του Γιώργου Νιαουνάκη
Συνήθως, έχει περισσότερο νόημα να προειδοποιείς για το ενδεχόμενο μια ατυχούς κατάληξης, ώστε να προετοιμαστείς ή να αναθεωρήσεις την τακτική σου, παρά το να υποδεικνύεις τα πιθανά αίτιά της, αφού το ατύχημα έχει συντελεστεί. Όπως και νά' χει ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως τον ξέραμε τουλάχιστον, έχει, κατά κοινή ομολογία –του προέδρου του, συμπεριλαμβανομένου- τελειώσει, το νέο μνημόνιο, ως μοντέλο διακυβέρνησης έχει εγκριθεί και από –τυπικά- αριστερά κοινοβουλευτικά έδρανα, η αριστερά στο σύνολό της βιώνει μια ιστορική ήττα και η ζωή, μ' όλες τις αντιξοότητές της, συνεχίζεται.
Παρά το γενικευμένο πένθος που επικρατεί στην αριστερή, εξωκοινοβουλευτική ή, γενικώς «άστεγη», ιδεοκίνηση, κυοφορείται μια ειλικρινής αναστοχαστική διάθεση για μια αναζήτηση, χωρίς προαπαιτούμενα, μιας διεξόδου από αυτήν την τελματική κατάσταση. Φυσικά, όσο και αν φαίνεται αισιόδοξο αυτό, δεν μπορούμε να αισιοδοξούμε το ίδιο ότι αυτή η περίοδος θα διαρκέσει πολύ. Σε κάθε περίπτωση, όσοι προσέρχονται σε αυτό το διάλογο έρχονται με «λευκή σελίδα», εντούτοις χρειάζεται να υπενθυμίζουμε στους εαυτούς μας ότι παρ' όλο που η ήττα είναι συντριπτική, έχει συσσωρευτεί εμπειρία η οποία μας επιβάλλει να δράσουμε με περισσότερη σοφία από δω και στο εξής, εμπειρία η οποία πρέπει οπωσδήποτε να αποτυπωθεί και στον σχετικό προβληματισμό.
Χρειάζεται να ανατρέξουμε και να εντοπίσουμε τα σημεία και τις επιλογές που οδήγησαν εδώ που βρισκόμαστε, έτσι ώστε να μπορέσουμε να είμαστε παραγωγικοί το επόμενο διάστημα και να μην επαναλάβουμε ή υποπέσουμε σε ένα deja vu λανθασμένων επιλογών.
Ίσως δυο είναι τα κυρίαρχα στοιχεία που μπορούμε να πούμε ότι συνέβαλαν καθοριστικά σε αυτήν την τραγική κατάληξη. Η κοινωνικοπολιτική συγκυρία μέσα στην οποία εκτοξεύτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και η εσωτερική οργανωτική δομή του σχηματισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε να σκαρφαλώνει, αρχικά δημοσκοπικά, και να κατοχυρώνεται εκλογικά σε μια περίοδο απόσυρσης του κινήματος και κάμψης της δυναμικής του, εκεί που είχε συσσωρευτεί η κούραση της καταστολής και η οριστική ρωγμή στο μνημονιακό μπλοκ εξουσίας, παρά την προσβολή της αξιοπιστίας του, δεν έμοιαζε εφικτή. Έτσι εναποτέθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ, να επιτελέσει αυτήν την αποστολή, στην προοπτική της βελτίωσης των όρων και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο θα ανασυγκροτηθεί το ανταγωνιστικό κίνημα. Αν σε άλλες περιόδους, οικονομικής «ευχέρειας», μια από-τα-πάνω-πολιτική αναδιανομής υλικών πόρων και δύναμης ήταν εφικτή, σε μια συγκυρία εξαίρεσης, μια τέτοια πολιτική θα απαιτούσε να συνοδεύεται, στη χειρότερη περίπτωση, από ένα δίκτυο αντιδομών, ανταγωνιστικό προς το κράτος, το οποίο να αιτείται και να υπαγορεύει μια άλλη, ταξικά μεροληπτική, βιοπολιτική.
Αυτό τελικά, εκτός από τη διακοπή της αναζήτησης ενός άλλου δρόμου πολιτικής και κοινωνικής χειραφέτησης των «από κάτω», είχε και ως αποτέλεσμα την ισχυροποίηση της γραφειοκρατικής κάστας στελεχών που επιζητούσε την -a priori- κρατικοποίηση του κόμματος για να «κλειδωθεί» η κυβερνησιμότητα του. Αποτέλεσμα, η συγκεντροποίηση της -έτσι κι αλλιώς, ασθενικής- δημοκρατικής λειτουργίας του ΣΥΡΙΖΑ και η απευθείας συνομιλία του προεδρικού περιβάλλοντος με κέντρα-κόμβους εξουσίας.
Αυτά τα δυο στοιχεία μπορούμε να τα δούμε και ως αλληλοτροφοδοτούμενα. Στη, χοντρικά, δεκαετή πορεία του, ο ΣΥΡΙΖΑ, έτσι κι αλλιώς, ήταν ένας οργανισμός που μπορούσε να δημιουργήσει ή να συμβάλλει στη δημιουργία πολιτικών εξελίξεων σε περιόδους ανησυχίας του κινήματος και, αντίστροφα, «λίμναζε», σε περιόδους κάμψης του.
Ένα άλλο στοιχείο που αξίζει ίσως να κρατήσουμε, μάλλον το πιο τραγικό, είναι ότι μερίδα του στελεχιακού δυναμικού που αποφάσισε να παραμείνει στο ΣΥΡΙΖΑ, μερίδα που ανήκε στο ρεύμα που εξέφραζε το πιο δημοκρατικό και εξωστρεφές κομμάτι του, παραμένει όχι μόνο παρά το στρατηγικό αναπροσανατολισμό του, αλλά κυρίως παρά την οριστική πολιτικό-οργανωτική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε παραδοσιακό αρχηγικό κόμμα. Σαν να μην έφτανε αυτό, παρά την ενσωμάτωση της κυβέρνησης Τσίπρα στη νεοφιλελεύθερη βιοπολιτική, λειτουργούν επί της ουσίας ως αναχώματα υπενθύμισης μιας αριστερής υπόσχεσης - μετά την αξιολόγηση του «προγράμματος», πάντα. Ταυτόχρονα, σαν νέοι γιάπηδες της πολιτικής εξουσίας, καθησυχάζουν όσους καλόπιστους, με την περιφορά του περιβόητου «παράλληλου προγράμματος». Δυστυχώς, τα διαπιστευτήρια σε κάθε πτυχή του «βαθέως» κράτους, κάθε συστημικό παράγοντα και, πιο εκκωφαντικά, στην «εθνική ιδεολογία», κάνουν την επίκληση αυτού του τεχνάσματος όχι απλώς γελοία αλλά και προκλητική. Το χειρότερο και πιο καταστροφικό πολιτικά, είναι ότι δρουν ως φορείς μια πρότασης-καρικατούρα για μια πολιτική εντός ευρωζώνης-ταξικά μεροληπτικής. Γελοιοποιούν δηλαδή μια πρόταση αριστερής βιοπολιτικής, ταξικής λιτότητας και παραγωγικού μετασχηματισμού, σε ασφυκτικό περιβάλλον, τόσο που θα είναι σχεδόν αδύνατο από δω και στο εξής να μην κατηγορηθεί για πολιτικαντισμό όποιος διανοηθεί να τη διατυπώσει. Αυτά, ως υπενθύμιση ότι οι αρχικά καλές προθέσεις πρέπει να μας αφήνουν παγερά αδιάφορους, όταν οι θεσμικές δικλείδες και η εγρήγορση απουσιάζουν.
Αυτό δε σημαίνει, επουδενί, ότι οι διαφορές μεταξύ των πολιτικών σχηματισμών που έχουν ενσωματωθεί ιδεολογικά στη μνημονιακή βιοπολιτική, παύουν να υφίστανται. Όμως, η ιδεολογική σύγκλιση σε κομβικά ζητήματα είναι πια γεγονός, και τα όρια των αποχρώσεων, όσο οι υποσχέσεις μιας δικαιότερης και πιο ανθρωπιστικής διαχείρισης θα αναβάλλονται ή θα διαψεύδονται, θα είναι πιο δυσδιάκριτα ή δε θα αφορούν τα σκληρό πυρήνα της κοινωνικο-δαρβινικής ιδεολογίας. Εξάλλου, η τεχνοκρατική-διακυβερνητική γλώσσα είναι πανταχού παρούσα, ο τρόπος με τον οποίο τα κυβερνητικά στελέχη μιλάνε αδιαφοροποίητα απο τους πολιτικούς τους αντιπαλους για «ανάπτυξη», «νομιμότητα», «βιωσιμότητα συνταξιοδοτικού συστήματος» κ.ο.κ πυροδοτεί τις αντίστοιχες νοηματοδοτήσεις και προετοιμάζει το έδαφος για τις επικείμενες μετατοπίσεις και συναινέσεις.
Ανατρέχοντας στο πρόσφατο παρελθόν, θα δούμε ότι τα δημοκρατικά αιτήματα αδυνάτιζαν, μέρα με τη μέρα, μπροστά στην κυβερνητική προοπτική. Μια ιδιότυπη και ύπουλη κατασταλτική πρακτική απέναντι σε κάθε αναστοχαστική κριτική ή κριτική εγρήγορσης, επιστρατευόταν άκριτα απέναντί της, με αντιπολιτικούς όρους «αριστερομέτρων», «γκρίνιας», και, πρόσφατα, «ανθρωποφαγίας». Έτσι κι αλλιώς, οποιαδήποτε κριτική απέναντι σε ένα.. μπολσεβίκικο ρητό, οφείλει να αναδιπλώνεται…
Η κατάληξη, μπορούμε να πούμε πια με βεβαιότητα, –ακόμα και στο συμβολικό- κλειδώθηκε στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, όταν δόθηκε, αν δόθηκε, μια αναιμική μάχη από μια μειοψηφία του σώματος και των στελεχών απέναντι στην αδιαμεσολάβητη εκλογή του προέδρου-ηγέτη από το σώμα του συνεδρίου. Οι συμβολικές και ουσιαστικές αρμοδιότητες που δόθηκαν στον πρόεδρο-όργανο και το περιβάλλον του, του επέτρεψαν να «τελειώσει» οριστικά το κόμμα με συνοπτικές διαδικασίες, παρακάμπτοντας την απόφαση-ύστατη έκκληση της Κεντρικής Επιτροπής για συνέδριο απεγκλωβισμού. Έχει σημασία ότι ακόμα και αν αυτή η έκκληση θα ήταν περιορισμένης εμβέλειας, το κόμμα βρισκόταν ήδη προ διάσπασης, και ίσως και περιορισμένης αποτελεσματικότητας, το κυβερνητικό περιβάλλον είχε φροντίσει για την εξάντληση των όποιων χρονικών και κοινωνικοοικονομικών επιλογών και ελιγμών, η έκκληση αυτή απορρίφθηκε, ενώ τελικά, κανείς από όσους συστρατεύθηκαν με τις επιλογές του κυβερνητικού περιβάλλοντος δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να δοκιμάσει ανοιχτά την επιλογή του.
Συνοπτικά, αυτή είναι η εμπειρία και η γεύση που αποκομίσαμε και η οποία πρέπει, με κάποιον τρόπο, να κεφαλαιοποιηθεί ως σοφία και στη συνέχεια. Αλλά και να χρησιμοποιηθεί και για κάτι σημαντικότερο: για την ειλικρινή επερώτηση της σχέσης μας με την πολιτική και τελικά με την ίδια την εκπροσώπηση, -διότι, τελικά, αρκετά θυσιάσαμε την «μικρή» πολιτική για χάρη της αφηρημένα «μεγάλης». Πρέπει να στραφούμε προς την αναγκαία εκείνη πολιτική πάνω στην οποία ορθώνονται οι καθημερινές αντιστάσεις, χάρη στην οποία μετατοπίζεται η ιδεολογική κατανομή, ρηγματώνεται η ενεργητική ή παθητική συναίνεση και με την οποία μπορούν να μετατοπιστούν δυνητικά και οι σχέσεις.
Με αναστοχαστικό ορίζοντα, ανασυνθετική διάθεση και χωρίς βεβαιότητες, εκτός από μία: ότι το αντίδοτο απέναντι στην ΤΙΝΑ, μπορεί να είναι μόνος ένας δρόμος δυνατοτήτων, η κατοχύρωση ενός δρόμου μιας πολύμορφης ενδεχομενικότητας για την οριστική απορρύθμιση ταυτοτήτων και σχέσεων του παλιού κόσμου. Ή, όπως θα το έθετε και ένας εκπρόσωπος του ύστερου blues ρεύματος, «there’s more than one way home».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου