Αντιφασίστες (ή ο μονοδιάστατος άνθρωπος)
Εβδομήντα χρόνια μετά το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, πολλοί άνθρωποι στον ευρω-ατλαντικό κόσμο αυτοχαρακτηρίζονται «αντιφασίστες»: σοσιαλιστές, κρατιστές, αναρχικοί, κομμουνιστές όλων των ποικιλιών ορίζονται αρνητικά – όχι ως κάτι που είναι, αλλά ως κάτι που δεν είναι.
Ο αντιφασισμός συγκεντρώνει πολιτικές ομάδες με αντιλήψεις που βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους: πράγματι, στην περίοδο του πολέμου εναντίον του Άξονα, οι εσωτερικές αντιθέσεις των «αντιφασιστών» παραμερίστηκαν για ευνόητους λόγους και, μπροστά στον κοινό εχθρό, δημιουργήθηκαν τα λαϊκά και εθνικά μέτωπα. Ποια είναι όμως σήμερα η ουσία του αντιφασισμού; Θα μπορούσα να πω απλώς «καμία» – και παρ’ όλ’ αυτά, την αναλύω λίγο περισσότερο.
Σήμερα ο φασισμός είναι ένας χαρακτηρισμός που αποδίδεται στους «άλλους»: λιγοστοί άνθρωποι στον κόσμο δηλώνουν φασίστες. Ωστόσο, αν και ο φασισμός έχει υποχωρήσει ως ιδεολογία και πρακτική, επιζεί ως νοοτροπία: ως λατρεία του κράτους, ως απόρριψη της αντίθετης γνώμης (της λειτουργίας του «δήμου»), ως αυταρχισμός, βία, μιλιταρισμός, εθνικισμός, ρατσισμός• ως κοινωνικός συντηρητισμός, λαϊκισμός, leaderism, προσωπολατρία, μικροαστισμός, κορπορατισμός, δημαγωγία. Όμως, ο αντιφασισμός δεν απευθύνεται στη νοοτροπία: απευθύνεται σε κάποια «απειλή» που περιγράφεται γενικά ως «απειλή στη δημοκρατία.
Πρόκειται για ένα ιστορικό υπόλειμμα που οφείλεται στη συμμαχία με τη Σοβιετική Ένωση στη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και που ταυτίζει την αντίθεση στον φασισμό με το φιλοκομμουνισμό. Σύμφωνα με αυτό τον παλιό ορισμό –που ισχύει ακόμα παρά την εντελώς διαφορετική πραγματικότητα– ο αντιφασίστας δεν μπορεί να είναι, ταυτοχρόνως, αντικομμουνιστής. Μπορεί να μην είναι ορθόδοξος κομμουνιστής, αλλά δεν μπορεί να είναι αντικομμουνιστής. Ο αντικομμουνισμός, στα μάτια των αντιφασιστών, ισοδυναμεί με το φασισμό.
Πράγματι, από τη δεκαετία του 1920 και του 1930, ο αντιφασισμός των κομμουνιστών ήταν, εξαιτίας της ίδιας τους της φύσης και της μεθοδολογίας, πολύ πιο μαχητικός από εκείνο των δημοκρατών. Τότε υπήρχε έδαφος για αντιφασιστική συσπείρωση: ο φασισμός ήταν ένα μεγάλο λαϊκό κίνημα που εξήρε το εθνικό μεγαλείο, τιμωρούσε σκληρά τους αντιπάλους του, χρησιμοποιούσε βίαια μέσα και αντλούσε από σκοτεινές πηγές χρηματοδότησης. Οι κομμουνιστές εκείνης της εποχής τον κατανοούσαν βαθύτερα από ό,τι οι δημοκράτες: οι φασίστες ήταν, θα λέγαμε, το αντεστραμμένο τους είδωλο.
Μετά την αποφασιστική συμβολή της ΕΣΣΔ στον αντιφασιστικό αγώνα 1940-1944 –ο οποίος κατέληξε σε τεράστιες θυσίες όχι μόνον εξαιτίας του ηρωικού αντιφασιστικού πνεύματος των Σοβιετικών αλλά και εξαιτίας της ριψοκίνδυνης στρατηγικής Ζούκοφ-Στάλιν–, ο καπιταλισμός θεωρήθηκε γεννήτορας του φασισμού, ενώ ο σοσιαλισμός θεωρήθηκε το αντίδοτό του. Είναι, νομίζω, χαρακτηριστικό το ότι στην Ανατολική Γερμανία το επίσημο όνομα του Τείχους του Βερολίνου ήταν Antifaschistischer Schutzwall (Αντιφασιστικό Τείχος Προστασίας) ενώ οι περισσότεροι Δυτικογερμανοί αναφέρονταν σε αυτό ως «Τείχος του Αίσχους». Κατά κάποιον τρόπο, τα σοσιαλιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης αυτο-νομιμοποιήθηκαν μέσω του αντιφασιστικού τους χαρακτήρα, από το γεγονός δηλαδή ότι τα έστησαν οι άνθρωποι, οι ηγεσίες και τα κόμματα που είχαν αγωνιστεί εναντίον του φασισμού. Ωστόσο, παρά τη μεγάλη δημοτικότητα του κομμουνισμού στη δεκαετία του 1940, όσοι αντιστάθηκαν στο φασισμό και στο ναζισμό έκαναν μάλλον εθνικό αγώνα εναντίον των Γερμανών και των Ιταλών κατακτητών και λιγότερο πολιτικό αγώνα εναντίον μιας απαράδεκτης ιδεολογίας.
Αν λοιπόν «αντιφασίστας» είναι εκείνος που απορρίπτει τον ολοκληρωτισμό, δηλαδή μια ανελεύθερη πολιτειακή κατάσταση, ένα καθεστώς που ελέγχει και κατευθύνει τις κοινωνικές δραστηριότητες των ατόμων, τότε ο αντιφασίστας είναι, συγχρόνως, αντικομμουνιστής. Όμως, η σημερινή κατάχρηση του όρου ο οποίος περιλαμβάνει από ράπερς μέχρι σοβιετόφιλους, μας απομακρύνει από αυτή την περιγραφή του αντιφασίστα. Όσοι αυτοχαρακτηρίζονται αντιφασίστες δεν τάσσονται υποχρεωτικά υπέρ των ατομικών δικαιωμάτων του πολίτη: τάσσονται υπέρ των δικών τους δικαιωμάτων. Ούτε απορρίπτουν τη βία: απορρίπτουν και μάλιστα καταγγέλλουν τη βία των άλλων, όχι τη δική τους.
Σε μια ώριμη, ή σχεδόν ώριμη, δημοκρατία, τα πράγματα μπορούν να είναι σαφή και πολυδιάστατα. Αντιφασίστας είναι εκείνος που αντιτίθεται στην κατάλυση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και στη διείσδυση της κεντρικής εξουσίας σε κάθε πτυχή της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής.
Για παράδειγμα, στη σημερινή Ελλάδα, οι πολίτες που δεν στηρίζουν τη Χρυσή Αυγή είναι, σε πολιτικό επίπεδο, αντιφασίστες. Αλλά ο όρος δεν αρκεί για να τους περιγράψει: πολλοί αντιφασίστες αυτού του είδους είναι φασίστες άλλου είδους, υπό την έννοια όχι μόνον της φασιστικής νοοτροπίας, αλλά και της υποστήριξης ολοκληρωτικών καθεστώτων και επίσημων κρατικών ιδεολογιών. Θα έλεγα μάλιστα ότι όσο πιο συγγενής είναι κάποιος με τον φασισμό τόσο εντονότερα είναι τα αντανακλαστικά του• όσο πιο κοντινές είναι οι μέθοδοι (καταστολή, έλεγχος, προπαγάνδα), τόσο πιο επιτακτική γίνεται η ύψωση της αντιφασιστικής σημαίας.
Ο αντιφασισμός πρέπει να θεωρείται δεδομένος και αυτονόητος στον σύγχρονο κόσμο: δεν βρισκόμαστε σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου της Ισπανίας, ούτε στο περιβάλλον των συμμοριών στη Γερμανία του 1919• πράγματι, στο ελληνικό κοινοβούλιο εκπροσωπείται φασιστική ή νεοναζιστική ομάδα – αλλά η αντιμετώπισή της δεν απαιτεί «αντιφασιστικό» αγώνα, απαιτεί εφαρμογή των νόμων του ποινικού δικαίου. Όσο για τους οπαδούς της, όποιοι δεν παραβιάζουν τους νόμους μπορούν να παραμείνουν ελεύθεροι να εκφράζουν βλακώδεις ιδέες. Ο αντιφασισμός, ως κίνημα και ως ιδεολογία που εμψυχώνει το κίνημα, αποτελεί έκφραση φόβου μπροστά σε φασιστική απειλή• αλλά αυτή η φασιστική απειλή είναι μια κατασκευή που εξισώνει τον καπιταλισμό με τον φασισμό παρότι ο δεύτερος είναι, εγγενώς, αντικαπιταλιστικός. Η φασιστοφοβία προσομοιάζει φυσικά την κομμουνιστοφοβία: για τις ανάγκες της προπαγάνδας, όσοι αυτοχαρακτηρίζονται αντιφασίστες βλέπουν παντού φασίστες, όπως όσοι αυτοχαρακτηρίζονται αντιρατσιστές βλέπουν παντού ρατσιστές κι όσοι αυτοχαρακτηρίζονται φεμινιστές βλέπουν παντού φαλλοκράτες.
Athens Voice: Μετά το ξέπλυμα του ναζισμού, το στύψιμο του αντιφασισμού
Δεν πρόλαβε να στεγνώσει το μελάνι στον Τύπο, από τον σάλο που προκάλεσε η Athens Voice ξεπλένοντας τη Χρυσή Αυγή με lifestyle αναφορές στην κόρη του ηγέτη της ναζιστικής οργάνωσης και το συγκεκριμένο Free Press αποφάσισε να χτυπήσει και τον αντιφασισμό με κείμενο της Σώτης Τριανταφύλλου.
Μπορείτε να το διαβάσετε ολόκληρο εδώ. Εμείς σκεφτήκαμε απλώς να απαντήσουμε σε ορισμένα σημεία του.
Τριανταφύλλου: Σήμερα ο φασισμός είναι ένας χαρακτηρισμός που αποδίδεται στους «άλλους»: λιγοστοί άνθρωποι στον κόσμο δηλώνουν φασίστες. Ωστόσο, αν και ο φασισμός έχει υποχωρήσει ως ιδεολογία και πρακτική, επιζεί ως νοοτροπία: ως λατρεία του κράτους, ως απόρριψη της αντίθετης γνώμης (της λειτουργίας του «δήμου»), ως αυταρχισμός, βία, μιλιταρισμός, εθνικισμός, ρατσισμός• ως κοινωνικός συντηρητισμός, λαϊκισμός, leaderism, προσωπολατρία, μικροαστισμός, κορπορατισμός, δημαγωγία.
Καταρχήν ο φασισμός δεν είναι ιδεολογία ή νοοτροπία αλλά πολιτική πρακτική. Μπορείτε να διαβάσετε γι’ αυτό τον ορισμό του Ρόμπερτ Πάξτον ή του Έλληνα καθηγητής Σπύρου Μαρκέτου. Κατά δεύτερον αποτελεί προσβολή στη λογική να ξεκινάει κανείς μια πρόταση λέγοντας επικριτικά ότι είναι «χαρακτηρισμός που αποδίδεται στους άλλους» και να τελειώνει κάνοντας ακριβώς αυτό – να τον αποδίδει στους δικούς της άλλους με πρώτους όσους «λατρεύουν το κράτος».
Τριανταφύλλου: Πρόκειται για ένα ιστορικό υπόλειμμα που οφείλεται στη συμμαχία με τη Σοβιετική Ένωση
Εδώ έχουμε την κλασική προσπάθεια ταύτισης φασισμού – κομμουνισμού με βασικό επιχείρημα το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης ή Σύμφωνο Μολότωφ – Ρίμπεντροπ, Μέσα σε μια γραμμή η Τριανταφφύλου σκυλεύει τη μνήμη των 20 εκατομμυρίων σοβιετικών πολιτών που πέθαναν για να σταματήσει ο φασισμός. κυρίως όμως σκυλεύει την ιστορική αλήθεια που λέει ότι η (κατάπτυστη πέραν αμφιβολίας) συμφωνία μη επίθεσης ήρθε ως απάντηση στη Συμφωνία του Μονάχου του 1938, με την οποία οι καπιταλιστικές υπερδυνάμεις της Ευρώπης έδωσαν στον Χίτλερ το πράσινο φως να κατακτήσει την Τσεχοσλοβακία. Είχε προηγηθεί φυσικά η συνεργασία τους στον Ισπανικό εμφύλιο εναντίον των δημοκρατικών δυνάμεων που μάχονταν τους φαλαγγίτες του Φράνκο.
Τριανταφύλλου: Οι φασίστες ήταν, θα λέγαμε, το αντεστραμμένο τους είδωλο (των κομμουνιστών).
Απλή επισήμανση: Η συγκεκριμένη άποψη, της ταύτισης κομμουνισμού-φασισμού χρηματοδοτείται από την ΕΕ μέσω ερευνητικών προγραμμάτων που φτάνουν τα 100.00 ευρώ. Ελπίζουμε η Athens Voice να το γνωρίζει και να μην υπέπεσε στο σφάλμα της… πόντιας πουτάνας, κατά το γνωστό ανέκδοτο.
Τριανταφύλλου: Αν λοιπόν «αντιφασίστας» είναι εκείνος που απορρίπτει τον ολοκληρωτισμό, δηλαδή μια ανελεύθερη πολιτειακή κατάσταση, ένα καθεστώς που ελέγχει και κατευθύνει τις κοινωνικές δραστηριότητες των ατόμων, τότε ο αντιφασίστας είναι, συγχρόνως, αντικομμουνιστής.
Θεωρώντας ως «αυταπόδεικτο» ότι ο κομμουνισμός (και όχι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του ανατολικού μπλοκ που αυτο-αποκαλούνταν σοσιαλιστικά ή κομμουνιστικά) είναι ολοκληρωτικός προχωράμε στο γνωστό σφάλμα λογικής: Ο μπάτσος είναι όργανο, το μπουζούκι είναι όργανο άρα ο μπάτσος είναι μπουζούκι.
Τριανταφύλλου: Αντιφασίστας είναι εκείνος που αντιτίθεται στην κατάλυση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και στη διείσδυση της κεντρικής εξουσίας σε κάθε πτυχή της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής.
Το συγκεκριμένο επιχείρημά απλώς επαναφέρει τις νεκραναστημένες θεωρίες του τέλους της ιστορίας και της κυριαρχίας της αστικής, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Αντιφασίστας λοιπόν μπορεί να είναι μόνο ο φιλελές. Τα μέλη κομμουνιστικών κομμάτων που ζητούν την υπέρβαση της αστικής δημοκρατίας δεν μπορούν, σύμφωνα με τον ορισμό της Τριανταφύλλου να είναι αντιφασίστες – άλλωστε έχει εξηγήσει στην προηγούμενη παράγραφο ότι μάλλον είναι φασίστες.
Τριανταφύλλου: Όσο πιο συγγενής είναι κάποιος με τον φασισμό […] τόσο πιο επιτακτική γίνεται η ύψωση της αντιφασιστικής σημαίας.
Δεν σχολιάζω άλλο.
Τριανταφύλλου: Στο ελληνικό κοινοβούλιο εκπροσωπείται φασιστική ή νεοναζιστική ομάδα – αλλά η αντιμετώπισή της δεν απαιτεί «αντιφασιστικό» αγώνα, απαιτεί εφαρμογή των νόμων του ποινικού δικαίου.
Καταρχήν η Χρυσή Αυγή δεν είναι νεο-ναζιστική ομάδα αλλά ναζιστική, αφού συνδέεται απευθείας με τους ναζιστές δοσίλογους της κατοχής – ξέρετε αυτούς που πλαισίωσαν τις κρατικές δομές εξουσίας και την σύγχρονη αστική δημοκρατία στην Ελλάδα, την οποία δεν πρέπει να επικρίνουμε γιατί γινόμαστε… φασίστες.
Ας πει βέβαια η κα Τριαναφύλλου στην οικογένεια του Παύλου Φύσσα ότι δεν ήταν το αντιφασιστικό κίνημα που έφερε τους δολοφόνους του παιδιού τους στα δικαστήρια αλλά η ελληνική δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη δηλαδή που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε φέρει σε δικαστήριο ούτε μια υπόθεση ρατσιστικής βίας.
Ας πει βέβαια η κα Τριαναφύλλου στην οικογένεια του Παύλου Φύσσα ότι δεν ήταν το αντιφασιστικό κίνημα που έφερε τους δολοφόνους του παιδιού τους στα δικαστήρια αλλά η ελληνική δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη δηλαδή που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε φέρει σε δικαστήριο ούτε μια υπόθεση ρατσιστικής βίας.
Τριανταφύλλου: Η φασιστική απειλή είναι μια κατασκευή που εξισώνει τον καπιταλισμό με τον φασισμό παρότι ο δεύτερος είναι, εγγενώς, αντικαπιταλιστικός.
Προφανώς οι οικογένειες των Κρουπ που χρηματοδότησαν τον Χιτλερ, οι πρόεδροι της IG Farben (που παρασκεύαζε τα χημικά των θαλάμων αερίων), ο Φορντ που θαύμαζε τον αγώνα του Αδόλφου, οι διευθυντές της IBM που έστελναν τα μηχανήματα για την καταγραφή των Εβραίων στα στρατόπεδα εξόντωσης, τα στελέχη της ITT που εξόπλιζαν τη ναζιστική πολεμική μηχανή ήταν όλοι τους αντικαπιταλιστές.
Αντικαπιταλιστές πρέπει να ήταν στην Ελλάδα και ο Λαμπράκης που συνέδεσε τον ΔΟΛ με τον Γκέμπελς, η οικογένεια Λαναρά, που συνεργάστηκε με τους κατακτητές. η οικογένεια των Παπακωνσταντίνου και τόσων άλλων. Όλοι τους ορκισμένοι εχθροί του καπιταλισμού.
Αντικαπιταλιστές πρέπει να ήταν στην Ελλάδα και ο Λαμπράκης που συνέδεσε τον ΔΟΛ με τον Γκέμπελς, η οικογένεια Λαναρά, που συνεργάστηκε με τους κατακτητές. η οικογένεια των Παπακωνσταντίνου και τόσων άλλων. Όλοι τους ορκισμένοι εχθροί του καπιταλισμού.
Επτά δεκαετίες μετά τη νίκη απέναντι στο φασισμό ένα free press μας καλεί να τον ξαναδούμε με όρους lifestyle, να καταδικάσουμε όσους τον πολέμησαν και κυρίως να ξεχάσουμε πέντε πράγματα που μας έμαθε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ: Ότι ο φασισμός δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια φάση του καπιταλισμού.
Άρης ΧατζηστεφάνουΑξίζει νομίζω να τον ξαναδιαβάσουμε πριν ο χιπστεροναζισμός επικρατήσει παντού:
Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια»
«Ο φασισμός είναι μια ιστορική φάση όπου μπήκε τώρα ο καπιταλισμός, κι έτσι είναι κάτι το καινούργιο και παλιό μαζί. Ο καπιταλισμός στις φασιστικές χώρες υπάρχει πια μονάχα σαν φασισμός κι ο φασισμός δεν μπορεί να πολεμηθεί παρά σαν καπιταλισμός στην πιο ωμή και καταπιεστική του μορφή, σαν ο πιο θρασύς κι ο πιο δόλιος καπιταλισμός.
«Ο φασισμός είναι μια ιστορική φάση όπου μπήκε τώρα ο καπιταλισμός, κι έτσι είναι κάτι το καινούργιο και παλιό μαζί. Ο καπιταλισμός στις φασιστικές χώρες υπάρχει πια μονάχα σαν φασισμός κι ο φασισμός δεν μπορεί να πολεμηθεί παρά σαν καπιταλισμός στην πιο ωμή και καταπιεστική του μορφή, σαν ο πιο θρασύς κι ο πιο δόλιος καπιταλισμός.
Πώς, λοιπόν, τώρα να πει κάποιος αντίπαλος του φασισμού την αλήθεια για το φασισμό όταν δε θέλει να πει τίποτα για τον καπιταλισμό, που τον προκαλεί; Πώς να ‘χει η αλήθεια αυτή πραχτική σημασία;
Αυτοί που είναι αντίπαλοι του φασισμού χωρίς να ‘ναι αντίπαλοι του καπιταλισμού, αυτοί που παραπονιούνται για τη βαρβαρότητα που αιτία τάχα έχει τη βαρβαρότητα την ίδια, μοιάζουν μ’ ανθρώπους που θέλουν το μερτικό τους απ’ τ’ αρνί χωρίς όμως να σφαχτεί το αρνί. Θέλουν να φάνε το κρέας, να μη δουν όμως τα αίματα. Αυτοί θα ικανοποιηθούν αν ο χασάπης πλύνει τα χέρια του προτού φέρει το κρέας στο τραπέζι. Δεν είναι κατά των σχέσεων ιδιοκτησίας, που προκαλούν τη βαρβαρότητα, παρά μονάχα κατά της βαρβαρότητας, υψώνουν τη φωνή εναντίον της, κι αυτό το κάνουν από χώρες όπου κυριαρχούν οι ίδιες σχέσεις ιδιοκτησίας, όπου όμως οι χασάπηδες πλένουν ακόμα τα χέρια τους προτού φέρουν το κρέας στο τραπέζι.
Οι φωνακλάδικες διαμαρτυρίες κατά των βαρβαρικών μέτρων μπορεί να ‘ναι αποτελεσματικές για λίγο καιρό, όσο δηλαδή οι ακροατές τους πιστεύουν πως στη δικιά τους χώρα δε θα ‘ταν ποτέ δυνατό να παρθούν τέτοια μέτρα. Ορισμένες χώρες είναι σε θέση να κρατήσουν τις σχέσεις ιδιοκτησίας τους με λιγότερο βίαια για την ώρα μέσα απ’ ό,τι άλλες. Εκεί η δημοκρατία προσφέρει ακόμα τις υπηρεσίες για τις οποίες άλλες χώρες αναγκάζονται να καταφύγουν στη βία, δηλαδή την εξασφάλιση της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Το μονοπώλιο στα εργοστάσια, στα ορυχεία, στα τσιφλίκια δημιουργεί πάντα βάρβαρες καταστάσεις σ’ αυτές τις χώρες είναι όμως λιγότερο ορατές. Η βαρβαρότητα γίνεται ορατή απ’ τη στιγμή που το μονοπώλιο δεν μπορεί πια να προστατευτεί παρά μονάχα με την ανοιχτή βία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου