Τα βράδια ξυπνώ από ένα δυνατό τρίξιμο. Κάθε βράδυ, ο ίδιος ανατριχιαστικός, οξύς, συριχτός ήχος.
Ένα αδιόρατο άγχος με καθηλώνει.
Δεκάδες εμμονικές σκέψεις με κατακλύζουν.
Ένας ξεχασμένος λογαριασμός, μια ληγμένη δόση, ο ήχος του τηλεφώνου που θα φέρει κακά μαντάτα, μια προθεσμία που εξέπνευσε…
Οι παλμοί μου ανεβαίνουν, στριφογυρνώ, σηκώνομαι, ανάβω τσιγάρο.
Πίσω ρουφιάνοι. Μουρμουρίζω χωρίς ν’ ακούγομαι, χωρίς να ολοκληρώνω τη φράση μου. Δεν ήταν τίποτα. Καθησυχάζομαι. Ξαπλώνω ξανά.
Το πρωί επανέρχομαι σαν ζόμπι για να υπηρετήσω άβουλα, στερεοτυπικούς κανόνες της καθημερινότητας.
Βιαστικές κινήσεις προετοιμασίας, ένας τελευταίος έλεγχος στο σπίτι.
«Ρε, άσε όλους τους διακόπτες ανοιχτούς και τις πόρτες ξεκλείδωτες. Ένα μπετονάκι βενζίνη κι ένα σπίρτο θέλει. Να γίνουν όλα στάχτη. Να μην έχουν τίποτα να σε κρατάνε τα τσογλάνια.»
Ο δεύτερος εαυτός μου. Ο δήθεν επαναστατημένος· σφηνώνεται κάτι ώρες στο κεφάλι μου και ψελλίζει ανέφικτες μεγαλοστομίες.
Πρωινό στη δουλειά.
Είπα δουλειά;
Ναι είμαι από τους τυχερούς. Έχω ακόμα δουλειά. Αυτό το «ακόμα» μου σφίγγει το στομάχι.
Κι αν δεν είχα; Θα χρώσταγα περισσότερα. Ίσως τα βράδια να μου έπαιρνε λίγο παραπάνω να επαναφέρω τους παλμούς μου.
Ένας συνάδελφος με πλησιάζει. Του έκοψαν το ρεύμα. Έχει δουλειά κι αυτός.
Όμως κάτι μια προθεσμία, κάτι ένας ακόμα ληγμένος λογαριασμός, μια προϋπόθεση που δεν πληρούσε…
Ζητά δανεικά. Ό,τι μπορώ, λέει.
Δίνω 20 ευρώ. Σταγόνα στον ωκεανό.
Όχι καλός άνθρωπος δεν είμαι. Στα ίδια είμαι. Είχα άλλα 20, μα τα κράτησα.
Βλαστημάω το εικοσάρικο, όχι αυτό που κράτησα μα αυτό που έδωσα.
Κατά τ’ άλλα, οι αριθμοί ανακάμπτουν ή ευημερούν ή κάτι τέτοιο. Θα ευημερήσουν είμαι σίγουρη, όσο θα δουλεύουμε για να βλαστημάμε το εικοσάρικο που δίνουμε και θα μας λείψει.
Ρε μάγκες το παιχνίδι σας είναι στημένο και οι κανόνες στα μέτρα σας.
Θέλω να το σταματήσω. Φοβάμαι, συνεχίζω.
Είναι ακόμα καλοκαίρι. Ο ήλιος με γαληνεύει, όλα καλά.
Κάποιοι φίλοι μου φύγανε ολιγοήμερες διακοπές, κάποιοι ζητούν δανεικά για το ρεύμα. Δεν είναι σε πολύ διαφορετική μοίρα, μη φαντάζεσθε. Ένα «ακόμα» είναι κι αυτό. Σήμερα ακόμα δουλειά, αύριο όχι. Σήμερα διακοπές, αύριο διακοπή ρεύματος.
Κι εγώ στρώνω φρεσκοπλυμένα σεντόνια που έβριζα καθώς σιδέρωνα και προσποιούμαι καλοκαιρινούς οργασμούς, μυρίζοντας τη θάλασσα από το μαλακτικό.
Έννοια σας, έχω μάθει τους κανόνες. Μηρυκάζω τη μιζέρια μου και τη φτύνω στα μούτρα των διπλανών μου, γιατί έγινε πρέπον. Κι άλλοτε πάλι, την καταπίνω για να έχει δουλειά η χολή μου.
Το βράδυ θα ξυπνήσω πάλι από αυτό τον αναθεματισμένο ήχο.
Όχι δεν τρίζω τα δόντια στους εχθρούς μου, είναι ο ήχος από τις αλυσίδες μου.
Εσείς ακούτε ποτέ τις αλυσίδες σας να τρίζουν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου