Κοιτάζω τα μάτια της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ και ερωτεύομαι το βλέμμα της, αυτή την αδιόρατη μελαγχολία της ομορφιάς. Κοιτάζω ένα εξώφυλλο (Μια ευλαβική ανάμνηση-Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ εξομολογείται στην Εύα Νικολαΐδου, εκδ. Ελληνικά Γράμματα). Σκέφτομαι ότι η ομορφιά δεν μπορεί να είναι μία αφαίρεση. Παύουμε να βλέπουμε την ομορφιά όταν γίνεται αφαίρεση. Αλλά τι είναι η αφαίρεση εν προκειμένω; Η απόσταση του ανθρώπου από τη φύση και τη φύση του. Αυτή η διχοστασία που κάνει την ανθρώπινη ψυχή πεδίο μάχης της φύσης, της φύσης μας και της άρνησής της. Βγήκαμε από τη φύση και βαλθήκαμε να την κυριεύσουμε. Στήσαμε τον εαυτό μας (τη φύση μας) απέναντι και επιχειρούμε να τον εννοήσουμε. Αυτή η προσπάθεια έχει ενδυθεί το πρόσχημα του νοήματος της ζωής. Λες κι αν δεν κατακυριεύσουμε τον σιωπηλό (ενδεχομένως ζωώδη και φυσικό) εαυτό μας, θα ζούμε χωρίς νόημα και νήμα. Λες και το γεγονός ότι ζούμε δεν είναι ένα θαύμα έμπλεο αυτοτελούς νοήματος. Αυτά σκεφτόμουν καθώς «άκουγα» τη Γιουρσενάρ να λέει: «Θα πεθάνω… Δεν παραπονιέμαι για το πεπρωμένο αυτό που μοιράζομαι με τα λουλούδια, τα έντομα και τα’ αστέρια… Δεν παραπονιέμαι που τα πράγματα, τα όντα, οι καρδιές είναι όλα φθαρτά, αφού ένα μέρος της ομορφιάς ανήκει σ’ αυτή τη δυστυχία…». Θυμήθηκα τη γιαγιά μου την Αγγελική, που μου έδειχνε τα λουλούδια, λέγοντας «Δεν στενοχωριέμαι που θα φύγω. Λυπάμαι μόνο που δεν θα ξαναδώ αυτή την ομορφιά». Η γιαγιά μου ήταν αγράμματη αλλά είχε βγάλει το ίδιο συμπέρασμα με τη Γιουρσενάρ. Αλλά αφού τα πράγματα είναι τόσο απλά, τόσο φυσικά, γιατί τόση οδύνη, τόσος φόβος, τόση τρέλα; Γιατί αυτό «το παραλήρημα κάτι θέλει να πει»; Τι είναι αυτή η κλαγγή των όπλων, αυτή η κολοσσιαία εμφύλια σύγκρουση μεταξύ της ψυχής και του σώματος;
Να τι έγραφε ο άγνωστός μας στην Ελλάδα Κώστας Παπαϊωάννου (σε αφιέρωμα της Νέας Εστίας): «Από την Αναγέννηση και μετά, δεν μπορούμε πια να σκεφτούμε το σύμπαν ως ένα δομημένο και συνεκτικό όλον». Και συνεχίζει ο Παπαϊωάννου, λέγοντας πως «ο κόσμος των πραγμάτων και ο κόσμος του πνεύματος εμφανίζονται ως οι δύο πόλοι μιας πραγματικότητας… Το είναι της φύσης αποτελεί στο εξής αντικείμενο παράστασης, επιστημονικής γνώσης και τεχνικής εκμετάλλευσης. Το είναι του ανθρώπου τίθεται ως υποκείμενο απέναντι στον κόσμο ο οποίος γίνεται πλέον αντιληπτός ως ένα σύστημα αντικειμένων ουσιαστικά ξένο προς τον άνθρωπο, ‘’βουβό’’ σε ό,τι αφορά τον ύστατο προορισμό του. Μέχρι τότε… Η ύπαρξη μπορεί να συγκλονιζόταν από βαθύτατους φόβους, αλλά δεν ήταν προβληματική: ο άνθρωπος αναγνώριζε τη φυσική του θέση μέσα στην αμετακίνητη και αδιαμφισβήτητη ιεραρχία των όντων και των πραγμάτων». Ο άνθρωπος πλέον τίθεται πέρα και πάνω (ως επιθυμία) από τη φύση και σε λίγο και από τη φύση του (κλωνοποίηση, ρομπότ με συνείδηση κ.ά.). Η ανθρώπινη ιστορία στο εξής θα είναι μια ιστορία των επιθυμούμενων επιθυμιών, μια ιστορία κατάκτησης της φύσης (μέσω της επινόησης της «προόδου») και της επιθυμίας των άλλων. Η διάκριση των πραγμάτων και του πνεύματος, των δύο πόλων της πραγματικότητας, του υποκειμένου που είναι ο άνθρωπος και του αντικειμένου που είναι όλα τα άλλα καθώς επίσης και ο υφιστάμενος την κατάκτηση άνθρωπος, ο άνθρωπος ως άλλος, ως ξένος μέσα στον ίδιο μας τον εαυτό (Τζούλια Κρίστεβα). Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγαλύτεροι ρατσιστές είναι οι παλιοί μετανάστες, καθώς οι νέοι μετανάστες είναι αγχογόνα αντικείμενα, καθώς θυμίζουν στους «παλιούς» τον εαυτό τους. Μισούμε λοιπόν μέσω των άλλων τον ίδιο μας τον εαυτό. Γι’ αυτό ο ρατσισμός δεν είναι παρά μία εξωτερικευμένη, επιθετική «τρέλα», η οποία αν δεν ήταν ο ρατσισμός θα ενδοβαλόταν, λειτουργώντας αυτοχειριαστικά .
Γι’ αυτό επαναπροτείνεται η συμφιλίωση με τη φύση και τη φύση μας, η αντικατάσταση όλων των πίστεων με την πίστη στη φύση. Όμως, ο Φουκώ δεν περιορίζεται στην απλή, την ειρηνική συμφιλίωση με τη φύση, όπως η Γιουρσενάρ, αλλά θεωρεί ότι τίποτα, καμία επιθυμία «δεν είναι παρά φύσιν» ούτε καν ο φόνος!, αφού ακόμη και αυτή την φονική επιθυμία «την έχει βάλει στον άνθρωπο η ίδια η φύση». Από εδώ θα προκύψει ο τρελός δολοφόνος στο «Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους», αυτό το τρομερό βλέμμα, που είναι η τρέλα κάτω από το προσωπείο, μια τρέλα που δαγκώνει πρόσωπα, που ροκανίζει καρδιές, ένα φοβερό βλέμμα προσηλωμένο στο τίποτα, μία τρέλα που καταργεί και τον άνθρωπο και τον κόσμο.
Ε, λοιπόν, δεν μπορούμε να δεχθούμε τη νιτσεϊκή, ή καλύτερα τη χομπσιανή «συμφιλίωση με τη φύση» του Φουκώ, αλλά την τρυφερή, την ερωτική συμφιλίωση της Γιουρσενάρ και γιατί όχι της γιαγιάς μου της Αγγελικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου