Ενιαία τουρκική στρατηγική για τους υδρογονάνθρακες της Κύπρου και της Ελλάδος...
του Περικλή Νεάρχου*
Η νέα δυναμική Αμερικανική παρέμβαση για την επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών στο Κυπριακό πάνω στη βάση του γνωστού κοινού ανακοινωθέντος Αναστασιάδη - Έρογλου αντιμετωπίζεται με μεγάλες προσδοκίες από την Άγκυρα ως «η ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί», όπως έγραψε χαρακτηριστικά εξέχων Τούρκος αρθρογράφος.
Ακόμη όμως και πάνω στη βάση του ολέθριου αυτού ανακοινωθέντος, οι συνομιλίες βρίσκονται ουσιαστικά σε αδιέξοδο. Η Τουρκική πλευρά επιδιώκει να αξιοποιήσει το κοινό ανακοινωθέν για να επιτύχει εκ των προτέρων τη διεθνή αναγνώριση και προβολή του ψευδοκράτους ως ισότιμου της Κυπριακής Δημοκρατίας και για τη σιωπηρή παραγραφή της Τουρκικής κατοχής. Επιδιώκει επίσης να μετατρέψει την εδαφική πτυχή του Κυπριακού σε θέμα περιουσιών (που μπορούν ν’ ανταλλαγούν ή ν’ αποζημιωθούν) και κυρίως να καταστήσει διακοινοτικό θέμα το φυσικό αέριο της Κύπρου και ν’ αφαιρέσει από την Ελληνική πλευρά το μεγάλο και στρατηγικό αυτό όπλο.
Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ελληνική πλευρά θα εγκλωβιζόταν σ’ ένα σχέδιο «λύσεως» που θα είχε ήδη τη μορφή τετελεσμένων γεγονότων, από το οποίο δεν θα μπορούσε να υπάρξει διαφυγή, με δημοψήφισμα, π.χ., όπως στην περίπτωση του Σχεδίου Ανάν το 2004.
Για προφανείς σκοπούς προσελκύσεως αλλά και εξαπατήσεως της Ελληνικής πλευράς, προτάσσεται το θέμα της επιστροφής της περίκλειστης πόλεως της Αμμοχώστου. Η περίκλειστη πόλη περιλαμβάνει μόνο το 1/16 της Αμμοχώστου και η Τουρκική πλευρά και οι διπλωματικοί της σύμμαχοι χρησιμοποιούν επιτηδείως την ενδεχόμενη επιστροφή της για να διεκδικήσουν μεγάλα ανταλλάγματα, παρά το γεγονός ότι, με βάση τη Συμφωνία Κορυφής Κυπριανού - Ντενκτάς του 1979 και σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, η περίκλειστη πόλη θα πρέπει να επιστραφεί στους νόμιμους κατοίκους της, χωρίς ανταλλάγματα, ως χειρονομία καλής θελήσεως. Η ίδια, δυστυχώς, η Ελληνική πλευρά, με τις προτάσεις που υπέβαλε για την επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών, παρέκαμψε τα όσα προβλέπονται από τη Συμφωνία Κορυφής του 1979 και τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και συνέδεσε την επιστροφή της Αμμοχώστου με ανταλλάγματα.
Η Τουρκική πλευρά διεκδικεί ως «αντάλλαγμα» κάτι που να είναι «ισοδύναμο» της μεγάλης «παραχωρήσεως» που θα έκανε η Τουρκική πλευρά, όπως δήλωσε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου. Ο τελευταίος μετέβη το προηγούμενο Σάββατο στην κατεχόμενη Κύπρο, εν όψει της επισκέψεως στη Λευκωσία του Αμερικανού αντιπροέδρου, Μπάιντεν. Το «ισοδύναμο» αντάλλαγμα που διεκδικεί η Τουρκική πλευρά είναι η ουσιαστική Αμμοχωστοποίηση του Κυπριακού και το λεγόμενο «απευθείας εμπόριο». Το άνοιγμα, δηλαδή, του λιμένος της Αμμοχώστου αλλά και του αεροδρομίου της Τύμπου στο απευθείας εμπόριο με την Ευρωπαϊκή Ένωση, γεγονός που θα ισοδυναμούσε με defacto αναγνώριση του ψευδοκράτους από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Αμερικανική πλευρά, που για δικούς της ευρύτερους γεωπολιτικούς λόγους επισπεύδει το Κυπριακό στη σημερινή συγκυρία, προσφέρεται να χρηματοδοτήσει μελέτη ειδικών για την ανοικοδόμηση της Αμμοχώστου ως πρώτου, υποτίθεται, βήματος προς την επιστροφή της περίκλειστης πόλεως. Η ίδια ιδέα είχε προβληθεί και στο παρελθόν, επί Προεδρίας Βασιλείου, ως υποκατάστατο της ελλείψεως πραγματικήςπροόδου.
Φυσικό αέριο και συνάντηση Μπάιντεν-Έρογλου
Αυτό όμως που προκαλεί μεγάλη ανησυχία στη Λευκωσία είναι οι στόχοι της Αμερικανικής πολιτικής για το Κυπριακό φυσικό αέριο και η αναμενόμενη συνάντηση του Αμερικανού αντιπροέδρου Μπάιντεν με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ντερβίς Έρογλου, με την ευκαιρία της επισκέψεώς του στη Λευκωσία.
Η Τουρκική πλευρά επιδιώκει να χρησιμοποιήσει την επίσκεψη Μπάιντεν για ν’ αναβαθμίσει το ψευδοκράτος και να δημιουργήσει προηγούμενο. Ο κάθε ξένος ηγέτης, δηλαδή, που επισκέπτεται τη Λευκωσία να θεωρεί ως υποχρέωσή του να συναντηθεί και με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη. Η επίσκεψη Μπάιντεν προβάλλεται, βεβαίως, ως ειδική περίπτωση, εφόσον συνδέεται με τις προσπάθειες για την επίλυση του Κυπριακού. Δείχνει όμως σε ποιο ολισθηρό κατήφορο έχει οδηγήσει το Κυπριακό η σημερινή καταστροφική πολιτική, που συνεχίζει επί τα χείρω την προηγούμενη πολιτική μονομερών υποχωρήσεων Χριστόφια.
Ο αντιπρόεδρος Μπάιντεν ήταν από τους φίλους της Ελλάδος και της Κύπρου που πρωτοστάτησαν στο παρελθόν στο Κογκρέσσο σε θετικά ψηφίσματα υπέρ της Κύπρου. Οι φόβοι που εμπνέει σήμερα η επίσκεψή του στη Λευκωσία δεν οφείλονται μόνο στην άτεγκτη μεταμόρφωση που επιβάλλει η άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας μιας υπερδυνάμεως, που προτάσσει ως ψυχρό τέρας τα γεωπολιτικά και τα στρατηγικά της συμφέροντα, κατά τον τρόπο, τουλάχιστον, που τα αντιλαμβάνεται. Οφείλεται επίσης στην ολέθρια αυτοκαταστροφική πολιτική που ακολουθεί η ηγεσία της Ελληνικής πλευράς στη Λευκωσία αλλά και στην Αθήνα.
Είναι χαρακτηριστικές, π.χ., οι δηλώσεις, στις οποίες προέβη στην Ουάσιγκτον ο υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου, Γιαννάκης Κασουλίδης, μετά την πρόσφατη συνάντηση που είχε με τον Αμερικανό ομόλογό του, Τζων Κέρρι. Μιλώντας σε δεξαμενή σκέψεων (thinktank), ενώπιον διπλωματών, πολιτικών αναλυτών και διαμορφωτών της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, το μόνο που θεώρησε σκόπιμο να πει ήταν ότι επιδιώκει στην Κύπρο «λύση» που θα είναι υπέρ και των δύο πλευρών στην Κύπρο (win-win). Προφανώς όμως η άλλη πλευρά δεν είναι οι Τουρκοκύπριοι, όπως μερικοί θέλουν να αυταπατώνται. Είναι η Άγκυρα, που επιδιώκει τώρα όχι μόνο τον έλεγχο της κατεχόμενης Κύπρου και τη συγκυριαρχία σε ολόκληρη την Κύπρο, αλλά και τη «μοιρασιά» επιπλέον του φυσικού αερίου της ελεύθερης Κύπρου.
Η πολιτική αυτή της σημερινής ηγεσίας παρέχει άλλοθι στην Αμερικανική πολιτική των «ίσων αποστάσεων» και τραβάει κυριολεκτικά το χαλί κάτω από τα πόδια των φίλων και συμμάχων της Κύπρου στο Κογκρέσσο, που θα μπορούσαν να εναντιωθούν στη σημερινή Αμερικανική πολιτική στο Κυπριακό και ενδεχομένως να την αναχαιτίσουν.
Η «λύση» στο Κυπριακό και οι τουρκικές βλέψεις
Την περασμένη εβδομάδα, ο Τούρκος υπουργός Ενέργειας, Τανέρ Γιλντίζ, αναφερόμενος στις προοπτικές εξευρέσεως εθνικών αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, εξήγγειλε την εγκατάσταση, σε ένα χρόνο από τώρα, «εθνικής», όπως την ονόμασε, πλατφόρμας εξορύξεως υδρογονανθράκων, σε συνεργασία με την πολυεθνική εταιρεία Shell, 170 ν. μ. νοτιοδυτικά της Αττάλειας, εντός της αμφισβητούμενης από την Τουρκία υφαλοκρηπίδας του νησιωτικού συμπλέγματος του Καστελορίζου. Η εξαγγελία του δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες Μιλλιέτ και Γενί Σαφάκ.
Είναι προφανές ότι η Άγκυρα, μετά την ολοκλήρωση μιας σειράς κρισίμων αεροναυτικών εξοπλισμών και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους σχεδιασμούς αφ’ ενός για «λύση» τύπου Σχεδίου Ανάν στο Κυπριακό και αφ’ ετέρου τις ελπίδες που επενδύει η Ελληνική πλευρά στην ανακήρυξη Ευρωπαϊκών θαλασσίων ζωνών στη Μεσόγειο μέχρι το τέλος της Ελληνικής Προεδρίας, εξαγγέλλει προκαταβολικά τη δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων στην κρίσιμη περιοχή που συνορεύουν η Ελληνική με την ΑΟΖ της Αιγύπτου, της Κύπρου και του Ισραήλ. Επιλέγει την περιοχή του Καστελορίζου ως του αδύνατου κρίκου της Ελληνικής άμυνας για ν’ αμφισβητήσει συνολικά την Ελληνική ΑΟΖ, όπως προσδιορίζεται από τις πρόνοιες του Διεθνούς Δικαίου, και να προωθήσει τη γνωστή ιδέα των «ίσων» δήθεν δικαιωμάτων στο Αιγαίο, κατά το γνωστό «καζάν-καζάν» του Ταγίπ Ερντογάν. Σπεύδει επίσης να προκαταλάβει ενδεχόμενη συμφωνία της Ελλάδος με την Αίγυπτο, η οποία θα ενίσχυε σημαντικά την Ελληνική θέση και θα άνοιγε επίσης το δρόμο για την οριοθέτηση της Ελληνικής ΑΟΖ με το Ισραήλ και την Κύπρο.
Ένας ιδιαίτερα κρίσιμος παράγων είναι η Αμερικανική πολιτική, η οποία προσδιορίζεται, δυστυχώς, πολύ περισσότερο ακόμη σήμερα από τις γνωστές εμμονές για την, όσο το δυνατόν, ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσική ενέργεια. Στο πλαίσιο αυτό, προβάλλεται και η ιδέα της απεξαρτήσεως της Τουρκίας από το Ρωσικό φυσικό αέριο, με τη βοήθεια των κοιτασμάτων της Ανατολικής Μεσογείου!
Υπάρχει, προφανώς, πολύ μεγάλος λόγος ανησυχίας για την Ελλάδα και την Κύπρο. Η κυβέρνηση όμως συνεργάζεται πλήρως, δυστυχώς, σε όσα τεκταίνονται στην Κύπρο και σιωπά για τις εξαγγελίες του Τούρκου υπουργού Ενέργειας. Δεν έχει υπάρξει ακόμη καμιά αντίδραση. Ο αμυντικός προϋπολογισμός επίσης της χώρας για τα επόμενα τέσσερα χρόνια μειώνεται σε επίπεδα 500 περίπου εκατ. ευρώ ετησίως, όσο δηλαδή και ο αμυντικός προϋπολογισμός της Εσθονίας!
* Πρέσβυς ε.τ.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ (Τεύχος 240)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου