Μια από τις κατηγορίες προς την ΕΣΣΔ, ιδίως κατά τις τελευταίες δεκαετίες της ύπαρξής της, είχε να κάνει όχι μόνο με την προπαγάνδα της για τα οικονομικά της επιτεύγματα (αυτό συμβαίνει παντού) αλλά με το ότι την πίστευε και το ίδιο το κατεστημένο της. Χωρίς να θέλουμε να μπούμε σε αυτήν τη συζήτηση περί της ΕΣΣΔ και χωρίς να προχωρούμε στην παράθεση των σχετικών ανεκδότων να επισημάνουμε ότι η ιστορία μοιάζει (και εν προκειμένω) να διαθέτει μια αίσθηση ειρωνείας.
Η παράθεση των οικονομικών στοιχείων των ΗΠΑ βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την ολοένα αυξανόμενη δυσφορία των πολιτών έναντι του προέδρου Μπάιντεν. Για μια σειρά οικονομολόγων (βλ. Κρούγκμαν) που αποτέλεσαν τα τοτέμ των εγχώριων «προοδευτικών» (ο όρος μπαίνει σε εισαγωγικά καθώς δυσκολευόμαστε πολύ πλέον να τον ορίσουμε σε περιβάλλον προτεκτοράτου) η εξήγηση είναι απλή: πάνω-κάτω, οι πολίτες κάνουν λάθος. Δεν ανήκουμε σε εκείνους που θεωρούν το λαό ή μέρος του πάντοτε αλάνθαστο, ωστόσο θα αποπειραθούμε να δούμε αν υπάρχει και κάτι άλλο ικανό να εξηγήσει τη δυσφορία των Αμερικανών για την οικονομική τους κατάσταση. Παρεμπιπτόντως μιλούμε για τη δυσφορία των αδιαμφισβήτητα τυχερών του δυτικού κόσμου, διότι αν πάμε στην Ε.Ε. των κυρώσεων, τα πράγματα είναι πολύ πιο ευεξήγητα.
Να ξεκινήσουμε από κάτι θεμελιώδες, το οποίο μας διαφεύγει. Η θρησκεία των πολλών τελευταίων δεκαετιών είναι αυτή των ειδικών και «ειδικών». Έχουμε αναλύσει και σε άλλα άρθρα γιατί το σύστημα εξουσίας εδράζεται σε αυτή τη νέα «θρησκεία» και ο λόγος (χονδρικώς) είναι ότι όταν οι ειδικοί καθίστανται αδιαμφισβήτητοι ερμηνευτές των κοινωνικών (και όχι μόνο) φαινομένων και νομιμοποιητικοί παράγοντες κάθε πολιτικής απόφασης, το κοινωνικό στοιχείο στην πολιτική διαδικασία περιορίζεται έως και καταργείται. Κοινώς η γενική βούληση, ο λαός, το έθνος και τόσοι άλλοι παράγοντες διακινδύνευσης του συστήματος εξουσίας απαξιώνονται, εξορίζονται και σταδιακώς καταστέλλονται. Το κλειδί της ιδεολογικής νομιμοποίησης αυτής της διαδικασίας σε μαζική κλίμακα συνίσταται στο ότι η λήψη αποφάσεων σε τόσο μεγάλη κλίμακα με τόσο μεγάλη ροή πληροφοριών δεν μπορεί παρά να γίνεται από τους ειδικούς (οι οποίοι συχνά αποδεικνύονται «ειδικοί») γιατί οι πολλοί είναι αδαείς. Παρεμπιπτόντως, η ίδια συλλογιστική στρώνει το δρόμο στη σταδιακή επιβολή της τεχνητής νοημοσύνης στο κέντρο της πολιτικής διαδικασίας αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία. Κοινώς πρόκειται για την εγκατάσταση ενός ιερατείου στη θέση του λαού. Αν δε, η πραγματικότητα που βιώνει ο λαός δε συμβαδίζει με τα πορίσματα των ειδικών, τόσο το χειρότερο για το λαό.
Οι ειδικοί λοιπόν αναλύουν και αποφασίζουν με τη βοήθεια (ακόμα) της τεχνητής νοημοσύνης πάνω στη βάση ενός καταιγισμού πληροφοριών και δεδομένων. Ουσιαστικώς, τόσο στο δημόσιο τομέα, όσο και στον ιδιωτικό τομέα έχουμε γιγαντιαίους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και δαιδαλώδεις διαδικασίες συλλογής και ταξινόμησης πληροφοριών, στο πλαίσιο των οποίων, μικρά λάθη ή προβληματικές επιλογές μπορούν να οδηγήσουν σε καταστροφικά ή και απολύτως χειραγωγημένα συμπεράσματα. Αν σε αυτά τα δομικά προβλήματα προσθέσουμε το ηθικό και γνωσιακό πρόβλημα των «ελίτ» των κοινωνιών μας, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος του προβλήματος. Το πρόβλημα όμως γίνεται ακόμα μεγαλύτερο διότι αποκρύβεται πίσω από το κύρος των ειδικών. Ενώ δηλαδή οι μηχανισμοί διακυβέρνησης (για να χρησιμοποιήσουμε έναν επιστημονικώς αποδεκτό όρο) είναι δομικώς προβληματικοί, η «αυθεντία» των ειδικών αποκρύβει το πρόβλημα. Η δε, έλλειψη παρουσίας του κοινωνικού στο πολιτικό επιτρέπει τη βολική (μέχρι ενός σημείου τουλάχιστον) τύφλωση των «από πάνω», ενώ (επίσης μέχρι ενός σημείου τουλάχιστον) αποπροσανατολίζει τους «από κάτω». Κάπως έτσι, το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο και στις ΗΠΑ (αλλά όχι μόνο στις ΗΠΑ) δεν μπορεί να καταλάβει γιατί δεν αρέσει στους πολίτες του, η οικονομική του πολιτική και ακόμα χειρότερα να δει ότι μακροπρόθεσμα αποτυγχάνει.
Ο πληθωρισμός ως μέγεθος συμπυκνώνει διόλου τυχαία τα παραπάνω προβλήματα, χωρίς να είναι το μοναδικό. Οι λόγοι είναι πολλοί αλλά ας μείνουμε σε τρεις.
Ο πρώτος είναι ότι σε αντίθεση με την «κοινή σοφία» των ειδικών, ο πληθωρισμός αντικειμενικώς δεν είναι ίδιος για όλους. Ας πούμε για παράδειγμα ότι ο πληθωρισμός σε ένα καλάθι τροφίμων «τρέχει» με 10% σε ετήσια βάση. Για κάποιον ο οποίος ξοδεύει το 20% του εισοδήματός του σε τρόφιμα, σε σχέση με εκείνον που επειδή είναι πλουσιότερος ξοδεύει το 10%, ο πληθωρισμός είναι αντικειμενικώς πολύ μεγαλύτερος. Άρα το ανακοινωμένο μέγεθος του πληθωρισμού σε εθνική κλίμακα εν πολλοίς είναι μια «οφθαλμαπάτη».
Ο δεύτερος λόγος που σχετίζεται με τον πρώτο συνίσταται στο ότι ο πληθωρισμός ως μέγεθος προκύπτει από ένα συνδυασμό προϊόντων εξαιρετικώς ετερόκλητων μεταξύ τους καθώς περιλαμβάνουν από απολύτως αναγκαία προϊόντα (πχ. Τρόφιμα) έως εκείνα τα οποία για τους περισσοτέρους αποτελούν αγαθά πολυτελείας. Αν τα πρώτα ανεβαίνουν και τα δεύτερα πέφτουν μπορεί ο πληθωρισμός να φαίνεται ότι περιορίζεται κατά κάποιο τρόπο, ωστόσο στην πραγματικότητα για τη μεγάλη πλειοψηφία αυξάνεται αλματωδώς.
Τρίτον, οι μεταβολές στο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) έχουν σχετική σημασία: όταν ο ΔΤΚ πέφτει οι τιμές πέφτουν σε σχέση με ένα μήνα ή ένα χρόνο πριν αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είναι χαμηλές ως προς το διαθέσιμο εισόδημα και μάλιστα της μεγάλης πλειοψηφίας.
Πιο συγκεκριμένα, στις ΗΠΑ (και όχι μόνο), ήδη από το 2021, οι τιμές εκτοξεύθηκαν, με τον ΔΤΚ να φτάνει έως και το 9% το 2022 και να περιορίζεται στο 3,7% προσφάτως. Αυτός ο περιορισμός δε σημαίνει ούτε ότι οι τιμές είναι χαμηλές, ούτε ότι δεν αυξάνονται αλλά ότι ο ρυθμός αύξησής τους είναι χαμηλότερος από ό,τι τον προηγούμενο χρόνο. Κοινώς, οι τιμές εξακολουθούν να ανεβαίνουν, χωρίς καμία προοπτική μείωσής τους στο εγγύς μέλλον. Το αντίθετο: τα μελλούμενα φαίνονται εξόχως προβληματικά.
Η συρρίκνωση του ρυθμού αύξησης του ΔΤΚ οφείλεται εν πολλοίς στην πτώση των τιμών της ενέργειας στις ΗΠΑ. Εξ ου και το μένος Μπάιντεν κατά του διαδόχου του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας για τη συμφωνία του στον ΟΠΕΚ+ με τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Η πτώση των τελευταίων ετών από τα υψηλά του πετρελαίου, η οποία έφτασε σχεδόν στο 50% από την κορύφωσή τους, έχει σταματήσει και το κυριότερο οφείλεται εν πολλοίς (πέρα από την ανατίμηση του δολαρίου) στη χρήση των στρατηγικών αποθεμάτων των ΗΠΑ. Τα αποθέματα όμως πλέον βρίσκονται σε χαμηλό 40 ετών (πράγμα που ενδεικτικώς σημαίνει ότι επαρκούν για περίπου 20 ημέρες λειτουργίας της οικονομίας των ΗΠΑ). Επομένως η χρήση τους πρέπει να σταματήσει, ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία η τιμή του πετρελαίου έχει αυξηθεί κατά 37% από τα πρόσφατα χαμηλά της. Στις ΗΠΑ φυσικά, σε αντίθεση με την Ελλάδα που η άνοδος στο βενζινάδικο φαίνεται πριν ακόμα ξεκινήσει στις διεθνείς αγορές, οι συνέπειες παραμένουν συγκρατημένες. Ωστόσο αν δεν αλλάξει κάτι εντυπωσιακώς, θα χτυπήσουν και την οικονομία των ΗΠΑ.
Μια βεβιασμένη μάλιστα απόπειρα των ΗΠΑ να ξαναγεμίσουν τα στρατηγικά αποθέματά τους, θα πιέσειπεραιτέρω ανοδικώς τις παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου. Κοινώς οι ΗΠΑ περνούν σε θέση αδυναμίας ως προς τη δυνατότητά του να χειραγωγούν τις τιμές του πετρελαίου και άρα της ενέργειας, συνθήκη διόλου ευχάριστη για κάθε πρόεδρο των ΗΠΑ. Το πρόβλημα είναι και εσωτερικό για τον Μπάιντεν (νέα άνοδος του ρυθμού αύξησης πληθωρισμού ενόψει) και διεθνές (αδυναμία των ΗΠΑ να χειραγωγήσουν τις τιμές του πετρελαίου εις βάρος της Ρωσίας).
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα που λανθάνει της προσοχής μας. Όπως έχουμε γράψει από καιρό, το οικονομικό κατεστημένο αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό που προκάλεσε η ενέργεια και η πλεονεξία των ολιγοπωλίων, με αύξηση των επιτοκίων. Τι σημαίνει αυτό; Ότι οι πολίτες πληρώνουμε ακριβότερες δόσεις δανείων. Στις ΗΠΑ, έχουν αυξήσει τα επιτόκια πιστωτικών καρτών, τα επιτόκια στεγαστικών δανείων, τη χρηματοδότηση αυτοκινήτων και το κόστος δανεισμού εταιρειών και του δημοσίου τομέα, όπως συνολικώς στη Δύση (και όχι μόνο). Σημαίνουν όλα αυτά ότι ακριβαίνει το κόστος ζωής; Προφανώς ναι. Περιλαμβάνονται όμως στον υπολογισμό του πληθωρισμού; Όχι. Με άλλα λόγια, στις ΗΠΑ το κόστος του χρήματος δεν περιλαμβάνεται στονοικονομικό δείκτηο οποίος μετράει την αξία του χρήματος. Έτσι, ενώ μια σειρά αγαθών περιέχονται στον υπολογισμό του πληθωρισμού, η άνοδος του ποσού που δανείζονται τα νοικοκυριά για να τα αγοράσουν παραμένει αδιάφορη στατιστικώς.
Στις ΗΠΑ λοιπόν συμβαίνει το εξής πολύ διδακτικό: ενώ τα νέα αυτοκίνητα τιμολογούνται φθηνότερα, η μέση μηνιαία πληρωμή για αγορά αυτοκινήτου έχει αυξηθεί από το 2ο τρίμηνο του 2022, στο 2ο τρίμηνο του 2023, κατά 8%. Οι τιμές και φαινομενικώς ο πληθωρισμός πέφτουν αλλά το κόστος διαβίωσης και επομένως ο πραγματικός πληθωρισμός ανεβαίνει. Γιατί; Επειδή το μέσο επιτόκιο για ένα νέο αυτοκίνητο εκτινάχθηκε στο 6,63% το δεύτερο τρίμηνο του 2023, από 4,60% το 2ο τρίμηνο του 2022 και 4,17% το δεύτερο τρίμηνο του 2021. Αντιστοίχως, σε ό,τι αφορά τη στέγαση, η πληρωμή των ενυπόθηκων δανείων αυξήθηκε κατά 20% σε ετήσια βάση. Στις ΗΠΑ ο πληθωρισμός δεν υπολογίζεται βάσει των τόκων των δανείων αλλά με βάση το εκτιμώμενο ενοίκιο που θα πλήρωναν οι καταναλωτές αν δεν είχαν αγοράσει το συγκεκριμένο σπίτι. Λέγεται και θεσμικό μαγείρεμα των μεγεθών.
Με άλλα λόγια: οι ειδικοί, στην υπηρεσία του οικονομικού και πολιτικού συστήματος εξουσίας, «ειδικώς» μαγειρεύουν τα νούμερα. Μόνο που στην πραγματικότητα, οι ήδη υψηλές τιμές συνεχίζουν να αυξάνονται, η ενέργεια επίσης, το κόστος του χρήματος και αυτό. Ποιοι θα πληρώσουν τελικώς; Οι πολίτες- καταναλωτές κατά βάση από τα μεσαία και χαμηλότερα στρώματα. Μέσα μάλιστα σε συνθήκες ολιγοπωλιακής συγκρότησης της αγοράς θα πληρώσουν ακόμα ακριβότερα το μάρμαρο.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου το είχε θέσει ως ευημερία των αριθμών αλλά όχι των ανθρώπων. Σύντομα ίσως να μην υπάρχει ευημερία ούτε και των αριθμών. Και αν τα παραπάνω συμβαίνουν στις ΗΠΑ ας αναλογιστούμε τι έρχεται στην Ε.Ε. και στην Ελλάδα.
ΦΩΤ: «Bidenomics»: Η οικονομική πολιτική Μπάιντεν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου