Παντελής Μπουκάλας
Σαν ανάχωμα τα έβλεπαν όλοι οι άνθρωποι της δουλειάς και σαν το τελευταίο τους οχυρό, που ήθελαν να ελπίζουν ότι θα κρατούσε όταν θα είχαν πέσει όλα τα υπόλοιπα: τον κατώτατο μισθό και το κατώτατο μεροκάματο. Τα προστάτευε και τα δύο, έτσι πίστευαν, ασπίδα άτρωτη, το Σύνταγμα. Δεν ήταν το μέγεθός τους εκείνο που δημιουργούσε μια κάποια αίσθηση ασφάλειας, όσο το γεγονός ότι απέρρεαν από την εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας, που ακόμα κι όταν δεν τηρείται επακριβώς, όπως ήδη συνέβαινε ευρύτατα και με κάθε πρόσχημα, σε κάνει να νιώθεις πως είσαι μέρος ενός ισχυρού και στοιχειωδώς προστατευμένου όλου που, εν πάση περιπτώσει, μπορεί να αμυνθεί, μια κουκκίδα που βρίσκει νόημα μέσα στο εμείς, και όχι μια άσημη μονάδα, ανυπεράσπιστη στην αγριότητα της αγοράς, δίχως ρίζες και συνάφεια.
Μόνο που οι υπουργοί μας, από τρόμο, αδαημοσύνη ή αβουλία, χρειάστηκαν μια ολόκληρη μέρα για να θυμηθούν το Σύνταγμα· για να θυμηθούν δηλαδή και να πουν στους μέχρις απληστίας απαιτητικούς τροϊκανούς ότι τα πράγματα αυτά τα ρυθμίζει κουτσά-στραβά το Σύνταγμα της ελληνικής πολιτείας και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση ή ροκάνισμα. Και μπορεί η Ελλάδα να έχασε ένα κομμάτι της κυριαρχίας της, και όχι μονάχα της δημοσιονομικής όπως διατείνεται ο πραγματιστής πρώτος αντιπρόεδρος της κυβερνήσεώς της, δεν έπαψε ωστόσο να είναι, τύποις, ανεξάρτητη. Και όταν πια ο πρωθυπουργός έβαλε μπροστά τη μηχανή των ηρωικών διακηρύξεων, που κανείς πια, εδώ και στο εξωτερικό, δεν της δίνει ιδιαίτερη σημασία, όταν άρχισε δηλαδή να λέει με υψωμένη τη φωνή ότι «εμείς δεν θα γίνουμε Ινδία και Μπανγκλαντές», εμείς που υποτίθεται ότι θα γινόμασταν πότε Σουηδία, πότε Δανία και πότε Φινλανδία, το ξήλωμα είχε ήδη ξεκινήσει. Γιατί όλα τα πράγματα ξηλώνονται πρώτα σε συμβολικό επίπεδο (ή «κουρεύονται», για να μιλήσουμε με την τρέχουσα ορολογία). Και, ως ταμπού, ως όριο, η εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας δεν υπάρχει πια. Πιθανόν ούτε και το Σύνταγμα που την προέβλεπε και την προστάτευε. Κι ας τον θυμούνται τον καταστατικό μας χάρτη όποτε είναι να μας θυμίσουν τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντά μας.
Εφτακόσια πενήντα ευρώ ο κατώτατος μισθός και τριάντα τέσσερα το ημερομίσθιο. Μείον οι κρατήσεις βέβαια, που φέρνουν το μεροκάματο στο τριαντάρικο. Τριάντα επί τριακόσια σαράντα, για να επιστρέψουμε στον κόσμο της δραχμής που ποτέ δεν έφυγε από μια ακρίτσα του μυαλού μας, μας κάνει ένα δεκαχίλιαρο και κάτι ψιλά ημερησίως. Πολλά λεφτά δηλαδή, σε δραχμές πάντοτε, αν θυμηθούμε την εποχή που οι τοίχοι της Αθήνας φιλοξενούσαν συνθήματα που απαιτούσαν να γίνει «Χιλιάρικο το κατώτερο» μεροκάματο. Πολλά λεφτά, αν παραβλέψουμε το γεγονός ότι στα χέρια μας, και στην αγορά εν γένει, το ευρώ των 340,75 δραχμών έφτασε να μετράει σαν παλιό κατοστάρικο, αν όχι και λιγότερο. Ή μάλλον, δεν έφτασε με τον καιρό σ' αυτή την αναλογία, αλλά την είχε σχεδόν εξαρχής, αφού με το καινούργιο νόμισμα χάσαμε την υλική αίσθηση του χρήματος, τη γνώση της άμεσης αντιστοίχισής του με τα πράγματα· χάσαμε δηλαδή και όση αίσθηση και γνώση είχαν μείνει μέχρι τότε αλώβητες από το πλαστικό χρήμα που είχε εισβάλει στη ζωή μας εκμαυλιστικό, καθότι «τζάμπα».
Λοιπόν, επειδή τον «οικονομικό πατριωτισμό» δεν μπορούμε να τον περιμένουμε από πουθενά αλλού, ας πούμε από αυτούς που έστειλαν ήδη τα χρήματά τους στον σκληρό δρόμο της ξενιτιάς, τέρμα οι πολυτέλειες. Τέρμα ο συβαριτισμός και η «ζωή πέρα από τα όριά μας» για την οποία μάς καταγγέλλουν οι βλοσυροί ασκητές και ερημίτες από το φτωχικότατο γυάλινο κελί τους, από τις οχτώ το βράδυ κι ύστερα. Τέρμα οι υπερβολές, αν είναι ν' αντέξουμε μ' αυτά τα τριάντα ευρώ ημερησίως, άντε, και με τον κουμπαρά που μας έμεινε αμανάτι από τότε που γράφαμε εκθέσεις για την «ημέρα της αποταμίευσης», που πρέπει να αποβλήθηκε πια από το σχολικό εορτολόγιο, σαν άγιος που με νεότερες έρευνες αποδείχθηκε αγύρτης.
Η εφημερίδα πρώτα, ένα ευρώ τουλάχιστον, για να μην πούμε για τα γκαστρωμένα κυριακάτικα φύλλα, στα μισά από τα οποία πρόκειται για απλό ανεμογκάστρι. Υπάρχει και το Ιντερνετ, βρε αδερφέ, για την ενημέρωση. Υπάρχουν και τα κανάλια, που όχι μόνο μάς διαφωτίζουν, αλλά από πάνω καλύπτουν και τις ανάγκες μας για ψυχαγωγία και διασκέδαση· σπολλάτη τους μάλιστα που αποφάσισαν να φορτώσουν το πρόγραμμά τους με τουρκικά σίριαλ, βοηθώντας μας έτσι να επιστρέψουμε στη συναισθηματική μας προϊστορία αλλά σε περιβάλλον χλιδής, κακόγουστης μεν, αλλά, ως προς αυτό, ελληνικότατης.
Κομμένος ως εκ τούτου και ο κινηματογράφος. Και τα βιβλία, όργανα του σατανά είναι κι αυτά, αφού μια στο τόσο μπορεί να φέρουν την απόλαυση, και η απόλαυση είναι πράγμα κακό. Κομμένο και το θέατρο, αφού σε δύο - τρία χρόνια όλο και κάποιο κανάλι θα δείξει τις φετινές επιθεωρήσεις. Και από μουσική, τα λαθραία ντιβιντί κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους.Α, παρεμπιπτόντως, κομμένο και το ευρώ ή το πενηντάλεπτο που δίναμε στα φανάρια, σε παιδιά που έχουν ήδη γεράσει· γιατί άμα τα μετρήσεις αυτά τα καθημερινά έξοδα της κυκλοφορίας με θρησκευτική ευλάβεια και επιστημονική αυστηρότητα, όπως έκανε ο μέγας δραχμοφύλαξ Βέγγος-κύριος Μεϊντάνης, κι άμα προσθέσεις και τα φιλοδωρηματάκια για κάθε παραγγελία, πίτσα ή σουβλάκια, ένα μεροκάματο το μήνα φεύγει για να τα 'χουμε καλά με τον εαυτό μας, δηλαδή, όπως θα έλεγε ο κ. Ρεν ή ο κ. Σόιμπλε και κάθε άλλος του οικονομικού προτεσταντισμού, φεύγει «αντιπαραγωγικά».
Τέρμα λοιπόν και οι παραγγελίες. Θα πηγαίνουμε μόνοι μας να ψωνίζουμε. Σε πακέτο. Ωστε και το κουβέρ να γλιτώνουμε και το φιλοδώρημα. Και θα περπατάμε κιόλας. Και περπατώντας θα αποφεύγουμε το κάπνισμα, οικονομικώς ανεπίτρεπτο έτσι κι αλλιώς, μια απαράδεκτη πολυτέλεια. Τέρμα και το ταβερνάκι και το τσιπουράδικο, τα τραπεζάκια έξω γενικώς, του χρόνου πάλι, ή καλύτερα μετά το 2013 «που θα βγούμε από το τούνελ»· δεν είναι τώρα καιρός για τέτοιες σπατάλες και φιλοτομαρισμούς, άσε που μετά το τρίτο - τέταρτο ποτηράκι λύνεται η γλώσσα κι αρχίζει ξεθυμαίνοντας να πυροβολεί ανενδοίαστα τις κεφαλές του έθνους που τόσο μοχθούν για τη σωτηρία της φυλής. Τέρμα και τα φροντιστήρια και οι κατεπείγουσες εξετάσεις στα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα, με δικά μας έξοδα, κι ό,τι άλλο έδινε νόημα στα φαντάσματα «δωρεάν παιδεία» και «δωρεάν υγεία».
Ναι, το κούρεμα πρέπει να το αρχίσουμε εμείς, πριν μας το επιβάλουν, και να 'ναι βαθύ. Θα πεις, κόψε κόψε δεν απομένει παρά η ζωή της αμοιβάδας, η ζωή χωρίς τους άλλους, ή μάλλον η ζωή που μετράει τους άλλους σαν ανελέητους εχθρούς. Σωστά. Αλλά, πρώτον, πρέπει να πληρώσουμε για τις ασωτίες μας, όλοι το λένε, όλοι το απαιτούν, Ευρωπαίοι επίτροποι, Αμερικανοί νομπελίστες, οίκοι αξιολόγησης, Ελληνες υπουργοί και πάσης φύσεως νομενκλάτορες. Κι ύστερα κάπως πρέπει να εναρμονιστούμε με τη στολή του κοψοχέρη, που από εκλογές σε εκλογές έφτασαν πια να τη φοράνε εννιά στους δέκα Ελληνες.
---
από τη Stavrovelonia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου