Μέχρι τον 20ό αιώνα αρνούνται να διεκδικήσουν πολιτικά δικαιώματα και αρκούνται στην κατοχύρωση τουλάχιστον των αστικών δικαιωμάτων, ώστε να ξεφύγει η γυναίκα από την κοινή μοίρα «των ηλιθίων, των ανηλίκων και ανικάνων». Η διαπάλη εκσυγχρονισμού και ριζοσπαστισμού
Νατάσα Κεφαλληνού
Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό ένα ολιγάριθμο πλήθος γυναικών των μεσαίων στρωμάτων της πόλης αναπτύσσει φεμινιστική συνείδηση. Οι ίδιες οι γυναίκες αρχίζουν να κατανοούν εαυτές ως υποκείμενα· συνειδητοποιούν ότι υφίστανται συστηματική καταπίεση· ανιχνεύουν την αναγκαιότητα συλλογικής δράσης με στόχο την αυτο-χειραφέτησή τους, ενώ διατυπώνουν προτάσεις για μια μέλλουσα κοινωνική πραγματικότητα που δεν θα διατρέχεται από έμφυλες ιεραρχήσεις και ανισότητες.
Ο «παρασιτικός χαρακτήρας των γυναικών»
Ας πιάσουμε όμως το νήμα από την ίδρυση του ελληνικού έθνους-κράτους: Το πρόταγμα του Ελληνικού Διαφωτισμού ότι «όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι» δημιούργησε το αιτούμενο μιας εξισωτικής κοινωνίας, που σύντομα ματαιώθηκε για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, ιδίως για τις γυναίκες, οι οποίες αποκλείστηκαν από όλες τις οικονομικές, πολιτικές, πολιτισμικές ελευθερίες που κατακτήθηκαν. Ταυτόχρονα, ο εντεινόμενος εξαστισμός, ο εξευρωπαϊσμός αλλά και η καπιταλιστική ανάπτυξη δημιούργησαν νέα δεδομένα για τη ζωή των γυναικών.
Σε αυτό το πλαίσιο η κυρίαρχη ιδεολογία πρόκρινε έναν αυστηρό έμφυλο διαχωρισμό, άντρες και γυναίκες θωρήθηκε ότι είχαν διαφορετικά «φυσικά» χαρακτηριστικά, έτσι στους πρώτους αναλογούσε ο δημόσιος χώρος και στις δεύτερες η ιδιωτική σφαίρα. Ο αποκλεισμός των γυναικών από τη δημόσια σφαίρα έχει ως συνακόλουθο τον αποκλεισμό τους και από την εργασία. Ετσι, οι γυναίκες συνδέθηκαν με την απραξία και την αεργία, ενώ απαξιώθηκε η χρονοβόρα και απαιτητική οικιακή εργασία που εκτελούσαν (νοικοκυριό, περίθαλψη παιδιών και ηλικιωμένων κ.λπ.).
Ταυτόχρονα, όμως, στο πλαίσιο του ελληνικού κράτους, ανοίγεται για τις γυναίκες η προοπτική της εκπαίδευσης, μιας και το 1834 κατοχυρώνεται νομοθετικά η υποχρεωτική δημοτική εκπαίδευση και για τα δύο φύλα. Φυσικά η περιθωριακή και ξεχωριστή γυναικεία εκπαίδευση απαξιώνεται συστηματικά. Ενδεικτικά μόνο, αναφέρουμε ότι το 1877 το 93% των γυναικών δεν ξέρει να γράψει το όνομά του, έναντι του 69% των αντρών. Οσο για τη μέση εκπαίδευση, αυτή αφορά ακόμη λιγότερες γυναίκες. Μπορεί η γυναικεία εκπαίδευση να είχε διακοσμητικό ρόλο, αφού οι γυναίκες αποκλείονταν από όλα τα επαγγέλματα, ωστόσο ήδη από το 1840 διάφορες γυναίκες αξιοποιούν τη μόρφωσή τους για να καλυτερεύσουν την κοινωνική τους θέση: έτσι, θα κάνουν την εμφάνισή τους οι διδασκάλισσες αλλά και οι γράφουσες, που δημοσιεύουν ποιήματα, άρθρα και δοκίμια σε περιοδικά.
Το νέο γυναικείο ιδεώδες
Από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα μέχρι και την πρώτη δεκαετία του 20ού η χώρα θα μπει σε περίοδο οικονομικής και πολικής αστάθειας αλλά και της γέννησης της Μεγάλης Ιδέας, της βιομηχανικής ανάπτυξης, έντασης των εκσυγχρονιστικών οραμάτων του αστισμού, δεδομένα που θα οδηγήσουν στο νέο γυναικείο ιδεώδες.
Αυτή την περίοδο προωθείται η εξιδανίκευση του οικιακού χώρου ως καταφυγίου του άντρα από τη βουή της πόλης, το κυνήγι του βιοπορισμού, τον ανταγωνισμό, τις απογοητεύσεις των εμπορευματικών σχέσεων κ.ά. Η γυναίκα, στο νέο ιδεώδες, θεωρείται «βασίλισσα του οίκου», ενώ εξιδανικεύεται η μητρότητα, παύοντας να αποτελεί αυτονόητη αναπαραγωγική λειτουργία, αποτελώντας κοινωνική της αποστολή. Αξίζει να σημειωθεί ότι το νέο ιδεώδες συνέπεσε με τα αλυτρωτικά οράματα του ελληνικού αστισμού. Ετσι, οι γυναίκες –μητέρες πολεμιστών και θεματοφύλακες της εθνικής συνείδησης– έγιναν και στυλοβάτριες της πατρίδας.
Παρά τις εξιδανικευμένες εικόνες, οι γυναίκες ζουν μια σκληρή πραγματικότητα: οι έγγαμες είναι απόλυτα εξαρτημένες υλικά. Ακόμη χειρότερη είναι η μοίρα των ανύπαντρων, που φέρουν το στίγμα της «γεροντοκόρης» που δεν μπόρεσε να επιτελέσει τον «φυσικό», μητρικό ρόλο της. Ως «παρίες», κατά τη Πηνελόπη Δέλτα, αντιμετωπίζονται οι διαζευγμένες (πάντοτε γυναίκες της μεγαλοαστικής τάξης), στερούμενες την κηδεμονία των παιδιών τους, κουβαλώντας διαρκώς το στίγμα της ανηθικότητας. Στην ουσία οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως παιδιά που χρήζουν κηδεμονίας.
Καθώς το γύρισμα του αιώνα πλησιάζει, οι γυναίκες μοιάζει να κατοχυρώνουν μεγαλύτερο χώρο στη δημόσια σφαίρα, όχι φυσικά χωρίς αντιδράσεις: σε συναθροίσεις, περιπάτους, θεάματα συνευρίσκονται όλο και περισσότερες γυναίκες των ανώτερων ή μεσαίων στρωμάτων. Παράλληλα, οι γυναίκες των αστικών στρωμάτων αναπτύσσουν φιλανθρωπική δράση, αμφισβητώντας την εδραιωμένη αντίληψη ότι ο δημόσιος χώρος είναι αντρικό προνόμιο, αντισταθμίζοντας τον αποκλεισμό τους από την πολιτική. Η συμμετοχή των γυναικών στην εκπαίδευση αυξάνεται (αν και αργά), με αποτέλεσμα το 1901 το 25% των μαθητών/-τριών δημοτικού να είναι κορίτσια. Οι γυναίκες μεσαίων στρωμάτων ολοένα και αξιοποιούν τη μόρφωση για την ένταξή τους στη μισθωτή εργασία, ενώ η βιομηχανική ανάπτυξη αυξάνει κατακόρυφα τη γυναικεία εργασία στο εργοστάσιο.
Η «Εφημερίς των Κυριών»
Η απαξίωση της οικιακής εργασίας, η υλική εξάρτηση, η αντιμετώπισή τους σαν ανηλίκων δεν άφηναν περιθώρια για έναν θετικό αυτοπροσδιορισμό στις γυναίκες. Αν οι γυναίκες της προεπαναστατικής κοινωνίας θεωρούνταν παραγωγικά μέλη της κοινότητας, δεν ίσχυε το ίδιο για τις Ελληνίδες του 19ου αιώνα, που είχαν μάθει από παιδιά ότι δεν μπορούν να ορίσουν τη ζωή τους, ότι είναι βάρη για την οικογένειά τους. Σε αυτό ακριβώς το έδαφος ρίζωσε η οργή και η δυσφορία τους για τις «σπαταλημένες τους ζωές». «Πώς να μην κλαύσω; Εζησα χωρίς να ζήσω και θα αποθάνω την ζωή προτού να την γνωρίσω. Ουχί ζωή δεν λέγεται η διαρκής οδύνη ουδέ αισθάνεται πως ζη ο ζων δεδεσμευμένος» θα γράψει η ποιήτρια Φωτεινή Οικονομίδου.
Ούτε το οικιακό ιδεώδες που εδραιώθηκε στα τέλη του αιώνα αντέστρεψε ολοκληρωτικά αυτή την εικόνα, αν και διαμόρφωσε νέα ισορροπία στις κοινωνικές σχέσεις των φύλων. Οι γυναίκες καλούνταν να αντιμετωπίσουν μια σχεδόν σχιζοφρενική πραγματικότητα: τους αποδιδόταν ο ιερός ρόλος της μητρότητας αλλά αποστερούνταν τη γονική μέριμνα· θεωρούνταν ότι παρασιτούν αλλά όταν επιδίωκαν να εργαστούν βρίσκονταν αποκλεισμένες από όλα τα επαγγέλματα· τους επιτρεπόταν να συνδράμουν τον «αλυτρωτικό» αγώνα ως διδασκάλισσες στη Μακεδονία, αλλά χλευάζονταν αν φοιτούσαν στο πανεπιστήμιο.
Μέσα στα στενά αυτά περιθώρια που η πατριαρχική κοινωνία του 19ου αιώνα προδιέγραψε για αυτές, οι γυναίκες των μεσαίων στρωμάτων θα αξιοποιήσουν το νέο γυναικείο ιδεώδες στην προσπάθειά τους να διαμορφώσουν μια θετική αυτοεικόνα. Λόγιες, γράφουσες και διδασκάλισσες οικειοποιήθηκαν και αντέστρεψαν την κυρίαρχη αφήγηση για τα φύλα, υποστηρίζοντας ότι η «γυναικεία φύση» είναι ανώτερη από την αντρική και μπορεί να συμβάλει στον εξανθρωπισμό ολόκληρης της κοινωνίας. Υποστήριξαν ότι η μοίρα των γυναικών είναι κοινή ανεξαρτήτως τάξης και ότι η ισότητα πρέπει να κατακτηθεί μέσω του αγώνα των ίδιων των γυναικών.
Καθοριστική για αυτές τις εξελίξεις ήταν η έκδοση της «Εφημερίδος των Κυριών» στις 8 Μαρτίου 1887. Επρόκειτο για το πρώτο γυναικείο έντυπο γραμμένο αποκλειστικά από γυναίκες, που αποτέλεσε πεδίο έκφρασης, πόλο συσπείρωσης, προπαγανδιστικό όργανο του αγώνα για την αυτοχειραφέτηση. Ιθύνων νους ήταν η δημοσιογράφος Καλλιρρόη Παρρέν. Γεννημένη το 1861 στην Κρήτη, διδασκάλισσα και διευθύντρια παρθεναγωγείων στη Ρωσία και στα Βαλκάνια, δημοσιογράφος στην «Ακρόπολη» και την «Εστία», θα αναλάβει στην αρχή την έκδοσή της μόνη της. Πολύ σύντομα, όμως, θα φτιάξει ένα δίκτυο μόνιμων συνεργατριών και υποστηριχτών, εκδίδοντάς την μέχρι το 1917.
Η εφημερίδα που θα προπαγανδίσει την ισότητα των φύλων θα γίνει και όργανο συσπείρωσης, με την Κ. Παρρέν να αναδεικνύεται ηγέτιδα του φεμινιστικού ρεύματος της εποχής. Μεταξύ των δράσεων του κύκλου της Παρρέν συγκαταλέγονται η αναφορά στην κυβέρνηση Τρικούπη (με 2.850 υπόγραφές) υπέρ της γυναικείας εκπαίδευσης, η εκστρατεία αποδοχής της πρώτης φοιτήτριας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1890, η συμμετοχή σε διεθνή φεμινιστικά συνέδρια, φιλανθρωπικές δράσεις (ίδρυση κυριακάτικου σχολείου των «γυναικών του λαού»), η διεθνής μαζική καμπάνια για τον πόλεμο του 1897. Παράλληλα, η εφημερίδα θα δώσει χώρο έκφρασης σε μεγάλο αριθμό ποιητριών, πεζογράφων, καθώς η Παρρέν θεωρούσε ότι η γραφή είναι «ο καλλίτερος τρόπος να πείσει τους πολλούς ότι η Νέα Γυνή είναι ηθικώς και πνευματικώς ίση με τον άνδρα και άξια πάσης ελευθερίας».
Στην «Εφημερίδα των Κυριών» θα συσπειρωθούν τρεις γενιές γυναικών, τόσο στο ανεξάρτητο βασίλειο όσο και στη διασπορά: η πρώτη γενιά διδασκαλισσών παιδαγωγών και ποιητριών (Σαπφώ Λεοντιάς, Καλλιόπη Κεχαγιά κ.λπ.), παιδαγωγοί και συγγραφείς της γενιάς της Παρρέν (Ειρήνη Νικολαΐδου, Φλωρεντία Φουντουκλή κ.λπ.) αλλά και νεαρές μαθήτριες και φοιτήτριες (Μυρτιώτισσα, Ειρήνη Αθηναία κ.λπ.). Επρόκειτο για γυναίκες των μεσαίων στρωμάτων που είχαν θετική αυτοεικόνα λόγω και της κοινωνικής αναγνώρισης της παιδαγωγικής ή συγγραφικής τους δραστηριότητας και έβλεπαν πολύ συχνά τις φιλοδοξίες τους να προσκρούουν στα όρια που τους έθετε η έμφυλη ανισότητα.
Μέσα από την εφημερίδα θα προσπαθήσουν να συγκροτήσουν μια συλλογική γυναικεία ταυτότητα. Βασικό επιχείρημα στη συλλογιστική τους είναι η συμπερίληψη των γυναικών στην έννοια άνθρωπος, ώστε στη συνέχεια να υποστηρίξουν ότι η γυναικεία κατωτερότητα δεν είναι φυσική αλλά κοινωνικό προϊόν, επιβαλλόμενη από ένα αντρικό σύστημα εξουσίας. Για αυτές, η έμφυλη ανισότητα θεωρούταν αρχετυπική και παρέπεμπε στον θρίαμβο του αντρικού έναντι του γυναικείου, δηλαδή του πολέμου έναντι της ειρήνης, της βίας έναντι της δικαιοσύνης, του εγωισμού έναντι της κοινότητας. Με την άρση της ανισότητας των φύλων, δε, οι ανώτερες «γυναικείες αρετές» ήταν δυνατόν να ηγεμονεύσουν έναντι των χρεοκοπημένων αντρικών προς όφελος όλης της κοινωνίας.
Πρώτο σημείο στην προπαγάνδα τους αποτελούσε η θέση της γυναίκας στην οικογένεια. Εδώ ο κύκλος της Κ. Παρρέν αποδεχόταν πλήρως την αναπαράσταση της γυναίκας ως στυλοβάτριας του οίκου και της οικογένειας. Ωστόσο στα κείμενά τους καταγγέλλουν –συχνά με βίαιο τρόπο– την κατώτερη θέση των γυναικών στην οικογένεια, αναφέροντας ότι ο νόμος τις καταδικάζει σε ανηλικότητα και ανικανότητα. Στηλιτεύουν έτσι την υποκρισία του νέου «γυναικείου ιδεώδους». Η φράση «ο οίκος είναι το βασίλειο της γυναίκας» είναι «παροιμιώδης και κενή» αναφέρει η «Εφημερίς των Κυριών». Μέσα από αυτήν τη συλλογιστική αναγνωρίζουν τους άντρες ως ανταγωνιστική κοινωνική ομάδα που δρα τυραννικά απέναντι στις γυναίκες.
Τυραννία που αποκτά υλική υπόσταση μέσα από το τρίπτυχο της εκμετάλλευσης, της σεξουαλικής καταπίεσης και της οικογενειακής βίας. Εκμετάλλευση που γίνεται πραγματικότητα με τον θεσμό της προίκας, τον καταναγκασμό στην υλική εξάρτηση, τη νομική ανικανότητα των γυναικών να διαχειριστούν την περιουσία τους. Παράλληλα, επισημαίνουν τη σημασία της οικιακής εργασίας, σε κόντρα με την κυρίαρχη ιδεολογία που την έχει καταστήσει αθέατη. «Φαντάζεστε τι θα εγίνετο αν οι γυναίκες εκήρυσσαν απεργία; Η δούλα η απλήρωτη, η κατ’ ευφημισμό βασίλισσα του οίκου, θα έλειπε και τότε αλίμονο εις τους άνδρας». Δίπλα στις αναπαραστάσεις της μικροαστής που γίνεται εμπόρευμα σε ένα γαμήλιο παζάρι αλλά και της πλούσιας κληρονόμου-θύματος προικοθηρίας μπαίνει και η εργάτρια, η πιο σκληρά εκμεταλλευόμενη, που βιώνει διπλή εκμετάλλευση· εντέλει ανεξαρτήτως τάξης «πάντα θύμα η γυνή».
Αναφορικά με τη σεξουαλική καταπίεση, η «Εφημερίς των Κυριών», δέσμια του πουριτανισμού της εποχής, θα καταγγείλει την αχαλίνωτη σεξουαλική ζωή των αντρών, που βρίσκεται σε αντίστιξη με την «αγνότητα» και «πνευματικότητα» των γυναικών. Ετσι, για άλλη μια φορά θα χρησιμοποιήσουν τα επιχειρήματα της κυρίαρχης ιδεολογίας για να τα στρέψουν εναντίον της ανταγωνιστική ομάδας, που αντιμετωπίζει τις γυναίκες ως αθύρματα. Τέλος, η εφημερίδα θα προχωρήσει σε συστηματική καταγγελία της ενδοοικογενειακής βίας, που εκδηλώνεται με εγκλήματα τιμής, αυτοκτονίες νεαρών γυναικών, αδελφοκτονίες κ.λπ. Παράλληλα παίρνει θέση υπέρ των γυναικών που αντιμετώπιζαν κατηγορίες για παιδοκτονία ή φόνο του εραστή τους, προκαλώντας μάλιστα αντιφεμινιστική υστερία στον Τύπο. Οπως επισήμαναν, το «εγκληματικό αυτό σύστημα της καταπίεσης» της γυναίκας οφείλεται στην ατιμωρησία: «Ο άντρας δεν έχει να δώσει ποτέ λόγον. Οι κοινωνικοί νόμοι είναι κατασκεύασμα ιδικόν του και διά αυτό είναι τόσον γενναίοι και τόσον θωπευτικοί και τόσον επιεικείς με αυτόν» υποστηρίζουν.
Μέσα από τις στήλες της «Εφημερίδας των Κυριών» θα διατυπωθούν τα πρώτα φεμινιστικά αιτήματα, όπως: η έγγαμη γυναίκα να διαχειρίζεται την περιουσία της και να κατοχυρωθεί η συμμετοχή της σε οικογενειακά συμβούλια, η κηδεμονία των παιδιών σε περίπτωση διαζυγίου, η νομική προστασία της ανύπαντρης μητέρας και των νόθων παιδιών. Αλλα αιτήματα που θα προβάλει η «Εφημερίς των Κυριών» είναι το δικαίωμα των γυναικών στην εκπαίδευση και τη μισθωτή εργασία. Πρόκειται για αστικά δικαιώματα τα οποία οι Ελληνίδες πρωτο-φεμινίστριες διεκδικούν επιδιώκοντας τη διεύρυνση ή θεσμοθέτηση μερικών κατακτήσεων, ώστε να ξεφύγει η γυναίκα από την κοινή μοίρα «των ηλιθίων, των ανηλίκων και των ανικάνων». Μάλιστα, με απαρχή την είσοδο των γυναικών στο επάγγελμα της δασκάλας, ζητούν την άρση του αποκλεισμού των γυναικών από όλα τα επαγγέλματα, προσπαθώντας να αναδείξουν ότι η εργασία δεν είναι ασύμβατη με τη μητρότητα. Οπως αναφέρουν, η δυνατότητα των γυναικών να εργάζονται θα σταματούσε την απαίτηση της προίκας, θα προστάτευε ανύπαντρες και χήρες από την οικονομική εξαθλίωση, θα βοηθούσε στη συμπλήρωση των οικογενειακών εισοδημάτων των εργατικών οικογενειών. Αλλωστε «αι γυναίκες όσο και αν είναι άγγελοι δεν τρέφονται με αέρα» αναφέρουν ειρωνικά! Το αίτημα για είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας ξεσήκωσε πλήθος αντιδράσεων: «Πόλεμος! Κάτω οι άνδρες», «Γυναικείον ξεσπάθωμα», «Επανάστασις» ήταν μερικοί τίτλοι της «Εστίας».
Πάντως η «Εφημερίς των Κυριών» αρνείται μέχρι τον 20ό αιώνα να βάλει το ζήτημα διεκδίκησης των πολιτικών δικαιωμάτων. Θεωρεί ότι ένα τέτοιο αίτημα είναι πρόωρο για την Ελλάδα, ενώ σε αντίστοιχα άρθρα υπογραμμίζει ότι ο φεμινισμός που πρεσβεύει είναι μετριοπαθής. Οι πρώτες αυτές φεμινίστριες μοιάζει να μη θέλουν να ξεσηκώσουν αντιδράσεις, ακυρώνοντας και τις λιγοστές συμμαχίες που είχαν για την κατοχύρωση τουλάχιστον των αστικών δικαιωμάτων των γυναικών. Οσο, όμως, τα χρόνια περνούν και συνειδητοποιούν ότι ακόμη και τα ελάχιστα αιτήματά τους αντιμετωπίζονται με αδιαφορία από μια «οργανωμένη αντρική εξουσία», προσεγγίζουν όλο και περισσότερο το αίτημα της γυναικείας ψήφου. Ετσι, το 1908 η «εφημερίδα» θα διεκδικήσει να συμμετάσχουν οι γυναίκες στις δημοτικές εκλογές.
Ο μεσοπολεμικός φεμινισμός
Η δεύτερη φάση της γυναικείας αμφισβήτησης εδράζεται στον μεσοπόλεμο. Χρονολογία-τομή θεωρείται το 1920, όταν ιδρύεται ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας. Σε αυτήν τη φάση (1920-1936) το φεμινιστικό κίνημα θα υπερβεί τον κύκλο της «Εφημερίδας των Κυριών» και διάφορα σωματεία θα συγκροτηθούν, διατυπώνοντας αλληλοσυγκρουόμενες φεμινιστικές θέσεις, επιμένοντας ωστόσο στην κοινή δράση. Μια μικρή μειοψηφία φεμινιστριών θα αγωνιστεί με ένταση για τα δικαιώματα των γυναικών, όμως δεν θα κατορθώσει να κατοχυρώσει κάποια υπολογίσιμη κοινωνική απήχηση.
Η διαιρετική τομή ανάμεσα στην παρούσα με την προηγούμενη φάση είναι το γεγονός ότι οι φεμινίστριες του μεσοπολέμου προκρίνουν τον συλλογικό αγώνα καλώντας τις γυναίκες να συγκροτήσουν γυναικεία συνείδηση, χρησιμοποιώντας δυναμικότερες μορφές αγώνα. Ωστόσο δεν παίρνουν οριστικά διαζύγιο με τις αντιλήψεις της πρώτης γενιάς, αναπαράγοντας την κυρίαρχη ιδεολογία περί φυσικού προορισμού των γυναικών.
Πιάνοντας το νήμα της φεμινιστικής κίνησης του 19ου αιώνα, υποστήριζαν ότι το κίνημά τους είναι ανθρωπιστικό. Ομως πρωταρχικός στόχος τους, σε αντίθεση με την πρώτη φάση, ήταν η ισοπολιτεία μέσω της κατοχύρωσης του δικαιώματος της γυναικείας ψήφου. Για την υλοποίηση των στρατηγικών τους στόχων απηύθυναν κάλεσμα στις γυναίκες, ανεξαρτήτως τάξης, στη βάση των κοινών τους συμφερόντων, ενώ πάσχιζαν να τις ανυψώσουν μορφωτικά. Εκτός από τη διεκδίκηση της ψήφου απαίτησαν νομικές μεταρρυθμίσεις ώστε να υλοποιηθεί με πραγματικούς όρους η εξίσωση αντρών και γυναικών (ίση αμοιβή για ίση εργασία, δικαίωμα σε κάθε εργασία, ίσα δικαιώματα μέσα στην οικογένεια, κατάργηση των οίκων ανοχής κ.ά.).
Η συσπείρωση όλων και ο κοινός αγώνας θεωρήθηκαν τα προαπαιτούμενα της επιτυχίας του, σε συνδυασμό με την ακηδεμόνευτη από κόμματα δράση. Στη μάχη τους επιδίωξαν να έχουν συμμάχους και «φωτισμένους» άντρες. Και πράγματι θα υπάρξουν εκείνοι που θα ακολουθήσουν τα κελεύσματά τους, όπως ο Γληνός, ο Σβώλος, ο Τριανταφυλλόπουλος, που συνδέθηκαν με τον κύκλο των δημοτικιστών.
Συνδέθηκαν με διεθνείς οργανώσεις όπως η Διεθνής Ενωση για τη Γυναικεία Ψήφο κ.ά., που γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη από τα τέλη του 19ού αιώνα έως την πρώτη δεκαετία του 20ού. Μάλιστα αποτέλεσαν εγχώρια παραρτήματά τους, ενώ συμμετείχαν σε συνέδρια, συνδιαμορφώνοντας τα αιτήματα ενός κινήματος με διεθνή χαρακτήρα.
Τα φεμινιστικά σωματεία του μεσοπολέμου εξέφρασαν τον αγώνα τους με διττό τρόπο: μέσα από μαχητικά αλλά και μετριοπαθέστερα κείμενα, αλλά και με την πολυσχιδή δράση που περιλάμβανε από επεξεργασία υπομνημάτων μέχρι δημόσιες συγκεντρώσεις. Η φιλανθρωπική δράση των φεμινιστριών θα συνεχίσει, αν και με άλλο χαρακτήρα, ενώ αρκετές φεμινίστριες της περιόδου θα καταφερθούν εναντίον της. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια της Μαρίας Δεσύπρη (Σβώλου): «Αι γυναίκες του εικοστού αιώνος […] να μην επαναλάβουν τα παλαιά σφάλματα εκμανθάνουσα ολίγιν τέχνη και σκορπίζουσαι πολλήν φθίσιν εις τα σπίτια των εργατριών».
Ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας
Στις 16 Απριλίου 1920 ιδρύθηκε ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, η συλλογικότητα που καθόρισε το μεσοπολεμικό φεμινιστικό κίνημα. Την πρωτοβουλία πήραν η Αύρα Θεοδωροπούλου (με έντονη φιλανθρωπική δράση την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, σύζυγος βενιζελικού βουλευτή) και η Μαρία Νεγρεπόντη, μετά τις παροτρύνσεις της Διεθνούς Ενωσης για τη Γυναικεία Ψήφο. Στην αρχική μικρή ομάδα συμμετείχαν η Μαρία Σβώλου και η παιδαγωγός Ρόζα Ιμβριώτη. Επρόκειτο για έκφραση του ριζοσπαστικού φεμινισμού στη χώρα που συνδέθηκε με το προοδευτικό ρεύμα του δημοτικισμού.
Στο διοικητικό συμβούλιο το 1923 συμμετείχαν 14 γυναίκες, με πρόεδρο την Αύρα Θεοδωροπούλου, αντιπρόεδρο την Αννα Παπαδοπούλου και την Ελένη Πολιτάκη. Αν και ποτέ δεν μπόρεσε να μαζικοποιηθεί, ο σύνδεσμος στελεχώθηκε από παθιασμένες γυναίκες που επεξεργάστηκαν με ενάργεια τα αιτήματα του φεμινιστικού κινήματος της περιόδου, δίνοντας στο σωματείο ιδιαίτερη ακτινοβολία.
Για τις φεμινίστριες του συνδέσμου η διεκδίκηση της πολιτικής ισότητας αποτελούσε τη συμπύκνωση όλων των επιμέρους αιτημάτων τους. Ταυτόχρονα διατύπωναν αιτήματα για τη γυναικεία εργασία, την εκπαίδευση, τη θέση της γυναίκας στην οικογένεια, το δίκαιο, την προστασία της μητρότητας και των εξώγαμων παιδιών, την αποκατάσταση των προσφύγων αλλά και την κατάργηση του κρατικού διακανονισμού της πορνείας. Τις προτάσεις τους γνωστοποιούσαν με προπαγανδιστικά κείμενα στη σειρά «Φεμινιστική βιβλιοθήκη», στο περιοδικό «Αγώνας της γυναίκας», στον ημερήσιο Τύπο, σε διαλέξεις. Ταυτόχρονα είχαν συστήσει ειδικές θεματικές επιτροπές, έκαναν διαβήματα, επεξεργάζονταν νομοσχέδια, διοργάνωσαν μέχρι και δημόσιες συγκεντρώσεις (συγκέντρωση για τη γυναικεία ψήφο το 1928). Ιδρυσαν επαγγελματικές γυναίκειες σχολές και άλλα σωματεία (Γυναικεία Σχολή, Σύλλογος Προστασίας Κρατούμενων Γυναικών, Σύλλογος Εναντίον της Σωματεμπορίας). Αλλά και η διεθνής δράση τους δεν ήταν αμελητέα: συμμετείχαν στα διεθνή συνέδρια της Διεθνούς Ενωσης για τη Γυναικεία Ψήφο και ίδρυσαν μαζί με γυναίκες από την Τσεχοσλοβακία, τη Γιουγκοσλαβία και την Πολωνία τη Μικρή Αντάντ Γυναικών.
Το Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων και το Λύκειο των Ελληνίδων
Δεύτερη μεγάλη οργάνωση γυναικών του μεσοπολέμου, με άλλα όμως χαρακτηριστικά, ήταν το Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων, που ιδρύθηκε το 1919 ως το εγχώριο παράρτημα του Διεθνούς Συμβουλίου. Επρόκειτο για ομοσπονδία διαφορετικών γυναικείων οργανώσεων, ενώ δραστηριοποιούνταν και ως πρωτοβάθμιο σωματείο με ξεχωριστά τμήματα (νομοθετικό, ψήφου κ.λπ.).
Βασικό του όργανο ήταν το περιοδικό «Ελληνίς», στο οποίο αρχικά παρουσιάζονταν οι απόψεις όλων των σωματείων-μελών. Ωστόσο σύντομα στο Εθνικό Συμβούλιο θα κυριαρχήσουν οι συντηρητικές θέσεις, ειδικά για τα δύο βασικά διακυβεύματα της συγκυρίας (ψήφος, εργασία), προκαλώντας τριγμούς στις σχέσεις με το ριζοσπαστικό τμήμα του φεμινιστικού κινήματος. Ενδεικτικό είναι ότι ο σύνδεσμος θα αποχωρήσει από το συμβούλιο το 1934, αλλά η συνεργασία συνδέσμου – συμβουλίου σε επιμέρους ζητήματα (π.χ. πορνεία) δεν θα εγκαταλειφθεί.
Τη δράση της στο φεμινιστικό κίνημα θα συνεχίσει και η Καλλιρρόη Παρρέν μέσα από το Λύκειο Ελληνίδων. Ιδρυθέν το 1911, με στόχους εθνικούς (την «αναγέννηση της ελληνικής ψυχής»), περιλάμβανε παράλληλα «όλους τους κύκλους της γυναικείας αναπτύξεως, της γυναικείας δράσεως, της γυναικείας επιδόσεως». Εγχώριο τμήμα του Διεθνούς Συμβουλίου Λυκείων θα απαρτιστεί από τμήματα σε όλη τη χώρα, κινητοποιώντας σημαντικό πλήθος γυναικών. Πυλώνας του λυκείου, η Παρρέν δεν θα μπορέσει να ακολουθήσει το ρεύμα των καιρών, θα εμμείνει στις αρχικές τις θέσεις για έναν φεμινισμό μη εξτρεμιστικό και θα προσκολληθεί στο συντηρητικό στρατόπεδο. Το 1921 το λύκειο θα διοργανώσει το Γυναικείο Συνέδριο που προκάλεσε τα πυρά πολλών φεμινιστριών, αλλά στη συνέχεια θα εγκαταλείψει τον διεκδικητικό του χαρακτήρα και θα αναλωθεί στη διοργάνωση της ετήσιας Μεγάλης Γιορτής του Σταδίου.
Σοσιαλίστριες και κομμουνίστριες
Στο κίνημα γυναικείας αμφισβήτησης του μεσοπολέμου θα πρέπει να ενταχθούν και οι σοσιαλίστριες και κομμουνίστριες, οι οποίες παρόλο που εντάσσονταν δεν είχαν αυτοτελή γυναικεία δράση, εντούτοις ενεπλάκησαν με διάφορους τρόπους στη φεμινιστική κίνηση της εποχής. Και οι δύο τάσεις προσπάθησαν να παντρέψουν την κοινωνική ανατροπή με το γυναικείο κίνημα.
Το 1919 εμφανίστηκε ο Σοσιαλιστικός Ομιλος Γυναικών, δημιούργημα της Αθηνάς Γαϊτάνου-Γιαννιού, που επιδίωκε να αποτελέσει συσπείρωση σοσιαλιστριών και «κομματική σχολή» για τις γυναίκες του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος, την ολιγομελή ομάδα του Νίκου Γιαννιού. Το πρόγραμμα του ομίλου διεκδικούσε πλήρη οικονομικά, πολιτικά και αστικά δικαιώματα για τις γυναίκες και οχτάωρη εργασία, δικαίωμα συνεταιρισμού, προστασία της εργαζόμενης, πολιτικό γάμο, ίσα δικαιώματα στην οικογένεια και στα παιδιά, δωρεάν μαιευτήρια, κατάργηση της διπλής ηθικής, συμμετοχή των γυναικών σε δικαστήρια ως μάρτυρες. Ενδιαφέρον έχει ότι ο Σοσιαλιστικός Ομιλος είναι η μόνη οργάνωση του μεσοπολέμου που υπερασπίζεται το δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση, αίτημα αρκετά ριζοσπαστικό για την Ελλάδα της περιόδου, όπου η μητρότητα είναι πλήρως εξιδανικευμένη και οι θρησκευτικές προλήψεις κυρίαρχες.
Οι σοσιαλίστριες εξέδιδαν το περιοδικό «Σοσιαλιστική ζωή», το οποίο ήταν διπλό, το ένα μέρος αντρικό και το άλλο γυναικείο, και γραμμένο από διαφορετική συντακτική ομάδα. Συνεργάστηκαν με τα γυναικεία σωματεία της εποχής υποστηρίζοντας τη συμμαχία με τις αστές φεμινίστριες ενάντια στην «οπισθοδρομική μεγαλοαστή γυναίκα», ωστόσο διεξήγαγαν παράλληλα διμέτωπο αγώνα ενάντια στον αστικό φεμινισμό αλλά και στην κομμουνιστική γυναικεία κίνηση.
Για τις σοσιαλίστριες οι αστές φεμινίστριες εξέφραζαν τα συμφέροντα της τάξης τους, επιδίωκαν την ψήφο μόνο για τον εαυτό τους, ενώ οι συντηρητικές τάσεις τους μετέτρεπαν τη γυναίκα σε όργανο της αντρικής φιλανθρωπίας. Παρ’ όλα αυτά, η ψυχή του ομίλου, Αθηνά Γιαννιού, δεν δίσταζε να παραμείνει διευθύντρια της συντηρητικής εφημερίδας «Ελληνίς» έως το 1932 ή να συνεργαστεί με τις ριζοσπάστριες στο Σπίτι του Κοριτσιού. Η ενότητα στον αγώνα και η προσπάθεια ώσμωσης ή/και προσεταιρισμού των αστών φεμινιστριών πιθανόν σφράγισαν αυτές τις αντιφατικές επιλογές.
Οσο για τις κομμουνίστριες που ανέλαβαν τη «γυναικεία δουλειά» στο κόμμα: θα καταγγείλουν επανειλημμένα τον φεμινισμό, δηλώνοντας ξεκάθαρα την αντίθεσή τους στην αυτοτελή δράση του γυναικείου κινήματος, καταγγέλλοντας τους φορείς του αστικού φεμινισμού ως «αργόσχολες μεγαλοαστές», επιμένοντας στην υπαγωγή των γυναικείων διεκδικήσεων στις εργατικές. Ενδεικτικά, το 1925 γράφει η Ράικα (Ειρήνη Κομιώτη-Κουντούρη), υπεύθυνη για το γυναικείο ζήτημα στον «Ριζοσπάστη» αλλά και επικεφαλής του γραφείου γυναικών του κόμματος: «Οχι πως δεν θα ζητήσουμε να γκρεμιστούν οι φραγμοί που στέκονται μπροστά στη γυναίκα […]», ωστόσο υποστηρίζει ότι είναι αυταπάτη ότι η ισότητα μπορεί να κατακτηθεί μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, ενώ σύμμαχος της γυναίκας μπορεί να είναι μόνο η εργατική τάξη. Το ΚΚΕ τελικά θα αλλάξει την τακτική της καταγγελίας το 1934, ενώ τα σύννεφα του πολέμου και του φασισμού πυκνώνουν στην Ευρώπη, και θα προκρίνει συμμαχίες με τις δραστήριες φεμινίστριες στο πλαίσιο του αντιφασιστικού μετώπου.
Επίλογος
Αποτιμώντας την έντονη δραστηριότητα του μεσοπολεμικού φεμινιστικού κινήματος είναι ξεκάθαρο ότι οι φεμινίστριες απέτυχαν να υλοποιήσουν τους στόχους τους. Η παραχώρηση του δικαιώματος της ψήφου στις γυναίκες στις δημοτικές εκλογές, με χίλιους δυο περιορισμούς, δεν έστρωσε τον δρόμο για την ισοπολιτεία που διεκδικούσαν και ήλπιζαν. Μόλις το 1952 τελικά θα παραχωρηθούν στις γυναίκες ίσα πολιτικά δικαιώματα. Παράλληλα, ούτε οι προωθούμενες μεταρρυθμίσεις που στόχευσαν κατοχυρώθηκαν νομοθετικά.
Πιθανόν οι απογοητεύσεις από την απουσία νικών αλλά και τη σχετική περιθωριοποίηση του φεμινισμού στις τάξεις των Ελληνίδων αλλά και η συγκυρία (δικτατορία Μεταξά που απαγόρευσε τη δράση των φεμινιστικών σωματείων, με την εξαίρεση του Εθνικού Συμβουλίου που μετατράπηκε σε φιλανθρωπική οργάνωση, επικείμενος πόλεμος, φασισμός) έσπρωξαν αρκετές από τις φεμινίστριες του μεσοπολέμου να εγκαταλείψουν την αυτόνομη γυναικεία πάλη και να ενστερνιστούν την αντίληψη ότι για την απελευθέρωση της γυναίκας απαιτείται κοινωνική αλλαγή. Γεγονός που οδήγησε σε βαθύτερη επικοινωνία, εντός των αντιφασιστικών μετώπων, διάφορων μαχητικών ριζοσπαστικών φεμινιστριών με το ΚΚΕ, μεγαλώνοντας το χάσμα με τις συντηρητικές τάσεις του φεμινιστικού κινήματος, που θα ακολουθήσουν τις επιταγές του αστισμού.
Η «ειρηνική επανάσταση» των φεμινιστριών του μεσοπολέμου, παρά τα όρια στα οποία προσέκρουσε (διαταξικός, μεταρρυθμιστικός χαρακτήρας), με πιο ξεκάθαρο την εγκατάλειψη της αυτοτελούς δράσης, αποτέλεσε πολύτιμη εμπειρία και γόνιμο υπέδαφος για τη διαμόρφωση της μεταπολεμικής θέσης των γυναικών στην ελληνική κοινωνία. Ερώτημα δε αποτελεί κατά πόσο ο αγώνας τους και οι αφηγήσεις τους για τη θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία επικοινώνησαν με την ορμητική είσοδο των γυναικών στη δημόσια σφαίρα και την πολιτική κατά την περίοδο της Κατοχής – Αντίστασης – Εμφυλίου, μιας και αρκετές από αυτές στρατεύτηκαν στο ΕΑΜικό στρατόπεδο.
*** Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο ΗΟΤ HISTORY / #ΤΕΥΧΟΣ 028 / 23 - 24 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου