Πίσω από την υπέροχη εικόνα ενός γαλάζιου ουρανού γεμάτου πολύχρωμες κουκίδες, κρύβεται μπόλικο άγχος και αρκετές διαψεύσεις. Κρύβεται η αγωνία της αποτυχίας, ο φόβος του χαρταετού που δεν θα πετάξει. Και όλα αυτά σε μια καθοριστική ημέρα για τη σχέση πατέρα - γιου
«Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγκοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; Ε, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα ματαδείς ένα τέτοιο θάμα... Αρχινούσανε την Καθαρή Δευτέρα – ήτανε αντέτι – και συνέχεια την κάθε Κυριακή και σκόλη, ώσαμε των Βαγιών. Από του Χατζηφράγκου τ’ Αλάνι κι από κάθε δώμα κι από κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Τόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τούτο, τα χελιδόνια τα φέρνανε οι γερανοί μονάχα τη Μεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας. Ολάκερη τη Μεγάλη Σαρακοστή, κάθε Κυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Ανέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε στο μυαλό σου πώς μπόραγε να μένει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερα από τόσο τράβηγμα στα ύψη».
Ο Κοσμάς Πολίτης στο μυθιστόρημά του «Στου Χατζηφράγκου», ανατρέχοντας σε αναμνήσεις πολύτιμες, και νοσταλγώντας τη Σμύρνη που χάσαμε, δίνει στο πέταγμα του χαρταετού μεταφυσική διάσταση: «Είτανε θάμα να βλέπεις ολάκερη την πολιτεία ν’ ανεβαίνει στα ουράνια. Να, για να καταλάβεις, ξέρεις το εικόνισμα, που ο άγγελος σηκώνει την ταφόπετρα, κι ο Χριστός βγαίνει από τον τάφο κι αναλήφτεται στον ουρανό, κρατώντας μια πασχαλιάτικια κόκκινη παντιέρα; Κάτι τέτοιο είτανε».
Είχε, πράγματι, κάτι το μαγικό στα παιδικά μας μάτια η διαδικασία αυτή. Αυτό το μικρό «θαύμα» που κι εφέτος επαναλαμβάνεται: Ιπτάμενοι (που λέει ο λόγος) και τζέντλεμεν, διάφοροι νέοι μπαμπάδες (όχι τόσοι όσο παλιά, αλλά πάντα υπάρχουν εκείνοι που συνεχίζουν την παράδοση) πιάνουν και πάλι θέση σε πάρκα και παρκάκια. Ανδρες έτοιμοι να μυήσουν τους γιους τους στην τέχνη και την τεχνική του πετάγματος του χαρταετού, όπως την είχαν μάθει από τον δικό τους μπαμπά, καθώς το εν λόγω έθιμο είναι μια υπόθεση (σχεδόν) αποκλειστικά ανδρική.
Παλαιότερα τα πράγματα ήταν πιο σύνθετα και πιο μπελαλίδικα: Ο μπαμπάς έπρεπε να γνωρίζει όχι μόνο πώς απογειώνεται το «πτηνό» αλλά και πως κατασκευάζεται, καθώς όλοι οι χαρταετοί ήταν χειροποίητοι. Τώρα είναι συνήθως αγοραστοί – μερικοί, δε, διαθέτουν και μοτεράκι. Οπότε, την αποτυχία του πετάγματος μπορείς να την αποδώσεις σε λάθος των κατασκευαστών του που π.χ. δεν ζύγιασαν σωστά την ουρά, ενώ τότε τη χρεωνόσουν όλη. Γιατί, κακά τα ψέματα, πίσω από την υπέροχη εικόνα ενός γαλάζιου ουρανού γεμάτου πολύχρωμες κουκίδες, κρύβεται μπόλικο άγχος και αρκετές διαψεύσεις. Κρύβεται η αγωνία της αποτυχίας: ο φόβος του χαρταετού που δεν θα πετάξει ή που θα πέσει, γεγονός που αυτομάτως θα σε μειώσει στα μάτια του γιου σου, που θα διαπιστώσει πως ο… σπεσιαλίστας μπαμπάς του είναι τελικά ερασιτέχνης. Τι ντροπή!
Οι αναμνήσεις από το τριήμερο των Αποκριών των παιδικών μου χρόνων τα έχουν όλα: και τη χαρά της αργίας και του παιχνιδιού με τα ξαδέλφια μου που κατέφθαναν στο εξοχικό, και την αγωνία μπροστά στην αναμέτρηση που μας περίμενε νωρίς το πρωί της Καθαράς Δευτέρας. Ποιος από τους μπαμπάδες που συμμετείχαν στον «αγώνα» θα κατάφερνε να απογειώσει και να κρατήσει στον αέρα τον χαρταετό του; Ναι, ήταν ένα παιχνίδι, το οποίο όμως ενίοτε παίρναμε πολύ στα σοβαρά. Λες και από την καλούμπα που μας έδιναν να κρατήσουμε, όταν το «πτηνό» είχε πάρει ύψος, κρεμόταν όλη η αξιοπρέπεια της οικογένειάς μας. Η επιβεβαίωση πως ο δικός μας μπαμπάς ήταν ο καλύτερος. Γιατί ο δικός του χαρταετός έφτασε πιο ψηλά από όλους τους άλλους.
Αυτή η αστεία, παιδική αγωνία, επανέρχεται ακόμα και σήμερα, όταν βλέπω οικογένειες ή παρέες να πετάνε τους χαρταετούς τους. Οταν ακούω τους μετεωρολόγους να προβλέπουν Καθαρές Δευτέρες με ισχυρούς ανέμους ή με έντονες βροχοπτώσεις. Οταν βλέπω τον μπαμπά και το παιδί του να αποχωρούν από το πάρκο σέρνοντας πίσω τους έναν σκισμένο χαρταετό. Εχω να ασχοληθώ με το «σπορ» από τα παιδικά μου χρόνια, από τότε που ο δικός μου πατέρας και έφτιαχνε και πετούσε τον χαρταετό μας. Εγώ δεν είμαι επιδέξιος σε τέτοια πράγματα, δεν πιάνουν τα χέρια μου. Ούτε έκανα παιδιά ώστε να πρέπει τώρα να τους μεταλαμπαδεύσω την παράδοση και να τους αποδείξω πως (και) οι ουρανοί είναι δικοί μου, πως ο μπαμπάς μπορεί (σχεδόν) τα πάντα. Οσο όμως και αν απέχω από τέτοιες επικίνδυνες πτήσεις, κάθε που φτάνει Καθαρά Δευτέρα θυμάμαι τον μπαμπά μου που επιδέξια «πιλοτάριζε». Ετσι τη γιορτάζω.
Φωτο: Καθαρά Δευτέρα στην Αθήνα του 1955
|Δημήτρης Χαρισιάδης/Φωτoγραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη
Ο Κοσμάς Πολίτης στο μυθιστόρημά του «Στου Χατζηφράγκου», ανατρέχοντας σε αναμνήσεις πολύτιμες, και νοσταλγώντας τη Σμύρνη που χάσαμε, δίνει στο πέταγμα του χαρταετού μεταφυσική διάσταση: «Είτανε θάμα να βλέπεις ολάκερη την πολιτεία ν’ ανεβαίνει στα ουράνια. Να, για να καταλάβεις, ξέρεις το εικόνισμα, που ο άγγελος σηκώνει την ταφόπετρα, κι ο Χριστός βγαίνει από τον τάφο κι αναλήφτεται στον ουρανό, κρατώντας μια πασχαλιάτικια κόκκινη παντιέρα; Κάτι τέτοιο είτανε».
Είχε, πράγματι, κάτι το μαγικό στα παιδικά μας μάτια η διαδικασία αυτή. Αυτό το μικρό «θαύμα» που κι εφέτος επαναλαμβάνεται: Ιπτάμενοι (που λέει ο λόγος) και τζέντλεμεν, διάφοροι νέοι μπαμπάδες (όχι τόσοι όσο παλιά, αλλά πάντα υπάρχουν εκείνοι που συνεχίζουν την παράδοση) πιάνουν και πάλι θέση σε πάρκα και παρκάκια. Ανδρες έτοιμοι να μυήσουν τους γιους τους στην τέχνη και την τεχνική του πετάγματος του χαρταετού, όπως την είχαν μάθει από τον δικό τους μπαμπά, καθώς το εν λόγω έθιμο είναι μια υπόθεση (σχεδόν) αποκλειστικά ανδρική.
Παλαιότερα τα πράγματα ήταν πιο σύνθετα και πιο μπελαλίδικα: Ο μπαμπάς έπρεπε να γνωρίζει όχι μόνο πώς απογειώνεται το «πτηνό» αλλά και πως κατασκευάζεται, καθώς όλοι οι χαρταετοί ήταν χειροποίητοι. Τώρα είναι συνήθως αγοραστοί – μερικοί, δε, διαθέτουν και μοτεράκι. Οπότε, την αποτυχία του πετάγματος μπορείς να την αποδώσεις σε λάθος των κατασκευαστών του που π.χ. δεν ζύγιασαν σωστά την ουρά, ενώ τότε τη χρεωνόσουν όλη. Γιατί, κακά τα ψέματα, πίσω από την υπέροχη εικόνα ενός γαλάζιου ουρανού γεμάτου πολύχρωμες κουκίδες, κρύβεται μπόλικο άγχος και αρκετές διαψεύσεις. Κρύβεται η αγωνία της αποτυχίας: ο φόβος του χαρταετού που δεν θα πετάξει ή που θα πέσει, γεγονός που αυτομάτως θα σε μειώσει στα μάτια του γιου σου, που θα διαπιστώσει πως ο… σπεσιαλίστας μπαμπάς του είναι τελικά ερασιτέχνης. Τι ντροπή!
Οι αναμνήσεις από το τριήμερο των Αποκριών των παιδικών μου χρόνων τα έχουν όλα: και τη χαρά της αργίας και του παιχνιδιού με τα ξαδέλφια μου που κατέφθαναν στο εξοχικό, και την αγωνία μπροστά στην αναμέτρηση που μας περίμενε νωρίς το πρωί της Καθαράς Δευτέρας. Ποιος από τους μπαμπάδες που συμμετείχαν στον «αγώνα» θα κατάφερνε να απογειώσει και να κρατήσει στον αέρα τον χαρταετό του; Ναι, ήταν ένα παιχνίδι, το οποίο όμως ενίοτε παίρναμε πολύ στα σοβαρά. Λες και από την καλούμπα που μας έδιναν να κρατήσουμε, όταν το «πτηνό» είχε πάρει ύψος, κρεμόταν όλη η αξιοπρέπεια της οικογένειάς μας. Η επιβεβαίωση πως ο δικός μας μπαμπάς ήταν ο καλύτερος. Γιατί ο δικός του χαρταετός έφτασε πιο ψηλά από όλους τους άλλους.
Αυτή η αστεία, παιδική αγωνία, επανέρχεται ακόμα και σήμερα, όταν βλέπω οικογένειες ή παρέες να πετάνε τους χαρταετούς τους. Οταν ακούω τους μετεωρολόγους να προβλέπουν Καθαρές Δευτέρες με ισχυρούς ανέμους ή με έντονες βροχοπτώσεις. Οταν βλέπω τον μπαμπά και το παιδί του να αποχωρούν από το πάρκο σέρνοντας πίσω τους έναν σκισμένο χαρταετό. Εχω να ασχοληθώ με το «σπορ» από τα παιδικά μου χρόνια, από τότε που ο δικός μου πατέρας και έφτιαχνε και πετούσε τον χαρταετό μας. Εγώ δεν είμαι επιδέξιος σε τέτοια πράγματα, δεν πιάνουν τα χέρια μου. Ούτε έκανα παιδιά ώστε να πρέπει τώρα να τους μεταλαμπαδεύσω την παράδοση και να τους αποδείξω πως (και) οι ουρανοί είναι δικοί μου, πως ο μπαμπάς μπορεί (σχεδόν) τα πάντα. Οσο όμως και αν απέχω από τέτοιες επικίνδυνες πτήσεις, κάθε που φτάνει Καθαρά Δευτέρα θυμάμαι τον μπαμπά μου που επιδέξια «πιλοτάριζε». Ετσι τη γιορτάζω.
Φωτο: Καθαρά Δευτέρα στην Αθήνα του 1955
|Δημήτρης Χαρισιάδης/Φωτoγραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου