Στην Ελλάδα συμβαίνει συνήθως το εξής αλλόκοτο: προϋπόθεση για να θεωρείται κάποιος ευρωπαϊστής (και να μην αιωρούνται υπόνοιες για επάρατο ευρωσκεπτικισμό) είναι να αποδέχεται ενθουσιωδώς κάθε εκδοχή Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ενωμένης Ευρώπης, εκδοχή είτε από τις υπάρχουσες είτε από τις μη υπάρχουσες (ακόμα). Στον ελληνικό δημόσιο λόγο, αν κάποιος καταστήσει σαφές πως ανθίσταται σθεναρά σε έναν ευρωπαϊκό φεντεραλισμό ή σε μια αμιγώς γερμανική Ευρώπη, κατηγοριοποιείται κατ’ ευθείαν στους ευρωσκεπτικιστές ή στους αρνητές της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Οι εκδοχές ευρωπαϊκής ενοποίησης όμως είναι τόσες πολλές και τόσο διαφορετικές, που ένα τέτοιο τσουβάλιασμα δεν μπορεί παρά να καταλήγει σε αδιέξοδο. Είναι το ίδιο πράγμα η Ευρωπαϊκή Ένωση της ελεύθερης διακίνησης ανθρώπων και αγαθών, η Ευρωπαϊκή Ένωση της Ευρωζώνης, η Ευρωπαϊκή Ένωση… πριν από λίγα χρόνια, η Ευρώπη «Βορείων» και «Νοτίων», η φεντεραλιστική Ευρώπη και η γερμανική Ευρώπη, όπου η απάντηση στο ερώτημα του Kissinger «ποιό τηλέφωνο πληκτρολογώ για να μιλήσω με την Ευρώπη» είναι το τηλέφωνο της γερμανίδας καγκελαρίου; Όποιος δηλώνει «ευρωπαϊστής» συντάσσεται αυτομάτως με όλες από τις παραπάνω εκδοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και με όποια καινούργια του ξημερώσει αύριο, ειδάλλως δεν τυγχάνει «πλήρως» ευρωπαϊστής; Αστεία πράγματα. Δηλαδή όσοι δεν ορέγονται την γερμανική Ευρώπη που ετοιμάζεται γι’ αυτούς (τί «ετοιμάζεται»; Είναι ήδη εδώ, και περιλαμβάνει ήδη κατάσχεση χρημάτων από Ευρωπαίους πολίτες) είναι ευρωσκεπτικιστές; Όταν ο τάλας υποφαινόμενος γράφει για την ανάγκη «ευρωπαϊκού μετώπου» ή «ευρωπαϊκού λαϊκού κόμματος» και για τον ενθάδε αναγκαίο διαχωρισμό του ευρωπαϊσμού της σύνταξης με την Ευρώπη και του «ευρωπαϊσμού» της λευκής επιταγής, δεν γράφει διαφορετικά πράγματα, αλλά ακριβώς το ίδιο!
Σίγουρα όμως αυτή η αντίληψη περί «λευκής επιταγής», όπως και η αδυναμία να μιλήσουμε συλλογικά με ειλικρίνεια παρά μόνο με υπόνοιες και ψιθύρους, δεν τιμά το ίδιο το (θρυλούμενο) πνεύμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το ζήτημα όμως δεν είναι αν το «τιμά»: το ζήτημα είναι ότι το υπονομεύει ευθέως.
Ο ευρωπαϊσμός ως τσουβάλιασμα όλων των «τάσεων» περί ευρωπαϊκής ενοποίησης και η ταύτισή τους με τις χειρότερες στιγμές της Ενωμένης Ευρώπης δημιουργεί μια αφόρητη πίεση στην πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών οι οποίοι βρίσκονται στο «ευρωπαϊκό τόξο»: αυτό ναι μεν προσπορίζει πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη (την συσπείρωση γύρω από τον φορέα και τα πρόσωπα που επαγγέλονται την εγγύηση της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας) μα ταυτοχρόνως προετοιμάζει το έδαφος για μια μελλοντική έκρηξη ευρωσκεπτικισμού (για την ακρίβεια, ξεκάθαρου αντι-ευρωπαϊσμού) ως αντίδρασης, ως άφευκτης κατάληξης της «χύτρας σε πίεση» με κατακλυσμιαίες συνέπειες. Όπως σήμερα η αποδοχή περίπου κάθε εκδοχής περί Ευρώπης σε καθιστά «ευρωπαϊστή», τότε κάθε εκδοχή ευρωπαϊκού οράματος και ευρωπαϊκής ενοποίησης θα απορρίπτεται μετά βδελυγμίας, ως ενστικτώδης αυτοάμυνα. Και ο σημερινός ανορθολογισμός περί Ευρώπης και ο επερχόμενος ανορθολογισμός περί αντι-Ευρώπης «βλάπτουν τη Συρία εξίσου».
Ακόμα χειρότερες υπηρεσίες στην χώρα και στην ευρωπαϊκή προοπτική της προσφέρει η επιχειρηματολογία ότι θέλουμε την Ευρώπη, (και) επειδή βρισκόμαστε πολιτισμικά στην Ευρώπη – και ότι η αποδοχή μιας τέτοιας θέσης συνιστά περίπου προϋπόθεση ευρωπαϊσμού. Αν κάτι υπονομεύει ευθέως την εθελούσια σύνταξη της Ελλάδος με την Ευρώπη, αν κάτι βάζει βόμβα στα θεμέλιά της (και όχι στην επιφάνεια και στα επιφαινόμενα), αυτό είναι οι πνευματικοί νάρθηκες που επιβάλλονται από σημαντικό κομμάτι του «πνευματικού κόσμου» και από το πνευματικό κλίμα του «τόξου» κραταιών «δεξαμενών σκέψης», οι οποίοι αναπαράγονται από τον πολιτικό κόσμο ως πολιτικός λόγος. Η Ελλάδα και η δυτική Ευρώπη βρίσκονται σε διαφορετικά πολιτισμικά παραδείγματα, όπως κατέγραψε ξεκάθαρα και ο πολύς Samuel Huntington (για την ακρίβεια, τα πολιτισμικά υποστρώματα πάνω στα οποία «κάθεται» το κοινό πλέον πολιτισμικό παράδειγμα, το δυτικό, είναι διαφορετικά). Ακόμα και οι δυτικοευρωπαϊκοί μεσογειακοί λαοί (Ισπανοί κλπ.), καίτοι ανήκοντες στο δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμικό παράδειγμα, διασώζουν μια γεύση ελληνορωμαϊκής οικουμένης που δεν υφίσταται σε λαούς όπως ο τευτονικός, με τον οποίο η διαφορά «παραδείγματος» είναι πολύ έντονη και διαπιστώνεται εξόχως στην γερμανική κοινή γνώμη σήμερα (η πολιτισμική διαφορά αποκτά χαρακτηριστικά εμπάθειας των Γερμανών και του προτεσταντικού κόσμου έναντι των «διαφορετικών» – ενδεχομένως εμπάθειας με πολύ βαθιές ιστορικές ρίζες, πολλών εκατονταετιών). Ο Ελληνισμός μπορεί να επιβιώσει στα πλαίσια κάθε καθεστώτος –ακόμα και του πιο αλλότριου- αν διασώζονται οι προϋποθέσεις του, και στην παρούσα ιστορική συγκυρία το συμφέρον του είναι να ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Προσέξτε, το συμφέρον του! Σε κάθε προσπάθεια πολιτισμικής ταύτισης της Ελλάδος με την Ευρώπη, σε κάθε πρόταγμα πληρέστερου πολιτισμικού εξευρωπαϊσμού ή εκδυτικισμού ή «διαφωτισμού», σε κάθε επανάληψη του αστείου ψεύδους ότι η δυτική Ευρώπη βασίζεται σε ελληνικά θεμέλια (στα θεμέλια των “Contra Errores Graecorum”;) κάποιος γίγαντας του Γένους (κάποιος Ελύτης, κάποιος Σεφέρης, κάποιος Μακρυγιάννης, κάποιος Τσαρούχης) θα ψιθυρίζει στο αφτί του Έλληνα ότι αυτά είναι αστεία πράγματα. Και τότε ο Έλληνας θα αντιδράσει… Ευρωπαϊκή Ένωση από συμφέρον, οσοδήποτε μακροπρόθεσμο ή ενδεχομένως δυσδιάκριτο, αυτό ναί, μάλιστα. Να ένας στόχος. Μα ο ταχύτερος δρόμος για την ολική λαϊκή αμφισβήτηση του ευρωπαϊσμού είναι η ταύτισή του με την θέση ότι αυτός εκφράζει και σαρκώνει την ψυχή μας…
Η λαϊκή συνείδηση αυτού του γεγονότος φανερώνεται από το γεγονός ότι μιλάμε για το τί κάνει «η Ευρώπη», για το τί αποφάσισαν «οι Ευρωπαίοι», ωσάν να μην συμπεριλαμβανόμαστε σε αυτούς (ενώ από πλευράς πολιτικής, Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανόμαστε). «Οι Ευρωπαίοι» και «η Κύπρος», «οι Ευρωπαίοι» και «οι Έλληνες» – ξεκάθαρη συνείδηση αντιπαλότητας, όχι γόνιμης συμπόρευσης. Η απάντηση σε αυτό δεν είναι φυσικά η προπαγάνδα περί του αντιθέτου, ότι είμαστε Ευρωπαίοι μέχρι το μεδούλι με το στανιό, θέλουμε δε θέλουμε (!), αλλά ότι μας συμφέρει η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, η συμπόρευση με αυτό το αλλότριο πολιτισμικό μοντέλο, ότι μακροπρόθεσμα ωφελεί την υπόθεση που λέγεται «Ελληνισμός» και τα δύο εθνικά κράτη του. Και ότι την ωφελεί πολύ περισσότερο από τις διαθέσιμες εναλλακτικές. Άλλο να πεισθούμε να καταπιούμε το πικρό φάρμακο, άλλο όμως το να προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι και μέλι…
Αυτή η συζήτηση βέβαια δεν σχετίζεται με το «δια ταύτα» της πολιτικής ηγεσίας της Ελλάδας, η οποία δεν είναι σε θέση να υπαγορεύσει στην Ευρώπη το τί είδους ένωση θέλει και τί είδους ένωση δεν θέλει, πόσω δε μάλλον όσο σιτίζεται με τα δανεικά. Αυτήν τη στιγμή έχει μόνο δύο επιλογές, την παραμονή και την έξοδο, και με τις σημερινές συνθήκες το δεύτερο ισούται με καταστροφή ενώ το πρώτο με την μόνη διαφαινόμενη βιώσιμη επιλογή. Το δε «τρίξιμο των δοντιών» στην Ευρώπη καταλήγει σε βρυγμό των οδόντων: όχι μόνο δε συνιστά τρίτη επιλογή, (πρόκειται για υποκατηγορία της «παραμονής στην Ε.Ε./Ευρωζώνη»), αλλά μάλλον δυσχεραίνει την ήδη δύσκολη θέση της Ελλάδος. Ως εκ τούτου και μέχρι νεωτέρας, η αναγκαία συζήτηση για το τί είναι ευρωπαϊσμός και τί δεν είναι, για το αν η λευκή επιταγή στην εκάστοτε Ε.Ε. αποτελεί προϋπόθεση ευρωπαϊσμού ή υπόθαλψη οργιώδους ευρωσκεπτικισμού, δεν αφορά τόσο την κυβέρνηση όσο το λαϊκό σώμα, το κοινόν των Ελλήνων – το να αποφασίσουμε συλλογικά τί θέλουμε και τί δεν θέλουμε. Οι εξελίξεις τρέχουν, οπότε αυτή η επίγνωση θα μας είναι σύντομα ιδιαιτέρως χρήσιμη…
Σωτήρης Μητραλέξης
ΥΓ: Το ενδεχόμενο να μην αναγνωσθεί το ανωτέρω άρθρο ως κατ’ εξοχήν φιλευρωπαϊκό αλλά ως ενέχον σπέρματα ευρωσκεπτικισμού θα επιβεβαιώσει απλώς την θέση του άρθρου: ότι στην Ελλάδα καταλαβαίνουμε τον ευρωπαϊσμό ως άνευ επιφυλάξεων αποδοχή κάθε πιθανής και δυνατής εκδοχής ευρωπαϊκής ενοποίησης, όποια κι αν είναι αυτή… Και το αίτημα για στοιχειώδη ορθολογισμό στην συζήτηση περί Ευρώπης ως… ευρωσκεπτικισμό! Τρικυμία…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου