ, υπουργός Γεωργίας στην πρώτη μεταπελευθερωτικήκυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας».
20 Μαρτίου: Αρχίζουν οι πρώτες μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού κατά των ανταρτών στη Ρούμελη, στην Πίνδο, στον Ολυμπο και την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Την περίοδο εκείνη οι ένοπλες δυνάμεις διέθεταν 183.500 άνδρες (στρατός 120.000, χωροφυλακή 30.000, αεροπορία 5.500, ναυτικό 13.000 και αστυνομία πόλεων 8.000), ενώ ο ΔΣΕ («Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας») 20.000 αντάρτες.
27 Ιουνίου: Το ΚΚΕ ανακοινώνει στο Στρασβούργο, στο συνέδριο του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, τη δημιουργία «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης» στα βουνά. Ο σχηματισμός της ΠΔΚ θα γίνει τελικά παραμονή των Χριστουγέννων με «πρωθυπουργό» το Μάρκο Βαφειάδη.
23 Αυγούστου: Παραιτήθηκε η κυβέρνηση Μάξιμου και στις 7 Σεπτεμβρίου ορκίστηκε νέα κυβέρνηση υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη. Πρώτη της ενέργεια η αναστολή των εκτελέσεων για ένα μήνα και η χορήγηση αμνηστείας σε περίπτωση που οι αντάρτες κατέθεταν τα όπλα. Το ΚΚΕ αρνείται.
12-15 Σεπτεμβρίου: Η 3η Ολομέλεια του ΚΚΕ ενέκρινε το στρατιωτικό σχέδιο «Λίμνες» που προέβλεπε την κατάληψη του υψιπέδου της Κοζάνης και της Δυτικής Ηπείρου καθώς και την εξαπόλυση επιθέσεων εναντίον μεγάλων πόλεων
17 Οκτωβρίου: Η κυβέρνηση απαγόρευσε τη συνέχιση έκδοσης των αριστερών εφημερίδων και προγραμμάτισε νέες επιχειρήσεις κατά των ανταρτών.
25 Δεκεμβρίου: Οι αντάρτες προσπαθούν να καταλάβουν την Κόνιτσα, εγκαταλείπουν όμως τις προσπάθειες όταν στις 31 Δεκεμβρίου καταφθάνουν κυβερνητικές ενισχύσεις και αεροπορία.
 
1948
8 Ιανουαρίου: Η κυβέρνηση Σοφούλη απαντά στο σχηματισμό της «κυβέρνησης των βουνών», θέτοντας το ΚΚΕ και το ΕΑΜ εκτός νόμου και ψηφίζει το νόμο 509 «περί μέτρων ασφαλείας του κράτους».
9 και 10 Φεβρουαρίου: Ανταρτική δύναμη με επικεφαλής τον Νίκο Τριανταφύλλου έφτασε κρυφά σε απόσταση 8 χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη και έριξε στην πόλη δεκάδες βλήματα πυροβολικού, προκαλώντας πανικό και σύγχυση στις αρχές και στους κατοίκους.
Ο στρατηγός Βαν Φλητ
24 Φεβρουαρίου: Φτάνει στην Αθήνα ο στρατηγός Βαν Φλητ, διοικητής της Αμερικανικής Στρατιωτικής Συμβουλευτικής και Προγραμματικής Ομάδας, για να βοηθήσει τις κυβερνητικές δυνάμεις στη συντριβή των ανταρτών.
2 Μαρτίου: Αρχίζουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού από τη Μουργκάνα της Ηπείρου, χωρίς όμως επιτυχία, ενώ ανάλογη τύχη είχε και το σχέδιο «Χαραυγή» για το ξεκαθάρισμα των ανταρτών από τη Στερεά και στη συνέχεια το χτύπημά τους στο Γράμμο, όπου βρισκόταν οι κύριες δυνάμεις του ΔΣΕ και η έδρα της ΠΔΚ.
1η Μαίου: Δολοφονήθηκε στην Αθήνα, την ώρα που έβγαινε από την εκκλησία του Αγίου Καρύτση, ο υπουργός Δικαιοσύνης Χρήστος Λαδάς. Από τους περαστικούς, συνελήφθη ο ηλικίας 22 χρόνων Ευστράτιος Μουτσογιάννης, ο οποίος φορώντας παραπλανητικά στολή σμηνίτη, έριξε χειροβομβίδα και τραυμάτισε θανάσιμα τον υπουργό.
14 Ιουνίου – 21 Αυγούστου: Διεξάγονται σκληρές μάχες στη Βόρεια Πίνδο, σε εφαρμογή του σχεδίου «Κορωνίς». Ο στρατός είχε σοβαρές απώλειες, ενώ οι αντάρτες ελίσσονται προς το Βίτσι.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου εξαπολύεται νέα επίθεση κατά των ανταρτικών δυνάμεων στο χώρο Μάλι Μάδι του Βιτσίου, που επιφέρουν όμως σοβαρές απώλειες στο στρατό σε νεκρούς, τραυματίες και
Ο Στρατηγός Θ. Τσακαλώτος.
19 Δεκεμβρίου: Τίθεται σε εφαρμογή το σχέδιο «Περιστερά» για την εκκαθάριση της Πελοποννήσου. Στην εκστρατεία παίρνουν μέρος 44.000 άνδρες του στρατού υπό τον στρατηγό Τσακαλώτο.
Τέλη Δεκεμβρίου-αρχές Ιανουαρίου: Τμήματα των ανταρτών χτύπησαν τη Νάουσα και την κατέλαβαν για μερικές ώρες.αιχμαλώτους.
Δεκέμβριος: Εκδηλώνεται σύγκρουση μεταξύ Ζαχαριάδη-Βαφειάδη και το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ κατηγορώντας το στρατηγό Μάρκο για «αντικομματική, φραξιονιστική δραστηριότητα», τον καθαιρεί από πρωθυπουργό της ΠΔΚ και αρχηγό του ΔΣΕ, και τον διαγράφει από το κόμμα.

 
1949
21 Ιανουαρίου: Οι δυνάμεις της 1ης Μεραρχίας του ΔΣΕ με διοικητή το Χαρίλαο Φλωράκη (καπετάν Γιώτη) και της 2ης Μεραρχίας με διοικητή τον Γιάννη Αλεξάνδρου (καπετάν Διαμαντή), κατέλαβαν το Καρπενήσι.
Δεύτερο δεκαήμερο Ιανουαρίου 1949: Σχηματίζεται στην Αθήνα νέα κυβέρνηση Σοφούλη, με την είσοδο σε αυτή των σημαντικότερων πολιτικών προσωπικοτήτων, όπως των Κ. Τσαλδάρη, Σ. Βενιζέλου, Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλου, Σ. Μαρκεζίνη, Κ. Καραμανλή, Στ. Στεφανόπουλου, Κ. Τσάτσου, Ευ. Αβέρωφ κ.α.
12 Φεβρουαρίου: Εκδηλώνεται επίθεση για την κατάληψη της Φλώρινας, που λήγει με πλήρη αποτυχία και σοβαρές απώλειες των ανταρτικών δυνάμεων.
2 Απριλίου: Ο επιθετικός ελιγμός των ανταρτών στη Βόρεια Πίνδο σημειώνει επιτυχία και οδηγεί στην ανακατάληψη του Γράμμου.
3 Απριλίου: Ανασχηματίζεται η ΠΔΚ και «πρωθυπουργός» αναλαμβάνει ο Δ. Παρτσαλίδης.
1η Μαίου: Αρχίζουν ευρείας έκτασης εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Ρούμελη και μετά τη διάλυση των ανταρτικών τμημάτων, ο κύριος όγκος των δυνάμεων του στρατού στρέφεται προς τα Αγραφα, ενώ το Γ΄Σώμα Στρατού ξεκαθαρίζει την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.Mετά από αυτό, το μεγαλύτερο μέρος των στρατιωτικών δυνάμεων συγκεντρώνεται στο Βίτσι, όπου διασπώνται οι γραμμές αντίστασης του ΔΣΕ και καταλαμβάνεται το ύψωμα Λέσιτς.
25 Αυγούστου: Στις 5.30 το πρωί, ο στρατός άρχισε την τελική επίθεση στο Γράμμο. Η αντίσταση των ανταρτών υπήρξε σκληρή αλλά μάταιη.
26 Αυγούστου: Η IX μεραρχία υπερκέρασε τη γραμμή άμυνας των ανταρτών και εισχώρησε στα μετόπισθεν κατά μήκος των αλβανικών συνόρων.
28 Αυγούστου: Αρχίζει η σύμπτυξη των ανταρτικών δυνάμεών και η υποχώρησή τους προς την Αλβανία.
29 προς 30 Αυγούστου: Με την πτώση και του υψώματος Κάμενικ τελειώνει ουσιαστικά ο Εμφύλιος Πόλεμος.
 

Ο ρόλος των ξένων δυνάμεων

 
Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, σημαδεύτηκε όχι μόνο για τις αγριότητες που διαπράχθηκαν στη διάρκειά του από τις αντιμαχόμενες πλευρές, τις τεράστιες οικονομικές και υλικές καταστροφές, τις βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών και τους ποταμούς αίματος χιλιάδων αθώων πολιτών, αλλά επίσης και για την απροσχημάτιστη επέμβαση των ξένων δυνάμεων στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Γεγονός που έκανε πολλούς μελετητές να θεωρήσουν την ξένη επέμβαση στην Ελλάδα, σαν το γήπεδο για την δοκιμή του ψυχρού πολέμου ανάμεσα στις υπερδυνάμεις της εποχής.
Ο Τζορτζ Μάρσαλ
Είναι λίγο-πολύ γνωστός ο ρόλος της Βρετανίας αρχικά και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής στη συνέχεια, στα όσα διαδραματίσθηκαν σε αυτή τη χώρα την ταραγμένη εξαετία 1944-1949, ιδιαίτερα το πρώτο διάστημα μετά την απελευθέρωση από τη ναζιστική κατοχή. Έχει καταγραφεί με όλες του τις λεπτομέρειες το έντονο «ενδιαφέρον» τους για τη διολίσθηση προς την εμφύλια σύγκρουση. Δεδομένου ότι υπολόγιζαν πως με τον τρόπο αυτό, θα κατοχυρώνονταν η δική τους παρουσία και ο ρόλος του «προστάτη» που ήθελαν να επιβάλουν. Και αν το καλοσκεφτούμε, τα όσα διαδραματίστηκαν πρόσφατα -και εξακολουθούν δυστυχώς να διαδραματίζονται – στο Κοσσυφοπέδιο, αποτελούν κακέκτυπο αντίγραφο των όσων συνέβησαν στην Ελλάδα την περίοδο 1944-1949. Η μόνη διαφορά είναι ότι τότε είχαμε μία εμφύλια σύρραξη, ενώ τώρα μία σύγκρουση δύο εθνοτήτων.
Στις 21 Φεβρουαρίου 1947, ο Βρετανός πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον, ενημέρωνε τον λευκό Οίκο ότι λόγω της οικονομικής κρίσης που μάστιζε τη χώρα του, θα σταματούσε μετά τις 31 Μαρτίου η βρετανική βοήθεια προς την Ελλάδα. Επί πολλές ημέρες η αμερικανική κυβέρνηση εξέταζε τα υπέρ και τα κατά μιάς έντονης παρουσίας της στα Βαλκάνια και στις 12 Μαρτίου 1947, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρυ Τρούμαν, εξήγγειλε σε δημόσιο λόγο του το γνωστό «Δόγμα Τρούμαν», με βάση το οποίο χορηγούνταν 341 εκατ. δολάρια ως στρατιωτική και οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα και 59 εκατ. δολάρια προς την Τουρκία.
Με την κίνηση αυτή, οι Ηνωμένες Πολιτείες όχι μόνο κατελάμβαναν τη θέση της Βρετανίας σε μία εξαιρετικής στρατηγικής σημασίας περιοχή του κόσμου, αλλά επίσης έθεταν τις βάσεις για την ανάληψη μιας παγκόσμιας ιδεολογικής σταυροφορίας κατά του κομμουνισμού.
Στις 6 Ιανουαρίου 1948, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, υιοθέτησε μία απόρρητη έκθεση με τίτλο «Η θέση των ΗΠΑ σε σχέση με το ελληνικό ζήτημα», που διαπίστωνε ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις είχαν αποτύχει στην προσπάθειά τους να εξοντώσουν τις κομμουνιστικές δυνάμεις, επιδεικνύοντας «έλλειψη επιθετικού πνεύματος και κακή καθοδήγηση». Συμβούλευαν δε τον πρόεδρο.
Τρούμαν ότι οι ΗΠΑ θα έπρεπε να είναι έτοιμες για την αποστολή στρατευμάτων στην Ελλάδα και την αύξηση της πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής τους βοήθειας προς την ελληνική κυβέρνηση.
 

O ρόλος της Σοβιετικής Ένωσης

 
Στις 28 Οκτωβρίου 1946, πραγματοποιείται στην Τσούκα των Αντιχασίων σύσκεψη των αρχηγών διάφορων αντάρτικων ομάδων, που έχουν γίνει καταφύγιο των καταδιωκόμενων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, προκειμένου να υπάρξει συντονισμός και ενιαία καθοδήγηση των ομάδων αυτών. Το ίδιο ακριβώς θέμα, είχε συζητηθεί σε μια ακόμη σύσκεψη των καπεταναίων, που πραγματοποιήθηκε μία εβδομάδα νωρίτερα, στις 21 Οκτωβρίου, στην Ανθρακιά Γρεβενών.
Σ’ αυτή τη δεύτερη σύσκεψη, στην οποία πήραν μέρος οι καπετάνιοι Μάρκος, Κίσσαβος (καπετάνιος της Θεσσαλικής I μεραρχίας του ΕΛΑΣ στο τέλος της κατοχής), Κικίτσας (καπετάνιος Πιερίων από την αρχή του κατοχικού αντάρτικου) και Λασσάνης (πολιτικός της 10ης μεραρχίας του ΕΛΑΣ), αποφασίζεται η συγκρότηση του Γενικού Αρχηγείου Ανταρτών, με επικεφαλής τον Μάρκο Βαφειάδη. Η απόφαση αυτή θέτει ουσιαστικά τις βάσεις, για τη δημιουργία του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας» και την έναρξη του λεγόμενου «δεύτερου αντάρτικου».
Όμως, όπως και στη μετά το ματωμένο Δεκέμβρη του 1944 περίοδο, η διολίσθηση προς τον εμφύλιο πόλεμο δεν ήταν αναπότρεπτη και μπορούσε να αποφευχθεί. ΄Οπως σημειώνει ο Γρηγόρης Φαράκος, «το πρώτο και κύριο μέλημα για όλες τις πολιτικές δυνάμεις έπρεπε να είναι, ιδιαίτερα μετά την οδυνηρή εμπειρία των Δεκεμβριανών, η αποφυγή νέας κλιμάκωσης των εμφύλιων συγκρούσεων και κυρίως η ανόρθωση της χώρας. Προς αυτή την κατεύθυνση, μπορούσε να επιδιώκει η κάθε πολιτική παράταξη την ανάπτυξη της πολιτικής της επιρροής. ΄Εχω την εντύπωση πως αυτό από καμιά πλευρά δεν έγινε κατανοητό. Ούτε από την πλευρά του ΚΚΕ».
Βεβαίως, δεν παραγνωρίζει κανείς ότι τη δύσκολη εκείνη περίοδο, η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος βρέθηκε «στριμωγμένη» από τα γεγονότα και κυρίως από το λουτρό αίματος που δημιούργησαν οι αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις, κάτι που είχε σαν συνέπεια μέχρι το Μάρτιο του 1947 οι δολοφονημένοι κομμουνιστές και αριστεροί σε όλη τη χώρα να ανέρχονται σε 1.300 και οι εκτελεσμένοι με αποφάσεις των στρατοδικείων σε 124. Και επί δύο σχεδόν χρόνια μετά τα Δεκεμβριανά, διεξάγονταν ουσιαστικά ένας μονόπλευρος εμφύλιος πόλεμος κατά των αγωνιστών της Αντίστασης, στη διάρκεια του οποίου το εαμικό κίνημα έδειξε μια μεγάλη ζωτικότητα και εκπληκτικό δυναμισμό.
Αλλά, όπως επισημαίνει ο Γρ. Φαράκος, «η ηγεσία της Αριστεράς δεν καταλαβαίνει το πραγματικό περιεχόμενο αυτού του κινήματος, που κάθε άλλο παρά ήταν διατεθειμένο να την ακολουθήσει και σε μια ένοπλη αναμέτρηση. Δεν κατανοεί ούτε τον εσωτερικό συσχετισμό ούτε τις διεθνείς συνθήκες».
 

Η στάση του Στάλιν

 
Πολύ συζήτηση για τη στάση του Στάλιν και της ΕΣΣΔ απέναντι στα όσα διαδραματίσθηκαν στην Ελλάδα κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, έγινε σε όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, κυρίως με βάση τα όσα προέκυψαν από τις συνομιλίες που είχε ο Στάλιν στη Μόσχα, το Φεβρουάριο του 1948, με αντιπροσωπείες των κομμουνιστικών κομμάτων της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας. Στη συνάντηση εκείνη, μετείχαν από την σοβιετική ηγεσία οι Στάλιν, Μολότοφ, Ζντάνοφ, Μαλένκοφ, Σουσλόφ και Ζόριν. Από τη Γιουγκοσλαβική οι Τζίλας, Καρντέλι και Ζόριν. Και από τη Βουλγαρική οι Δημητρόφ, Κολάροφ και Κοστόφ.
Οι πληροφορίες που είχαμε μέχρι τώρα για τη σύσκεψη και τα όσα σ΄αυτή διαμείφθηκαν, προέρχονταν κυρίως από γιουγκοσλαβικές πηγές. Συγκεκριμένα, έχουν γράψει σχετικά, ο βιογράφος του Τίτο, Βλάντιμιρ Ντέντιερ, στα βιβλία του «Ο Τίτο μιλάει» (1953) και «Νέα στοιχεία για τη βιογραφία του Γ. Μ. Τίτο» (1984), ο Μίλοβαν Τζίλας στα βιβλία του «Συνομιλίες με τον Στάλιν» (1962) και «Εξουσία» (1983) και τέλος ο ΄Εντβαρντ Καρντέλι στο βιβλίο του «Αναμνήσεις- Η μάχη για την αναγνώριση και την ανεξαρτησία της νέας Γιουγκοσλαβίας 1944 – 1957)».
Στο βιβλίο του «Ο Τίτο μιλάει», που εκδόθηκε το 1953, ο Β. Ντέντιερ αναφέρει ότι ο Στάλιν στην προαναφερόμενη συνάντηση με τους Βούλγαρους και Γιουγκοσλάβους κομμουνιστές ηγέτες, είπε πως ο αγώνας του ΔΣΕ στην Ελλάδα έπρεπε να σταματήσει, γιατί δεν είχε προοπτικές νίκης. Στο μεταγενέστερο όμως τρίτομο έργο του, που εκδόθηκε το 1984 με τίτλο «Νέα στοιχεία για τη βιογραφία του Γ. Μ. Τίτο», ενώ αναφέρεται στο θέμα, παραλείπει τη δήλωση του Στάλιν για σταμάτημα του ελληνικού αντάρτικου.
Ο Μίλοβαν Τζίλας, παλιό ηγετικό στέλεχος του ΚΚΓ και στενός συνεργάτης του Τίτο, στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 1962 με τίτλο «Συνομιλίες με τον Στάλιν», αναφέρει πως ο Στάλιν, στη συνάντηση στο Κρεμλίνο, το Φεβρουάριο του ’48, με κατηγορηματικό τρόπο υπογράμμισε ότι το αντάρτικο στην Ελλάδα έπρεπε να σταματήσει το ταχύτερο δυνατό. Αργότερα, όμως, στο βιβλίο του «Εξουσία» (κυκλοφόρησε το 1983), ο Τζίλας αναφέρει πως ο Στάλιν χρησιμοποίησε τη λέξη «σβαρνούτ» για το ελληνικό αντάρτικο, που σημαίνει «να αναδιπλωθεί» και όχι – όπως αποδόθηκε στην αγγλική μετάφραση του βιβλίου του «Συνομιλίες με τον Στάλιν» – «να σταματήσει».
 

Η καταγραφή των δηλώσεων Στάλιν από τον Δημητρόφ

 
Καταγραφή όμως εκείνης της επίμαχης συζήτησης, η οποία έγινε στις 10 Φεβρουαρίου 1948, στο Κρεμλίνο, σχετικά με την ένοπλη εξέγερση στην Ελλάδα, έχουμε στο απόρρητο ημερολόγιο του Γκιόργκι Δημητρόφ που κυκλοφόρησε πρόσφατα και στην Ελλάδα από τις εκδόσεις «Καστανιώτη». Και μάλλον η απόδοση του περιεχομένου της συζήτησης, θα πρέπει να θεωρηθεί ως η πιο σωστή και πιό αξιόπιστη, δεδομένου ότι κρατήθηκαν γι’ αυτή στενογραφημένα πρακτικά, με ευθύνη του τότε Γραμματέα του Βουλγαρικού Κ.Κ. Τράϊτσο Κοστόφ.
΄Οπως προκύπτει από το ημερολόγιο του Δημητρόφ, ο Στάλιν αρκετά ωμά και απροσχημάτιστα, προδιέγραψε την πορεία που στο εξής θα έπρεπε να ακολουθηθεί σχετικά με το αντάρτικο κίνημα στην Ελλάδα. Πρώτα απ΄όλα, ο ηγέτης του Κρεμλίνου, εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το ενδεχόμενο επικράτησης των ανταρτών του «Δημοκρατικού Στρατού», αλλά και υπέδειξε ότι «θα πρέπει να συρρικνωθεί το αντάρτικο κίνημα», δεδομένου ότι σε μία τέτοια περίπτωση «εάν συρρικνωθεί το αντάρτικο κίνημα, δεν θα έχουν αφορμή» να επιτεθούν στη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία. Και για να το εμπεδώσουν οι εκπρόσωποι των ηγεσιών των δύο χωρών που παρίσταντο στη σύσκεψη, επαναλαμβάνει αμέσως μετά ότι, από την ώρα που το ανταρτικό κίνημα στην Ελλάδα συρρικνωθεί, δεν θα είναι τόσο εύκολο οι Αμερικανοί και οι ’γγλοι να αρχίσουν πόλεμο «εάν δεν έχουν την αφορμή ότι εσείς οργανώνετε τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα». ΄Ηταν δηλαδή σαν να έλεγε ο Στάλιν στους Βούλγαρους και Γιουγκοσλάβους ηγέτες, στο πλαίσιο μιας νέου στυλ «διεθνιστικής αλληλεγγύης», ότι από την ώρα που σταματούσαν την ενίσχυση του ΔΣΕ και επέρχονταν η υποχώρηση και κατά συνέπεια η ήττα των ανταρτών, αυτό θα ήταν προς το συμφέρον τους, καθώς θα απομακρύνονταν το ενδεχόμενο μιας επέμβασης των αγγλοαμερικανών κατά των χωρών τους.
Σε άλλο σημείο της συζήτησης και μετά την παρατήρηση του Τράϊτσο Κοστόφ, ότι μία ήττα του ανταρτικού κινήματος στην Ελλάδα, θα δημιουργούσε δυσκολίες στα κομμουνιστικά καθεστώτα που είχαν εγκαθιδρυθεί στις άλλες βαλκανικές χώρες, ο Στάλιν, συνεχίζοντας να δίνει οδηγίες στο πλαίσιο πάντα της ανάγκης «συρρίκνωσης» του ελληνικού αντάρτικου, σημείωνε πως ναι μεν θα πρέπει να ενισχυθούν οι αντάρτες, όμως από την ώρα που μειώνονταν οι προοπτικές επιτυχίας τους, θα ήταν καλύτερο ο αγώνας τους να αναβληθεί για καλύτερες εποχές. «Και άλλη φορά συρρικνώθηκαν τα αντάρτικα κινήματα, εφόσον η κατάσταση ήταν δυσμενής», παρατήρησε ο Στάλιν, καλώντας τους συνομιλητές του να μην έχουν σ΄ αυτό το θέμα κανενός είδους ηθικά διλήμματα, από την ώρα που υπάρχει ζήτημα συσχετισμού δυνάμεων.
Σε ερώτηση εάν οι αμερικανοί θα επέτρεπαν μία νίκη των ανταρτών, ο Στάλιν δήλωνε ότι «αυτούς δεν θα τους ρωτήσει κανείς», καθώς «θα πρέπει να συνεχιστεί ο αγώνας εφόσον υπάρχουν λαϊκές δυνάμεις και στελέχη που μπορούν σωστά να χρησιμοποιήσουν αυτές τις δυνάμεις», για να παρατηρήσει αμέσως μετά ότι, βρε αδελφέ, δεν θα χαθεί ο κόσμος εάν ηττηθούν οι ΄Ελληνες αντάρτες. «Δεν πρέπει να σκεφτεί κανείς ότι, εάν στην Ελλάδα δεν γίνει τίποτα, όλα είναι χαμένα», θα πει με αφοπλιστική αφέλεια.
Στο τέλος της περιβόητης αυτής συζήτησης στο Κρεμλίνο και για να μην μείνουν αμφιβολίες στους συνομιλητές του, ο Στάλιν δίνει οδηγίες ότι θα πρέπει τα γειτονικά προς την Ελλάδα κράτη να αναγνωρίσουν τελευταία την κυβέρνηση των βουνών. «Ας την αναγνωρίσουν πρώτα οι άλλοι που βρίσκονται πιο μακριά», λέει ο σοβιετικός ηγέτης.
Ολόκληρη η συζήτηση του Στάλιν με τους ηγέτες της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας σχετικά με την Ελλάδα και το ανταρτικό κίνημα του ΔΣΕ, έχει ως εξής:
-Στάλιν : Εάν οι Έλληνες αντάρτες ηττηθούν, εσείς θα αρχίσετε πόλεμο;
-Καρντέλι : ΄Οχι.
-Στάλιν : Εγώ βασίζομαι στην ανάλυση των υπαρχόντων δυνάμεων των ανταρτών και των αντιπάλων τους. Τελευταία αρχίζω να αμφιβάλλω για τη νίκη των ανταρτών. Εάν δεν είστε βέβαιοι ότι οι αντάρτες θα νικήσουν, θα πρέπει να συρρικνωθεί το αντάρτικο κίνημα. Οι Αμερικανοί και οι ΄Αγγλοι ενδιαφέρονται πολύ για τη Μεσόγειο. Αυτοί θέλουν να έχουν βάση στην Ελλάδα και θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να διατηρήσουν εκεί μια τέτοια κυβέρνηση, που να τους υπακούει. Αυτό είναι ένα μεγάλο διεθνές ζήτημα. Εάν συρρικνωθεί το αντάρτικο κίνημα, δεν θα έχουν αφορμή να σας επιτεθούν. Δεν είναι τόσο εύκολο να αρχίσει τώρα πόλεμος, εάν αυτοί δεν έχουν την αφορμή ότι εσείς οργανώνετε στην Ελλάδα τον εμφύλιο πόλεμο. Εάν είστε πεπεισμένοι ότι οι αντάρτες έχουν πιθανότητες νίκης, αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Αλλα εγώ αμφιβάλω λίγο γι αυτό…
-Κοστόφ : Εμείς θεωρούμε ότι μια ήττα του αντάρτικου κινήματος στην Ελλάδα θα δημιουργούσε πολύ δύσκολη κατάσταση για τις άλλες βαλκανικές χώρες.
-Στάλιν : Βέβαια, οι αντάρτες θα πρέπει να ενισχυθούν. Αλλά, εάν η προοπτική του αντάρτικου κινήματος σε μία δεδομένη χώρα μειώνεται, είναι καλύτερα ο αγώνας να αναβληθεί για καλύτερες εποχές. Αυτό που λείπει ως συσχετισμός δυνάμεων, δεν μπορεί να αντικατασταθεί με επιφωνήματα και αναστεναγμούς. Χρειάζεται λογικός ισολογισμός των δυνάμεων. Εάν αυτός δείξει ότι τη δεδομένη στιγμή δεν προχωρά, δεν πρέπει να διστάζουμε να το παραδεχτούμε. Και άλλη φορά έχουν συρρικνωθεί τα αντάρτικα κινήματα, εφόσον ήταν δυσμενείς οι συνθήκες. Εάν κάτι δεν είναι δυνατό σήμερα, θα είναι δυνατόν αύριο. Εσείς φοβόσαστε να θέσετε με οξύτητα το θέμα. Σας κάνει εντύπωση «το ηθικό καθήκον». Εάν δεν μπορείτε να σηκώσετε δεδομένο βάρος, με το οποίο έχετε φορτωθεί, θα πρέπει να το παραδεχτείτε. Δεν πρέπει να φοβόσαστε κάποιο «κατηγορηματικό δίλημμα» σχετικά με το θέμα για το ηθικό καθήκον. Εμεις δεν αντιμετωπίζουμε τέτοια «κατηγορηματικά διλήμματα». Το όλο ζήτημα βρίσκεται στον συσχετισμό των δυνάμεων. Εάν είσαι καλά, χτύπα. Εάν όχι, μην δέχεσαι τη μάχη. Εμείς δεχόμαστε τη μάχη όχι όταν το θέλει ο αντίπαλος, αλλά όταν είναι προς το συμφέρον μας.
-Καρντέλι : Μέσα σε μερικούς μήνες θα γίνει σαφές ποιές είναι οι πιθανότητες των ανταρτών.
-Στάλιν : Καλά, τότε περιμένετε. Ισως εσείς να έχετε δίκαιο.
………………
-Κόστοφ : Οι Αμερικανοί θα επιτρέψουν νίκη των ανταρτών;
-Στάλιν : Αυτούς δεν θα τους ρωτήσει κανείς. Εάν υπάρχουν δυνάμεις για τη νίκη και υπάρχουν άνθρωποι, που μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις λαϊκές δυνάμεις, θα πρέπει να συνεχιστεί ο αγώνας. Αλλά δεν πρέπει να σκεφτεί κανείς ότι, εάν στην Ελλάδα δεν γίνει τίποτα, όλα είναι χαμένα. Τα γειτονικά κράτη, θα πρέπει να αναγνωρίσουν τελευταία την κυβέρνηση του στρατηγού Μάρκου. Ας την αναγνωρίσουν πρώτα οι άλλοι που βρίσκονται πιο μακριά».
Φυσικά, όλα αυτά και κυρίως οι ξεκάθαρες και αδιαμφισβήτητες παροτρύνσεις Στάλιν, για την εξέλιξη του αντάρτικου στην Ελλάδα, εκτός των άλλων καταρρίπτουν και τον μύθο που καλλιεργήθηκε μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου, ότι ο αδελφοκτόνος σπαραγμός, που τόσα κόστισε στη χώρα σε ανθρώπινες ζωές και υλικές καταστροφές, ήταν αποτέλεσμα «ξενοκίνητης συνωμοσίας» και «σοβιετικής επέμβασης».
Ο ίδιος ο Νίκος Ζαχαριάδης, στο «Χρονικό» του, που άρχισε να γράφει την Πρωτομαγιά του 1966, ταυτόχρονα με την κήρυξη απεργίας πείνας, προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για την απάνθρωπη απομόνωσή του από τους σοβιετικούς, στο Σουργκούτ της Σιβηρίας, αναφερόμενος στον ένοπλο αγώνα της περιόδου 1946-49 και κριτικάροντας τη στάση των σοβιετικών προς το ΚΚΕ κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, άφηνε την οργή του να ξεχειλίσει. «Εάν συγκρίνουμε τη βοήθεια που πήραμε, με τη βοήθεια στον ένοπλο αγώνα προς την Κορέα και προς το Βιετνάμ, τότε θα πρέπει να βάλουμε τις φωνές και να ξεριζώσουμε τα μαλλιά μας» δήλωνε με πίκρα.
Ανάλογες εκτιμήσεις για παθητική στάση του Στάλιν απέναντι στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, άρχισαν να διατυπώνονται τα τελευταία χρόνια και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στις 12 Μαρτίου 1947, ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρυ Τρούμαν, απευθύνθηκε στο Κογκρέσο για να ανακοινώσει εκείνο που αργότερα θα γινόταν γνωστό ως το «Δόγμα Τρούμαν», το οποίο αντιμετώπιζε ως εχθρό τον μέχρι πριν μία διετία σύμμαχο των ΗΠΑ, τους Σοβιετικούς. «Αφορμή, παρατηρεί ο 72χρονος σήμερα συγγραφέας Γκορ Βιντάλ, που παραμένει το πιό κοφτερό και αγέραστο μυαλό της αμερικανικής διανόησης, «υπήρξε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, που κατευθυνόταν, δήθεν, από τους Σοβιετικούς και τον οποίο εμείς οι αμερικανοί, δεν μπορούσαμε να ανεχθούμε».
Ο Γκορ Βιντάλ, σε άρθρο του, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα, διατυπώνει την εκτίμηση ότι οι σοβιετικοί έμειναν μακριά από τον Ελληνικό εμφύλιο πόλεμο και δεν βοήθησαν τους ΄Ελληνες συντρόφους τους. «Οι ΄Ελληνες αντάρτες», γράφει ο διαπρεπής αμερικανός συγγραφέας, «έπαιρναν κάποια βοήθεια από τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, αλλά οι σοβιετικοί, έμειναν μακριά από την υπόθεση, επειδή πίστευαν ότι θα διατηρούσαν τον έλεγχο οι Βρετανοί, στα συμφέροντα των οποίων ανήκε η Ελλάδα.. Η Βρετανία, όμως, που δεν είχε ούτε τη θέληση ούτε τα μέσα για να επέμβει, κάλεσε τις ΗΠΑ να αναλάβουν».
Μετά την προαναφερόμενη διάσκεψη του Κρεμλίνου, στις 10 Φεβρουαρίου 1948 και τις οδηγίες του Στάλιν στις ηγεσίες των κομμουνιστικών κομμάτων και κυβερνήσεων της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας για «συρρίκνωση του ελληνικού ανταρτικου κινήματος», τα γειτονικά βαλκανικά κράτη θα μειώσουν, περιορίζοντας στο ελάχιστο την υλική βοήθεια προς τους αντάρτες του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας». Βέβαια σε αυτό, θα συμβάλουν καθοριστικά και τα γεγονότα που εκείνη την περίοδο διαδραματίζονται στς βαλκανικές χώρες. ΄Ετσι, θα υπάρξει η εκδίωξη της Γιουγκοσλαβίας από την «Κομινφόρμ» στις 28 Ιουνίου 1948, μετά την απροθυμία του Τίτο να υποταχθεί στη γραμμή του Κρεμλίνου, γεγονός που θα επηρεάσει τη στάση της γιουγκοσλαβικής ηγεσίας και έναντι του ελληνικού αντάρτικου.
΄Εντεκα μήνες αργότερα, στις 10 Ιουλίου 1949, η Γιουγκοσλαβία δια του Τίτο ανακοίνωνε το κλείσιμο των συνόρων με την Ελλάδα, για να αποτρέψει τη διακίνηση των ανταρτών διαμέσου των γιουγκοσλαβικών συνόρων και ύστερα από 13 ημέρες, διέταξε τη διάλυση των ανταρτικών στρατοπέδων και νοσοκομείων που λειτουργούσαν στο γιουγκοσλαβικό έδαφος. Γεγονός που είχε κάνει το Ζαχαριάδη να επιτεθεί ευθέως κατά των ηγετών του Βελιγραδίου, κατηγορώντας τους ότι δίνουν βοήθεια στα ελληνικά κυβερνητικά στρατεύματα και ότι σχεδιάζουν την ήττα των ανταρτών.
Την ίδια ακριβώς περίοδο, ένας από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές του «Δημοκρατικού Στρατού» στη βουλγαρική ηγεσία, ο μέχρι τότε γενικός γραμματέας του Κ.Κ. Βουλγαρίας Τράϊτσο Κοστόφ, που είχε πέσει στη δυσμένεια του Στάλιν, θα εκδιωχθεί από το κόμμα του τον Μάρτιο του 1949 και λίγο αργότερα θα δικαστεί με την αστήρικτη κατηγορία της «προδοσίας» και θα εκτελεσθεί. Ενώ την ίδια τύχη, είχε στην Αλβανία το κορυφαίο στέλεχος του Αλβανικού Κ.Κ. Κότσε Τζότζε, στρατηγός των αλβανών παρτιζάνων την περίοδο της αντίστασης, που συνελήφθη τον Ιούνιο του 1949 με την προκατασκευασμένη κατηγορία του «Τιτοϊσμού» και εκτελέσθηκε τον ίδιο μήνα.
Οι δυσμενείς αυτές εξελίξεις στον ελληνικό περίγυρο, πολύ περισσότερο που διαδραματίζονταν στις χώρες από τις οποίες η ηγεσία του ΚΚΕ περίμενε την υλική υποστήριξη του «Δημοκρατικού Στρατού» και κυρίως η συντριβή στο πεδίο των μαχών, με τον Ζαχαριάδη να επιμένει μέχρι τέλους όχι σε ανταρτοπόλεμο αλλά σε τακτική στρατιωτική αναμέτρηση, επέφεραν τον Αύγουστο του 1949 την ήττα και τον οριστικό τερματισμό του αδελφοκτόνου εμφυλίου πολέμου, που τόσο σκληρά τον πλήρωσε η χώρα μας.

Η πολιτική αστάθεια της περιόδου 1946 – 49

 
Η περίοδος του Εμφυλίου Πολέμου, σφραγίστηκε εκτός των άλλων και με την πολιτική αστάθεια που επικράτησε στη χώρα, κυρίως την τριετία 1946-48, όταν ακόμη ήταν αβέβαιη η έκβαση των πολεμικών επιχειρήσεων, πολλές από τις οποίες έληγαν με νίκες των ανταρτικών δυνάμεων ή συνοδεύονταν από εντυπωσιακές επιθέσεις τους κατά μεγάλων πόλεων.
Αναλυτικά οι κυβερνήσεις που γνώρισε η χώρα μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς και την άφιξη στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 1944 της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου, με τη συμμετοχή και πέντε ΕΑΜιτών υπουργών, ήταν οι ακόλουθες:
Μετά την-ουσιαστικά αποπομπή του από τους Αγγλους- παραίτηση του Γ. Παπανδρέου, πρωθυπουργός ορκίστηκε ο παλαίμαχος στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας, ο οποίος εξαναγκάζεται σε παραίτηση από τους Αγγλους στις 7 Απριλίου 1945 και πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο ναύαρχος Π. Βούλγαρης, που και αυτός θα παραιτηθεί στις 3 Αυγούστου 1945, λαμβάνοντας όμως εκ νέου εντολή στις 9 του ίδιου μήνα για το σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης και υποβάλλοντας και πάλι παραίτηση στις 17 Οκτωβρίου.
Παραίτηση, υπέβαλε στις 25 Νοεμβρίου 1945 και ο Αντιβασιλέας, αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός.Νωρίτερα, στις 22 Νοεμβρίου, σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση υπό το Θεμιστοκλή Σοφούλη.
Στις 9 Μαρτίου 1946, παραιτείται ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γεώργιος Καφαντάρης και 11 υπουργοί, μετά την άρνηση του Σοφούλη για αναβολή των εκλογών. Οι πρώτες μετά την Απελευθέρωση εκλογές, που θα διεξαχθούν στις 31 Μαρτίου 1946, θα μετατραπούν σε παρωδία εκλογών, από τις οποίες νικητής θα εξέλθει το Λαϊκό Κόμμα, λαμβάνοντας το 54,5% των ψήφων.
Ομως στις 4 Απριλίου, θα σχηματισθεί κυβέρνηση κοινής αποδοχής με πρωθυπουργό τον πρόεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας Παναγιώτη Πουλίτσα, ο οποίος θα παραιτηθεί μετά από 15 μέρες και στη θέση του πρωθυπουργός θα αναλάβει ο Κων. Τσαλδάρης.
Μετά το δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου 1946 επανέρχεται στις 28 του ίδιου μήνα ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ και λίγες μέρες μετά, στις 2 Οκτωβρίου, ανασχηματίζεται η κυβέρνηση Τσαλδάρη και στις 24 Οκτωβρίου εισέρχεται στην κυβέρνηση ως υπουργός Εργασίας ο νεαρός Σερραίος πολιτικός Κων. Καραμανλής.
Το φθινόπωρο του 1946 προετοιμάζεται «αλλαγή φρουράς» στη συμμαχική βοήθεια προς την Ελλάδα και στη θέση της Αγγλίας, που αντιμετώπιζε βαθιά οικονομική κρίση, ανέλαβαν οι ΗΠΑ, που δήλωναν ότι θεωρούν την Ελλάδα «ζωτικόν χώρον διά την ασφάλειάν των».
Μετά και από σχετικές πιέσεις του αμερικανικού παράγοντα, που θεωρούσε ότι για την επιτυχή αντιμετώπιση των ανταρτών, χρειάζονταν συσπείρωση και όχι πολυδιάσπαση του αστικού πολιτικού κόσμου της χώρας, στις 27 Ιανουαρίου 1947 παραιτήθηκε η κυβέρνηση Τσαλδάρη και ορκίστηκε κυβέρνηση με τη συμμετοχή όλων των πολιτικών κομμάτων της τότε Βουλής. Πρωθυπουργός ορκίστηκε ο τραπεζίτης Δημήτριος Μάξιμος, με αντιπροέδρους τους Κ. Τσαλδάρη και Σ. Βενιζέλο. Ο Γ. Παπανδρέου ανέλαβε το υπουργείο Εσωτερικών, ο Στ. Γονατάς το Δημοσίων Εργων, ο Π. Κανελλόπουλος το Ναυτικών και ο Ν. Ζέρβας το Δημοσίας Τάξεως. Ηταν η λεγόμενη «επτακέφαλος κυβέρνηση».
Στις 15 Φεβρουαρίου 1947 ο υπουργός Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, Μπέβιν, ανακοίνωσε την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα και στις 12 Μαρτίου, ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρυ Τρούμαν εξήγγειλε το περίφημο «δόγμα» του. Στο μεταξύ, τον Απρίλιο του 1947 πέθανε ο βασιλιάς Γεώργιος Β` και ανέβηκε στο θρόνο ο αδελφός του Παύλος, σύζυγος της Γερμανίδας Φρειδερίκης.
Οι Αμερικανοί, που ήταν δυσαρεστημένοι από την αποτυχία των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του κυβερνητικού στρατού εναντίον του ΔΣΕ, προσανατολίζονται στο σχηματισμό διευρυμένης κυβέρνησης, με τη συμμετοχή και του Θ. Σοφούλη, αρχηγού του κόμματος των Φιλελευθέρων. Στις 23 Αυγούστου παραιτείται ο πρωθυπουργός Μάξιμος και στις 31 Αυγούστου ο Κ. Τσαλδάρης σχηματίζει κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος. Όμως η κυβέρνηση αυτή θα είναι βραχύβια, θα παραιτηθεί λίγες μέρες αργότερα και στις 7 Σεπτεμβρίου 1947, ορκίζεται συμμαχική κυβέρνηση, που την αποτελούσαν 10 Φιλελεύθεροι και 14 Λαϊκοί υπουργοί, με πρωθυπουργό τον Θ. Σοφούλη και αντιπρόεδρο και υπουργό Εξωτερικών τον Κ. Τσαλδάρη.
Στις 24 Δεκεμβρίου 1947 ο ραδιοφωνικός σταθμός του ΔΣΕ ανήγγειλε το σχηματισμό της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης», από ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ και με πρόεδρο, τον τότε αρχηγό του ΔΣΕ, Μάρκο Βαφειάδη. Η άμεση απάντηση της κυβέρνησης Σοφούλη – Τσαλδάρη στο σχηματισμό της ΠΔΚ. ήταν να θέσει στις 8 Ιανουαρίου 1948 και τυπικά εκτός νόμου το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και την «Εθνική Αλληλεγγύη» με βάση το νόμο 509/47 «Περί προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος».
Υστερα από το «δόγμα Τρούμαν», που συνοδεύτηκε και από το «Σχέδιο Μάρσαλ»,το οποίο εξαγγέλθηκε στα τέλη του 1947, άρχισε ο εντατικός εξοπλισμός του στρατού από τις ΗΠΑ, με σύγχρονα όπλα, αεροπλάνα, τανκς και άλλο υλικό. Ουσιαστικό ρόλο στη διοίκηση των εθνικών στρατιωτικών δυνάμεων, είχε ο στρατηγός Βαν Φλιτ, που έφτασε στην Ελλάδα το Φεβρουάριο του 1948, ως επικεφαλής της αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, στρατηγός Μάρσαλ, που έφτασε στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1948, αξίωσε το σχηματισμό ευρείας αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης απ’ όλα τα κόμματα, για την πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση του ΔΣΕ. Υπό το βάρος και των στρατιωτικών αποτυχιών στο Βίτσι, η κυβέρνηση παραιτήθηκε και στις 12 Νοεμβρίου ορκίστηκε νέα, υπό τον Θ. Σοφούλη και πάλι, χωρίς τη συμμετοχή όμως των Παπανδρέου, Βενιζέλου και Κανελλόπουλου. Στις 19 Ιανουαρίου 1948, ο 89ετής Θ. Σοφούλης, μόλις ανέρρωσε από πνευμονικό οίδημα, σχημάτισε νέα κυβέρνηση, αφού στο μεταξύ ξεπεράστηκαν οι αντιρρήσεις ορισμένων πολιτικών αρχηγών.
Στη νέα κυβέρνηση Σοφούλη πήραν μέρος, εκτός του Κ. Τσαλδάρη, και οι Σ. Βενιζέλος, Γ. Παπανδρέου και Π. Κανελόπουλος. Επίσης, οι Σπύρος Μαρκεζίνης, Κ. Καραμανλής, Στ. Στεφανόπουλος, Κ. Τσάτσος, Ευάγ. Αβέρωφ και άλλοι πολιτικοί παράγοντες. Αρχιστράτηγος των Ενόπλων Δυνάμεων διορίστηκε ο Αλέξανδρος Παπάγος, που του ανέθεσαν την αποφασιστική αναμέτρηση με το ΔΣΕ και την οριστική συντριβή του.
Όμως στις 28 Ιουνίου 1949 πέθανε ο πρωθυπουργός Θ. Σοφούλης και τον διαδέχθηκε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Αλέξανδρος Διομήδης.
Η κυβέρνηση Διομήδη, θα καταρρεύσει στις 6 Ιανουαρίου 1950, όταν θα αποκαλυφθεί σκάνδαλο με πρωταγωνιστή τον υπουργό Μεταφορών Χατζηπάνο. Τότε, ο βασιλιάς θα αναθέσει το σχηματισμό κυβέρνησης στον Τζον Θεοτόκη και στις πρώτες μετά τον τερματισμό του Εμφυλίου Πολέμου εκλογές, που διεξήχθησαν στις 6 Μαρτίου 1950, θα σχηματισθεί κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου.
Η κυβερνητική αστάθεια, θα διαρκέσει για πολύ μεγάλο ακόμη διάστημα και η Ελλάδα θα αρχίσει να αποκτά σταθερές κυβερνήσεις μόνο μετά τον Οκτώβριο του 1955, όταν την πρωθυπουργία αναλαμβάνει, ύστερα από το θάνατο του Παπάγου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
 

Οι τρεις μεγάλες πολιτικές δολοφονίες

 
Τρεις στυγερές πολιτικές δολοφονίες, που διαπράχθηκαν στη χώρα μας κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, συντάραξαν όχι μόνο την ελληνική αλλά και τη διεθνή κοινή γνώμη, πολύ περισσότερο που τα δύο από τα θύματα ήταν γνωστές κορυφαίες πολιτικές προσωπικότητες και το τρίτο ένας διαπρεπής αμερικανός δημοσιογράφος.
 
Η δολοφονία του Γ. Ζέβγου
Η δολοφονία του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ, Γιάννη Ζέβγου, έγινε στις 20 Μαρτίου 1947, σε μία περίοδο που είχε αρχίσει η κορύφωση των πολιτικών παθών τα οποία οδήγησαν στον αδελφοκτόνο αλληλοσπαραγμό που τόσο ακριβά τον πλήρωσε η Ελλάδα.
Ο Γ. Ζέβγος, αναπληρωματικό μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, από τους ηγέτες του ΕΑΜ, υπουργός Γεωργίας στην πρώτη μετά την απελευθέρωση κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας», βρισκόταν από τις πρώτες μέρες του Φεβρουαρίου στη Θεσσαλονίκη, επικεφαλής αντιπροσωπείας του ΕΑΜ, για να παρακολουθήσει το έργο διεθνούς Επιτροπής του ΟΗΕ, που, εγκαταστημένη εκείνη την περίοδο στη συμπρωτεύουσα, διερευνούσε την κατάσταση στην ελληνική ύπαιθρο, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας.
Το μεσημέρι της Πέμπτης, 20 Μαρτίου 1947, ο Γ. Ζέβγος βγήκε από το εστιατόριο «Ελβετικόν», όπου γευμάτιζε κάθε μέρα και περπατούσε στο πεζοδρόμιο, κατευθυνόμενος προς το ξενοδοχείο «Αστόρια», στο οποίο διέμενε. Εκεί, παραφύλαγε ο δολοφόνος Χρήστος Βλάχος, κρεοπώλης από τις Σέρρες, πλαισιωμένος από δύο άλλα άτομα. Ο δράστης πυροβόλησε από πολύ κοντά, τρεις φορές το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ και καθώς αυτός έπεσε θανάσιμα πληγωμένος, τον πυροβόλησε ξανά, για τέταρτη φορά και στη συνέχεια τράπηκε σε φυγή, για να συλληφθεί μετά από λίγη ώρα, από πολίτες, που τον καταδίωξαν.
Η είδηση της δολοφονίας του Ζέβγου αναστάτωσε τους πάντες. Ο φιλοκυβερνητικός Τύπος επιχείρησε να παρουσιάσει το έγκλημα, σαν ένα «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» στους κόλπους της Αριστεράς, εκμεταλλευόμενος το γεγονός πως ο δολοφόνος είχε κάνει, για ένα διάστημα, στο στρατόπεδο των καταδιωκόμενων κομμουνιστών, στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας. Όμως το σκηνικό άλλαξε μετά τις αποκαλύψεις του Νίκου Σιδηρόπουλου, ενός από την παρέα του δολοφόνου, ο οποίος κατήγγειλε, ότι η δολοφονία οργανώθηκε από τις «εθνικόφρονες οργανώσεις», το Α2 και την ΕΣΑ.
Ο Βλάχος καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο ετών, το 1948. Πολύ γρήγορα, όμως, δραπέτευσε από τη φυλακή και φυγαδεύτηκε στην Αργεντινή. Μετά από αρκετά χρόνια επέστρεψε στην Ελλάδα και στις 20 Σεπτεμβρίου 1981, ως τρόφιμος του ψυχιατρείου της Λέρου, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ακρόπολις» αποκάλυψε: «Εγώ δούλευα για την ελληνική και τη συμμαχική αντικατασκοπία, πολεμούσα τους κομμουνιστές και τους Τούρκους… Ετσι, εκτέλεσα και την εντολή που πήρα από τους ανωτέρους μου, να σκοτώσω τον Γιάννη Ζέβγο. Επρεπε να υπακούσω. Η πατρίδα κινδύνευε, έπρεπε να την καθαρίσω από τους κομμουνιστές. Και τον Σουλτάνο του ΚΚΕ έπρεπε να τον σκοτώσω».

Η δολοφονία του Χρ. Λαδά
Μία άλλη αποτρόπαια πολιτική δολοφονία, στελέχους της άλλης πλευράς, ήταν αυτή που διαπράχθηκε κατά του υπουργού Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Σοφούλη – Τσαλδάρη, του Χρήστου Λαδά, την Πρωτομαγιά του 1948.
Είχε προηγηθεί η δημιουργία της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης» από τους αντάρτες του λεγόμενου «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», γεγονός που οδήγησε την κυβέρνηση στο να θέσει στις 8 Ιανουαρίου 1948, και τυπικά, εκτός νόμου το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και την Εθνική Αλληλεγγύη, να εντείνει τους ρυθμούς θανατικής καταδίκης από τα στρατοδικεία μελών και στελεχών του ΚΚΕ και να οδηγήσει χιλιάδες οπαδούς του στις φυλακές και στα στρατόπεδα.
Αποτέλεσμα εφαρμογής των νόμων 509/47 «περί προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος» και του Γ` Ψήφισματος του 1946 «περί προστασίας της ακεραιότητας της χώρας», ήταν ότι ενώ το 1946 είχαν καταδικαστεί σε θάνατο 116 άτομα και το 1947 περίπου 688 οπαδοί του ΚΚΕ, το πρώτο εξάμηνο του 1948 καταδικάστηκαν 1.547. Το ΚΚΕ αποφάσισε τότε να αντιδράσει, καταφέροντας ένα δυναμικό χτύπημα αντιπερισπασμού.
Το πρωί της Πρωτομαγιάς του 1948, που συνέπεσε να είναι Μεγάλο Σάββατο, δολοφονήθηκε στην Αθήνα, την ώρα που έβγαινε από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Καρύτση, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Χρήστος Λαδάς. Από τους περαστικούς, συνελήφθη ο ηλικίας 22 χρόνων Ευστράτιος Μουτσογιάννης, ο οποίος, φορώντας στολή σμηνίτη, έριξε χειροβομβίδα και τραυμάτισε θανάσιμα τον υπουργό.
Η δολοφονική επίθεση, προκάλεσε συγκίνηση και αποτροπιασμό στην ελληνική και τη διεθνή κοινή γνώμη και κυβερνητική κρίση στην Αθήνα. Σε αντίποινα για τη δολοφονία του υπουργού Χρήστου Λαδά, εκτελέστηκαν την τρίτη μέρα του Πάσχα, 154 καταδικασμένοι από Κακουργιοδικεία, οπαδοί του ΚΚΕ. Ο ίδιος ο δράστης δεν εκτελέστηκε, γιατί έδειξε «μεταμέλεια» και συνεργάστηκε με τις αρχές, καταδίδοντας πολλούς από τους συντρόφους του.
 
Η δολοφονία του Τζορτζ Πολκ
Η τρίτη και πιο στυγερή δολοφονία, που εκτός των άλλων προκάλεσε και διεθνείς περιπλοκές, ήταν αυτή του γνωστού Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ, απεσταλμένου του ραδιοφωνικού δικτύου της Νέας Υόρκης, CBS.
Στις 16 Μάη του 1948, ο βαρκάρης Λάμπρος Αντώναρος βρήκε να επιπλέει στο θαλάσσιο χώρο της Θεσσαλονίκης το πτώμα του Πολκ και γρήγορα πιστοποιήθηκε ότι επρόκειτο περί δολοφονίας. Η είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου και προκάλεσε σάλο, ιδιαίτερα στον δημοσιογραφικό κόσμο.
Ο Αμερικανός δημοσιογράφος είχε φτάσει στις 9 Μαίου και στο δωμάτιό του, στο ξενοδοχείο «Αστόρια» της Θεσσαλονίκης, βρέθηκε ένα γράμμα που αποκάλυπτε ότι προγραμμάτιζε να προωθηθεί στο Αρχηγείο του ΔΣΕ, που έδρευε κάπου στη Βόρεια Ελλάδα και να συναντηθεί με τον τότε αρχηγό του ΔΣΕ, Μάρκο Βαφειάδη, για να εξασφαλίσει μία συνέντευξη μαζί του.
Στις 16 Μαίου 1948, λίγες ώρες μετά την ανακάλυψη του πτώματός του, ο πρωθυπουργός, Θεμιστοκλής Σοφούλης, δήλωνε ότι «αποτελεί ζήτημα τιμής διά την Ελλάδα η ταχεία ανακάλυψις των δραστών και των αιτίων του αποτρόπαιου τούτου εγκλήματος». Διαβεβαίωνε δε ότι «η κυβέρνησις θέλει καταβάλει πάσαν προσπάθειαν προς ανάκαλυψιν των δολοφόνων και την αμείλικτον αυτών τιμωρίαν».
Οι διωκτικές αρχές και πιο συγκεκριμένα η Ειδική Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, επέρριψε εξ αρχής την ευθύνη στο ΚΚΕ, και συγκεκριμένα στα στελέχη του Αδάμ Μουζενίδη και Βαγγέλη Βασβανά. Αντίθετα το Κομμουνιστικό Κόμμα, δια του ηγετικού του στελέχους Γιάννη Ιωαννίδη κατήγγειλε με δηλώσεις του ότι «ο Πολκ δολοφονήθηκε από τους εγκληματίες της Ειδικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, για να μην έρθει στην Ελεύθερη Ελλάδα και για να αποδοθεί η δολοφονία του στους δημοκρατικούς».
Κάτω από την πίεση της αμερικανικής κοινής γνώμης και των δημοσιογράφων των ΗΠΑ, αλλά και την αποκάλυψη ότι ο μεν Μουζενίδης είχε σκοτωθεί μερικούς μήνες πριν τη δολοφονία, ο δε Βασβανάς βρισκόταν αποδεδειγμένα εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τη Θεσσαλονίκη, οι αρχές αποφάσισαν να κατασκευάσουν έναν «ένοχο». Ετσι, η όλη διαδικασία κλιμακώθηκε τον Αύγουστο του 1948, με τη σύλληψη και τις «ομολογίες» κάτω από φριχτά βασανιστήρια του δημοσιογράφου της εφημερίδας «Μακεδονία» Γρηγόρη Στακτόπουλου».
 

Ο κανονιοβολισμός της Θεσσαλονίκης

 
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά γεγονότα της περιόδου του εμφυλίου πολέμου, ήταν ο κανονιοβολισμός κατά της Θεσσαλονίκης από μικρή ομάδα ανταρτών, γεγονός που είχε σκοπό να προκαλέσει θόρυβο προπαγανδιστικό περισσότερο, παρά στο να επιφέρει ζημία στις μονάδες του στρατού που βρισκόταν στρατοπεδευμένες στην πόλη.
Παρά τη διαφωνία του Μάρκου Βαφειάδη για το εγχείρημα, μετά από σύσκεψη στρατιωτικών και πολιτικών αρχηγών του ΔΣΕ, διατάχθηκε ο νέος διοικητής των δυνάμεων του ΔΣΕ στην Κεντρική Μακεδονία, Νίκος Τριανταφύλλου, να διεισδύσει στην περιοχή της Θεσσαλονίκης με τμήματα του ΔΣΕ και να πλήξει με πυροβόλα την πόλη.
Η επιχείρηση έγινε τη νύχτα της 9ης προς 10η Φεβρουαρίου 1948, μία διλοχία με ένα πυροβόλο, προωθήθηκε κρυφά προς τη μακεδονική πρωτεύουσα, σε απόσταση 8 χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη και μόλις ξημέρωσε η πόλη εβλήθη με περισσότερα από 50 βλήματα των 75 χιλιοστών, προκαλώντας μικροπανικό και σύγχυση στις αρχές και στους κατοίκους. Σύμφωνα με τον Φοίβο Γρηγοριάδη, «τόσα βλήματα δεν επρόκειτο βέβαια να επιφέρουν τίποτα σοβαρές καταστροφές σε μία τέτοια πόλη.
Και οι κάτοικοί της ούτε που κατάλαβαν τι ήταν εκείνες οι εκρήξεις αξημέρωτα. Αλλά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα ήταν ο εντυπωσιασμός που θα είχε επιτευχθεί, αν η διλοχία με το πυροβόλο της κατόρθωνε να εξαφανισθεί».
 
Δεν το κατόρθωσε όμως, κι έτσι ο στρατός που ενήργησε με κεραυνοβόλο ταχύτητα, πρόλαβε τους αντάρτες και τους μετέφερε θριαμβευτικά στη Θεσσαλονίκη, μαζί με το πυροβόλο τους εκθέτοντάς το κι αυτό σε κοινή θέα.
Το έντυπο «Δελτίο Ειδήσεων» του ΔΣΕ, με ημερομηνία 12 του Φλεβάρη, αναφέρει: «Τα ραδιόφωνα της Αθήνας και του Λονδίνου μετέδωσαν χτες και σήμερα επανειλημμένα την είδηση για την επίθεση των τμημάτων του ΔΣΕ στη Θεσσαλονίκη.Το Λονδίνο μετέδωσε ότι δυνάμεις ανταρτών έβαλαν με όλμους των 81 χιλιοστών κατά της Θεσσαλονίκης. Στη χτεσινή εκπομπή του, είπε ότι ρίχτηκαν 12 βλήματα, ενώ σήμερα το πρωί είπε πως ρίχτηκαν 40 βλήματα. Από τα βλήματα που ρίχτηκαν, 2 έπεσαν στα ξενοδοχεία όπου μένανε τα μέλη της Βαλκανικής Επιτροπής, ένα σε κτίριο που μένουνε Αγγλοι και 2 άλλα σε γκαράζ και αποθήκες βενζίνης. Η είδηση, για το βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης, προκάλεσε σύγχυση και πανικό στους μοναρχοφασιστικούς κύκλους της Αθήνας.
Η χτεσινή συνεδρίαση της Βουλής ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη συζήτηση του ζητήματος αυτού. Ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας, Μπασιάκος, ζήτησε γενική επιστράτευση όλων όσων μπορούν να φέρουν όπλα και όσοι δεν μπορούν να φέρουν όπλα, να βοηθήσουν ηθικά και υλικά. Αλλοι βουλευτές ζήτησαν να παραιτηθεί η κυβέρνηση, που αποδείχτηκε ανίκανη να χτυπήσει τους αντάρτες.
Αλλοι σύστησαν ψυχραιμία, ώσπου να δώσει εξήγηση η κυβέρνηση και ένα μέρος ζήτησε να γίνει μυστική συνεδρίαση της Βουλής. Ο Τσαλδάρης διαφώνησε με την πρόταση αυτή, μα ο αριθμός των βουλευτών που ζήτησε να γίνει μυστική συνεδρίαση ήτανε μεγάλος και γι’ αυτό ο πρόεδρος της Βουλής διέταξε την εκκένωση των θεωρείων για να γίνει η συνεδρίαση».
Στις 12 Φεβρουαρίου το υπουργείο Εθνικής Αμύνης, ύστερα από έκθεση του Γ` Σώματος Στρατού Θεσσαλονίκης, ανακοίνωσε, μεταξύ άλλων, ότι: «Το πυροβόλον ήτανε γερμανικόν ορειβατικό τύπου Σκόνερ των 7,5 χλσ. Τοποθετήθηκε στην περιοχή Λεμπέτ κοντά στον αμαξωτό δρόμο Λαγκαδά -Θεσσαλονίκης και έβαλε κατά της Θεσσαλονίκης από απόσταση 3 χλμ., από τις 2.30 έως 3.30 στις 10 Φεβρουαρίου. 40 βλήματα έπεσαν μέσα στην πόλη. Εις τη θέση του πυροβόλου βρέθηκαν 20 κάλυκες και μια οβίδα. Βρέθηκαν ακόμα ο κιλλίβας και οι 2 τροχοί του πυροβόλου. Ο σωλήνας δε βρέθηκε».
Αποκαλυπτικότερο για το εντυπωσιακό γεγονός, του κανονιοβολισμού της Θεσσαλονίκης, ήταν το αμερικανικό πρακτορείο «Γιουνάιτεντ Πρες», το οποίο, σύμφωνα με δημοσίευμα του «Δελτίου Ειδήσεων» του ΔΣΕ της 13ης Φεβρουαρίου 1948, ανακοίνωσε: «Η επίθεση αυτή ήταν η τολμηρότερη απ’ όσες είχαν κάμει οι αντάρτες. Οι αντάρτες που επετέθηκαν ήταν 150 και είχαν 18 μεταγωγικά ζώα. Σύμφωνα με πληροφορίες του ίδιου πρακτορείου, οι αντάρτες έβαλαν από τα νοτιοδυτικά της Θεσσαλονίκης, ενώ άλλα τμήματα ανατίναξαν μια γέφυρα βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης για να εμποδίσουν την κίνηση του μοναρχοφασιστικού στρατού και να ξεγελάσουν τους μοναρχοφασίστες σχετικά με την κατεύθυνση της διαφυγής τους. Εξι χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Θεσσαλονίκης καταρρίφθηκε ένα αεροπλάνο Σπιτφάιερ, που πήγε για καταδίωξη των ανταρτών και ένα άλλο βλήθηκε στα φτερά».
Αργότερα, τον Ιούλιο, ξαναέγινε άλλη μία επιδρομή ανταρτών κατά της Θεσσαλονίκης, χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα κι αυτή, ως αντιπερισπασμός στις μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού στο Γράμμο.
Σύμφωνα με τις απόψεις που διατυπώθηκαν μετά από νεότερες έρευνες, τον Τζορτζ Πολκ δολοφόνησε ο Αγγλος πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις, Ράνταλ Κόουτς, ο οποίος και υπηρετούσε ως πρόξενος της Μ. Βρετανίας στη Θεσσαλονίκη. Στην εισαγωγή του βιβλίου του «Πόλεμος, διείσδυση και προπαγάνδα», ο Φ. Οικονομίδης σημειώνει, σχετικά με την υπόθεση Πολκ ότι «κύριος οργανωτής της συνωμοσίας εναντίον του Πολκ ήταν ο στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, συνταγματάρχης του αμερικανικού ΓΕΣ, Χάρβι Σμιθ».

Το σχέδιο «Πυρσός» 


H τελική επιχείρηση για την κατάληψη των θέσεων των ανταρτών, έγινε από τον κυβερνητικό στρατό με φάση το επιτελικό σχέδιο «Πυρσός» που εξελίχθηκε σε διαδοχικές φάσεις.
Το σχέδιο «Πυρσός» προέβλεπε τρεις διαδοχικές επιθετικές ενέργειες για την εκκαθάριση του «φυσικού οχυρού» του Γράμμου από τις δυνάμεις των ανταρτών.
Ο «Πυρσός Α΄» (2-8 Αυγούστου 1949) στην ουσία ήταν μία παραπλανητική επιχείρηση την οποία θα εκτελούσαν μονάδες του Α’ Σώματος Στρατού για να δώσουν στον αντίπαλο την εντύπωση ότι η κύρια προσπάθεια ήταν κατά των δυνάμεων που είχαν καθηλωθεί στον Γράμμο, οι οποίες ενδεχομένως θα ενισχύονταν από άλλες που θα άφηναν τα καταφύγιά τους στο Βίτσι σπεύδοντας προς βοήθειά τους.
Έχοντας απέναντί τους δύο «Μεραρχίες» ανταρτών ελαττωμένης συνθέσεως (περίπου 5000), 16 πυροβόλα, δύο βαρείς όλμους των 120 χιλ. και άπειρα αντιαρματικά και αντιαεροπορικά πυροβόλα, οι δυνάμεις του Στρατού, υποστηριζόμενες από δύο συντάγματα πεδινού πυροβολικού και από την Αεροπορία, όχι μόνο πέτυχαν τον αντικειμενικό τους σκοπό καταλαμβάνοντας τον βορειοανατολικό και νότιο Γράμμο, αλλά κατέλαβαν και τα οχυρά σημεία 1425 «Ταμπούρι» και 1356.
Η επιχείρηση Πυρσός Β’ διεξήχθη από τις 10 έως τις 16 Αυγούστου 1949 στο Βίτσι, μια ισχυρά οργανωμένη από τους αντάρτες περιοχή, με τα γιουγκοσλαβικά σύνορα στον βορρά, τα αλβανικά στα δυτικά και νοτιοδυτικά και την πλαγιά του όρους Βαρνούς στα ανατολικά της. Τις δυνάμεις που προστάτευαν το Βίτσι και το Γενικό Αρχηγείο των ανταρτών, αποτελούν δύο «Μεραρχίες» συν δύο «Ταξιαρχίες», Κέντρα Εκπαιδεύσεως και Σχηματισμοί ενώ στην διάθεσή τους οι περίπου 8000 υπερασπιστές του Βίτσι είχαν 45 ορεινά πυροβόλα, 15 αντιαεροπορικά και δύο αντιαρματικά. Από την άλλη πλευρά έτοιμες για δράση οι II,IX,X,XI,XV Μεραρχίες του Β’ Σώματος Στρατού, η III Μεραρχία Καταδρομών, το 12ο Ελαφρύ Σύνταγμα Πεζικού και έξι Τάγματα Εθνοφρουρών (ΤΕ) υποστηριζόμενα από τέσσερα Συντάγματα Πεδινού Πυροβολικού, τρεις Μοίρες Μέσου Πυροβολικού, τέσσερις Μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού, τα II και IX Συντάγματα Αναγνωρίσεως (μείον Ιλη), την XI Ιλη Αρμάτων και βεβαίως από τον «φύλακα-άγγελό» τους, την Αεροπορία. Μάλιστα προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες του Στρατού η Αεροπορία είχε μετατρέψει σε βομβαρδιστικά ακόμα και μεταγωγικά C-47, τις γνωστές «Ντακότες».
Τα προπαρασκευαστικά πυρά του Πυροβολικού και της Αεροπορίας ήταν μόνοι η αρχή…
Στις 6:30 π.μ. της 10ης Αυγούστου, η 22α Ταξιαρχία αρχίζει την επίθεσή της καταλαμβάνοντας ύστερα από πέντε ώρες σκληρού αγώνα τα οχυρά σημεία 1585 και Πολενάτα .
Από τον διάδρομο που άνοιξαν οι ηρωικώς μαχόμενοι άνδρες της Ταξιαρχίας, διεισδύει η XI Μεραρχία με την Ε’ Μοίρα Ορεινών Καταδρομών και το πρωί της επόμενης ημέρας βρίσκει τους άνδρες του Στρατού κυρίους της οχυρής θέσης Τσούκα και πλησίον του υψώματος Λέσιτς, πίσω ακριβώς από τους αντάρτες.
Το ίδιο βράδυ, η III Μεραρχία Καταδρομών ορμά αιφνιδιαστικά στο εσωτερικό της τοποθεσίας που κατέχουν οι αντάρτες και την 11η Αυγούστου οι ΛΟΚατζήδες καταλαμβάνουν το ιδιαιτέρως σημαντικό ύψωμα Μπάρο, προσβάλλοντας ταυτόχρονα το ύψωμα Λέσιτς από το νότο, την ώρα που εναντίον του Λέσιτς επιτίθεται άλλη Μοίρα Καταδρομών με ορμητήριο την περιοχή Κουλκουθούρια. Η μάχη συνεχίζεται το ίδιο λυσσαλέα μέχρι την 16η Αυγούστου, οπότε οι αντάρτες «σπάνε» και το Βίτσι πέφτει στα χέρια του Στρατού μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του βαρέως πολεμικού υλικού των ανταρτών και τις εγκαταστάσεις της κυβέρνησής τους.
Οι περισσότεροι αντάρτες καταφεύγουν όπως- όπως στο αλβανικό έδαφος, όμως πολλοί ιστορικοί εκτιμούν ότι με την κατάληψη του «φρουρίου» Βίτσι, ο αγώνας κατά των ανταρτών είχε ήδη κριθεί.
Από τις 24 έως τις 30 Αυγούστου 1949, ο Πυρσός Γ’ «βάζει φωτιά» στις κορυφές του Γράμμου. Περίπου 8000 αντάρτες -δύο Μεραρχίες ενισχυμένες με όσους κατάφεραν να γλιτώσουν από το Βίτσι- προσπαθούν να αναχαιτίσουν την ορμή των εθνικών δυνάμεων τις οποίες αποτελούν οι I,VIII,IX,XV Μεραρχίες, η77η Ανεξάρτητη Ταξιαρχία, η III Μεραρχία Καταδρομών και τέσσερα Ελαφρά Συντάγματα Πεζικό (8ο,15ο, 24ο και 40ο ΕΣΠ). Τις ανωτέρω μονάδες υποστηρίζουν πέντε Συντάγματα Πεδινού Πυροβολικού, τρεις Μοίρες Μέσου Πυροβολικού, πέντε Μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού, το IX Σύνταγμα Αναγνωρίσεως και η II Ιλη Αρμάτων Μάχης. Εγγύς υποστήριξη στις επίγειες δυνάμεις παρέχουν αεροσκάφη Spitfire και τα καθέτου εφορμήσεως SB2C-5 Helldiver, τα οποία προκαλούν πραγματική πανωλεθρία στους πιεζόμενους αντάρτες.
Προωθούμενη μεταξύ της Αλεβίτσας και του Γιαννοχωρίου στις 21:00 μ.μ. της 24ης Αυγούστου, μέχρι το πρωί η XI Μεραρχία έχει καταλάβει τα υψώματα Κόντρα, Πολίγκα, Μονόπυλο, Σλήμνιτσα. Καλύβια και Κατσαρά, την ώρα που οι υπόλοιπες Μεραρχίες πολεμούσαν τους αντάρτες που μάχονταν για τη ζωή τους.
Στις 30 Αυγούστου 1949 ο στρατός κατέλαβε τον φοβερό Γράμμο , με τον λαβύρινθο των πολυβολείων και των ναρκοπεδίων… Από εκείνη την επιτυχία και μετά ο Στρατός ασχολήθηκε με εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των εναπομεινάντων ανταρτών, ενώ στην ηγεσία τους δεν έμεινε άλλη επιλογή πέρα από τη διαταγή για κατάπαυση του πυρός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου