Από το "guevaristas"
Με πολλή δυσκολία παίρνει κανείς την πένα, όταν είναι να γράψει για μορφές της ιστορίας, όπως ο Ερνέστο Γκουεβάρα. Πώς να τολμήσεις να καταπιαστείς με τέτοιο εγχείρημα, έχοντας μπροστά σου έναν υπεράνθρωπο, ένα ανθρώπινο φαινόμενο, που όσοι τον γνώρισαν ή ασχολήθηκαν με την προσωπικότητά του, μόνο σαν ημίθεο τον παρουσιάζουν. Ο Ερνέστο Γκουεβάρα, που οι Κουβανέζοι αποκαλούν χαϊδευτικά Τσέ, υπήρξε ο άνθρωπος, που τόσο κυριαρχήθηκε από τα ιδανικά του, που αυτά μόνο γίνανε ο Πολικός του. Και μπρός σ΄ αυτά είχαν πάψει να λειτουργούν και να υπάρχουν όλες οι ανθρώπινες ανάγκες. Στα ιδανικά υποτάχτηκαν όλες οι ανθρώπινες αδυναμίες, όλες οι ανθρώπινες επιδιώξεις. Αλλά ποιά να ήσαν άραγε αυτά τα...
πανίσχυρα ιδανικά, που κυριαρχούσαν μέσα του; Ισως γίνουν περισσότερο καταληπτά, αν αναφερθούμε στο τελευταίο γράμμα που στέλνει ο Τσέ στα παιδιά του:
“…Αν έρθει μέρα, που θα διαβάσετε αυτό μου το γράμμα, θα πεί πως ο πατέρας σας έχει φύγει από κοντά σας… Ο πατέρας σας είναι ένας άνθρωπος, που ενεργεί όπως σκέπτεται. Και πού σίγουρα έμεινε πάντα πιστός στις πεποιθήσεις του… Προπάντων να κρατήσετε μέσα σας την ικανότητα να αισθάνεστε πολύ βαθιά κάθε αδικία, που διαπράττεται εναντίον οποιουδήποτε, σ΄ οποιοδήποτε σημείο κι αν είναι του κόσμου… Αυτή είναι η πιό ωραία αρετή ενός επαναστάτη…”.
Το χτύπημα λοιπόν της αδικίας, αδιάφορο για το
πού γίνεται η αδικία, από ποιόν και για ποιόν, ήτανε η μόνιμη αγωνία του Τσέ,
που κανόνιζε, και κανόνισε ως το τέλος, την πορεία της ζωής του. Ο Τσέ ήταν
Αργεντίνος, από το Ροζάριο της Αργεντινής. Εκεί γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου του
1928. Παιδί αστικής οικογένειας, έκαμε τις σπουδές που ταίριαζαν στην τάξη του.
Σπούδασε γιατρός, κι έκανε την ιατρική του εξάσκηση και ειδίκευση σε
λεπροκομείο. Αλλά στη ζωή του, που το μεγάλο μέρος της το πέρασε στην παρανομία,
στις ερημιές και στις χαράδρες, μέσα στα απόκρημνα βράχια και στα πυκνόφυτα δάση
της Σιέρρα Μαέστρα, άσκησε πληθωρικά την ιατρική, επιδένοντας τραύματα, κάνοντας
τις επιβαλλόμενες επεμβάσεις, περιθάλποντας και αγρυπνώντας κοντά στους
συναγωνιστές του, στις πολύμορφες, και πολύμοχθες αντάρτικες περιπέτειες. Για
ξένη γλώσσα έμαθε τα γαλλικά, και αγαπώντας από μικρός πολύ το διάβασμα, διάβασε
τους μοντέρνους για τότε Γάλλους ποιητές Μπωντλέρ, Βερλέν και Γκαίτε, Νερούντα…
χωρίς να παραμελεί και σοβαρότερα βιβλία, τον Μάρξ, Λένιν, Σπένγκλερ, και
άλλους. Λένε μάλιστα πως δεν αποκλείεται να σπούδασε γιατρός, επηρεασμένος από
τη μελέτη των έργων του Φρόυντ. Εξάλλου, κι αν γεννήθηκε στη Ροζάριο, τα εφηβικά
του χρόνια τα πέρασε στο Μπουένος Αιρες, την πρωτεύουσα της Αργεντινής, με
σπουδαίο Πανεπιστήμιο, καθώς και στην Κόρδοβα. Ο πατέρας του ήταν αρχιτέκτων και
η εργασία του απαιτούσε τη διαμονή σε μεγαλύτερα κέντρα. Ο νεαρός Τσέ σαν
φοιτητής δέχτηκε από νωρίς τις φιλελεύθερες προοδευτικές επιδράσεις της νεολαίας
της Αργεντινής και κυριεύτηκε από ακαταμάχητες παρορμήσεις ταξιδιών που η
επαναστατική φύση του δεν θα άφηνε ανικανοποίητες. Με ελάχιστα μέσα, συχνά
κάνοντας και τον φωτογράφο διέτρεξε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής. Ο ίδιος
έλεγε πώς ξέρει καλά όλες σχεδόν αυτές τις χώρες. Κατά κύριο λόγο φυσικά την
απέραντη πατρίδα του την Αργεντινή. Αλλά και τη Βενεζουέλα, το Μιάμι, τη
Γουατεμάλα, το Μεξικό, την Κούβα.
Τα ταξίδια αυτά πρόσφεραν στον Τσέ τη
δυνατότητα να γνωρίσει καλά – καλά τη Λατινική Αμερική όχι μόνο γεωγραφικά, μα
εθνικιστικά. Διαπίστωσε πώς οι χώρες αυτές αποτελούν στην ουσία μια ενότητα. Πώς
τις χωρίζουν πλαστά σύνορα, ενώ τις ενώνουν οι κοινές τύχες τους. Παντού
συνάντησε την ίδια αθλιότητα, την ίδια γύμνια, την ίδια εκμετάλλευση.
Εθνικιστικά δεν συναντούσε χτυπητές διαφορές. Μέσα του σιγά – σιγά
καλλιεργούνταν η συναίσθηση πως είναι Λατινοαμερικάνος. Ούτε Αργεντίνος, ούτε
Μεξικάνος, ούτε Βραζιλιάνος, ούτε Κουβανός… Και αξίζει να σημειωθεί πως η
συναίσθηση αυτή, που ήταν επίκτητη, επαληθευόταν ακόμα και με τον τόνο της φωνής
του και με την ομιλία του. Κανένας ακούοντάς τον δεν μπορούσε να καθορίσει με
σιγουριά ποιάς χώρας είναι πολίτης. Δεν είχε η προφορά του ξεχωριστό
χρωματισμό.
Η Επαναστατική του δράση αρχίζει
Η Επαναστατική του δράση αρχίζει
Μπορούμε να πούμε πώς η επαναστατική, αντάρτικη δράση του άρχισε από τη Γουατεμάλα. Εζησε από κοντά τα δραματικά γεγονότα της εξέγερσης της χώρας αυτής, στη μεγίστη πλειοψηφία της δημοκρατικής, και τις εγκληματικές ενέργειες του στρατοκράτη Καστίλλο Αρμάς, που βοηθούμενος από τους Αμερικάνους, έπνιξε το ξεσήκωμα του λαού της Γουατεμάλας. Παρόμοια γεγονότα είχαν προηγηθεί στο Καρακάς. Η ψυχή του Γκουεβάρα έβλεπε, βασανιζόταν και αποθήκευε πικρίες και τύψεις. Αλλά στη Γουατεμάλα δεν είχε μείνει με δεμένα χέρια. Ολο το 1954 έζησε από πρώτο χέρι το δράμα της Γουατεμάλας. Αντάρτης, παράνομος, κυνηγημένος και καταζητούμενος. – Είχε ελπίσει και σε έγκαιρη αποστολή όπλων, που δεν πραγματοποιήθηκε -. Οταν καταπνίγηκε κάθε λαϊκή αντίσταση, ο Τσέ πέρασε στο Μεξικό. Οχι βέβαια για να εγκαταλείψει τα όνειρά του, και να αλλάξει γραμμή πορείας, αλλά αντίθετα για να πλουτίσει τις γνώσεις του και να συμπληρώσει τις ελλείψεις του, που η επαναστατική δράση του στη Γουατεμάλα του τις είχε αποκαλύψει. Στο Μεξικό με μια ομάδα συναγωνιστών επιδόθηκε σε εντατικές στρατιωτικές ασκήσεις. Μέσα σε αυστηρή συνωμοτικότητα και παρανομία ασκούνταν στη σκοποβολή, στη χρήση ποικίλων όπλων κλπ., προετοιμάζοντας ένα μελλοντικό αντάρτικο. Εκεί, στο Μεξικό, εντελώς τυχαία και απρόσμανα, έγινε η πρώτη συνάντηση των δύο μεγάλων: Του Τσέ και του Φιντέλ Κάστρο. Υπάρχουν τέτοιες καταπληκτικές συμπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων, που μοιάζουν μ΄ ενσυνείδητες επεμβάσεις μυστικών δυνάμεων.
Ο ίδιος ο Τσέ στα απομνημονεύματά του, έτσι
περιγράφει το πρώτο αντάμωμά του με τον Φιντέλ Κάστρο: “Εκείνος που σας γράφει
αυτές τις γραμμές, μπερδεμένος και παρασυρμένος από τα κύματα των κοινωνικών
κινημάτων που συνταράσσουν την Αμερική, είχε την ευκαιρία να συναντήσει, γι΄
αυτές τις ίδιες αιτίες, έναν άλλο Αμερικάνο εξόριστο, τον Φιντέλ Κάστρο… Εκαμα
τη γνωριμία του σε μια από εκείνες τις παγωμένες μεξικάνικες νύχτες, και
θυμούμαι πώς οι πρώτες μας κουβέντες περιστράφηκαν γύρω από τη διεθνή πολιτική
κατάσταση. Τις πρωϊνές ώρες ήμουνα ήδη μέλος του μελλοντικού εκστρατευτικού
σώματος… Αξιζε τον κόπο να πεθάνει κανείς σε μια ξένη ακτή για ένα ιδανικό τόσο
αγνό…”.
Κείνη την βραδυά που ανταμώθηκαν απλά, φιλικά, ανυποψίαστα οι δυό αυτοί ήλιοι της επανάστασης, σε μιά τρίτη χώρα, είχε παιχθεί και νικήσει η τύχη της Κούβας. Αφηνε πίσω του τη μαύρη διακυβέρνηση του Περόν και περνούσε στην Κούβα, όπου δίπλα – δίπλα με τον Φιντέλ Κάστρο έμελλε να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο στην απελευθέρωσή της. Η ριψοκίνδυνη έφεση, για επαναστατική δράση στην Κούβα, αποφασίστηκε, καταστρώθηκε και ετοιμάστηκε με όλες τις δυνατές λεπτομέρειες στο Μεξικό. Και στα τέλη του 1956 ογδόντα δύο άνδρες, που ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο Φιντέλ Κάστρο και, υπό τις διαταγές του, ο Τσέ και ο Καμίλλο Σιενφουέγκος, κάνουν την απόβαση στο Γράμνα.
Κείνη την βραδυά που ανταμώθηκαν απλά, φιλικά, ανυποψίαστα οι δυό αυτοί ήλιοι της επανάστασης, σε μιά τρίτη χώρα, είχε παιχθεί και νικήσει η τύχη της Κούβας. Αφηνε πίσω του τη μαύρη διακυβέρνηση του Περόν και περνούσε στην Κούβα, όπου δίπλα – δίπλα με τον Φιντέλ Κάστρο έμελλε να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο στην απελευθέρωσή της. Η ριψοκίνδυνη έφεση, για επαναστατική δράση στην Κούβα, αποφασίστηκε, καταστρώθηκε και ετοιμάστηκε με όλες τις δυνατές λεπτομέρειες στο Μεξικό. Και στα τέλη του 1956 ογδόντα δύο άνδρες, που ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο Φιντέλ Κάστρο και, υπό τις διαταγές του, ο Τσέ και ο Καμίλλο Σιενφουέγκος, κάνουν την απόβαση στο Γράμνα.
Η Κούβα από τον Μάρτη του 1952 στέναζε κάτω από
το ζυγό του δικτάτορα Μπατίστα, που δεν ήτανε δά οι πρώτες βαρειές αλυσσίδες που
γνώριζε. Ο Τσέ στο βιβλίο του ” Η επανάσταση της Κούβας” δίνει σε μια σύντομη
ιστορική ανασκόπηση σειρά δικτατοριών και δικτατόρων που μέσα στα γρανάζια τους
δεινοπαθούσε επί χρόνια η Κούβα. Και στον καιρό που γίνηκε η απόβαση, δεν ζούσε
μόνο η Κούβα κάτω από αμερικάνικης έμπνευσης και στήριξης απολυταρχισμό. Στη
Γουατεμάλα, όπως ειπώθηκε, είχε καταπνιγεί το 1954 το επαναστατικό κίνημα. Στο
Καράκας, στο Μεξικό τα ίδια. Μα η ελπίδα και το φως ζούσε άσβηστο στις καρδιές
των επαναστατών.
Η Απόβαση του Γκράνμα. Στις δύο από τα
μεσάνυχτα της 25ης του Νοέμβρη του 1956 ογδόντα δύο άντρες αποπλέανε από το
Μεξικό για το νησί της Κούβας. Παράνομοι, μπαρουτοκαπνισμένοι, γλυτωμένοι από
τρίχα από τις φυλακές και τις επικήρυξες, άφηναν πίσω τους τι μεξικάνικη ακτή.
Είχαν μελετήσει, ναί, τις λεπτομέρειες, μα ποιός μπορεί σε τέτοιο εγχείρημα να
ξέρει εκ των προτέρων τι του επιφυλάσσει ο αιματοπότης εχθρός και τι η αθώα μα
ασύνειδη φύση; Η νύχτα ήταν κατασκότεινη και η θάλασσα ταραγμένη. Το
“σαπιοκάραβό μας” έτσι το αποκαλεί ο Τσέ στο ημερολόγιό του, πάλευε με τα
κύματα, ενώ το πλήρωμά του, άμαθο σε ναυσιπλοϊες – οι περισσότεροι ταξίδευαν για
πρώτη φορά -, πάλευαν με τη ναυτία, τη ζάλη, τους εμετούς. Το βάσανό τους
κράτησε μέρες επτά! Στο διάστημα του ταξιδιού, μέσα στη ζάλη και την εξάντληση,
είχαν πάρει μια μεγάλη χαρά. Το ραδιόφωνο της Κούβας ανάγγελνε πώς ξέσπασαν
ταραχές στο Σαντιάγκο της Κούβας. Αυτό κάπως τους τόνωσε. Γιατί το χτύπημα αυτό
ήταν παρακλάδι της δικής τους ενέργειας. Το είχε οργανώσει ο ανδρείος σύντροφός
τους, Φράνκ Πάις, για να φέρει αντιπερισπασμό στο σχέδιο τους απόβασης.
Στην Κούβα αποβιβάστηκαν στις 2 του Δεκέμβρη
του 1956, σε μια περιοχή που λέγεται Μπελίκ. Η απόβαση πέρασε στην ιστορία της
Κούβας σαν απόβαση του Γκράνμα. Ο Φιντέλ Κάστρο είχε δηλώσει ξεκινώντας για την
Κούβα, πώς μέσα στο 1956 και πρωτού βγεί ο χρόνος “θα είμαστε ή λεύτεροι ή
μάρτυρες”. Είχε μάλιστα εκμεταλλευτεί τη δήλωση αυτή του Κάστρο το φερέφωνο του
Μπατίστα, που επαναλάβαινε τα λόγια του Κάστρο με πολλή ειρωνία. Ο Κάστρο,
βέβαια, εννοούσε πως ή θα έχουμε ελευθεώσει την Κούβα, ή θα έχουμε θυσιαστεί,
σκοτωθεί, για να μπούμε με τη σειρά μας στο μαρτυρολόγιο των ηρώων. Σήμερα
διαβάζοντας τα απομνημονεύματα του Τσέ, λέμε πώς η φράση του Φιντέλ Κάστρο
επαληθεύτηκε στο ακέραιο, χωρίς το διαζευτικό ή. Εγιναν και λεύτεροι και
μάρτυρες. Τα δεινά που γνώρισε κείνη η ομάδα των απελευθερωτών, ξεπερνούν κάθε
φρικιαστική εικόνα βασάνων. Ολοένα να αποδεκατίζονται και ολοένα να λιγοστεύουν.
Από τραυματισμούς εχθρικών επιθέσεων, από κακουχίες που κανένας ανθρώπινος
οργανισμός δεν θα ήταν ικανός να τις αντιπαλαίψει. Βάδιζαν σε αιχμηρά βράχια και
σε βάλτους, με πόδια ήδη πληγιασμένα και πρησμένα, ξυπόλυτοι, σε τέτοια πόδια
πώς να χωρούσαν παπούτσια, ενώ πάνω κι από τα εχθρικά βόλια κι από την πείνα
τους βασάνιζε η αβάσταχτη δίψα. Κι όμως δεν τόβαζαν κάτω. Η επιμονή, η πίστη, η
αυταπάρνηση αλλά πάνω απόλα η περιφρόνηση στο θάνατο, άρχισαν σιγά – σιγά να
πληθαίνουν τους ολιγοστεμένους. Τα επιτυχή χτυπήματα ακολουθούσαν το ένα το
άλλο. Οταν πιά φτάσανε στη δασώδη περιοχή της Σιέρρα Μαέστρα, τότε, λέει ο Τσέ,
μπορούσε πιά κανένας να μιλάει για πραγματικό αντάρτικο. Δεν τους βασάνιζε πιά η
δίψα. Οι χωρικοί άρχισαν να ξεφοβούνται και να τους προμηθεύουν ότι είχαν. Τώρα
όλο και πλήθαιναν, ενώ ο οπλισμός τους, που είχε κατεβεί στο μηδέν, πλουτιζόταν
με όπλα, με σφαίρες, με βαρύ οπλισμό, με αυτόματα… Και στις ώρες της ανάπαυλας
οι γραμματισμένοι μάθαιναν γράμματα στους αγράμματους.
Η κατάληψη της Κούβας ολοκληρώθηκε στα τέλη του
Δεκέμβρη του 1958. Την Πρωτοχρονιά του 1959 το επαναστατικο κίνημα του Τσέ και
του Κάστρο είχε επικρατήσει. Το γεγονός αυτό, που έκλεινε με τη μάχη της Σάντα
Κλάρα, ήτανε το καλύτερο δώρο που η ζωή έκανε στους επαναστάτες και οι
επαναστάτες στην πολύπαθη Κούβα.
Η επικράτηση όμως της επανάστασης ήταν μόνο η
μια πλευρά της επιτυχίας. Αναγγέλθηκε βέβαια η συγκρότηση και η επιβολή της νέας
κυβέρνησης και το διώξιμο του Μπατίστα. Αλλά, όπως μας λέει σε βιβλία του ο Τσέ,
η δεύτερη φάση, ύστερα από μια επανάσταση, είναι η δύσκολη. Και πού απ΄ αυτήν θα
εξαρτηθεί τελικά και η ομαλή πορεία της ανατροπής. Με την επικράτηση της
επανάστασης και την εγκατάσταση της επαναστατικής κυβέρνησης είχε επιτευχθεί
μόνο η πολιτική ελευθερία της Κούβας. Για να γίνει όμως λόγος για αληθινή
λευτεριά μιας χώρας πρέπει την πολιτική λευτεριά να ακολουθήσει η οικονομική
ανεξαρτησία. Αυτό το ξέρουν όλοι οι λαοί κι όλοι οι κυβερνήτες. Μα απ΄ όλους
καλύτερα το ξέρουν οι αποικιοκράτες, τα αφεντικά. Αυτοί που έχουν γίνει ξεφτέρια
στους τρόπους υποδούλωσης των λαών. Oι Αμερικάνοι δυνάστες έβαλαν σε εφαρμογή
αμέσως δύο φοβερά μέτρα. Επαψαν ν΄ αγοράζουν το μοναδικό προϊόν της Κούβας, τη
ζάχαρη. Και δεύτερο αρνούνταν να παρέχουν πετρέλαιο από τα διυλιστήριά τους, τα
εγκαταστημένα στο νησί, αν δεν συμμορφωνόντουσαν στους όρους που αυτοί
απαιτούσαν. Δυσκόλεψε η ζωή πολύ στην Κούβα μετά την επανάσταση. Ο δέ λαός,
άμαθος, ακαλλιέργητος, και ανίκανος να δεί τα αίτια της κακοδαιμονίας του, έκανε
άστοχες συγκρίσεις, βρίσκοντας χειρότερες τις συνθήκες διαβίωσής του με την
αλλαγή του καθεστώτος. Ισως σε άλλους καιρούς η οικονομία της Κούβας να
γονάτιζε. Τώρα όμως ο σοσιαλισμός είχε επικρατήσει σε πολλές χώρες και η βασική
αρετή του σοσιαλισμού, η διεθνιστική αλληλεγγύη, έδρασε ευεργετικά και στην
παρούσα περίπτωση. Η Σοβιετική Ενωση έγινε ο αγοραστής της ζάχαρης και η
Σοβιετική Ενωση έδωσε λύση στα κουβανέζικα πετρέλαια. Η Κούβα θαρραλέα,
απερίφραστα, μια κι έξω, εθνικοποίησε τα αμερικάνικα διυλιστήρια, που ήσαν στο
έδαφός της, και πετρέλαιο προμηθευόταν τώρα από σοσιαλιστικές χώρες. Η
αμερικάνικη δυναστεία απαιτούσε από την Κούβα, να προμηθεύεται το πετρέλαιο από
δικούς της προμηθευτές. Για τη νέα μορφή που έπαιρνε μετά την επανάσταση η
οικονομία της Κούβας πολλά μας εξιστορεί ο Τσέ στα βιβλία του. Στην αρχή, μας
λέει, ειλικρινά δίχως την παραμικρή πρόθεση συγκάλυψης ότι κάναμε ήτανε απάντηση
στα μέτρα που παίρνανε εναντίον μας οι Βορειοαμερικανοί. Επιτίθενταν αυτοί με
σκληρότητα για να μας εξοντώσουν, έπαιρνε και η επαναστατική κυβέρνηση ότι
αποφάσεις μπορούσε, για να αντιπαλαίψει την επίθεση. Τίποτε δεν ήτανε
προμελετημένο. Ετσι καθαυτό πρώτο νόμο που εξαγγείλαμε, νόμο της επανάστασης,
ήταν ο νόμος για την αγροτική μεταρρύθμιση.
Τον πρώτο καιρό, μόλις ξέσπασε η επανάσταση, οι
Βορειοαμερικανοί άρχισαν με ένα επίμονο συκοφαντικό δημοσιογραφικό πόλεμο. Τον
συνέχισαν με επίσημες δηλώσεις και απειλές, ώσπου κατάληξαν στις αποφάσεις του
αποκλεισμού και της φυσικής εξόντωσης του λαού. Τελευταία ακολούθησαν τα μέτρα
για τη ζάχαρη και το πετρέλαιο… Τότε ήρθαν σε βοήθεια της επανάστασης η
Σοβιετική Ενωση και οι λαϊκές μάζες της Κούβας. Οι μεγαλοαστοί, το μεγάλο
κεφάλαιο, που τα συμφέροντά τους και τα πεπρωμένα τους ήσαν αλληλένδετα με τα
συμφέροντα των Ενωμένων Πολιτειών, αφού στην αρχή για κάμποσον καιρό στάθηκαν
στο περιθώριο σε στάση αναμονής, ύστερα εκδηλώθηκαν ανοιχτά εχθροί της
επανάστασης. Τότε η Κούβα στο μεταίχμιο ή να χαθεί κάτω από τη σκληρή
μεταχείρηση των Αμερικάνων ή να ριζώσει, κινήθηκε με δραστικά μέτρα και
ρίζωσε.
Οι κοινωνιολόγοι σ΄ όλον τον κόσμο, που τους
αρέσουν οι γενικότητες και οι αποφθεγματικοί τόνοι, δήλωναν πως η επανάσταση της
Κούβας ήτανε επανάσταση κομμουνιστική. Οι επαναστάτες όμως ξεκινώντας για την
απελευθέρωση της Κούβας, δεν είχαν μπροστά τους κανένα υπόδειγμα. Ο Τσέ, βέβαια,
είχε μελετήσει όλη τη θεωρία του μαρξισμού, όλα τα έργα του Λένιν, ήταν βαθύς
γνώστης των κοινωνικών μετασχηματισμών, που απορρέουν από μια εκ βάθρων
ανατροπή, αλλά η θεωρία από την πράξη απέχει παρασάγγας. Τα γεγονότα, μας λέει ο
Τσέ, και οι επιθέσεις του εχθρού κανόνιζαν την πορεία μας. Οι επαναστάτες
ακολουθούσαν τη διαδικασία που τους επέβαλαν τα πράγματα. Τελικά οι εξελίξεις
του αγώνα, ας προχωρούσαν στην αρχή στην τύχη, ήρθαν να επαληθεύσουν τη
μαρξιστική θεωρία. Ο κοινωνιολόγος Ρομπέρ Μερτόν πολύ εύστοχα χαρακτηρίζει την
ιδεολογία της Κουβανέζικης επανάστασης σαν “Προφητεία που πραγματοποιήθηκε αφ΄
εαυτής”.
Και ο Τσέ στις 28 Ιουλίου του 1960 στο λόγο του
στο Συνέδριο της Νεολαίας, που συγκλήθηκε στην Αβάνα, είπε: “…αν με ρωτήσουν αν
τούτη η επανάσταση, που την παρακολουθείτε να εξελίσσετε μπρος στα μάτια σας,
είναι κομμουνιστική…θάπρεπε να πω πώς τούτη η επανάσταση, στην περίπτωση που θα
ήταν μαρξιστική – σας το ξαναλέω, μαρξιστική -, θα ήτανε, γιατί αυτή η ίδια
ανακάλυψε, με τις δικές της πιά μέθοδες, τους δρόμους που είχε υποδείξει ο
Μάρξ”. Αλλά πάνω σ΄ αυτό ο Τσέ λέει και κάτι άλλο, σχετικά δηλαδή με τον
μαρξισμό, πολύ διαφωτιστικό “…Οφείλουμε, λέει, να είμαστε μαρξιστές με την ίδια
φυσικότητα που είμαστε “Νευτονικοί” (όπως δηλαδή πιστεύουμε στο νόμο του Νεύτωνα
για την έλξη της γής, που κανείς πια δεν την αμφισβητεί), ή “Παστερικοί” (όπως
δηλαδή πιστεύουμε στην ανακάλυψη των μικροβίων και τον Παστέρ, που κανείς πια
δεν ανφισβητεί την ύπαρξή τους). Ο Νεύτων ανακάλυψε ένα φυσικό νόμο, ο Παστέρ
ένα νόμο της βιολογίας, ο Μάρξ ανακάλυψε ένα νόμο των κοινωνικών εξελίξεων, που
κανείς πιά δε μπορεί να τον θέσει υπό συζήτηση”. Ο Τσέ και ως θεωρητικός της
επανάστασης με τα άρθρα του, με τους λόγους του, αναδείχτηκε βαθύς γνώστης των
κοινωνικών νόμων. Σ΄ αυτό συντελούσε τόσο ο μορφωτικός του εξοπλισμός όσο και η
έμφυτη οξυδέρκεια και διορατικότητα. Ολα τα προβλήματα που ανακύπτανε, όλα τα
ζητήματα που η πορεία της επανάστασης έφερνε στην επιφάνεια, και για τα οποία
επεβάλλονταν μια άμεση λύση, ο Τσέ τα εξέταζε, τα μελετούσε κι έπαιρνε τη δέουσα
ξεκάθαρη θέση. Στις 8 του Οχτώβρη του 1960 στις “Σημειώσεις για τη μελέτη της
ιδεολογίας της Κουβανέζικης Επανάστασης” αναλύει με καταπληκτική σαφήνεια όλο το
πολιτικό – οικονομικό προτσές της επανάστασης. Οι γνώμες που εξέφραζε κατά
καιρούς πέρασαν στο στόμα του λαού και των θαυμαστών του σαν γνωμικά και σαν
αξεπέραστες αλήθειες.
“… Είναι πιό ευχάριστο και πιο εποικοδομητικό να ζεί κανείς την πείρα της επανάστασης, παρά να γράφει γι΄ αυτήν…”.
“… Η Επανάσταση της Κούβας δεν είναι παρά ένα μικρό κεφάλαιο της μιάς κι αδιαίρετης επανάστασης…”.
“… Ο Επαναστάτης ζεί μέσα στους κόλπους του κόμματός του, που είναι η ιδεολογική κινητήρια δύναμη της επανάστασης. Και αναλίσκεται μέσα στην κομματική δράση, που συνεχίζεται δίχως διακοπή ώς το θάνατό του. Εκτός εάν η οικοδόμηση του σοσιαλισμού έχει πιά αγγαλιάσει όλον τον κόσμο…”.
Ο Τσέ ανάλυσε με βαθειά γνώση του θέματος το κεφάλαιο το αναφερόμενο στα κίνητρα της επαναστατικής δράσης. Τα υλικά και τα ηθικά. Και δίνει την τόσο ορθή διατύπωση, πώς βέβαια τα υλικά κίνητρα είναι ισχυρά, αλλά δε θα τους δώσουμε ποτέ την πρώτη θέση οικοδομώντας το σοσιαλισμό. Και πάνω σ΄ αυτό κάνει ιδιαίτερο λόγο για τον “Νέο Ανθρωπο” που πρέπει να δημιουργήσει η επανάσταση, που τη δράση του δεν θα την κανονίζουν τα ίδια κίνητρα που μπαίνουν σε ενέργεια στον καπιταλιστικό κόσμο… Εχει κάμει ο Τσέ πολύ λόγο και για το νόμο της αξίας, για τον κίνδυνο της γραφειοκρατίας, για το πώς αντιλαμβάνεται τα στελέχη της επανάστασης, ποιές είναι οι αρετές που πρέπει νάχει ο νέος κομμουνιστής. Πώς αντιλαμβάνεται τη σωστή συγκρότηση του κόμματος. Ολα, λέει, ο Τσέ, πρέπει να γίνουνται για την εξυπηρέτηση του ανθρώπου. Αυτά τα επαναλαμβάνει και στο τελευταίο άρθρο του με τον τίτλο: “Ο Σοσιαλισμός και ο Ανθρωπος”, που δημοσιεύτηκε όταν ο Τσέ είχε ήδη φύγει από την Κούβα.
“… Είναι πιό ευχάριστο και πιο εποικοδομητικό να ζεί κανείς την πείρα της επανάστασης, παρά να γράφει γι΄ αυτήν…”.
“… Η Επανάσταση της Κούβας δεν είναι παρά ένα μικρό κεφάλαιο της μιάς κι αδιαίρετης επανάστασης…”.
“… Ο Επαναστάτης ζεί μέσα στους κόλπους του κόμματός του, που είναι η ιδεολογική κινητήρια δύναμη της επανάστασης. Και αναλίσκεται μέσα στην κομματική δράση, που συνεχίζεται δίχως διακοπή ώς το θάνατό του. Εκτός εάν η οικοδόμηση του σοσιαλισμού έχει πιά αγγαλιάσει όλον τον κόσμο…”.
Ο Τσέ ανάλυσε με βαθειά γνώση του θέματος το κεφάλαιο το αναφερόμενο στα κίνητρα της επαναστατικής δράσης. Τα υλικά και τα ηθικά. Και δίνει την τόσο ορθή διατύπωση, πώς βέβαια τα υλικά κίνητρα είναι ισχυρά, αλλά δε θα τους δώσουμε ποτέ την πρώτη θέση οικοδομώντας το σοσιαλισμό. Και πάνω σ΄ αυτό κάνει ιδιαίτερο λόγο για τον “Νέο Ανθρωπο” που πρέπει να δημιουργήσει η επανάσταση, που τη δράση του δεν θα την κανονίζουν τα ίδια κίνητρα που μπαίνουν σε ενέργεια στον καπιταλιστικό κόσμο… Εχει κάμει ο Τσέ πολύ λόγο και για το νόμο της αξίας, για τον κίνδυνο της γραφειοκρατίας, για το πώς αντιλαμβάνεται τα στελέχη της επανάστασης, ποιές είναι οι αρετές που πρέπει νάχει ο νέος κομμουνιστής. Πώς αντιλαμβάνεται τη σωστή συγκρότηση του κόμματος. Ολα, λέει, ο Τσέ, πρέπει να γίνουνται για την εξυπηρέτηση του ανθρώπου. Αυτά τα επαναλαμβάνει και στο τελευταίο άρθρο του με τον τίτλο: “Ο Σοσιαλισμός και ο Ανθρωπος”, που δημοσιεύτηκε όταν ο Τσέ είχε ήδη φύγει από την Κούβα.
* Το κείμενο της Έλλης Αλεξίου δημοσιεύθηκε
στο «Πολιτικό Καφενείο», σε επιμέλεια του Παναγιώτη Βήχου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου