Γιώργος Ι. Αλλαμανής
Με αφορμή την επαναλειτουργία του Λυκαβηττού, θυμόμαστε μια λίγο-πολύ άγνωστη ιστορία: Αύγουστος 1939. Η κόρη του Μεταξά κάνει δώρο στον δικτάτορα πατέρα της την «Πενθεσίλεια», την ξεχασμένη πρώτη θεατρική παράσταση που δόθηκε στο εγκαταλελειμμένο λατομείο.
Τώρα που εν μέσω προεκλογικής περιόδου για τις αυτοδιοικητικές εκλογές ο δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Μπακογιάννης επαναλειτουργεί το θέατρο του Λυκαβηττού με ένα πρόγραμμα «πολιτισμού και πίστας», όλοι λένε και γράφουν ότι το παλιό λατομείο που σιώπησε το 1919 πρωτοφιλοξένησε παραστάσεις το 1965, με τη γνωστή πρωτοβουλία της αείμνηστης Αννας Συνοδινού. Δεν είναι αλήθεια. Η 4η Αυγούστου έκανε για πρώτη φορά θέατρο το νταμάρι του δεύτερου πιο ψηλού λόφου της Αθήνας μετά τα Τουρκοβούνια. Το γνωρίζουν οι θεατρολόγοι μας, το αγνοεί, με ελάχιστες εξαιρέσεις, η πολτώδης διαδικτυακή επικράτεια.
«Εις τον λόφον του Λυκαβηττού, θέσις Νταμάρια». Παρουσιάστηκε ως ιδέα της «Λουλούς», της πρωτότοκης θυγατέρας του Ιωάννη Μεταξά, κατά κόσμον Λουκίας Μαντζούφα (1911-1995). Είναι άγνωστο ποιος της υπέδειξε τον χώρο. Εκείνη στρατολόγησε το Βασιλικό (Εθνικό) Θέατρο με διευθυντή Κρατικών Σκηνών τον πολιτικά αμοραλιστή αλλά ικανότατο Κωστή Μπαστιά. Στο παιχνίδι μπήκε ο καθεστωτικός υπουργός Διοικήσεως Πρωτευούσης Κωνσταντίνος Κοτζιάς, το όνομα του οποίου αναφέρουν σήμερα αρκετοί, με ελαφρά ιστορική συνείδηση, μιλώντας για την πλατεία Δημαρχείου στην Αθήνα. Ακολούθησε μια ομάδα επαγγελματιών του Βασιλικού Θεάτρου με επικεφαλής τον γερμανοσπουδαγμένο 28χρονο σκηνοθέτη Τάκη Μουζενίδη.
Στους άνδρες των Ταγμάτων Εργασίας που συμμετείχαν και στις φαλαγγίτισσες της Εθνικής Οργανώσεως Νέων, της περιβόητης ΕΟΝ –πάνω από 250 νέοι και νέες– η Λουλού απλώς έδωσε διαταγή. Ηταν επικεφαλής της Περιφερειακής Διοικήσεως Θηλέων Πρωτευούσης της ΕΟΝ, είχε το δικό της «παιχνίδι».
Αύγουστος 1939. Για την τρίτη επέτειο της βασιλο-φασιστικής δικτατορίας, εκτός από τις παρελάσεις απεσταλμένων από κάθε γωνιά της Ελλάδας στο Πεδίον του Αρεως (με ταμπέλες «Λεωνίδιον», «Κοζάνη» κ.λπ.) και τις φανφάρες στο Καλλιμάρμαρο, αποφασίζεται και κάτι πιο μεγαλειώδες. Να δοθεί την Κυριακή 6 Αυγούστου στον Λυκαβηττό μια παράσταση-μαμούθ με την τραγωδία «Πενθεσίλεια» του Χάινριχ φον Κλάιστ (1777-1811). Ο καταραμένος του γερμανικού ρομαντισμού, συγγραφέας επίσης του κλασικού θεατρικού έργου «Η σπασμένη στάμνα», έχει στήσει ένα φανταστικό ερωτικό δράμα πολλαπλών αναγνώσεων με φόντο την Ιλιάδα.
Η υπόθεση: ΟΤρωικός πόλεμος πλησιάζει στο τέλος του. Οι Αμαζόνες, με την αρχηγό τους Πενθεσίλεια, καταφτάνουν στην Τροία για να στηρίξουν τους πολιορκημένους. Ο Αχιλλέας και η Πενθεσίλεια ερωτεύονται αλλά μονομαχούν «γιατί πρέπει», γιατί το επιβάλλει η θέση τους. Η Αμαζόνα σκοτώνει τον Ελληνα ήρωα, αλλά αμέσως μετά αυτοκτονεί απελπισμένη. Διπλή αυτοχειρία, ακριβώς όπως συνέβη στην αληθινή ζωή του Φον Κλάιστ, ο οποίος πρώτα πυροβόλησε την άρρωστη αγαπημένη του σε μια παραλία λίμνης κοντά στο Πότσδαμ και μετά έστρεψε το όπλο στον εαυτό του.
Η κρατική σκηνή διέθεσε πολλούς συνεργάτες πρώτης γραμμής, κάποιους μάλιστα ανά ζεύγη. Τα εθνο-ηρωικά κοστούμια έραψαν ο Αντώνης Φωκάς και ο Ανδρέας Γεράκης, τη χορογραφία επιμελήθηκαν η Πολυξένη Ματέι και η Λουκία Σακελλαρίου, ενώ τη μουσική συνέθεσε ο Γιώργος Καζάσογλου.
Τα γαβγίσματα κονσέρβα, οι επελάσεις κανονικά
Δεν υπήρχε σκηνογράφος. Γίνεται; Γίνεται. Σκηνικό ήταν το ίδιο το λατομείο. Οι ηλεκτρολόγοι του Βασιλικού Θεάτρου έκαναν υπερωρίες. Γύρω στους 150 προβολείς φώτισαν υποβλητικά τα πληγωμένα βράχια, τη σκηνή και τμήμα της πλατείας σε φιδίσιο μήκος περίπου ενός χιλιομέτρου. Ολα όμως έχουν ένα όριο. «Πώς ελύθη, κύριε Μουζενίδη, το ζήτημα των αγρίων σκυλιών που παρουσιάζονται στο έργο;», ρώτησε τον σκηνοθέτη ρεπόρτερ της εφημερίδας «Παρασκήνια». «Δυστυχώς δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς παρά με το να δώσομε όλη αυτή τη σκηνή με μεγάφωνα. Ηταν πολύ δύσκολο να βρούμε τόσα σκυλιά άγρια στην όψη, όπως τα θέλει ο συγγραφέας, αλλά και συνάμα ήρεμα», ήταν η απάντηση. «Το άρμα;». «Και οι ιππείς, και το άρμα, και οι επελάσεις θα γίνουν όπως έχουν και στο κείμενο».
Θέατρο σκιών; Οχι. Μυρμιδόνες σε πολεμικό συμβούλιο. «Και αι Αμαζόνες ήσαν μικροσκοπικαί μέσα εις τους τεραστίους όγκους εν μέσω των οποίων εκινείτο η δράσις» έγραψε στην «Καθημερινή» ο Αιμίλιος Χουρμούζιος.
Εκτίμησε πάντως ότι η παράσταση «ήτο ένα κατόρθωμα»Ο χρόνος πίεζε, τις τελευταίες μέρες οι πρόβες ξεκινούσαν στις 6.00 τα χαράματα για να μη λιποθυμάνε οι φαλαγγίτες από τον καυτό ήλιο. Η πρωταγωνίστρια Καίτη Γιαννίση που υποδύθηκε την Πενθεσίλεια δεν πέρασε από τις πολεμικές ιαχές στο θεατρικό σανίδι. Απ’ όλους τους ένθερμους ερασιτέχνες, μόνο ένας έγινε επαγγελματίας. Ο «Αχιλλέας» Γιάννης Μαυρογένης έκανε καριέρα μικρού βεληνεκούς στο Εθνικό επί 40 χρόνια. Τη μια υπηρέτης, την άλλη γερο-ταβερνιάρης κ.λπ. Συμμετείχε σε 135 (!) παραστάσεις, σερί από το 1944 μέχρι το 1983 που βγήκε στη σύνταξη.
Το διαφημισμένο ως υπερθέαμα παρακολούθησαν με δωρεάν εισιτήρια 3.000 θεατές καθισμένοι σε καρέκλες του Δήμου Αθηναίων. Ηταν 2.500 μέλη της οργανωμένης νεολαίας, συν 500 προσκεκλημένοι, ανάμεσά τους ο Μεταξάς και η αθόρυβη σύζυγός του Λέλα, ο διάδοχος Παύλος και η 22χρονη πριγκίπισσα Φρειδερίκη («τιμητικώς» κορυφαία στελέχη της ΕΟΝ και οι δύο από τον Δεκέμβριο του 1938), σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο, διοικητές οργανισμών, στρατιωτικοί, κληρικοί, επιχειρηματίες, ξένοι διπλωμάτες, εκπαιδευτικοί, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι κ.ά. Στο τέλος όλοι χειροκρότησαν καθώς Μυρμιδόνες και Αμαζόνες κατέβηκαν από τα κατσάβραχα και έψαλαν τον Θούριο της ΕΟΝ.
«Την επόμενη φορά θέλουμε αρχαίο δράμα»
Η θεατρική κριτική της εποχής υποδέχτηκε θετικά την προπαγανδιστική «Πενθεσίλεια». Η Ελένη Ουράνη ως «Αλκης Θρύλος» έγραψε: «Δεν περίμενα να δω τίποτ’ άλλο από μιαν ευσυνείδητη σχολική παράσταση. Παρακολούθησα όμως ένα θέαμα αληθινά καλλιτεχνικό».
Διθυράμβους ανέπεμψε η Μαρίκα Κοτοπούλη, γνωστή λάτρις του Μεταξά και των ανακτόρων. «Τα 300 παιδιά που εκινούντο τόσο αισθητικά και άνετα στο Θέατρο του Λυκαβηττού ήταν για μας η αποκάλυψη ενός μεγάλου έργου, που αθόρυβα συντελείται από καιρό. Η δημιουργία, η διαπαιδαγώγηση, η διάπλαση της νέας Ελληνίδας, της σημερινής αμαζόνας. […] Ο αόρατος και αθόρυβος καθοδηγητής τους, η κυρία Μαντζούφα θα νιώθει δίκαιη υπερηφάνεια», δήλωσε στο μηνιαίο καθεστωτικό περιοδικό «Το Νέον Κράτος» (τ.24, 24 Αυγούστου 1939).
Γκρίνιαξε, παραδόξως, το εβδομαδιαίο έντυπο «Η Νεολαία», επίσημο όργανο της ΕΟΝ! Οχι για το ανέβασμα αλλά για την επιλογή του έργου. «Πρωτοβουλίαι ως αύτη […] παρέχουσι τα στερεότερα βάθρα εις την προσπάθειαν της ΕΟΝ διά την Εθνικήν αγωγήν των μελών της. Αλλά, ακριβώς διά τούτο, επιβάλλεται ίνα η επιλογή των έργων γίνεται εκ του πλουσίου ρεπερτορίου των αθανάτων θεατρικών έργων των αρχαίων συγγραφέων μας, τα οποία περιέχουν τόσον ολοκληρωμένας τας ηθικάς εννοίας και παρέχουν τα υψηλά διδάγματα των πανανθρωπίνων αρετών, που δεν είδομεν εις το έργον του Κλάιστ» («Η Νεολαία», τ.44, 12 Αυγούστου 1939).
Η μεταξική «Πενθεσίλεια» θεωρήθηκε επικοινωνιακό σουξέ. Δόθηκε «καπάκι» και δεύτερη παράσταση την Πέμπτη 10 Αυγούστου 1939. Μετά η ρομφαιοφόρος σκιά της χάθηκε στα βράχια του Λυκαβηττού, στις σπηλιές του προπολεμικού μας παρελθόντος.
Τελευταία πράξη: ένα επίσημο γεύμα στο σικ ξενοδοχείο «Ακροπόλ Παλάς» της οδού Πατησίων το μεσημέρι της Δευτέρας 14 Αυγούστου 1939. Η Λουλού έφαγε, ήπιε (προφανώς με μέτρο) και «απένειμεν ευαρεσκείας εις όλους τους οπωσδήποτε βοηθήσαντας». Στελέχη της ΕΟΝ απηύθυναν χαιρετισμούς, οι δε συντελεστές, ερασιτέχνες και επαγγελματίες, παρέστησαν άπαντες συγχαίροντες εαυτούς και αλλήλους.
Δεν ήταν φασίστες, ήταν λυγαριές
Αριστερά: «Ενα καινούργιο φυσικό θερινό θέατρο» προαναγγέλλει η εβδομαδιαία εφημερίδα «Παρασκήνιο» στις 29 Ιουλίου 1939 Δεξιά: Η φοιτητική ταυτότητα του Τάκη Μουζενίδη με την κόκκινη σφραγίδα του Πανεπιστημίου του Αμβούργου. 1936-37
Ο ρομαντισμός του Φον Κλάιστ εξυπηρέτησε τον μεγαλοϊδεατισμό του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού» με τη συνδρομή στελεχών του Εθνικού Θεάτρου. Ηταν όμως συνειδητοί φασίστες άνθρωποι σαν τον Μουζενίδη, τον Κλώνη, τον Φωκά, τον Καζάσογλου; Ηταν Μανιαδάκηδες και Κοτζιάδες; Ασφαλώς όχι. Λυγαριές ήταν, που έγερναν ανάλογα με τις ριπές των ανέμων της Ιστορίας. Οι άνθρωποι αυτοί έβαζαν την τέχνη τους πιο πάνω από την πολιτική. Η περίπτωση του Τάκη Μουζενίδη (1911-1981) είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική. Γεννημένος στην Τραπεζούντα από οικογένεια τραπεζιτών και εμπόρων, ξεριζωμένος, μεγαλωμένος στη Θεσσαλονίκη, πρωταθλητής της επιβίωσης.
Μαθητής ακόμα το 1927, συμμετείχε περιδεής στις Δελφικές Γιορτές των Σικελιανών. Φοιτητής Νομικής στην Αθήνα το 1932, νεοφώτιστος κομμουνιστής 21 ετών, δημοσιεύει στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι» άρθρο με τίτλο «Για ένα Εργατικό Θέατρο» και υπογράφει με το ψευδώνυμο Τάκης Κλαδευτής. Υπότροφος του Πόντιου μεγαλέμπορου της Γερμανίας Ομηρου Πιζάνη το 1936 σπουδάζει θέατρο στο Αμβούργο και στο Βερολίνο, εκφράζοντας τον θαυμασμό του για την κρατική γερμανική σκηνή, ενώ οι ναζί κυριαρχούν σε κάθε πλευρά του δημόσιου βίου. Ο Μπαστιάς (άλλος αριστερός στα νιάτα του…) τον προσλαμβάνει στο Βασιλικό Θέατρο το 1938 ως νέο αστέρι της σκηνοθεσίας. Ακολουθούν ιστορικές παραστάσεις, όπως η «Αντιγόνη» με την Ελένη Παπαδάκη στο Ηρώδειο το 1940, και στην Κατοχή ο Μουζενίδης απολύεται ως πρωτοστατήσας σε θαρραλέες κινητοποιήσεις για την αποπομπή του δωσίλογου διευθυντή του Εθνικού, το όνομα του οποίου δεν αξίζει να μνημονεύσουμε.
Το τιμόνι στρίβει μια αριστερά, μια δεξιά. Σκηνοθετεί και τις περίφημες, πολυπρόσωπες και με τεράστια υπαίθρια σκηνικά παραστάσεις του «Λαϊκού Θεάτρου» στο Πεδίον του Αρεως (ο Μάνος Κατράκης τη μια «Αγαπητικός της βοσκοπούλας», την άλλη «Καραϊσκάκης», λαϊκό πανηγύρι με 2.000 θεατές κάθε βράδυ), σκηνοθετεί και τις μουσικο-θεαματικές παραστάσεις «Ελληνικό Πανηγύρι» της Φρειδερίκης στο Καλλιμάρμαρο, με τσάμικα, στρατιωτικές μπάντες, δεκάρικους από υπουργούς και καραβανάδες, και τα έσοδα να ενισχύουν την ΚΕΠΑΑΚ – ήτοι την Κεντρική Επιτροπή Προς Αποκατάστασιν Απόρων Κορασίδων.
Σταθερή γραμμή πλεύσης του Μουζενίδη, ο οποίος συνδέθηκε (και μεταπολεμικά) με το Εθνικό Θέατρο όσο λίγοι, ήταν η μελέτη σε βάθος και η αναπαράσταση του αρχαίου δράματος. Σε θεατρολογικά fora, σε εκλαϊκευτικά άρθρα, σε workshops και παραστάσεις από την Επίδαυρο έως την Αμερική και την Ιαπωνία, έκανε καλή δουλειά.
Από τον Δοξιάδη στη Συνοδινού και από τον Βολανάκη στη Μελίνα
Η ιδέα να γίνουν τα λατομεία θέατρα δεν είναι εγχώρια. Στις 16 Ιουνίου 1927, για παράδειγμα, περισσότεροι από 3.000 Βρετανοί φιλόμουσοι παρακολούθησαν συναυλία της τοπικής Ανδρικής Χορωδίας «Ορφέας» σε εγκαταλελειμμένο νταμάρι του Graves Park, στο Σέφιλντ. Τετρακόσιοι «επίσημοι» σε καθίσματα, οι άλλοι όρθιοι. Παρά τον ενθουσιασμό που επικράτησε, καθώς σύντομα χορωδοί και θεατές έγιναν ένα, ο χώρος τελικά εγκαταλείφθηκε το 1937 γιατί οι τοπικές αρχές νικήθηκαν από έναν σπιθαμιαίο εχθρό: τις σκνίπες. Για δέκα καλοκαίρια τα σμήνη των εντόμων έκαναν τον βίο των Αγγλων θεατών αβίωτο, παρά τους ψεκασμούς.
Αλλά και στη ναζιστική Γερμανία, τα Τάγματα Εργασίας ξεκίνησαν το 1934 να μετατρέπουν ένα παλιό αλατωρυχείο σε υπαίθριο θέατρο, το σημερινό Στάδιο Κάλκμπεργκ βόρεια του Αμβούργου. Το εγκαινίασε ο Γκέμπελς στις 10 Οκτωβρίου 1937 εκφράζοντας την ευχή «να γίνει ένας πολιτικός ναός του εθνικοσοσιαλισμού». Ευτυχώς διαψεύστηκε. Από το 1952 έως σήμερα στο Κάλκμπεργκ διεξάγεται ένα από τα δημοφιλέστερα θεατρικά φεστιβάλ της Γερμανίας.
Η ιδέα εισήχθη στην Ελλάδα από τον πολεοδόμο και επιχειρηματία Κωνσταντίνο Δοξιάδη, πολύ πριν απλώσει τη δράση του στις πέντε ηπείρους. Στα 24 του χρόνια, ως μηχανικός της Πολεοδομικής Υπηρεσίας της μεταξικής Διοικήσεως Πρωτευούσης, ο Δοξιάδης σχεδίασε το 1938 υπαίθριο θέατρο 8.000 θέσεων σε τεχνητό κοίλο λατομείου στα Ανω Πετράλωνα για να δίνει παραστάσεις τα καλοκαίρια το Βασιλικό Θέατρο. Το φαραωνικό project ματαίωσε ο ίδιος ο Μεταξάς, όχι μόνο γιατί δεν υπήρχαν λεφτά, αλλά και γιατί με τους πρώτους εκβραχισμούς τα σαΐνια του καθεστώτος ανατίναξαν (και) αρχαία ερείπια, τάφους, ακόμη και φτωχόσπιτα κάποιων φουκαράδων. Εμεινε όμως αιωρούμενη –εδώ είμαστε– η πρόταση του Δοξιάδη να γίνουν τα νταμάρια θέατρα, γιατί πίστευε ότι τα αρχαία θέατρα είναι μνημεία που δεν πρέπει να φθείρονται, υλικά και συμβολικά, από σύγχρονες χρήσεις.
Κι αν μετά τον πόλεμο η πρωτιά ανήκει δικαιωματικά στη Συνοδινού, τα θέατρα-πρώην νταμάρια όπως τα ξέρουμε σήμερα έγιναν πράξη στη δεκαετία του ’80. Ο οραματιστής σκηνοθέτης Μίνως Βολανάκης μαζί με τον ηθοποιό Γιάννη Βόγλη ίδρυσαν την εταιρεία «Γιορτές των Βράχων» και με την υποστήριξη της υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη δρομολόγησαν την αλλαγή χρήσης. Εκαναν εκδηλώσεις στο «Νταμάρι Μεταμόρφωση του Βύρωνα – πρώην λατομείο Εργάνη», στο «Νταμάρι της Πετρούπολης» και στον «Κοκκινόβραχο Νίκαιας». Πέτυχαν διάνα, τρία στα τρία. Είναι αντίστοιχα το σημερινό Θέατρο Βράχων, το Θέατρο Πέτρας και το Κατράκειο.
Κατά ιδανικό τρόπο, με ρεσιτάλ των Χατζιδάκι-Σακκά, ξεκίνησαν οι «Γιορτές των βράχων» το καλοκαίρι του 1980. Και η συνήθης νεοελληνική υπερβολή: «Ο Μίνως Βολανάκης έχει σκοπό να ενεργοποιήσει στον μέγιστο δυνατό βαθμό τους χώρους άλλων έξι νταμαριών από τα 38 που υπάρχουν συνολικά στην πρωτεύουσα». (εφημερίδα «Μεσημβρινή», 8 Αυγούστου 1980)
Ξανά στον λόφο τον Αύγουστο του 1940
Τέσσερα 24ωρα πριν από τον τορπιλισμό της «Ελλης» από τους Ιταλούς το καθεστώς του Εθνικού Κυβερνήτη εόρτασε ξανά στον Λυκαβηττό, ξανά με δωρεάν θεατρική παράσταση, την τέταρτη επέτειο από την κατάληψη της εξουσίας. Στο «Φυσικό Θέατρο της ΕΟΝ» όπως τα αποκάλεσαν πρόθυμοι γραφιάδες της εποχής, η μεταξική νεολαία και το Βασιλικό Θέατρο ανέβασαν την Κυριακή 11 Αυγούστου 1940 το έργο «Η ιερή φλόγα» του Δημήτρη Μπόγρη, ηθογράφου με πιο γνωστό έργο «Τα αρραβωνιάσματα». Γύρω από έναν βωμό όπου «έκαιγε» τεχνητή φλόγα από άσπρα και κόκκινα σατέν που φωτίζονταν εσωτερικά και κυμάτιζαν με… ανεμιστήρα, νέοι και νέες αναπαρέστησαν μαραθωνομάχους, Μακεδόνες του Μεγαλέξανδρου, Βυζαντινούς να κατατροπώνουν Αγαρηνούς, το «κρυφό σχολειό» και τους επαναστάτες του 1821 και, φυσικά, τις ευτυχισμένες μάζες της Νέας Ελλάδας. Σκηνοθέτης αυτού του ύστατου τεταρταυγουστιανού παραληρήματος ήταν ο τότε 29χρονος ηθοποιός Θάνος Κωτσόπουλος. Λίγα χρόνια αργότερα, στην Κατοχή, ο Κωτσόπουλος συμμετείχε στο αντιστασιακό ΕΑΜ.
▬▬▬▬▬▬▬
Πηγές:
● Αρχείο Τάκη και Αγνής Μουζενίδη στο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ. Θερμές ευχαριστίες στη θεατρολόγο δρα Κωνσταντίνα Σταματογιαννάκη, υπεύθυνη Τμήματος Παραστατικών Τεχνών του ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ
● Αρχείο εφημερίδων και περιοδικών στη Βιβλιοθήκη της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης (ΓΓΕΕ)
● Γλυκερία Κουκουρίκου «Ελληνικό Θέατρο και Ιστορία. Από την Κατοχή στον Εμφύλιο» - διδακτορική διατριβή ΑΠΘ 2001
● Δήμητρα Καγκελάρη «Ελληνική Σκηνή και Θέατρο της Ιστορίας 1936-1944» - διδακτορική διατριβή ΑΠΘ 2003
● Παναγιώτης Μιχαλόπουλος «Το Εθνικό Θέατρο 1940-1950» - διδακτορική διατριβή ΕΚΠΑ 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου