του Λάκη Αποστολόπουλου
Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας και η σχέση της με την
ευρωπαϊκή Δύση απετέλεσε από ιδρύσεως του σύγχρονου ελληνικού κράτους το
κυρίαρχο και εν πολλοίς άλυτο θέμα που όρισε από το 1821 και ύστερα όλες τις
πνευματικές και πολιτικές προσπάθειες των Ελλήνων μέχρι το σημερινό αδιέξοδο.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό το κράτος της «Νέας Ελλάδας»- η οποία
καθώς δείχνουν τα πράγματα, είχε ελάχιστη σχέση με τον σύνολο πολιτισμό των
Ελλήνων- πορεύτηκε από την μία πλευρά ομογενοποιώντας κάτω από την πίστη της
ανατολικής χριστιανικής Εκκλησίας τα διάφορα φύλα που είχαν αγωνιστεί μαζί με
τους Έλληνες εναντίον των Τούρκων, και από την άλλη προσπαθώντας, με την βοήθεια
του ελληνισμού της διασποράς, να αφομοιώσει, όπως μπορούσε, τις πνευματικές
παραδόσεις, την πολιτική και την οικονομία των κυριοτέρων κρατών της Ευρώπης,
που είχαν βοηθήσει ποικιλοτρόπως στην απελευθέρωση αυτού του αρχαίου
λαού -ασήμαντου αριθμητικά- που θεωρούσαν ως πνευματική πηγή των Εθνών τους.
Φυσικά, η επαφή Ελλάδας και Ευρώπης δεν
περιορίζεται μόνο στο συγκυριακό διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ούτε
ειδικά στις αρχές του διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, που από τις
αρχές του 18ου αιώνα είχαν σαρώσει γενικά τους λαούς της Ευρώπης. Αντιθέτως,
έχει τις ρίζες της μακριά, σε πολύ παλαιότερες εποχές. Η επίδραση του πολιτισμού
των Ελλήνων επί των Ρωμαίων είναι γνωστή. Γνωστή επίσης, η επίδρασητων Ελλήνων
-μέσω Αλεξανδρείας- στην ανατολική και την δυτική χριστιανοσύνη, μη
εξαιρουμένης βεβαίως και της επίδρασης επί των Αράβων στοχαστών που διεκδικούν
με την σειρά τους, εάν όχι πρωτογενώς, την εξάπλωση της ελληνικής σκέψης στις
χώρες της Δύσης. ...
Αποτέλεσμα όλων αυτών -μετά τον 15ο αιώνα- υπήρξε η
δημιουργία της ευρωπαϊκής Αναγέννησης, που σηματοδοτούσε μέρα την μέρα -με τη
μερική ασφαλώς υιοθέτηση όψεων του πολιτισμού των Ελλήνων- το μείγμα εκείνο που
μαζί με την εβραϊκή θρησκεία και το ρωμαϊκό δίκαιο αποτέλεσαν τους τρεις πόρους
μέσα από τους οποίους πορεύτηκαν και πορεύονται όλα τα τευτονικά, φραγκικά,
κελτικά, ρομανικά, και γοτθικά φύλα, που, αποτελώντας, ας πούμε, την υλική βάση του
Δυτικού Κόσμου, μετεξελίχθηκαν με την πάροδο των αιώνων σε αυτό του σήμερα
ονομάζουμε «Ενωμένη Ευρώπη».
Έτσι, θα
λέγαμε πρωτίστως ότι η Ρώμη, η Ιερουσαλήμ και η Αθήνα αποτελούν τις
τρεις κεντρικές πόλεις (και συμβολικά τις αντίστοιχες πνευματικές παραδόσεις) από
τις οποίες κατάγεται ο Δυτικός Κόσμος και στις οποίες οφείλει να προστεθεί εκ
των πραγμάτων η Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα της παλαιάς Ανατολικής Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας, η οποία όχι μόνο -πριν από την οποιαδήποτε δυτική κοινωνία-
νομιμοποίησε πολιτικά τη συνύπαρξη αυτών των τριών παραδόσεων, αλλά ταυτόχρονα
υπήρξε η μεγάλη πρωτεύουσα των Ρωμαίων υπό την εβραϊκή τους μορφή, που αργότερα
θα κυριαρχήσει ως πρότυπο σε όλες τις κοινωνίες της Δύσης (το πρώτο μέρος της
Ρωμαϊκής κοινωνίας μέχρι τον 5ο μ.Χ αιώνα επηρεάστηκε ευθέως από τις ελληνικές
παραδόσεις).
Όντως η συνύπαρξη αυτών των τριών πόλεων υπήρξε
πρωτίστως το μεγάλο στήριγμα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τo ίδιο
μείγμα υπήρξε στη Δύση, από τον Καρλομάγνο και ύστερα, η ανώτερη μορφή
πνευματικού και πολιτικού μείγματος κάτι σαν μαγιά που χρησιμοποιήθηκε για την
δημιουργία εκείνων των λαών, Γερμανών, Γάλλων, Ιταλών, Άγγλων και Ισπανών που,
μέσα στον χρόνο και κυρίως μετά τον 15ο αιώνα, είχαν καθολική επιρροή στον
πλανήτη.
Ωστόσο, όποια κι αν ήταν η τραυματική ρήξη και το
μίσος μεταξύ ανατολικών και δυτικών χριστιανών -εξ αιτίας των σταυροφοριών του
Σχίσματος και τελικά της άλωσης της Βασιλεύουσας-, το τρίπτυχο Ρώμη-Ιερουσαλήμ-Αθήνα εξακολουθεί μες τους αιώνες να αποτελεί την κοινή πνευματική και
θρησκευτική παράδοση της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένου, φυσικά του Βυζαντίου, το
οποίο, παρότι διέσωσε τη Δύση από την προέλαση των Ασιατών, όμως
εξαφανίστηκε οικτρά από τον ιστορικό ορίζοντα και μεταμορφώθηκε σε μια άπιαστη
και αινιγματική πνευματική ιστορία και, σίγουρα για τους ανατολικούς
χριστιανούς, σε μια άπιαστη και υπερήφανη αυτοκρατορία του πόνου.
Παρ’ όλα ταύτα η ερμηνεία αυτού του τρίπτυχου ακόμη
και στις μέρες μας εξακολουθεί να ορίζει την ένταση και την ποιότητα αυτής της
παμπάλαιας ρήξης που ποτέ δεν υποχώρησε μες τους αιώνες, με τρόπο που να δίνει
μια ιδέα της μπερδεμένης φανατικής ψυχής του χριστιανού ανθρώπου στο σύνολο
του, ενώ την ίδια στιγμή αποτελεί την αιτία εμφάνισης -μετά τον 15ο αιώνα- του
Διαφωτιστή επιγόνου του.
Εν συντομία θα λέγαμε ότι, πέραν από τις
θρησκευτικές έριδες, ανάμεσα στις δυο εκκλησίες, τόσο ο ανατολικός όσο και ο
δυτικός χριστιανός δημιούργησαν τον τύπο του χριστιανού-διαφωτιστή ακόμη και
όταν ο «διαφωτιστής» της Ευρώπης δείχνει να είναι χρεωμένος -εξ’ αιτίας της
Αναγέννησης- στις ελληνικές ορθολογικές παραδόσεις.
Η επικράτηση αυτού του περίεργου δίδυμου στον
ευρωπαϊκό χώρο αποτελεί το πρότυπο και για τους ορθόδοξους χριστιανούς της
Ελλάδας, μολονότι στη χώρα «μας», εξ’ αιτίας του θρησκευτικού φανατισμού που
καλλιεργεί η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει επικρατήσει η πίστη ότι ο τύπος του
χριστιανού και ο τύπος του διαφωτιστή αποτελούν δύο αντίθετους πόλους, ακόμη κι
όταν τούτο το δίδυμο του χριστιανού-διαφωτιστή βρίσκεται μέσα στο μεδούλι της
κοινωνίας των νέων Ελλήνων.
Όπως επιβεβαίωνε άλλωστε με σαφή και αναντίρρητο τρόπο
ο Ζαμπέλιος μες τα γραφτά του, ο
ελληνικός λαός είχε αποφασίσει να υπάρχει από τη μία ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και
από την άλλη ο Ρήγας Φεραίος. Αυτές οι δύο μορφές (του χριστιανού και του
διαφωτιστή) έγιναν το ασύντριφτο δίδυμο του τρίτου άρθρου του «ελληνικού» Συντάγματος
και όρισαν μέχρι σήμερα τη συναλληλία στην εξουσία πολιτικών και μητροπολιτών
της ανατολικής Εκκλησίας, όπως και την
«ηθική» γύρω από την οποία συνωστίζονται, εδώ και δύο αιώνες, όλες οι υψηλές
ελίτ της ρωμιοσύνης: ο θεσμός της Δικαιοσύνης, οι επιχειρηματίες, τα πολιτικά
κόμματα, το κοινοβούλιο, το πανεπιστήμιο, τα ψυχοτεχνικά μέσα προπαγάνδας, οι
εκδότες, οι συγγραφείς οι καλλιτέχνες, ο
στρατός και κάθε άλλη «νόμιμη» μορφή εξουσίας.
Πέραν όμως, από όλες αυτές τις ιδιομορφίες της
ελληνικής κοινωνίας (που αποτελεί μικρογραφία του Βυζαντίου), είναι σαφές ότι,
μετά τον διαμελισμό του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα, ο Δυτικός Κόσμος τους τελευταίους
5 αιώνες επικράτησε, είτε πολιτικά είτε δια των όπλων σε ένα μεγάλο γεωγραφικό
φάσμα, που περιελάμβανε περίπου και τις πέντε ηπείρους. Ταυτόχρονα όμως και
παράλληλα σε αυτή την θεαματική εκρηκτικότητα, ήδη από τον 13ο αιώνα στις
μικρές ιταλικές πόλεις είχε σημάνει η ώρα της Αναγέννησης, δηλαδή μιας στροφής της
Ευρώπης προς την πλευρά των Ελλήνων, μιας Ευρώπης όμως που δεν είχε πάψει ποτέ
να είναι χριστιανική.
Εύκολα όμως, μπορούσε να διακρίνει κανείς ότι πάνω στα
στρώματα των πρωτοχριστιανικών χρόνων, των γνωστικών, των νεοπλατωνικών και της
μεσαιωνικής θεολογίας, συσσωρεύτηκαν πολύμορφες δράσεις που δεν άργησαν να
σφυρηλατήσουν αυτό που σήμερα ονομάζουμε δυτικό πολιτισμό. Ο μαξιμαλισμός στην
παραγωγή των αγαθών, στο χρήμα, στο διεθνές εμπόριο, οι ανακαλύψεις νέων
ηπείρων, η ανάδειξη νέων γλωσσών, η
ταχεία ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνικής κέρδιζαν το προσκήνιο, και όλο
το παλαιό μεσαιωνικό σκηνικό αναδιαμορφώθηκε.
Έτσι ανεξάρτητα από τον ρόλο που έπαιξε η αριστοτελική
φιλοσοφία στις θεολογίες του Μεσαίωνα, οι Γερμανοί, οι Άγγλοι, οι Γάλλοι
εστράφησαν προς την συνολική μελέτη της ελληνικής φιλοσοφίας: Οι Γερμανοί στράφηκαν
προς την πλευρά των προσωκρατικών και του Πλάτωνα, οι Άγγλοι προς την πλευρά του
Ομήρου και των σοφιστών, οι Γάλλοι προς τους σκεπτικούς και του τραγικούς
ποιητές. Ενώ όλες οι μορφές των ελληνικών τεχνών και των μύθων κατέλαβαν,
φυσικά, κάθε προσκήνιο της ευρωπαϊκής καλλιέργειας.
Τα μόνο σημεία όπου η Ευρώπη ακολούθησε την δική
της πορεία είναι τα ήθη και η πολιτική. Όντως δανείστηκαν τα πάντα από τους
Έλληνες, αλλά ποτέ την πολιτική της Ελλάδας… Είναι εμφανές ότι το πολίτευμα της
δημοκρατίας αποτελεί μια πρόσφατη, μετά τον 18 αιώνα, ανακάλυψη της Ευρώπης, που
μέχρι εκείνη την ώρα την κυβερνούσαν δεσποτικές μοναρχίες.!
Σιγά-σιγά όμως, αυτή η κερδοφόρα εκρηκτική και
αιματηρή επεκτατικότητα των ευρωπαϊκών (εθνικών) αυτοκρατοριών σε βάρος των
ξένων λαών του πλανήτη παρουσίασε τα πρώτα σημάδια μιας βαθιάς παραμόρφωσης
που, απ’ ότι φαίνεται, οφείλεται όχι μόνο στο ότι οι κατακτημένοι λαοί,
ξεπερνώντας σιγά-σιγά τον τρόμο τους, εξεγέρθηκαν εναντίον των κατακτητών της
Ευρώπης, αλλά και σε κάποιου είδους συγγένεια που διατήρησαν πάντα οι δυτικές
κοινωνίες με την θεοκρατική και ολοκληρωτική λογική της μεσαιωνικής εποχής.
Όντως με γεωμετρική ανάπτυξη πέντε αιώνες από την
ανακάλυψη της Αμερικής, οι ευρωπαϊκοί λαοί στον 20 αι. παρουσίασαν τα σημάδια
μιας αταξινόμητης παράκρουσης διότι
βλέπουμε τους καθολικούς χριστιανούς της Ιταλίας να γεννούν τον φασισμό, τους χριστιανούς προτεστάντες
της Γερμανίας (και τους καθολικούς Φράγκους της Γαλλίας) να γεννούν τον ναζισμό, τους ορθοδόξους χριστιανούς
της Ρωσίας να γεννούν τον μπολσεβικισμό,
τους καθολικούς χριστιανούς της Ισπανίας να προσθέτουν την δική τους εκδοχή του
φασισμού και της φάλαγγας. Ενώ τον
ίδιο αιώνα ως αποτέλεσμα όλης αυτής της
άρρωστης συσσώρευσης, ξεκινούν δυο
παγκόσμιοι πόλεμοι και σωρεία συγκρούσεων.
Θα νόμιζε κανείς ότι η χριστιανική θεολογία του
Μεσαίωνα -που ήταν πάντα παρούσα στα ήθη και στην πολιτική σκέψη της Δύσης- ολοκληρώθηκε
πολιτικά στις μηδενιστικές πολιτικές ιδεολογίες του 20ου αιώνα που εμφανίστηκαν
σαν καρκινογόνες δυνάμεις των οποίων οι μεταλλάξεις, παρά την υιοθέτηση του
δημοκρατικού πολιτεύματος, ορίζουν ακόμη και σήμερα τη ζωή της γηρασμένης
ηπείρου..
Όντως σήμερα διαισθανόμαστε, αν δεν το γνωρίζουμε
κιόλας επακριβώς, ότι μια εσωτερική ιστορική ασθένεια, που προσεγγίζεται μόλις
στη λέξη «μηδενισμός», έχει
καταλάβει πλέον ολοκληρωτικά την ψυχή αυτού του πολύμορφου παγκοσμιοποιημένου
θεαματικού συγκροτήματος, στα σπλάχνα του οποίου προετοιμάζονται ήδη συνθήκες
ομαδικών εξοντώσεων λαών και ανθρώπων
Όπως και να ’χει, αυτούς τους δύο αιώνες που
συνθέτουν την ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, ο ελληνικός κόσμος σε
ένα μεγάλο μέρος των προσπαθειών του ακολούθησε, όπως μπορούσε, την ανάπτυξη
αυτής της εκρηκτικής, περίτεχνης αλλά και μηδενιστικής ιστορίας.
Ο δρόμος που πήρε το νεοσύστατο κράτος με το
ψευδώνυμο «ελληνικό κράτος» ακολούθησε δύο κατευθύνσεις. Και οι δύο αυτές
κατευθύνσεις ονομάστηκαν με τον αδόκιμο χαρακτηρισμό «ελληνοκεντρισμός». Η μία κατεύθυνση από τον Ιωάννη Κωλέτη μέχρι
τον Ελευθέριο Βενιζέλο (και του βασιλικούς) διαμόρφωσε πολιτικά την
πραγματικότητα της Μεγάλης Ιδέας.
Δηλαδή ένα είδος αλυτρωτισμού που ήθελε να ανακτήσει στρατιωτικά την Κωνσταντινούπολη
ή να ενσωματώσει τους ελληνόφωνους πληθυσμούς της Ανατολίας στο νεοσύστατο
χριστιανικό κράτος. Και η οποία κατέληξε με την καταστροφή της Ιωνίας στην
γνωστή τραγωδία. Η άλλη κατεύθυνση του ελληνοκεντρισμού είχε πιο πνευματικό
χαρακτήρα και εκδηλώθηκε ως ποιητική συνάντηση των λαών της Ευρώπης. Τιτανική
προσπάθεια που επεχειρήθηκε από τον Σικελιανό κατά τη διάρκεια των Δελφικών
Εορτών -πέντε χρόνια μετά την καταστροφή της Σμύρνης-, αλλά που εντούτοις δεν
εισακούσθηκε.
Λίγο μετά την στρατιωτική καταστροφή του’22 και τα
πενιχρά πνευματικά αποτελέσματα της προσπάθειας του Σικελιανού, ο οποίος πρέπει
να πούμε ότι είχε στραφεί δακτυλοδεικτούμενος και απομόναχος σχεδόν προς την
Δελφική Ιδέα, προσπαθώντας να δώσει στον κόσμο την πραγματικότητα ενός οικουμενικού
οράματος, έκανε την εμφάνιση της μια ομάδα καλλιεργημένων συγγραφέων και
επιστημόνων με την επωνυμία «γενιά του’30», η οποία με μια ενθουσιαστική -παρ’
όλη την μελαγχολία της ώρας- αναγεννητική προσπάθεια που κάλυπτε όλη την
ελληνική ιστορία και ταυτόχρονα την σύγχρονη Δύση, θα προσπαθούσε να βάλει σε
τάξη στην πολυφυλετική δυσαρμονία της Νέας Ελλάδας. Ακολουθώντας μια παράλληλη
προς τον Σικελιανό πορεία επεξεργασίας και αφομοίωσης στα καθ’ ημάς των πιο
πρωτοπόρων ευρωπαϊκών πολιτικών, ιδεολογικών και καλλιτεχνικών ρευμάτων,
προσπάθησε να ορίσει πνευματικά την μοίρα τόσο της Ελλάδας όσο και του
σύγχρονου κόσμου.
Παραμερίζοντας με το αναγκαίο σέβας τον Σικελιανό
και αποσιωπώντας το περιεχόμενο της προσπάθειας του, η γενιά του ’30
τραυματισμένη από την καταστροφή του’22, ανέλαβε, αποφεύγοντας τον
Ελληνοκεντρισμό εκείνης της εποχής, να συνθέσει ένα νέο ελληνοχριστιανικό κόσμο
στον οποίο θα αναγνωρίζονταν και οι τρεις παραδόσεις που συνέθεταν την μορφή
του σύγχρονου «Έλληνα»: η ελληνική, η βυζαντινή και η δυτική.
Και όντως αυτή θα ήταν στο εξής η μορφή του νέου
ανθρώπου τον οποίο ονόμασαν, μέσα σε ένα κλίμα ανάγκης και θολής επάρκειας, με
την επωνυμία «Ρωμιός».
Ακολουθώντας ασυνείδητα τις διακρίσεις του
Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου, πίστεψαν ότι ίσως θα μπορούσαν να απαλλαγούν από τις
περιπέτειες και τις αδυναμίες του πολιτικού και του πνευματικού
ελληνοκεντρισμού, εάν όριζαν διαφορετικά την Ελληνική συνιστώσα. Έτσι,
κατέληξαν στη σιωπηρή συμφωνία ότι εμείς οι «Έλληνες» ως προς το όνομα οφείλουμε να ονομαζόμαστε Ρωμηοί, ως προς την παιδεία θα είμαστε Έλληνες (την γλώσσα των οποίων επιπλέον μιλάμε) και ως προς την πίστη θα είμαστε Εβραίοι. Θα 'λεγε κανείς ότι με τις αντιλήψεις των ποιητών αυτής
της γενιάς, βρισκόταν εκ νέου στο παλιό σκηνικό της πνευματικής δημιουργίας του
Βυζαντίου, στο οικείο σκηνικό της εναρμόνισης του Ρωμιού του Έλληνα και του
Εβραίου. Με αυτόν τον τρόπο πίστεψαν ότι θα συνένωναν όντως, μετά την
καταστροφή, όλες τις όψεις των τσακισμένων εθνοτήτων που είχαν καταφτάσει
ημιθανείς, από την Ανατολία, και βρίσκονταν πλέον κάτω από τον αττικό ουρανό .
Το βέβαιο είναι ότι οι νεοκαντιανοί του ’30, οι
ορθόδοξοι χριστιανοί και οι μαρξιστές μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, έχοντας
ως κοινό στοιχείο τις ρωμαιοεβραϊκές παραδόσεις, προσπάθησαν να συγκροτήσουν το μύθο της νέας ρωμιοσύνης και να
αντικαταστήσουν την όποια ελληνική ταυτότητα θέτοντας στη θέση της τον υβριδικό
τύπο του Βυζαντινού Ρωμιού. Τόσο ο
Σεφέρης όσο ο Ρίτσος και ο Ελύτης, ακολουθώντας τα ίχνη του Παλαμά και σε κοινή
πορεία, προσπάθησαν να μετονομάσουν τους Έλληνες σε Ρωμιούς και να θεωρήσουν την
ιουδαιοχριστιανική πίστη ως ταυτότητα του σύγχρονου «ελληνισμού». Κατ’
αυτόν τον τρόπο, χωρίς ενδεχομένως να το αποζητούν απολύτως, κατάφεραν ένα μοιραίο κτύπημα στο κύτταρο της
ελληνικής ταυτότητας.
Όπως και να ’χει, θα κρατούσαν, βεβαίως, την ονομασία
Έλληνες, ώστε η χώρα να επωφελείται, παντοειδώς στο εξωτερικό από το διάσημο
όνομα, ενώ στο εσωτερικό της Ελλάδας ο Ανατολίτης Ρωμιός θα κυριαρχούσε
πνευματικά από άκρου εις άκρον. Άλλωστε
δεν είναι τυχαίο ότι από την εποχή της Επιδαύρου όλες οι «ελληνικές»
κυβερνήσεις απαγόρευσαν την έκδοση της ελληνικής γραμματείας, όπου τα κείμενα
μεγάλων Ελλήνων συγγραφέων -διασήμων πλέον σε όλο τον πλανήτη-περίμεναν δύο
αιώνες να δούνε το φως, χωρίς καμιά συνδρομή του επίσημου κράτους. Κατά βάση
τούτα τα διάσημα κείμενα έμοιαζαν να είναι απόλυτα άχρηστα για την ελληνική
κοινωνία, όταν δεν αποτελούσαν κάτι το μισητό, δηλαδή ένα επιβλαβές, απεχθές
και ασήκωτο φορτίο.
Επρόκειτο για μία κατάληξη που υιοθετήθηκε δειλά
από όλους τους συγγραφείς, που προσπάθησαν κι αυτοί εναγωνίως να προσδιορίσουν
την μορφή της νέας Ελλάδας, όπως ο Εφταλιώτης ο Παπαδιαμάντης., ο Παλαμάς, ο Δραγούμης, ο Κόντογλου .
Όπως είναι γνωστό, λίγα χρόνια αργότερα, μετά την
παλαιά και τη νέα αθηναϊκή σχολή, η γενιά το ’30 εγκαταλείποντας τον τίμιο αλλά
και στενάχωρο κόσμο του Καρυωτάκη, στεκόταν ήδη αμήχανη μπροστά στην αταξινόμητη
και απρόσμενη ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη, που είχε αρχίσει να επηρεάζει
τους ελλαδικούς λογοτέχνες.
Σε αυτούς τους τελευταίους συγκαταλέγονταν επίσης
οι επικεφαλείς της γενιάς του ’30 δηλαδή αυτοί που, αρνούμενοι τον Καβάφη,
ακολούθησαν τον Παλαμά, σημαντικότεροι των οποίων ήταν ο Σεφέρης και ο Τσάτσος.
Και ακολουθούσαν εκείνοι που κήρυξαν αυτό το νέο ελληνοχριστιανικό ιδεώδες,
όπως ο Θεοδωρακόπουλος, ο Παπανούτσος, ο Κανελλόπουλος, ο Μυριβήλης, ο
Σικελιανός(με ένα μέρος του έργου του), ο Τερζάκης, ο Θεοτοκάς, ο Ελύτης. O
αταξινόμητος Καζαντζάκης, ο συγκρητιστής Πικιώνης, οι χριστιανοκομμουνιστές σαν
τον Ρίτσο και αυτοί που κοιτούσαν αμυνόμενοι με μικρότερο ή μεγαλύτερο σθένος,
προς την πλευρά των Ελλήνων και της «αρχαίας» Ελλάδας, όπως ο Ροΐδης, ο
Γιαννόπουλος, ο Συκουτρής, ο Βιζυηνός(;) ο Σικελιανός, ο Καβάφης.
Ανάμεσα σε αυτούς, οφείλει κανείς να αναφέρει ότι
το έργο των αταξινόμητων Καβάφη και Καζαντζάκη έμελλε να απλωθεί σε λίγα χρόνια
σε όλη σχεδόν την υφήλιο.
Ως εκ τούτου η νέα αυτή ρωμιοσύνη (που αποτελούσε το
γενικό καθεστώς για κάθε πολιτικό κόμμα και ιδεολογία), έχοντας κεντρικό πυρήνα
την ορθόδοξη πίστη (που αποτελεί ένα είδος κρατικής θρησκείας), υποβάθμισε τον
πολιτισμό των Ελλήνων και έδωσε το προβάδισμα στα χριστιανικά Ευαγγέλια.
Πράγμα που σε απλά Ελληνικά σημαίνει, προβάδισμα των εβραϊκών παραδόσεων και
ενσωμάτωση σε αυτές του πολιτισμού των Ελλήνων. Μερική συμπόρευση ελλήνων και
χριστιανών και προβάδισμα στο θρησκευτικό βίωμα. Εκ των πραγμάτων, η χώρα
παρέμεινε ένα φεουδαλικό υβρίδιο και ο δημόσιος χώρος κυριαρχήθηκε από τον
κοτζαμπάση και τον χριστιανό Πατριάρχη. Το αποτέλεσμα ήταν να διαφθαρεί ο λαός
απ’ άκρου σε άκρον και να εξοντωθεί η ελληνική παρουσία στη Δύση. Γεγονός που
σήμερα όλοι γνωρίζουμε ότι είναι ακόμη χειρότερο κι από την Μικρασιατική
Καταστροφή.
Αν ο ελληνοκεντρισμός, με τις όψεις της Μεγάλης Ιδέας και του Δελφικού Ιδεώδους καταστράφηκε στην
Ιωνία και στους Δελφούς και απέμεινε απομόναχος στις θρηνώδεις σκιές της
προκυμαίας της Σμύρνης και στη Συκιά Κορινθίας, η ρωμιοσύνη ως κεντρική
πνευματική ιδεολογία της σύγχρονης Ελλάδας μετά το ’22, καταστράφηκε τις ημέρες
μας στην Ενωμένη Ευρώπη, όπου οι Δυτικοί τής είχαν παραχωρήσει -με γενναιοδωρία
είναι αλήθεια- μια θέση σεβόμενοι την ελληνική προσφορά στον πολιτισμό της
Ευρώπης, την ύπαρξη της ασύντριφτης ελληνικής γλώσσας και την ιερότητα του
τόπου, τον οποίο δεν έπαψαν ποτέ να θεωρούν ως λίκνο της πνευματικής τους ζωής.
Αυτή είναι η κατάσταση που αντιμετωπίζει σήμερα, πλέον, η χώρα,
οδηγούμενη από τα κατάλοιπα της γενιάς του ’30
στον τελικό της αφανισμό της. Η Ρωμιοσύνη μεταλλάχθηκε σε ένα θλιβερό
χριστιανό-Σταλινικό κατασκεύασμα.
Παρ’ όλα ταύτα, ουσιαστικά μετά το 1996 -σαν ένα
είδος τραγικής πρόνοιας- εμφανίστηκε στο προσκήνιο αυτή που ονομάστηκε «γενιά του Ματαρόα» (με τους φιλοσόφους
Κώστα Παπαϊωάννου , Κορνήλιο Καστοριάδη και
Κώστα Αξελό), η οποία, κινούμενη εκτός ρωμιοσύνης, όντας οικουμενική
και ελληνική στις προθέσεις και στη σκέψη, εμφανίζεται πλέον μέσα στην Ελλάδα σαν το τελευταίο πνευματικό και πολιτικό
στήριγμα που ενδέχεται να βοηθήσει
την χώρα
να απαλλαγεί από τον βρόχο της ολέθριας και μηδενιστικής αυτής
ρωμιοσύνης και να αναπλάσει τον δημόσιο χώρο, απαλλάσσοντας την κοινωνία μας
από τις πολιτικοθρησκευτικές συμμορίες της διαπλοκής (Στο κοινωνικό πεδίο η
ελληνική πολιτική «τάξη» με ιδεολογικό κέντρο την ορθόδοξη χριστιανική πίστη,
δημιούργησε μετά το’22 ένα ιδιότυπο κοτζαμπάσικο-σοσιαλιστικό πελατειακό
σύστημα οικονομίας).
Σε αυτό εδώ το σημείο πρέπει να αναφέρουμε ότι η
ιστορικός του Βυζαντίου Ελένη Αρβελέρ που επίσης εγκατέλειψε την Ελλάδα το
1945, ως συνεπιβάτης του «Ματαρόα» με τους τρεις φιλοσόφους Παπαϊωάννου, Αξελό
και Καστοριάδη, κινούμενη προσφάτως στα
χνάρια του αλυτρωτισμού της Μεγάλης Ιδέας (ο Αξελός πίστευε ότι αυτή η ιδέα
ούτε μεγάλη ήταν ούτε ιδέα), χλευάζοντας την Αθήνα (ως λάτρις της Ιερουσαλήμ και
της Ρώμης η ίδια), απαιτεί να απαλλαγούμε
από αυτό το υπερβολικό όνομα «Έλληνες και ως… Ρωμαίοι που είμαστε να
προετοιμάσουμε την «Βυζαντινή
Αυτοκρατορία» μας, ώστε να έχουμε θέση στα λάφυρα του πιθανού αυριανού
διαμελισμού της Τουρκία!
Η γενιά του 30 έχοντας απορρίψει απολύτως τον αλυτρωτισμό και την «εθνική» ολοκλήρωση (μετά
την καταστροφή του 22) και εν μέρει τον
πολιτισμό των Ελλήνων, συνέγραψε αξιόλογα έργα και κέρδισε δυο νόμπελ στην
Δύση και άλλες λογοτεχνικές διακρίσεις στην Ανατολή. Δεν είναι μικρή η προσφορά
της στη χώρα, κυρίως από το γεγονός ότι έθεσε επί τάπητος τα θέματα που
αντιμετωπίζει σήμερα ο τόπος, πριν καταπέσει στη θλιβερή νύκτα που την οδήγησε η νέα ρωμιοσύνη, δηλαδή
το ιδεολόγημα που η ίδια εφηύρε.
Το μοιραίο σφάλμα αυτής της καλλιεργημένης γενιάς
του σύγχρονου ελληνισμού (η πιο καλλιεργημένη γενιά μέχρι εμφανίσεως των φιλοσόφων του Ματαρόα)
συνίσταται στο ότι υποτάχθηκε στα πολιτικά ήθη του κοτζαμπασισμού (που
κυριαρχεί και διαχειρίζεται την Ελλάδα ως διεθνές προτεκτοράτο) και άφησε την
Ορθόδοξη Εκκλησία να διαλύσει πνευματικά και ηθικά την Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα
επέτρεψε στις Ορθοδοξίες (θρησκευτικές
και πολιτικές) να κυριαρχήσουν και να αποσαθρώσουν την ελληνική κοινωνία,
χρησιμοποιώντας συγκυριακά την ανεξέλεγκτη ροή εκατομμυρίων δυστυχισμένων μεταναστών από 130 έθνη και εθνότητες που κατέφθασαν (και
καταφθάνουν ασταμάτητα) στην Ελλάδα.
Αυτή την
ώρα, ακόμη και οι πιο φανατικοί χριστιανοί θεολόγοι της
Ορθοδοξίας ομολογούν πλέον ότι η Ορθόδοξη
Χριστιανική Εκκλησία διέλυσε την ελληνική κοινωνία.
Η ψυχική καταστροφή που προκάλεσε στην Ελλάδα η
«νέα» ρωμιοσύνη με τους δύο πυλώνες της δηλαδή
τις χριστιανοσταλινικές ελίτ, ήταν πολύ χειρότερη, απείρως χειρότερη
από την
«ελληνοκεντρική» καταστροφή του αλυτρωτισμού που προκάλεσε η Μεγάλη Ιδέα
στην Ιωνία.
Είναι φανερό, όμως, ότι έχει σημάνει η κρίσιμη ώρα -πριν την εξαφάνιση
του ελλαδικού ελληνισμού- της εμφάνισης εκείνων των Ελλήνων που, θέτοντας ως
πνευματικά κυρίαρχη την γενιά του
Ματαρόα κυρίως τα έργα των Παπαϊωάννου ,
Καστοριάδη και Αξελού μέλλουν να προεκτείνουν την προσπάθεια του Σικελιανού και
συνάμα, αδιαφορώντας για την εξαντλημένη
αυτοκαταστροφική ρωμιοσύνη, να
αναλάβουν πολιτικά και πνευματικά
την μοίρα του ελληνισμού, όσο και αν η Ελλάδα στηρίζεται σε τρία υπέρογκα ψεύδη
της γενιάς του 30. Διότι, βεβαίως, δεν
είμαστε ούτε Ρωμαίοι ούτε Έλληνες ούτε Εβραίοι, παρά μόνον ένας
αυτοκαταστροφικός άπληστος και δολιότατος άγνωστος Χ, ένας θλιβερός «ούτις»,
που οφείλει να αποβάλλει από πάνω του τη
ρωμιοσύνη που του κόλλησε η χριστιανική διανόηση της παλαμικής αυτής γενιάς και
με την «ελληνική» του μορφή, που -στις κρίσιμες ώρες, πέραν της πλεονεξίας και
του φθόνου- διατρέχει τη βαθύτερη ζωή του, να υπερασπιστεί τη μοίρα της χώρας.
(φώτο από eagainst)
Ο Λάκης Αποστολόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1940. Σπούδασε σκηνοθεσία στην ΑΣΚΤ. Εργάστηκε στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Δελφών (1983-86), όντας ταυτόχρονα σύνδεσμος με την UNESCO και το Συμβούλιο της Ευρώπης. Το 1986 του ανετέθη η μεταφορά από τη Βαρκελώνη, ο σχεδιασμός και ο συντονισμός της Β' Μπιενάλε νέων καλλιτεχνών της Μεσογειακής Ευρώπης στη Θεσσαλονίκη. Παγωγός και σεναριογράφος τριών ντοκιμαντέρ για την ΕΡΤ2 με τον τίτλο "Ο ανθρωπισμός στην ελληνική λογοτεχνία". Σεναριογράφος 14 ντοκιμαντέρ με πολιτιστικά, πολιτικά και κοινωνικά θέματα στη Γαλλία. Στο βιβλίο "Η δύση των φαντασμάτων και η μέσα Ελλάδα" (Ίνδικτος) εξετάζει στο πεδίο του πολιτισμού τις σχέσεις της Ελλάδας και Δύσης και ταυτόχρονα προσεγγίζει το θέμα της ταυτότητας του σύγχρονου ελληνισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου