Συντάκτης: Τάσος Κωστόπουλος
Ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός του Μεσοπολέμου υπήρξαν μαζικά φαινόμενα: αγκάλιασαν ένα μεγάλο μέρος των μικροαστικών κυρίως στρωμάτων, που είχαν δει τις βεβαιότητες μιας τακτοποιημένης ζωής να καταρρέουν κάτω από τη σωρευτική συνδρομή των πρόσφατων πολεμικών βιωμάτων, της καπιταλιστικής κρίσης, της απειλητικής χειραφέτησης των «από κάτω» και της προκλητικής αμφισβήτησης των παραδοσιακών αξιών από κάθε λογής μοντερνιστικές καινοτομίες.
Ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός του Μεσοπολέμου υπήρξαν μαζικά φαινόμενα: αγκάλιασαν ένα μεγάλο μέρος των μικροαστικών κυρίως στρωμάτων, που είχαν δει τις βεβαιότητες μιας τακτοποιημένης ζωής να καταρρέουν κάτω από τη σωρευτική συνδρομή των πρόσφατων πολεμικών βιωμάτων, της καπιταλιστικής κρίσης, της απειλητικής χειραφέτησης των «από κάτω» και της προκλητικής αμφισβήτησης των παραδοσιακών αξιών από κάθε λογής μοντερνιστικές καινοτομίες.
Εξ ου και το μαζικό αυτό ρεύμα πήρε τη μορφή μιας συλλογικής απαίτησης για αμείλικτη πάταξη κάθε απόκλισης που υπονόμευε τον εθνικό κορμό και βίαιη αναδιοργάνωση της κοινωνίας στη βάση της ιδεατής εθνικής κοινότητας: «ναζί» στα γερμανικά σημαίνει απλοελληνικά «εθνίκι», σε αντιδιαστολή και αντιπαλότητα προς τον «προδοτικό» διεθνισμό του σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος.
Τα κίνητρα όλων αυτών των ανθρώπων που συστρατεύθηκαν με τον Μουσολίνι, τον Χίτλερ και τους ομολόγους τους δεν υπήρξαν καθόλου ενιαία, όπως καθόλου ενιαίες δεν υπήρξαν ούτε οι επιμέρους, εξατομικευμένες στοχεύσεις τους.
Δεν ήταν όλοι τους απαραίτητα αντισημίτες, ούτε κατ’ ανάγκην αιμοδιψείς. Ορισμένοι ονειρεύονταν τον επόμενο πόλεμο, που θα μεγάλωνε την αδικημένη πατρίδα κι ενδεχομένως θα προσέδιδε στους ίδιους έναν κοινωνικό ρόλο ανώτερο απ’ αυτόν που τους επέτρεπε η ειρήνη − όπως ακριβώς είχε συμβεί με τον αποτυχημένο ζωγράφο της Βιέννης και μελλοντικό φίρερ, που ανακάλυψε ως δεκανέας στα χαρακώματα μια νέα −ευνοϊκότερη γι’ αυτόν− κοινωνική ιεραρχία.
Κάποιοι άλλοι επιθυμούσαν απλώς μια πιο δυναμική εξωτερική πολιτική, που θα ξανάφερνε πίσω κάτι από τον χαμένο αυτοκρατορικό οίστρο και τη δική τους προπολεμική ευμάρεια, κάποιοι τρίτοι δεν άντεχαν να βλέπουν την «κοινωνική κατάπτωση» που έφερε η χειραφέτηση των προλετάριων, των γυναικών και κάθε είδους εθνικών, κοινωνικών και σεξουαλικών μειονοτήτων.
Η διερεύνηση της ποικιλίας αυτών των κινήτρων παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον για τους ιστορικούς, πολιτικά δεν αναιρεί ωστόσο το ανατριχιαστικό αποτέλεσμα: ολόκληρες κοινωνίες βυθίστηκαν πρώτα σ’ ένα εθνοπρεπές κοινωνικό σκοτάδι (με προγραφές, στρατόπεδα συγκέντρωσης, ατέλειωτες απαγορεύσεις και δημόσιες καύσεις βιβλίων) και κατόπιν πορεύτηκαν συντεταγμένα στη φρικιαστικότερη ανθρωποσφαγή που έχει γνωρίσει μέχρι σήμερα ο κόσμος.
Παρόμοιες τάσεις εκδηλώθηκαν ακόμη κι εκεί όπου ο φασισμός δεν κατάφερε να πάρει την εξουσία, επιβάλλοντας −στο μέτρο των δυνάμεών τους− τη μετατόπιση των δικών τους κοινωνιών, από την αναζήτηση μιας κοινωνικά επωφελούς διεξόδου από την κρίση στην επίλυση της κρίσης διά του πολέμου.
Αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις έδωσαν οι εξελίξεις της τελευταίας χρονιάς, η απειλητική επαναφορά μιας εθνικοφροσύνης παλαιάς κοπής στον δημόσιο λόγο − όχι μόνο της ναζιστικής και λοιπής Ακροδεξιάς, που εδώ και δύο δεκαετίες αποτελεί πάγιο συστατικό στοιχείο της πολιτικής μας ζωής, αλλά της «μεγάλης συντηρητικής παράταξης» που φιλοδόξησε κάποτε να εκπροσωπήσει τον περίφημο «μεσαίο χώρο».
Προφανώς δεν είναι συγκροτημένοι φασίστες όλοι εκείνοι που, με τις γαλανόλευκες και τις Βεργίνες ανά χείρας, έδωσαν το «παρών» στα τρία μεγάλα εθνικιστικά συλλαλητήρια της περασμένης χρονιάς − όχι ακόμη, τουλάχιστον. Ούτε έχουν −όλοι− τατουάζ με τη σβάστικα στο μπράτσο τους, ούτε ακούν τους Pogrom στις ελεύθερες ώρες τους, αναπολώντας τους φούρνους του Αουσβιτς.
Κάποιοι απ’ αυτούς νιώθουν τσακισμένοι από τρία μνημόνια και θέλουν να ξεσπάσουν διά της πλαγίας (και, όπως νομίζουν, αποτελεσματικότερης) οδού· κάποιοι άλλοι ακολούθησαν απλώς τον παπά της ενορίας τους, όπως έκαναν πάντοτε, σιγοτραγουδώντας τούτη τη φορά το νεότευκτο «Η Μακεδονία είναι μία/γεμάτη Ελλάδα κι Ορθοδοξία»· κάποιοι άλλοι θέλουν πάνω απ’ όλα να πέσει «το κωλόπαιδο ο συμμορίτης», όπως από το 2015 ωρυόταν μια παλιά μου συμφοιτήτρια από το Ψυχικό· κάποιοι άλλοι ονειρεύονται απλώς τα περασμένα μεγαλεία του έθνους που έμαθαν από τα σχολικά βιβλία των νιάτων τους, τις εκπομπές κάθε λογής Αδώνιδων ή «το Διαδίκτυο» (γενικώς).
Πάνω απ’ όλα, πανταχού παρούσα είναι, κι εδώ, η αίσθηση της απειλής − σε βάρος όχι φυσικά της εδαφικής ακεραιότητας (ένας πραγματικά επίφοβος γείτονας προκαλεί ψυχραιμότερες και ρεαλιστικότερες συμπεριφορές), αλλά της ταυτότητας. Το μαρτυρά το αλλοπρόσαλλο μείγμα ξενοφοβίας και ξενολατρίας που είδαμε στα συλλαλητήρια, με το ανέμισμα ξένων σημαιών (αυστραλέζικη, ρωσική, καναδική) από τους διαδηλωτές και πολίτες ή πολιτικούς των ΗΠΑ στο βήμα των επίσημων ομιλητών.
Πάνω απ’ όλα δε, το επιβεβαιώνουν η σταθερή επικέντρωση στον εσωτερικό εχθρό και ο ομοφοβικά σεξιστικός χαρακτήρας της σχετικής συνθηματολογίας: η υποτιθέμενη «απεμπόληση» (ή «διαμοιρασμός») της αρχαιομακεδονικής μας δόξας ταυτίζεται εδώ υπόρρητα με τη θεσμική «απώλεια» του συλλογικού μας «ανδρισμού», μέσω των νομοθετικών τομών των τελευταίων χρόνων (ή και δεκαετιών).
Οπως το είχε θέσει ήδη από το 1997 ο κατ’ εξοχήν διαμορφωτής της εγχώριας κοινής γνώμης για το «Σκοπιανό», ο άρτι εκλιπών φροντιστής Σαράντος Καργάκος, πραγματικός μας εχθρός δεν είναι τόσο οι έξωθεν επιβουλές όσο «η εκπούστευση του έθνους»...
Οπως ακριβώς συνέβη στην Ιταλία και −κυρίως− τη Γερμανία του Μεσοπολέμου, το πρόβλημα είναι πως όλη αυτή η αίσθηση ματαίωσης ενός τακτοποιημένου, συντηρητικού κόσμου καταλήγει συνήθως, νομοτελειακά σχεδόν, σε κάποια εκδοχή φασισμού.
Οι τουλάχιστον 150.000 συμπολίτες μας που μετείχαν σε κάποιο από τα τρία εθνικιστικά συλλαλητήρια της τελευταίας χρονιάς, απείρως λιγότεροι έτσι κι αλλιώς από τους 379.722 που ψήφισαν τη σβάστικα στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, δεν είναι λοιπόν απαραίτητα ήδη φασίστες. Είναι όμως δυνάμει − και, με τη βοήθεια των πολιτικών και των ΜΜΕ μας του «μεσαίου χώρου», που ανακάλυψαν στον εθνικισμό τη λαϊκή δυναμική που στερούνταν τα «Μένουμε Ευρώπη», έχουν κάθε πιθανότητα να γίνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου