Γιώργος Τούλας
Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της εφηβείας μου διαβάζοντας τα απολαυστικά της χρονογραφήματα στον Ταχυδρόμο. Όταν έβγαλε τα πρώτα της βιβλία μαζευόμασταν στα σπίτια, οι κολλητοί της εποχής και διαβάζαμε φωναχτά κείμενα που έφερναν δάκρυα από το γέλιο. Πιστεύω ότι ποτέ ξανά έκτοτε κανείς δεν έγραψε κείμενο με τόσο δυνατή αίσθηση χιούμορ. Με φινέτσα, διεισδυτικότητα, τόλμη. Τα χρόνια της τηλεόρασης δεν την πολυπαρακολούθησα ομολογώ. Κάποια πράγματα μπορεί και να μην μου άρεσαν από όσα έκανε. Διάβαζα όμως πάντα φανατικά τα κείμενα της στα Νέα. Στα social media έγινε μια ισχυρή πρωταγωνίστρια, που βγήκε μπροστά ατρόμητη και έδωσε μάχες για θεμελιώδη ζητήματα, για το ρατσισμό, τις αδικίες. Δεν δίστασε να τα βάλει με πανίσχυρα πρόσωπα ξεγυμνώνοντας συμπεριφορές και κατάχρηση εξουσίας τους. Έγινε αντικείμενο χλεύης, δηλητηριωδών σχολίων, τρολαρίσματος, από άτομα που περνούν μερόνυχτα γράφοντας οχετούς εναντίον της. Η πρόσφατη κόντρα της με τον Άδωνη Γεωργιάδη και τον Κωνσταντίνο Μπογδάνο την έκανε το πρόσωπο του καλοκαιριού. Μιλήσαμε για τα τωρινά αλλά και για όσα κουβαλά στην ψυχή και το μυαλό της.
Πως είσαι αυτή την εποχή;
Λίγο χειρότερα. Έχει παίξει μεγάλο ρόλο και ο κορονοϊός, δεν είμαι άνθρωπος της κλεισούρας, το πολεμάω όμως. Περισσότερο με ενοχλεί η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, οι αντιλήψεις, οι απόψεις, οι ιδεολογίες που σέρνονται σαν τα φιδάκια γύρω μας, παρά ο κορονοϊός. Στην τελική στον ιό βάζεις μια μάσκα ενώ σε όλα τα άλλα δεν μπορείς να βάλεις μάσκα. Αυτός ο συνδυασμός, ένας βαθύς ρατσισμός πια και για τα πάντα, το χρώμα, το φύλο, η ηλικία, αν είσαι gay ή straight, έχει ποτίσει το μεδούλι της πλειοψηφίας στην Ελλάδα. Το παρήγορο είναι ότι όσο βαθαίνει το σκοτάδι, τόσο οι φακοί που προσπαθούν να διασχίσουν αυτό το έρεβος γίνονται περισσότεροι και αρχίζουν ο ένας να βοηθά τον άλλο, να φωτίζει και το δρόμο των άλλων. Όσο πιο πολλοί το κάνουν αυτό τόσο καλύτερα είναι για το αύριο. Όσο υπάρχει ένας κόσμος που βυθίζεται στην σκατίλα του ρατσισμού, ένας άλλος κόσμος που απαντά μέσα από τη φωνή του. Πιστεύω πολύ στα social media. Αυτοί που λέγανε ο επαναστάτης του καναπέ, δεν ισχύει. Έχουν αλλάξει τα social πολλά πράγματα, από νομοσχέδια που πάρθηκαν τελευταία στιγμή πίσω, την γνωστοποίηση της περίπτωσης του Βασίλη του Δημάκη. Η Ελλάδα έμαθε για το Ζακ. Οι άνθρωποι συσπειρώνονται. -
Πως βλέπεις να εξελίσσονται τα media στην Ελλάδα; Ότι απαξιώνονται δεν είναι τρομακτικό για τη δουλειά μας;
Είναι σπλάτερ. Τα media με τους εντυπωσιακούς κοιλιακούς χάνουν την αξιοπιστία τους, σιγά σιγά. Όχι τα κλικ. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι είναι παρήγορο το ότι λένε ποιος το είπε, που το διάβασες; Α, δεν έχει σημασία. Γίνεται ένα ξεσκαρτάρισμα, ανθρώπων, ιδεολογιών, Τύπου. Γίνονται χωρίς αστερίσκους. Όλος αυτός ο νεμεναλλανισμός υποχωρεί. Παλιά έλεγε κάποιος δεν έχω πρόβλημα με gay αλλά…Τον άκουγες. Σήμερα δεν τολμά να το πει το αλλά. Επειδή ανήκω στην παλιά φρουρά και πρόλαβα τους παλιούς υπήρχαν μεγάλα μεγέθη. Η ένδεια που υπάρχει τώρα είναι ένα φαινόμενο της εποχής. Είναι η δημοσιογραφία της λίστας. Κάποιοι προσπαθούμε να αρθρώσουμε μία φωνή. Με κολακεύει ότι στο facebook έχω 200.000 ανθρώπους που με διαβάζουν. Χαίρομαι γιατί κατά κάποιο τρόπο εργαλειοποιώ αυτή την απήχηση, προσπαθώ να είμαι η φωνή για κάποιους αόρατους ανθρώπους που δεν έχουν φωνή.
Υποθέτω όμως ότι αυτό σου κοστίζει κιόλας. Γίνεσαι μια ηρωίδα για πολύ κόσμο, που ελπίζει να πεις κάποια πράγματα που δεν λέγονται από την άλλη όμως έχει κόστος…
Ο Μυθριδατισμός, το δηλητήριο που έπαιρνε λίγο λίγο ο Μυθριδάτης μέχρι να αποκτήσει ανοσία ο οργανισμός. Μου πήρε πάρα πολλά χρόνια να αποκτήσω αυτή την ανοσία. Έχω κλάψει, έχω χτυπήσει, έχω νοιώσει απίστευτα μειονεκτικά, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν την ευφυΐα παράλληλα με τη σκατοψυχιά να σε χτυπήσουν σε πράγματα που πονάς. Αυτά τα έχω υποστεί πολλές φορές και οι φίλοι μου λένε, σταμάτα δεν αξίζει να το περνάς. Όμως πιστεύω ότι αξίζει να το περνάω και τώρα δεν με νοιάζει πια. Όταν μου λένε μερικοί είπαν αυτό για σας, λέω σας παρακαλώ μη μου τα λέτε. Έχω πιο σημαντικά πράγματα να κάνω από το να με τσακίζει ο καθένας αναλφάβητος ή φασίστας.
Έχεις αδικήσει κόσμο, έχεις μετανοιώσει για αναρτήσεις;
Έχω μετανοιώσει και έχω ζητήσει και συγνώμη πολλές φορές. Επειδή είμαι πολύ παρορμητικός άνθρωπος, αυτό το αρπάζω το τραπεζομάντηλο και τα πετάω όλα κάτω, αυτό δεν έχω καταφέρει να το καθυποτάξω μέχρι τώρα και μάλλον δεν έχω ελπίδες να το κάνω πια.
Υπάρχουν μάχες που δεν άντεξες να τις πας μέχρι το τέλος;
Όχι ποτέ. Όταν ξεκινά μια ιστορία και μπαίνεις στο χορό θα πας μέχρι τέλους. Όταν ο κ. Μπογδάνος λέει ”α εγώ το σέβομαι που έχει κατάθλιψη η κ. Ακρίτα και σταματώ” και ο Γεωργιάδης το ίδιο, εννοούν ότι είσαι κατώτερη από μας. Είσαι καταθλιπτική. Έχεις το ακαταλόγιστο, δεν μπορώ να παλέψω εγώ ο υγιής ψυχικά με σένα. Ή που έτσι νομίζω, γιατί δεν έχουν όλοι το κουράγιο να πάνε σε ένα γιατρό και να πουν θέλω να μιλήσω μαζί σου, να διαγνωστώ, να ακολουθήσω φαρμακευτική αγωγή ή ότι άλλο μου πεις, ώστε να γίνω πιο λειτουργική και πιο χαρούμενη στη ζωή μου. Στο θέμα αυτό της κόντρας με αυτούς τους δύο έχουν μπει από κοντά κάτι δευτερότριτα ονόματα της μαρκίζας, οι οποίοι πιστεύουν ότι άμα βρίσουν εμένα εγώ θα τους κάνω φίρμα. Εγώ φίρμες δεν κάνω στην πλάτη μου. Δεν έχω καβαλήσει κανένα καλάμι, είναι μια πραγματικότητα. Αν ανοίξω διάλογο με ένα τέτοιο είδος ανθρώπου παίζω το παιχνίδι του. Δεν θα το κάνω. Στον Σκαλούμπακα (γιος του αρχιβασανιστή της Μακρονήσου) που το έκανα είναι μια ειδική περίπτωση. Επειδή μπορώ να έχω καλούς δικηγόρους και να πάω μια ιστορία μέχρι το τέλος θα τους πατήσω κάτω. Τη θρασυδειλία την αντιμετωπίζω έτσι. Για αυτό όταν είπαν αυτοί οι δύο τύποι σταματάμε, θέλανε απλά να ξεφύγουν από μια σύγκρουση μαζί μου. Και ο ένας και ο άλλος. Δεν είμαι σπουδαία αλλά αισθάνομαι κάποια πράγματα που λέω έχουν μια κοινή λογική. Δεν είναι εύκολα αντιμετωπίσιμη. Εργάζομαι σε μια εφημερίδα. Έχω ένα μηνιαίοι μισθό και έναν εργοδότη. Παίρνω έναν αξιοπρεπή μισθό. Αλλά δεν είμαστε ίσα και όμοια με τον άλλο που τον πληρώνω εγώ και εσύ με τη βουλευτική αποζημίωση. Αυτός οφείλει να λογοδοτήσει. Δεν είμαστε ίδιοι.
Η τεράστια αποδοχή όσων γράφεις δεν είναι νέο πράγμα στη ζωή σου. Από πολύ νεαρή ηλικία έγραψες βιβλία που αγόρασαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι.
Έτσι είναι. Πριν πέντε χρόνια έψαχνα να βρω τη ”Διαθήκη της Έλενας” που δεν το είχα πια και το πουλούσαν σε ένα σάιτ 540 ευρώ! Μου λέει ο γιος μου μαμά έχω ένα να το πουλήσουμε! Και τώρα τα μυθιστορήματα μου γίνονται best seller. Τα κείμενα μου στα Νέα έχουν τις περισσότερες κοινοποιήσεις. Λυπάμαι για αυτό, αλλά όχι πάρα πολύ.
Πως διαχειρίστηκες αυτή τη φήμη από μικρή;
Η φήμη ξεκίνησε από τα είκοσι. Από τότε που άρχισα να γράφω τα γελαστικά στον Ταχυδρόμο ήμουν πολύ μικρή. Άρχισαν τα βιβλία και έγινα αμέσως γνωστή. Ήταν η εποχή που έβγαζα και φράσεις όπως η ” Άρτα με τα Γιάννενα”, το ” Άντρες πεταμένα λεφτά”, είναι δικά μου αυτά. Αν έπαιρνα ένα ευρώ κάθε φορά που λέγονται ή γράφονται αυτά θα ήμουν ο Μπιλ Γκέιτς! Μετά έκανα τα Κυριακάτικα, το πρώτο live με το Δημήτρη Κωνσταντάρα, στα 25 μου. Έγινα νωρίς γνωστή. Τώρα είναι μια άλλη εποχή. Εγώ ζούσα έτσι. Σε ένα σπίτι που τα απογεύματα και τα βράδια έρχονταν για ούζο ο Ελύτης, ο Θεοδωράκης, ο Μόραλης, ο Μαρκόπουλος, οι Μαγκάκηδες, ο Γεώργιος και ο Ανδρέας Παπανδρέου, οι πάντες. Ποιητές, ο Αναγνωστάκης…Λέω καμιά φορά ανάλογα με το περιβάλλον που μεγάλωσα σκατά έχω κάνει στη ζωή μου. Θα μπορούσα να είχα κάνει πολύ πιο σπουδαία πράγματα. Είχα προνομιακή παιδική ηλικία, όχι οικονομικά αλλά από ουσία. Η Λιλή Ζωγράφου, η Αμαλία Φλέμιγκ ήταν διαρκώς εκεί. Μεγάλωσα έτσι. Με αυτές τις αρχές, τις αξίες, το μπούσουλα.
Θα μπορούσες όμως να μη γίνεις και τίποτε, όπως τόσα παιδιά επωνύμων και σπουδαίων γονιών…
Είχα δυο σπουδαίους γονείς. Όταν μπαίνουν στο σπίτι αυτής της ποιότητας άνθρωποι αυτό διαμορφώνει. Είχα μια προνομιακή ανατροφή σε επίπεδο ποιότητας.
Χάσατε πολύ νωρίς τον πατέρα σου. Πώς το διαχειριστήκατε όταν μείνατε μόνες σας;
Ήταν πολύ δύσκολο. Η μητέρα μου ήταν και αυτή πολύ νέα, μόλις είχε περάσει τα τριάντα και μεγαλώναμε μαζί. Ήταν μια πανέμορφη γυναίκα, δεν παντρεύτηκε ποτέ γιατί ο πατέρας μου ήταν μεγάλος της έρωτας. Μεγαλώσαμε δύσκολα. Η κινητήριος δύναμη για την κατάθλιψη που ακολούθησε ήταν το γεγονός ότι έχασα το μπαμπά μου στα δέκα μου και ώσπου να συνέλθω, ενάμιση χρόνο μετά, η μητέρα μου ως αντιστασιακή και ηγετικό στέλεχος του Πατριωτικού Μετώπου δικάστηκε, πέρασε στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια κάθειρξη. Όταν έχεις χάσει τον μπαμπά σου, ο οποίος ήτανε για μένα ένας πυλώνας, ένα φως, που τον λάτρευα και στα δώδεκα σου χρόνια πηγαίνεις στην Ασφάλεια στη Μπουμπουλίνας με τον παππού τότε και να έρχονται οι ασφαλίτες και να μου λένε γιατί πουλάκι μου δεν της λες να μιλήσει, ο Λάμπρου και ο Θεοφυλογιαννάκος, το ξέρεις ότι θα την εκτελέσουμε; Μόλις είχε αρχίσει η χούντα, δεν ξέραμε τι ακολουθεί και το ίδιο συνεχίστηκε στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ όπου γνωρίστηκε με όλες τις συναγωνίστριες που ήταν μαζί. Επί πολλά χρόνια μετά ζήσαμε με χαφιέδες έξω από το σπίτι μας. Ο εκφοβισμός ενός καθεστώτος. Μας έλεγαν με τον τρόπο τους θα κάθομαι εδώ και θα σε βλέπω. Πότε μπαίνεις, βγαίνεις, ανάβεις φως. Θα είμαι εδώ απέναντι. Εμείς προσπαθούσαμε να κάνουμε τη ζωή μας. Έφτασα 40 χρόνων, αυτά δεν τα έχω ξαναπεί ποτέ δημόσια, και έβλεπα Γιώργο στον ύπνο μου πως μπήκανε σπάζοντας την πόρτα χαράματα το 1967 και ξυπνούσα ουρλιάζοντας. Έβλεπα διαρκώς στον ύπνο μου να μπαίνουν να συλλαμβάνουν τη μητέρα μου και ξύπναγα με αυτό το αααααα. Τον τρόμο. Να μην πάθω κατάθλιψη;
Πως αντιμετώπισες την αρρώστια;
Από το πρώτο ραντεβού που πήγα στον ψυχίατρο, όταν άρχισα να καταλαβαίνω, γιατί άργησα πολύ να αναγνωρίσω στον εαυτό μου την κατάθλιψη, προφανώς δεν ήθελα, όταν αποφάσισα πως ήμουν έτοιμη και πήγα και μου πήρε ένα αναλυτικό ιστορικό μου λέει καλά που ήρθατε κάποτε. Είναι βαθιές οι ρίζες…
Δεν περιμένει κανείς από έναν άνθρωπο που κουβαλά ένα τόσο βαθύ ψυχικό τραύμα να αναπτύξει ένα τόσο τρελό χιούμορ που ανακούφισε τόσα εκατομμύρια ανθρώπους…
Το κληρονόμησα από τη γιαγιά μου, μια παλιά αρχόντισσα της Σμύρνης, άθεη, γεννημένη το 1890. Είχε ένα διαβολεμένο χιούμορ που το δικό μου θα το έβαζε στην κωλότσεπη. Από κει πήρε και η μάνα μου, γιατί πάει από μάνα σε κόρη τελικά. Σαν κάτι δαχτυλίδια πολύτιμα. Είναι σανίδα σωτηρίας το χιούμορ.
Γελάς με αυτά που γράφεις όταν τα διαβάζεις;
Με τα κείμενα μου παθαίνω το εξής: Το πρώτο διάστημα αν τα διαβάσω κοντά στο χρόνο που τα γραψα αρχίζω: Αυτό το και μαλάκα τι το ήθελες; Γιατί δεν έβαλες άνω τελεία. Όταν περνάει ο καιρός και ξεχάσω τι έχω γράψει μπορώ να το δω σαν ενός ξένου και να γελάσω.
Γιατί έγραψες τα ”Τάπερ της Αλίκης” ;
Στα τάπερ, όπως είπε ο Γιάννης ο Ανδρουλιδάκης έδωσα φωνή στους αόρατους ανθρώπου. Τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας, τα θύματα του μπούλινγκ της εφηβικής αυτοκτονίας, η στιγματοποίηση των κοριτσιών της οδού Φυλής, η ιστορία ενός ζευγαριού δυο αγοριών που είναι από μικρά. Όλοι αυτοί δεν είχαν φωνή. Ήταν μικρά ντουλάπια κλειδωμένα. Και έμεναν εκεί άνθρωποι όσο αντέχανε μέσα στο ντουλάπι. Μέχρι να τελειώσει το οξυγόνο και να πεθάνουν. Σε αυτούς τους ανθρώπους ήθελα να μιλήσω. Στο νέο μου βιβλίο που γράφω τώρα ασχολούμαι με έναν βιασμό σε όλο το φάσμα, με έναν έρωτα τρίτης ηλικίας, που δεν το χει αγγίξει κανείς, πόσο περιθωριοποιημένοι είναι οι άνθρωποι που τολμούν να ερωτευτούν στα 70, ακόμα και σήμερα, με έρωτα κανονικό, αβυσσαλέο, όχι συντροφικότητα και μαρούλια και δυο γυναίκες που ξεκίνησαν τη ζωή τους και πορεύτηκαν μαζί. Πάλι στα ίδια μέρη ξαναγυρνάμε.
Για να το κλείσουμε όπως αρχίσαμε: Μίλησες για την άγρια εποχή που ζούμε. Δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Δες τι ηγέτες βρίσκονται στα ηνία πολλών χωρών του κόσμου. Φοβάσαι ότι ο κόσμος θα οδηγηθεί σε κάτι άσχημο ή είναι φάση και θα περάσει;
Αυτό που λες το φοβάται πολύ ο άνδρας μου ο Γιώργος ο Κυρίτσης. Εγώ θέλω να βλέπω τα πράγματα πιο αισιόδοξα, αλλιώς με στραγγαλίζουν και πεθαίνω. Θέλω να ελπίζω ότι οι φωνές για τις οποίες είπαμε στην αρχή της κουβέντας μας θα γίνουν περισσότερες και δυνατές. Δεν χάθηκε τίποτε ακόμα. Τα πράγματα εξακολουθούν να είναι στα χέρια όλων μας. Δεν φαντάζομαι μια κοινωνία μόνο με bad guys αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να μην υπάρχουν και good guys. Θα υπάρχουν πάντα. Στο σινεμά μου αρέσουν τα happy end.