Οι «προφητείες» του Οργουελ μοιάζουν στις μέρες μας να έχουν πραγματοποιηθεί με τον πιο επικίνδυνο τρόπο. Ο Όργουελ, γεννημένος ως Ερικ Αρθουρ Μπλερ στις 25 Ιουνίου του 1903, στο Μοτιχάρι της Ινδίας (κοντά στη Βεγγάλη), ήταν γόνος μιας τυπικής δημοσιοϋπαλληλικής οικογένειας της Βρετανικής αυτοκρατορίας που αναγκάστηκε να αντιληφθεί από πολύ νωρίς την αναξιοκρατία της κρατικής μηχανής που χωρίζει σε τάξεις τους πολίτες της. Γεννημένος στην κάστα των Σαχίμπ, ανήκε στην ανώτερη Ινδική τάξη. Πρακτικά, όμως, ήταν φτωχός. Η φτώχεια και η κοινωνική ανυπαρξία της οικογένειάς του τον υποχρέωσαν σε μια θλιβερή απομόνωση. Η εκκεντρικότητα ήταν η μόνη του άμυνα, και την ανέπτυξε σε βαθμό αυτοεξορίας από τον αφελή κόσμο των μεγαλοαστών συμμαθητών του. Κομμάτια της ηλικίας αυτής ξαναθυμήθηκε πολλά χρόνια αργότερα στην αποσπασματική αυτοβιογραφία του, «Τέτοιες ήταν οι χαρές μας».
Η ιδιοφυία και οι επιδόσεις του, του χάρισαν μια υποτροφία στο περίφημο κολέγιο Ιτον. Η παραμονή του εκεί (1917-1921) τον έκλεισε ακόμα περισσότερο στον εαυτό του. Τα παιδιά των ευνοημένων τάξεων της Βρετανίας, προορισμένα να καταλάβουν τις σημαντικότερες θέσεις στα επόμενα χρόνια, με δυσκολία ανέχονταν τον ιδιότροπο μοναχικό Μπλερ, που πλέον περνούσε τις ώρες του είτε διαβάζοντας είτε γράφοντας.
Στα 1927 παραιτήθηκε από την αποικιακή αστυνομία κι επέστρεψε στην Αγγλία, αποφασισμένος αυτή τη φορά να γίνει συγγραφέας. Πριν από αυτό, θέλησε να αποδιώξει την αστική κουλτούρα μες στην οποία είχε περάσει την μέχρι τότε ζωή του. Έτσι, πέρασε μια πενταετία φυτοζωόντας ανάμεσα στις πιο εξαθλιωμένες τάξεις της Αγγλίας και της Γαλλίας. Πλάνης, βρώμικος κι εξασκώντας βαριές εργατικές δουλειές, είχε πειστεί ότι ακριβώς στη φτώχεια εντοπίζεται η βαθύτερη ουσία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το ψευδώνυμο Τζορτζ Οργουελ (από τον γραφικό ποταμό της βόρειας Αγγλίας, Όργουελ) το υιοθέτησε ως κορυφαία ένδειξη απόρριψης του μπουρζουάδικου παρελθόντος του. Ο Ερικ Μπλερ δεν υπήρχε πια, κι ούτε θα εμφανιζόταν ξανά ποτέ.
Γράφοντας σε αριστερά έντυπα, πέρασε το βαρύ Χειμώνα του 1937 με τους άνεργους ανθρακωρύχους της βόρειας Αγγλίας. Αντί για δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις, κυκλοφόρησε το βιβλίο «Στο δρόμο για το Γουίγκαν Πίαρ» (1937), ένα πολιτικοκοινωνικό μανιφέστο, στο οποίο καυτηριαζόταν εξίσου η σκληροπυρηνική αντιλαϊκή πολιτική της Βρετανίας και η ουτοπιστική κι ανεκπλήρωτη πρακτικά σοσιαλιστική ιδέα. Λίγο πριν την έκδοση του βιβλίου, ο Οργουελ βρισκόταν στην Ισπανία. Είχε καταταγεί ως εθελοντής στον Ισπανικό δημοκρατικό στρατό. Η επαναστατική ομάδα στην οποία συμμετείχε κρίθηκε παράνομη από τους φιλοσταλινικούς κομμουνιστές. Το γεγονός αυτό τον έκανε να απομακρυνθεί οριστικά από τις κομουνιστικές οργανώσεις. Επέστρεψε στη Βρετανία κι ως το τέλος της ζωής του κράτησε τον τίτλο του αναρχοσοσιαλιστή. Από την Ισπανική του εμπειρία γεννήθηκε το βιβλίο «προσκύνημα στην Καταλωνία». Από αυτό το βιβλίο επηρεάστηκαν πολλοί μεταξύ των οποίων και ο Νόαμ Τσόμσκι, που έγινε ελευθεριακός, εντυπωσιασμένος από το εξής απόσπασμα:
«Οι σερβιτόροι και οι υπάλληλοι σε κοίταζαν στα μάτια και σε αντιμετώπιζαν σαν ίσο τους. Οι δουλοπρεπείς εκφράσεις, ακόμα κι οι τυπικότητες, είχαν προσωρινά εξαφανιστεί. Κανείς δεν έλεγε ‘’σενιόρ’’ ή ‘’Δον’’ ή ‘’εσείς’’… χρησιμοποιούσαν τον ενικό... Το φιλοδώρημα ήταν απαγορευμένο με νόμο... τα ανθρώπινα όντα προσπαθούσαν να συμπεριφερθούν σαν ανθρώπινα όντα...»
Ο Τζορτζ Οργουελ δεν έπαψε ποτέ να ασχολείται με τα κοινά, και πάντα υπερασπιζόμενος τις θέσεις των «κάτω». Το φάντασμα του φασισμού που απλωνόταν πάνω από την Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του 1930 μπόλιασε την κοινωνική του θεωρία με κάποιες νέες επεξεργασίες που αποτυπώθηκαν στο δοκίμιο «Το λιοντάρι και ο μονόκερος». Το βιβλίο γράφηκε τη στιγμή που το Λονδίνο βομβαρδιζόταν από τα γερμανικά αεροπλάνα.
Ο Χοσέ Σεμπρούν αναφερόμενος στο βιβλίο αυτό σημειώνει τη μεταστροφή του Όργουελ σχετικά με το αναγκαίο συναίσθημα να ανήκει κανείς κάπου και καλεί σ’ έναν προβληματισμό για μια νέα διαλεκτική σχέση μεταξύ αυτού που αποκαλείται «πατριωτισμός» - που είναι ακριβώς το αντίθετο του εθνικισμού- και στην οικουμενικότητα, «την προσέγγιση μιας οικουμενικής ταυτότητας». Αυτή η νέα σχέση ονομάζεται από τον Σεμπρούν «δημοκρατικός πατριωτισμός». Αλλά ας δούμε τι γράφει επ’ αυτού ο ίδιος ο Όργουελ: «Ο πατριωτισμός δεν έχει καμιά σχέση με το συντηρητισμό. Στην πραγματικότητα είναι το αντίθετό του, καθώς βασικά πρόκειται για μια ιδέα που συνεχώς αλλάζει και ωστόσο, μυστηριακά, η αίσθησή της παραμένει η ίδια... Κανένας πραγματικός επαναστάτης δεν υπήρξε ποτέ διεθνιστής...». Αλλά ο καθένας διαβάζει ένα βιβλίο από τη δική του οπτική γωνία και τις ιδιαίτερες ανάγκες του που την υπαγορεύουν.
Στο βιβλίο αυτό του Όργουελ διακρίνονται τα στοιχεία μιας αυτοκρατορίας, της βρετανικής, που βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. «Η ρήση του Χίτλερ για τους Γερμανούς, «λαός υπνοβατών», θα ταίριαζε καλύτερα στους Εγγλέζους» σημειώνει ο Όργουελ. Κι ακόμη «Η Αγγλία είναι η πιο ταξική χώρα της υφηλίου. Είναι ένα κράτος σνομπισμού και προνομίων που κυβερνάται από τους γέρους και τους μικρόνοες (...) Η Αγγλία ... μοιάζει με μια μάλλον αποπνικτική βικτοριανή οικογένεια χωρίς πολλά μαύρα πρόβατα, αλλά με αμέτρητους σκελετούς κρυμμένους στα ντουλάπια της... Είναι μια οικογένεια όπου οι νέοι υπονομεύονται... (και) τον έλεγχο ασκούν τα λάθος μέλη...». Η παρακμή της βρετανικής αυτοκρατορίας αποδίδεται στον εκφυλισμό της άρχουσας τάξης της και συγκεκριμένα στους «άεργους πλούσιους», αυτούς που ζουν «με χρήματα και επενδύσεις που ούτε οι ίδιοι ξέρουν». Η βρετανική άρχουσα τάξη δεν μπορούσε λόγω παράδοσης να ακολουθήσει τον βίαιο και ληστρικό δρόμο της αμερικανικής ομολόγου της, γι’ αυτό κατέφυγε στην «ηλιθιότητα».
Και φθάνουμε στο άκρως προφητικό 1984 που εκδόθηκε σαν σήμερα το 1948.
Αυτός ο κόσμος, ο κόσμος που περιγράφει ο Όργουελ, είναι σήμερα εδώ. Η καταπάτηση των ατομικών ελευθεριών μ’ ένα πλανητικής εμβέλειας πρόγραμμα επιτήρησης και ελέγχου το καταδεικνύει. Μαζί με την παρακολούθηση και ο παραδοσιακός τρόπος καταστολής. Την ίδια ώρα, η αγωνία για την εξέλιξη των οικονομικών πραγμάτων, η ανασφάλεια, η ανεργία, η ανεστιότητα και ο φόβος πυκνώνουν το χρόνο και οι οδύνες των εργαζομένων μακραίνουν αφόρητα. Εδώ ο χρόνος σταματά. Για τους άλλους, τους ελάχιστους έχοντες, το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού που κατέχει το 50% του πλούτου όλου του πλανήτη, αντίθετα, ο χρόνος κυλά τρελά. Στις εσχατιές της κοινωνίας, όμως, ενδημεί μία διαφορετική, κολασμένη, απόκεντρη χρονικότητα, ένας δυστυχισμένος «πανικός» του χρόνου. Oι θλιμμένοι κάτοικοι του ακρωτηριασμένου χρόνου επιβιώνουν μόνο με την καταφυγή στο φαντασιακό κάποιου υπερδιογκωμένου παρελθόντος –όπως κάνουν οι ηλικιωμένοι- ή με την προσφυγή στη δράση, ή και με τα δυο μαζί…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου