Mpelalis Reviews
Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014
Περιμένοντας την μετεξέλιξη
του Ιωάννη Καβαλιώτη*
Το κλείσανε λοιπόν το Λοιμωδών. Είχε λυσσάξει η πολιτική ηγεσία της εποχής, πιεζόμενη αφόρητα και από την πανεπιστημιακή ηγεσία.Οικονομικοί λόγοι. Έτσι ισχυρίστηκαν. Στα παρασκήνια, αλλά και φανερά μερικοί, τόνιζαν ότι το νοσοκομείο ήταν πρώτον ανασφαλές και δεύτερον υπολειτουργούσε. Πιο θρασείες δικαιολογίες δεν μπορούσαν να υπάρξουν. Τα στοιχεία λειτουργίας που λάμβανε συνεχώς η ΔΥΠΕ (και τώρα μιλάω για την παιδιατρική κλινική) έφταναν για να καταρριφθούν οι ισχυρισμοί. Απλά ήθελαν να μείνουν μόνοι τους οι άνθρωποι.
Το κλείσανε λοιπόν το Λοιμωδών. Είχε λυσσάξει η πολιτική ηγεσία της εποχής, πιεζόμενη αφόρητα και από την πανεπιστημιακή ηγεσία.Οικονομικοί λόγοι. Έτσι ισχυρίστηκαν. Στα παρασκήνια, αλλά και φανερά μερικοί, τόνιζαν ότι το νοσοκομείο ήταν πρώτον ανασφαλές και δεύτερον υπολειτουργούσε. Πιο θρασείες δικαιολογίες δεν μπορούσαν να υπάρξουν. Τα στοιχεία λειτουργίας που λάμβανε συνεχώς η ΔΥΠΕ (και τώρα μιλάω για την παιδιατρική κλινική) έφταναν για να καταρριφθούν οι ισχυρισμοί. Απλά ήθελαν να μείνουν μόνοι τους οι άνθρωποι.
Το κλείσανε λοιπόν. Αγνοώντας οποιαδήποτε κοινωνική προσφορά. Αγνοώντας τις χιλιάδες παιδιά που εξυπηρετούντο κάθε χρόνο. Χωρίς διάκριση.
Που πήγαν τα παιδιά αυτά; Διασκορπίστηκαν. Και ορισμένα δεν τολμούν να πλησιάσουν τις πύλες της επιστήμης.
- Ε δεν θα νοσηλεύουμε και γυφτάκια.
Αυτό ακούστηκε από επίσημα χείλη, τόσο δημοσίως όσο και κατ' ιδίαν. Ναι, από ανθρώπους που κατά γενική ομολογία σπανίως βάζουν ακουστικά στο αυτί τους.
Το κλείσανε λοιπόν. Και δεν πήγε κανείς από τη διοικούσα αρχή να χαιρετήσει τους υπαλλήλους και να τους πει ένα ευχαριστώ. Δεν τολμούσανε φυσικά.
Και τι έγινε έκτοτε; Κατορθώθηκε κάποια οικονομία; Είναι αστείο. Πιο πολλά έξοδα δημιουργήθηκαν. Δεν απολύθηκε κανείς. Που είναι η οικονομία; Οι γιατροί διασκορπίστηκαν. Νέες συνθήκες εργασίας. Το νοσηλευτικό προσωπικό επίσης. Άλλες καταστάσεις, αναταραχή στον τρόπο εργασίας και διαβίωσης. Πολλές φορές μη αποδοχή από το νέο περιβάλλον, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Το χειρότερο; Μόλις έκλεισε το Λοιμωδών, διορίστηκε στο νοσοκομείο (το κλειστό, το καταργημένο) ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ. Ναι, υπάρχει διοικητής μαζί με άλλους 4 υπαλλήλους (παλαιοί του νοσοκομείου αυτοί). Διοικητής που πληρώνεται αδρά σε τέτοιες εποχές. Για να κάνει άραγε τι;
- Για να οργανώσω τη μετεξέλιξη του Λοιμωδών, απάντησε σε σχετική ερώτηση.
- Γιαυτό με διόρισε ο κ. Υπουργός (Άδωνις ).
Μετεξέλιξη φυσικά δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Φάνηκε όμως η γύμνια του κράτους μας. Που αφού σκόρπισε μερικά έπιπλα και άλλο υλικό κατά το κλείσιμο του νοσοκομείου, το άφησε στην τύχη του με έναν διοικητή που περιμένει τη μετεξέλιξη. Και ώσπου να 'ρθει αυτή, το νοσοκομείο ρημάζει. Κάθε τόσο χάνονται (για να μην πω κλέβονται) πράγματα από το νοσοκομείο. Ό,τι βρει χρήσιμο ο κάθε περαστικός. Οθόνες, υπολογιστές, καλώδια (τι τα θέλουν άραγε τα καλώδια;) κλπ. Σε λίγο θα ξεσηκώσουν και τα πανέμορφα πλακάκια-ψηφιδωτά της αρχοντικής σκάλας που οδηγεί στον άνω όροφο.
Κατά τα άλλα έχουμε οικονομία κλίμακας! Ο πολίτης πληρώνει αδρά τις ενέργειες και τα λάθη των πολιτικών με την ευρεία έννοια του όρου. Οι πάσης φύσεως διοικούντες και "πολιτικοί" πότε θα πληρώσουν τα δικά τους αλλεπάλληλα λάθη;
Είναι ντροπή η κατάληξη αυτή του πιο ιστορικού νοσοκομείου της Θεσσαλονίκης. Είναι ντροπή να το κατακλέβουν. Και είναι ντροπή να χαθεί αυτό το διατηρητέο κτίριο.
Ας κάνει κάτι ο κ. Διοικητής, ώσπου να έρθει η περίφημη μετεξέλιξη!
*Ο Ιωάννης Καβαλιώτης είναι Παιδίατρος-Λοιμωξιολόγος, τέως Διευθυντής Παιδιατρικής Κλινικής του Νοσοκομείου Ειδικών Παθήσεων Θεσσαλονίκης
Η εξαγορά είναι διαρκής
Παίρνει από τη δουλειά του 1.500€ μικτά. Και ξαφνικά βγαίνει βουλευτής. Παίρνει 5.700€. Τα περισσότερα αφορολόγητα. Έχει γραφεία. Βολεύει το σόι του. Από εκεί που ήταν Μπάμπης, Λάκης, Κατίνα γίνεται κύριος και κυρία. Του σφίγγουν το χέρι. Τον καλούν σε εκδηλώσεις. Του τυχαίνουν φλουριά σε βασιλόπιτες. Έχει ορντινάντσα. ΔΕΗ, ΟΤΕ, μετακινήσεις, αυτοκίνητο πληρωμένα. Επιδόματα, pc, laptop, tablet, κερασμένα. Ίσως κάποτε γίνει και υφυπουργός. Όλοι του το λένε ότι αξίζει να γίνει. Η ματαιοδοξία σε πλήρη στύση....
Αν ψηφίσει «λανθασμένα» θα τον πετάξουν. Αν ψηφίσει «λανθασμένα», θα χάσει όλα του τα προνόμια και η αυτοπεποίθησή του θα γνωρίσει την ολοκληρωτική δυσλειτουργία. Γιατί λοιπόν να χρειαστεί να πληρώσει κάποιος έναν τέτοιο άνθρωπο ώστε να ψηφίσει αυτό που ούτως ή άλλως θα ψήφιζε για να παραμείνει βουλευτής;
Ακούω για λεφτά που πέφτουν ώστε να εξαγοραστούν ψήφοι. Δηλαδή συνειδήσεις. Απορώ ποιος να τα πληρώνει και γιατί. Αυτοί που πιθανόν θα δεχτούν προτάσεις χρηματισμού είναι βουλευτές οι οποίοι σε περίπτωση που οδηγηθούμε σε εκλογές δεν θα εκλεγούν ξανά. Ούτως ή άλλως θα ψηφίσουν «ναι» ακόμη κι αν υποψήφιος πρόεδρος θα είναι ο Γκουσγκούνης. Γιατί να σπαταληθεί χρήμα;
Για πολύ ακριβούς τους έχουμε τους βουλευτές. Η σύνθεση της σημερινής Βουλής αντικατοπτρίζει τη γενικότερη σύνθεση του πολιτικού κόσμου της χώρας. Κυριαρχεί μια φτήνια. Στα τελάρα τούς βρίσκεις τους υποψήφιους βουλευτές. Η Ελλάδα είναι γεμάτη με βολεμένους αποτυχόντες, δηλαδή… πολιτευτές. Μόνο από λειψανδρία δεν πάσχουμε. Από ποιότητα πάσχουμε.
Από συνείδηση πάσχουμε. Σύμπτωμα κι αυτό γενικότερο της κοινωνίας. Αν θες να εξαγοράσεις κάποιον, πετάς τα λεφτά σου. Τζάμπα είναι όλα. Γι’ αυτό δεν πιστεύω ότι «αναζητούνται οι 180». Ποιος θέλει να επιστρέψει στην προηγούμενη ζωή του; Να ξαναγίνει Μπάμπης, Λάκης, Κατίνα; Να μη χτυπάει το τηλέφωνό του όταν έχει γενέθλια; Να σταματήσουν τα κεράσματα στα καφενεία; Να ξαναγίνει ένας από εμάς που πρέπει να βρει κάτι να κάνει για να ζήσει;
Σαφώς και δεν αμφισβητώ ότι υπάρχουν ακόμη τα payroll, αλλά σε αυτά πλέον δε μπαίνει ο κάθε τυχαίος. Μπαίνουν οι απολύτως χρήσιμοι. Οι μόνιμοι. Αυτοί ναι, μπορούν ακόμη κάτι να παζαρέψουν. Οι υπόλοιποι άντε να δεχτούν κάποια πρόσκληση σε δεξίωση και να καταφέρουν να σφίξουν το χέρι κάποιου μεγαλοεπιχειρηματία. Ως εκεί είναι. Κατά τα λοιπά, αχρείαστοι.
Βλέπετε, ζούμε σε μία χώρα όπου την πολιτική την ασκούν οι τραπεζίτες. Όχι μυστικά και παρασκηνιακά. Κανονικά, φόρα – παρτίδα. Να, προχθές ο Σάλλας της Πειραιώς ανακοίνωσε και κυβερνητικό πρόγραμμα άσχετο με το ποιο κόμμα θα είναι στην κυβέρνηση. «Δεν με προβληματίζει κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αρκεί να εξασφαλιστεί ότι σέβεται την κοινοβουλευτική δημοκρατία και ότι δέχεται πως η αγορά υποστηρίζει την ανάπτυξη, την εξέλιξη και την τεχνολογία» δήλωσε ο τραπεζίτης. Βάζει όρους ο Σάλλας. Σου λέει δεν πα να βγει ο ΣΥΡΙΖΑ, καλό παιδί να’ναι κι ας είναι και μαλλιάς.
Διαβεβαίωσε ο Σάλλας ότι δεν υπάρχει πρόβλημα με την τρόικα, «θα τα βρούμε». Έδωσε και τις κατευθυντήριες γραμμές για τη συνέχεια ο Σάλλας. Γραμμές για τη φορολογική μεταρρύθμιση, για τη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης, για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, για τις ιδιωτικοποιήσεις, τους ευρωπαϊκούς πόρους, για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας… για όλα έδωσε εντολές και μάλιστα με λεπτομέρειες.
Μέχρι και για το πώς θα χτυπηθεί η φοροδιαφυγή μίλησε ο Σάλλας. Εκεί φτάσαμε! Όμως το θαυμάσιο ήταν αυτό: «Ανάθεση σε φορείς εκτός δημοσίου όλων των επιτόπιων ελέγχων (φορολογικών, επενδυτικών, επιδοτήσεων, κλπ) που αφορούν δημόσιο χρήμα, με απόλυτη ευθύνη για τα πορίσματα των ελέγχων και με την καταβολή εγγύησης καλής εκτέλεσης του ελεγκτικού ή εποπτικού έργου που τους ανατίθεται».
Δηλαδή, ρε παιδί μου, κάνει μία «Εταιρεία Ελέγχου» ο Μπόμπολας η οποία Εταιρεία θα ελέγχει τον Μπόμπολα για την πορεία κατασκευής του έργου που ανέλαβε από το Δημόσιο με λεφτά του Δημοσίου, αλλά το Δημόσιο θα απαγορεύεται να ελέγχει τον Μπόμπολα σχετικά με το έργο, αλλά και σχετικά με τυχόν υπερτιμολογήσεις και αν οι επιδοτήσεις χρησιμοποιούνται για το λόγο που δόθηκαν. Επίσης η όποια «Εταιρεία Ελέγχου» του όποιου Μπόμπολα θα ελέγχει φορολογικά τις υπόλοιπες εταιρείες του όποιου Μπόμπολα. Με αξιοπιστία και εγκυρότητα.
Όταν, λοιπόν, το πράγμα έχει φτάσει σε αυτό το σημείο, γιατί να χρειαστεί κάποιος να εξαγοράσει έναν ή πολλούς βουλευτές από τη στιγμή που αυτοί ξέρουν ότι είναι αχρείαστοι και ότι κάποιοι τους κάνουν χάρη που τους διατηρούν στα έδρανά τους; Υπάρχει ένας ηλίθιος αντίλογος που λέει ότι γι’ αυτό θα έπρεπε να πληρώνονται καλύτερα οι βουλευτές και να έχουν περισσότερα προνόμια, ώστε να μην υποκύπτουν σε χρηματισμούς και απόπειρες εξαγοράς.
Κι είναι ηλίθιο ως αντεπιχείρημα, διότι όσα περισσότερα χρήματα και προνόμια θα έχει να χάσει ο βουλευτής, τόσο περισσότερο θα κατσικώνεται στην καρέκλα του και θα έχει ως μοναδικό κριτήριο για την ψήφο του τη διατήρηση της θέσης του. Πιστεύω ότι αν σήμερα οι βουλευτές δεν είχαν να χάσουν τίποτε παραπάνω απ’ όσα είχαν πριν γίνουν βουλευτές, τότε πολύ δύσκολα θα βρίσκονταν οι 180 για τον πρόεδρο της Δημοκρατίας και ακόμη λιγότεροι θα είχαν βρεθεί να ψηφίσουν μέτρα και μνημόνια που ρημάζουν τις δικές μας ζωές αλλά δεν αγγίζουν τις δικές τους. Και τότε ναι, ίσως θα υπήρχε μία γενικευμένη προσπάθεια εξαγοράς ψήφων, που όμως θα άφηνε αναγκαστικά πίσω της στοιχεία και αποδείξεις. Θα υπήρχε ρίσκο. Κι όπου υπάρχει ρίσκο γίνονται λάθη και στραβές. Σε μία γενικευμένη προσπάθεια εξαγοράς πολλά θα μπορούσαν να αποδειχτούν. Τώρα, όμως, έτσι όπως έχει η κατάσταση και με αυτούς τους βουλευτές μιλάμε για ψιλολόγια.
Άλλωστε πρωθυπουργό έχουμε· τον Σάλλα. Και υπουργούς έχουμε· Σάλλα τους λένε κι αυτούς. Οπότε, μικρή σημασία έχει πως λένε τους βουλευτές…
Αν ψηφίσει «λανθασμένα» θα τον πετάξουν. Αν ψηφίσει «λανθασμένα», θα χάσει όλα του τα προνόμια και η αυτοπεποίθησή του θα γνωρίσει την ολοκληρωτική δυσλειτουργία. Γιατί λοιπόν να χρειαστεί να πληρώσει κάποιος έναν τέτοιο άνθρωπο ώστε να ψηφίσει αυτό που ούτως ή άλλως θα ψήφιζε για να παραμείνει βουλευτής;
Ακούω για λεφτά που πέφτουν ώστε να εξαγοραστούν ψήφοι. Δηλαδή συνειδήσεις. Απορώ ποιος να τα πληρώνει και γιατί. Αυτοί που πιθανόν θα δεχτούν προτάσεις χρηματισμού είναι βουλευτές οι οποίοι σε περίπτωση που οδηγηθούμε σε εκλογές δεν θα εκλεγούν ξανά. Ούτως ή άλλως θα ψηφίσουν «ναι» ακόμη κι αν υποψήφιος πρόεδρος θα είναι ο Γκουσγκούνης. Γιατί να σπαταληθεί χρήμα;
Για πολύ ακριβούς τους έχουμε τους βουλευτές. Η σύνθεση της σημερινής Βουλής αντικατοπτρίζει τη γενικότερη σύνθεση του πολιτικού κόσμου της χώρας. Κυριαρχεί μια φτήνια. Στα τελάρα τούς βρίσκεις τους υποψήφιους βουλευτές. Η Ελλάδα είναι γεμάτη με βολεμένους αποτυχόντες, δηλαδή… πολιτευτές. Μόνο από λειψανδρία δεν πάσχουμε. Από ποιότητα πάσχουμε.
Από συνείδηση πάσχουμε. Σύμπτωμα κι αυτό γενικότερο της κοινωνίας. Αν θες να εξαγοράσεις κάποιον, πετάς τα λεφτά σου. Τζάμπα είναι όλα. Γι’ αυτό δεν πιστεύω ότι «αναζητούνται οι 180». Ποιος θέλει να επιστρέψει στην προηγούμενη ζωή του; Να ξαναγίνει Μπάμπης, Λάκης, Κατίνα; Να μη χτυπάει το τηλέφωνό του όταν έχει γενέθλια; Να σταματήσουν τα κεράσματα στα καφενεία; Να ξαναγίνει ένας από εμάς που πρέπει να βρει κάτι να κάνει για να ζήσει;
Σαφώς και δεν αμφισβητώ ότι υπάρχουν ακόμη τα payroll, αλλά σε αυτά πλέον δε μπαίνει ο κάθε τυχαίος. Μπαίνουν οι απολύτως χρήσιμοι. Οι μόνιμοι. Αυτοί ναι, μπορούν ακόμη κάτι να παζαρέψουν. Οι υπόλοιποι άντε να δεχτούν κάποια πρόσκληση σε δεξίωση και να καταφέρουν να σφίξουν το χέρι κάποιου μεγαλοεπιχειρηματία. Ως εκεί είναι. Κατά τα λοιπά, αχρείαστοι.
Βλέπετε, ζούμε σε μία χώρα όπου την πολιτική την ασκούν οι τραπεζίτες. Όχι μυστικά και παρασκηνιακά. Κανονικά, φόρα – παρτίδα. Να, προχθές ο Σάλλας της Πειραιώς ανακοίνωσε και κυβερνητικό πρόγραμμα άσχετο με το ποιο κόμμα θα είναι στην κυβέρνηση. «Δεν με προβληματίζει κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αρκεί να εξασφαλιστεί ότι σέβεται την κοινοβουλευτική δημοκρατία και ότι δέχεται πως η αγορά υποστηρίζει την ανάπτυξη, την εξέλιξη και την τεχνολογία» δήλωσε ο τραπεζίτης. Βάζει όρους ο Σάλλας. Σου λέει δεν πα να βγει ο ΣΥΡΙΖΑ, καλό παιδί να’ναι κι ας είναι και μαλλιάς.
Διαβεβαίωσε ο Σάλλας ότι δεν υπάρχει πρόβλημα με την τρόικα, «θα τα βρούμε». Έδωσε και τις κατευθυντήριες γραμμές για τη συνέχεια ο Σάλλας. Γραμμές για τη φορολογική μεταρρύθμιση, για τη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης, για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, για τις ιδιωτικοποιήσεις, τους ευρωπαϊκούς πόρους, για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας… για όλα έδωσε εντολές και μάλιστα με λεπτομέρειες.
Μέχρι και για το πώς θα χτυπηθεί η φοροδιαφυγή μίλησε ο Σάλλας. Εκεί φτάσαμε! Όμως το θαυμάσιο ήταν αυτό: «Ανάθεση σε φορείς εκτός δημοσίου όλων των επιτόπιων ελέγχων (φορολογικών, επενδυτικών, επιδοτήσεων, κλπ) που αφορούν δημόσιο χρήμα, με απόλυτη ευθύνη για τα πορίσματα των ελέγχων και με την καταβολή εγγύησης καλής εκτέλεσης του ελεγκτικού ή εποπτικού έργου που τους ανατίθεται».
Δηλαδή, ρε παιδί μου, κάνει μία «Εταιρεία Ελέγχου» ο Μπόμπολας η οποία Εταιρεία θα ελέγχει τον Μπόμπολα για την πορεία κατασκευής του έργου που ανέλαβε από το Δημόσιο με λεφτά του Δημοσίου, αλλά το Δημόσιο θα απαγορεύεται να ελέγχει τον Μπόμπολα σχετικά με το έργο, αλλά και σχετικά με τυχόν υπερτιμολογήσεις και αν οι επιδοτήσεις χρησιμοποιούνται για το λόγο που δόθηκαν. Επίσης η όποια «Εταιρεία Ελέγχου» του όποιου Μπόμπολα θα ελέγχει φορολογικά τις υπόλοιπες εταιρείες του όποιου Μπόμπολα. Με αξιοπιστία και εγκυρότητα.
Όταν, λοιπόν, το πράγμα έχει φτάσει σε αυτό το σημείο, γιατί να χρειαστεί κάποιος να εξαγοράσει έναν ή πολλούς βουλευτές από τη στιγμή που αυτοί ξέρουν ότι είναι αχρείαστοι και ότι κάποιοι τους κάνουν χάρη που τους διατηρούν στα έδρανά τους; Υπάρχει ένας ηλίθιος αντίλογος που λέει ότι γι’ αυτό θα έπρεπε να πληρώνονται καλύτερα οι βουλευτές και να έχουν περισσότερα προνόμια, ώστε να μην υποκύπτουν σε χρηματισμούς και απόπειρες εξαγοράς.
Κι είναι ηλίθιο ως αντεπιχείρημα, διότι όσα περισσότερα χρήματα και προνόμια θα έχει να χάσει ο βουλευτής, τόσο περισσότερο θα κατσικώνεται στην καρέκλα του και θα έχει ως μοναδικό κριτήριο για την ψήφο του τη διατήρηση της θέσης του. Πιστεύω ότι αν σήμερα οι βουλευτές δεν είχαν να χάσουν τίποτε παραπάνω απ’ όσα είχαν πριν γίνουν βουλευτές, τότε πολύ δύσκολα θα βρίσκονταν οι 180 για τον πρόεδρο της Δημοκρατίας και ακόμη λιγότεροι θα είχαν βρεθεί να ψηφίσουν μέτρα και μνημόνια που ρημάζουν τις δικές μας ζωές αλλά δεν αγγίζουν τις δικές τους. Και τότε ναι, ίσως θα υπήρχε μία γενικευμένη προσπάθεια εξαγοράς ψήφων, που όμως θα άφηνε αναγκαστικά πίσω της στοιχεία και αποδείξεις. Θα υπήρχε ρίσκο. Κι όπου υπάρχει ρίσκο γίνονται λάθη και στραβές. Σε μία γενικευμένη προσπάθεια εξαγοράς πολλά θα μπορούσαν να αποδειχτούν. Τώρα, όμως, έτσι όπως έχει η κατάσταση και με αυτούς τους βουλευτές μιλάμε για ψιλολόγια.
Άλλωστε πρωθυπουργό έχουμε· τον Σάλλα. Και υπουργούς έχουμε· Σάλλα τους λένε κι αυτούς. Οπότε, μικρή σημασία έχει πως λένε τους βουλευτές…
Περί Φιλ(μ)οσοφίας: Για τον ψυχρό κύριο Haneke
Γιώργος Παυλίδης.
Όσες κριτικές και να διαβάσει κανείς για τις ταινίες του Μίκαελ Χάνεκε θα συναντήσει αργά ή γρήγορα εκείνες τις φράσεις που - είτε αυτούσιες είτε σε παραλλαγές - πιστοποιούν το αυτονόητο και δεδομένο για το κινηματογραφικό βλέμμα του Αυστριακού σκηνοθέτη: ψυχρός και κλινικός, παγερή και αποστασιοποιημένη ματιά, απογυμνωμένη και λιτή σκηνοθεσία, ωμή αλήθεια από απόσταση.
Και πώς να μην τα πει κανείς όλα αυτά, όταν ο Χάνεκε επιδεικνύει σε κάθε του ταινία μια οπτική συνέπεια ως προς τον τρόπο που σκηνοθετεί: στεγνά και συμμετρικά κάδρα, μακρινά και ακίνητα πλάνα (σπανίως πλησιάζει τα ανθρώπινα πρόσωπα), σκηνοθεσία χωρίς εξάρσεις, μετρημένος χωρίς εύκολους συναισθηματισμούς.
Αυτό που δεν φαίνεται να τονίζεται εξίσου συχνά και στο ίδιο βαθμό είναι το αντίβαρο σε αυτή την ψυχρή οπτική πλευρά.
Και το αντίβαρο στο σινεμά του Χάνεκε είναι ο ήχος.
Ο Χάνεκε χρησιμοποιεί - αντίστοιχα με τα οπτικά - ηχητικά μοτίβα σε όλες του τις ταινίες: Έλλειψη μουσικής, εκτός κάδρου διάλογοι, καθημερινοί θόρυβοί και ήχοι, σιωπή και παύσεις.
Ακοή και ακρόαση
Και πώς να μην τα πει κανείς όλα αυτά, όταν ο Χάνεκε επιδεικνύει σε κάθε του ταινία μια οπτική συνέπεια ως προς τον τρόπο που σκηνοθετεί: στεγνά και συμμετρικά κάδρα, μακρινά και ακίνητα πλάνα (σπανίως πλησιάζει τα ανθρώπινα πρόσωπα), σκηνοθεσία χωρίς εξάρσεις, μετρημένος χωρίς εύκολους συναισθηματισμούς.
Αυτό που δεν φαίνεται να τονίζεται εξίσου συχνά και στο ίδιο βαθμό είναι το αντίβαρο σε αυτή την ψυχρή οπτική πλευρά.
Και το αντίβαρο στο σινεμά του Χάνεκε είναι ο ήχος.
Ο Χάνεκε χρησιμοποιεί - αντίστοιχα με τα οπτικά - ηχητικά μοτίβα σε όλες του τις ταινίες: Έλλειψη μουσικής, εκτός κάδρου διάλογοι, καθημερινοί θόρυβοί και ήχοι, σιωπή και παύσεις.
Ακοή και ακρόαση
Η ηχητική πλευρά των ταινιών του Χάνεκε δεν απευθύνεται στην ακοή, αλλά στην ακρόαση.
Η ακοή μπορεί να είναι μια παθητική πρόσληψη ήχων ή μια απλή κατανόηση του τί είναι αυτό που ακούμε.
Η ακρόαση από την άλλη μεριά συνεπάγεται προσοχή, εστίαση και συντονισμό.
Μια κίνηση προσέγγισης που ενεργοποιεί την σκέψη και τον στοχασμό, όχι την αφηρημένη και επιφανειακή ακοή.
Μερικά ενδεικτικά παραδείγματα:
1. Στην Δασκάλα του πιάνου, μια ταινία που βασίζεται αναμφισβήτητα στην ομορφιά και την αισθητική σαγήνη της μουσικής, συμβαίνει το εξής -φαινομενικά- παράδοξο: καθ' όλη την διάρκεια της ταινίας ακούμε μονάχα θραύσματα μουσικής, αποσπάσματα που ποτέ δεν ολοκληρώνονται, μουσικά κομμάτια που διακόπτονται από φωνές που εισβάλλουν βίαια και είναι γεμάτες απαιτήσεις και προσταγές.
Ο Χάνεκε μας αρνείται την ακουστική απόλαυση.
Άλλο είναι αυτό που τον ενδιαφέρει.
Η ακρόαση από την άλλη μεριά συνεπάγεται προσοχή, εστίαση και συντονισμό.
Μια κίνηση προσέγγισης που ενεργοποιεί την σκέψη και τον στοχασμό, όχι την αφηρημένη και επιφανειακή ακοή.
Μερικά ενδεικτικά παραδείγματα:
1. Στην Δασκάλα του πιάνου, μια ταινία που βασίζεται αναμφισβήτητα στην ομορφιά και την αισθητική σαγήνη της μουσικής, συμβαίνει το εξής -φαινομενικά- παράδοξο: καθ' όλη την διάρκεια της ταινίας ακούμε μονάχα θραύσματα μουσικής, αποσπάσματα που ποτέ δεν ολοκληρώνονται, μουσικά κομμάτια που διακόπτονται από φωνές που εισβάλλουν βίαια και είναι γεμάτες απαιτήσεις και προσταγές.
Ο Χάνεκε μας αρνείται την ακουστική απόλαυση.
Άλλο είναι αυτό που τον ενδιαφέρει.
2. Στις ταινίες Έβδομη ήπειρος (Der siebente Kontinent) και Άγνωστος κώδικας (Code Inconnu) υπάρχουν στιγμές λίγων δευτερολέπτων (που εμφανίζονται πολλές φορές μέσα στην ταινία) όπου συμβαίνει blackout: το μόνο που βλέπουμε είναι η μαύρη σιωπηλή οθόνη ( χαρακτηριστικότερη όλων η σκηνή απόλυτου σκότους στην Ώρα του Λύκου).
Καθώς η σκηνή που προηγήθηκε επεκτείνεται σε αυτή τη στιγμή ακουστικού κενού, ο Χάνεκε μας καλεί, σχεδόν μας διατάσσει, να εστιάσουμε και να ακούσουμε προσεκτικά.
Η σιωπή για τον Χάνεκε δεν είναι η απουσία ήχου, αλλά η ουσία και προϋπόθεσή του.
Δεν είναι κάποιο τέλος, αλλά ένα σιωπητήριο που καλεί σε εγρήγορση, προσοχή και σκέψη.
Ακοή και όραση
Καθώς η σκηνή που προηγήθηκε επεκτείνεται σε αυτή τη στιγμή ακουστικού κενού, ο Χάνεκε μας καλεί, σχεδόν μας διατάσσει, να εστιάσουμε και να ακούσουμε προσεκτικά.
Η σιωπή για τον Χάνεκε δεν είναι η απουσία ήχου, αλλά η ουσία και προϋπόθεσή του.
Δεν είναι κάποιο τέλος, αλλά ένα σιωπητήριο που καλεί σε εγρήγορση, προσοχή και σκέψη.
Ακοή και όραση
Υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στο όραση και την ακοή.
Το αφτί είναι πολύ πιο ευάλωτο και απροστάτευτο από το μάτι.
Τα μάτια έχουν βλέφαρα, τα κλείνουμε σε μια τρομακτική σκηνή και όλα καλά.
Τα αφτιά δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο, δεν υπάρχει τρόπος να κατεβάσουμε τον διακόπτη του ήχου.
Έτσι, το σκοτάδι στο σινεμά του Χάνεκε μπορεί προστατέψει τα μάτια μας, αλλά η σιωπή δεν δημιουργεί καθόλου την αίσθηση της προστασίας ή της απομάκρυνσης από κάτι δυσάρεστο.
Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει: η σιωπή σημαίνει μια απότομη διακοπή της ομαλής (εισ)ροής ήχου, προκαλεί ανησυχία και επακόλουθη προσπάθεια να συγκεντρωθούμε, να πλησιάσουμε και να ακούσουμε, να σκεφτούμε τί συνέβη αμέσως πριν και να προβληματιστούμε γι' αυτό που θα συμβεί αμέσως μετά.
3. Στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας Κρυμμένος ακούμε ελάχιστους ήχους (κάποια βήματα, ένα ποδήλατο που περνάει) και μια αφόρητη σε διάρκεια σιωπή που διακόπτεται από κάποιες φωνές που ξεσπούν σαν να έρχονται από πίσω μας ή να βρίσκονται πίσω από την εικόνα.
Ο ήχος δημιουργεί κατά κάποιον τρόπο έναν κενό χώρο ανάμεσα σ' εμάς και την εικόνα, καθιστά προβληματική (και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα) την οπτικοακουστική ακολουθία της σκηνής και μας αποπροσανατολίζει.
Το αφτί είναι πολύ πιο ευάλωτο και απροστάτευτο από το μάτι.
Τα μάτια έχουν βλέφαρα, τα κλείνουμε σε μια τρομακτική σκηνή και όλα καλά.
Τα αφτιά δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο, δεν υπάρχει τρόπος να κατεβάσουμε τον διακόπτη του ήχου.
Έτσι, το σκοτάδι στο σινεμά του Χάνεκε μπορεί προστατέψει τα μάτια μας, αλλά η σιωπή δεν δημιουργεί καθόλου την αίσθηση της προστασίας ή της απομάκρυνσης από κάτι δυσάρεστο.
Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει: η σιωπή σημαίνει μια απότομη διακοπή της ομαλής (εισ)ροής ήχου, προκαλεί ανησυχία και επακόλουθη προσπάθεια να συγκεντρωθούμε, να πλησιάσουμε και να ακούσουμε, να σκεφτούμε τί συνέβη αμέσως πριν και να προβληματιστούμε γι' αυτό που θα συμβεί αμέσως μετά.
3. Στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας Κρυμμένος ακούμε ελάχιστους ήχους (κάποια βήματα, ένα ποδήλατο που περνάει) και μια αφόρητη σε διάρκεια σιωπή που διακόπτεται από κάποιες φωνές που ξεσπούν σαν να έρχονται από πίσω μας ή να βρίσκονται πίσω από την εικόνα.
Ο ήχος δημιουργεί κατά κάποιον τρόπο έναν κενό χώρο ανάμεσα σ' εμάς και την εικόνα, καθιστά προβληματική (και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα) την οπτικοακουστική ακολουθία της σκηνής και μας αποπροσανατολίζει.
4. Στην ταινία 71 Συμπτώσεις (71 Fragmente) υπάρχει μια στατική απολύτως σιωπηλή μακράς διάρκειας σκηνή ενός δολοφονημένου φύλακα που το πτώμα του κείτεται στο πάτωμα.
Η κένωση του ήχου και η σφιχτή εστίαση στο αίμα που κυλάει γύρω από τον νεκρό, είναι σαν να μας καλούν να ακούσουμε την αποστράγγιση του αίματος από το σώμα, να ακούσουμε τη ροή του ίδιου του θανάτου.
5. Οι ταινίες Το βίντεο του Μπένι και Λευκή Κορδέλα τελειώνουν με τους τίτλους και τα ονόματα των συντελεστών που κυλάνε μπροστά μας αργά, σε μαύρο φόντο, χωρίς καμία συνοδεία μουσικής ή ήχου από την ταινία.
Εκείνα τα λίγα λεπτά ή δευτερόλεπτα, πριν ανάψουν τα φώτα στην αίθουσα, ο Χάνεκε μας λέει: ό,τι είχα να σας πω με την ταινία έφτασε στο τέλος και τώρα είναι η σειρά σας να σκεφτείτε και να απαντήσετε.
Η σιωπή εδώ δεν σημαίνει το τέλος, αλλά είναι μια παύση που δίνει τον λόγο σ' εμάς.
6. Στην Λευκή Κορδέλα ο ήχος έχει υποστεί ειδική επεξεργασία ενίσχυσης.
Έτσι, οι απλοί καθημερινοί ήχοι όπως τα βήματα που σέρνονται στο πάτωμα, η τριβή των ρούχων μεταξύ τους καθώς ο ήρωας ντύνεται, η χτένα που αγγίζει τα μαλλιά, η αναπνοή και ο κάθε αναστεναγμός, οξύνουν την παρουσία τους και την καθαρότητά τους σε τέτοιο βαθμό ώστε ενώ η κάμερα παρακολουθεί τον ήρωα από απόσταση, ο ήχος σχεδόν μας επιτίθεται και μας κάνει να νιώθουμε σαν να στέκεται ακριβώς δίπλα μας.
Ο ήχος στο σινεμά του Χάνεκε λειτουργεί όπως η μεμβράνη ενός τυμπάνου: με κάθε χτύπημα παράγεται όχι απλώς ένας ήχος, αλλά μια αντήχηση.
Αυτό που ακούμε είναι η δόνηση και ο συντονισμός του ήχου έξω (ο ήχος του κόσμου) με τον ήχο μέσα (ο ήχος του σώματός μας).
Η οπτική ψυχρότητα και απόσταση βρίσκει το αντιστάθμισμα και συμπλήρωμά της στην απτικότητα του ήχου, καθώς το δέρμα της ταινίας μας καλεί να το αγγίξουμε και το άγγιγμα αυτό εκπυρσοκροτεί μια αισθαντική στοχαστικότητα και σκέψη.
Η οπτική ψυχρότητα και απόσταση βρίσκει το αντιστάθμισμα και συμπλήρωμά της στην απτικότητα του ήχου, καθώς το δέρμα της ταινίας μας καλεί να το αγγίξουμε και το άγγιγμα αυτό εκπυρσοκροτεί μια αισθαντική στοχαστικότητα και σκέψη.
Οι Άθλιοι!
Το θέμα δεν σηκώνει αστεία, ούτε αστείες φωτογραφίες, γελοιογραφίες και τέτοια. Εδώ χρειάζονται πραγματικές απεικονίσεις της ηθικής και ψυχικής κακουργίας των αθλίων που μας κυβερνούν. Άθλιοι που τα δίνουν όλα προκειμένου να κυβερνήσουν λίγες στιγμές ακόμα, προκειμένου... να μην παραιτηθούν. Όλα στον βωμό των απαιτήσεων των τοκογλύφων-δανειστών: Αύξηση του ΦΠΑ στα φάρμακα, ξενοδοχεία, βιβλία και πολλά άλλα. Άμεση αλλαγή του μισθολογίου, με μειώσεις μισθών-συντάξεων. Αλλαγή στο Ασφαλιστικό με αύξηση των ορίων ηλικίας, και αλλαγή τρόπου υπολογισμού σύνταξης που θα σημάνει μειώσεις στις κύριες συντάξεις από 15% έως και 20%! Τροποποίηση της ρύθμισης των 100 δόσεων, με λιγότερες δόσεις και εισαγωγή εισοδημστικών και περιουσιακών κριτηρίων. Και άλλα που ίσως μας κρύβουν και σκοπεύουν να μας τα παρουσιάσουν ως τροπολογίες προς ψήφιση σε άσχετα νομοσχέδια. Καινούργια μέτρα και καινούργιους εκβιασμούς αποδέχονται οι Άθλιοι, μέτρα που αν ισχύσουν θα βουλιάξουν στα τάρταρα ό,τι έχει απομείνει από οικονομία και κοινωνία, ..ενώ το πολύ-πολύ να αποδώσουν όφελος στα ταμεία των δανειστών μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια, δηλαδή ψίχουλα μπροστά στο χάος του (απαιτούμενου απ' αυτούς) χρέους των 380 δις. Θέλουν όμως να δείξουν οι νταβατζήδες της Ελλάδας και της κυβέρνησης ποιοί είναι τ' αφεντικά, ..και τα πειθήνια όργανά τους οι άθλιοι συνομώτες των Αθηνών το δέχονται και το παραδέχονται, μη μπορώντας να κάνουν κι αλλοιώς, ..όντας ένα βήμα από τα Ειδικά Δικαστήρια, ..και αν είμασταν και σε άλλες εποχές, μισό βήμα απ' το Γουδή! Το τσουνάμι της οργής, της απογοήτευσης, της απελπισίας, δεν αργεί να μετατρέψει έναν λαό σε όχλο. Πριν φτάσουμε εκεί -που δεν μας αξίζει- παραιτηθείτε Άθλιοι! Δείξτε την τελευταία στιγμή ψήγματα μετάνοιας. Ο λαός είναι μεγαλόθυμος -δυστυχώς- προς τους μετανοούντες ολετήρες!..
Γενική Απεργία
Του Απόστολου Λυκεσά
Λένε ότι η απεργία ως μέσο πάλης πέθανε. Το λένε αυτοί που δεν κλαίνε όταν αργοπεθαίνεις.
Λένε πως η απεργία δεν έχει νόημα, καλύτερα μείνε στο σπίτι, να κάνεις like στον υπολογιστή. Το λένε αυτοί που με ένα κλικ σου παίρνουν το σπίτι.
Λένε ότι οι συνδικαλιστές είναι ξεπουλημένοι και τους «καταγγέλλουν» αυτοί που τους εξαγόρασαν.
Λένε ότι η απεργία δεν έχει κανένα νόημα, άλλαξαν οι καιροί, και το λένε αυτοί που στήνουν καρτέρι να δουν πόση ώρα χάνεις στην τουαλέτα.
Σκίζουν τα ρούχα τους, φτύνουν και λυσσάνε κατά της απεργίας, βάζουν γραφιάδες να τραμπουκίζουν με λέξεις τυλιγάδια, στρεψοδίκες επιχειρηματολογούν, σουφρώνουν τα χείλη τους, «μα είναι καιρός για απεργίες τώρα;», κι είναι που δεν τολμούν να πουν πως θα ’θελαν να ρίξουν ξύδι, στο αίμα των παππούδων σου, στων πατεράδων μας τα κόκκαλα, που κατέβηκαν σε απεργίες αιματηρές για να βγούμε από τον βούρκο.
Λυσσομανάνε κατά της απεργίας, φωτοθύελλες στα στούντιο, λιμοκοντόροι φαύλοι και ξεδιάντροποι, «αλλάξανε οι εποχές» τσιροκοπάνε, το κνούτο έγινε κλομπ, να πέσουμε στα γόνατα, να έρπουμε και να γλύφουμε, υστερικοί, να δοξολογούμε πως μόνο ο μουγγός δούλος δουλειά θα έχει, κι ο δούλος ο μουγγός δεν απεργεί, είναι «καλός» εργάτης, τόσο «καλός» που μόνος του αυτοκτονεί.
«Θα χάσεις το μεροκάματο» σφυράνε οι σμέρνες των τραπεζοθυρίδων, αυτοί που κάνανε της κοινωνίας τον ιδρώτα άϋλους τίτλους, χρηματιστηριακούς, που με τα μούτρα πέσανε, στο μούχτι του πλανήτη.
Εσύ, μην απεργείς, θα κουνηθούν οι πολυέλαιοι, τέτοιο κήρυγμα υστερικό, τα υποπόδια των αφεντάδων, «μην απεργείς», κάνε κέηκ σοκολάτα, το βράδυ, να το πάει η κόρη σου στο αφεντικό, να το χαρούνε αντάμα, σκέψου ό,τι θες, σκύψε το κεφάλι
αλλά, προς θεού, μην απεργείς.
Λένε, μην απεργείς, γιατί πικρά θα κλάψεις, κι εννοούν ότι γελάς όταν στ΄ αφεντικό δουλεύεις, απλήρωτα δωδεκάωρα, μήνες ολόκληρους, τόσους, που κι εσύ στο τέλος τους ξεχνάς, κι αρχίζεις τα ψέματα στον εαυτό σου.
Λένε μην απεργείς, αν την δουλειά σου εσύ δεν χάνεις, τι σε κόφτει αν θα την χάσουν άλλοι, κι άλλους δεν βρίσκεις πια όταν εσύ την χάνεις, μια παρηγόρια να σου πουν.
«Μην απεργείς, εσύ δεν είσαι εργάτης, είσαι υπάλληλος», κι έτσι βαφτισμένος και καημένος, κορδώνεσαι, υπάλληλος μπορεί να γίνεις ακόμη και δημόσιος. Άμα τον γάιδαράκο σου τον δέσεις, τι σε κόφτει, άμα φιμωμένο κι εσένανε, σαν Μέντιο αλλά με θέσεις, σε κατάντησαν;
Γι αυτό απεργώ
Γιατί μας στέρησαν την ελπίδα, τη δουλειά, τις σπουδές, την υγεία, τη χαρά, τον έρωτα, τη φαντασία, τα όνειρα, την πίστη στη δικαιοσύνη και το δίκιο
Γιατί μας κατάντησαν υπηκόους, μιας χώρας παραδομένης σε ξένους και δανειστές
Γιατί αποφασίζουν για το μέλλον μας με αδιαφανείς τρόπους και νομικίστικα τερτίπια
Γιατί, εδώ και πέντε χρόνια, όρισαν οι ίδιοι τον εαυτό τους για σωτήρες χωρίς κανείς να τους το έχει ζητήσει ή να έχει ψηφίσει γι’ αυτό
Γιατί όλο απαιτούν και ποτέ δεν επιστρέφουν τα οφειλόμενα. Φόροι, φόροι, φόροι από έναν λαό που δεν έχει τίποτα άλλο να δώσει αφού ξεπούλησε το σπίτι, τα χρυσαφικά, το χωράφι. Αυτοί όμως θέλουν ακόμα και το βρακί μας, κι ας είν’ και λερωμένο
Γιατί βαφτίζουν τις εγκληματικές τους αποφάσεις «κάπως», για να μην γίνεται κατανοητό για ποιο πράγμα πρόκειται
Γιατί φτωχούς και πένητες που μας κατάντησαν δεν τολμούμε να κοιτάξουμε στα μάτια γυναίκα και παιδιά επειδή δεν έχουμε να προσφέρουμε ένα κουλούρι ή ένα λουλούδι
Γιατί κλαίω τους γέροντες και ντρεπόμαστε που βρεθήκαμε στην ανάγκη να ταΐζουν την οικογένεια των παιδιών τους, με την όποια σύνταξή τους
Γιατί γυρνάμε αλλού το κεφάλι στον ηλικιωμένο ζητιάνο, στον ανάπηρο αλλοδαπό
Γιατί αφήσαμε να μας ταΐζουν σκουπίδια τα κανάλια, αντί να κλείσουμε το χαζοκούτι και να πάψουμε να βαθουλώνουμε τους καναπέδες απ’ τις πολλές ώρες τηλεθέασης
Γιατί δεν ζούμε τον έρωτα, σαν να μην ζήσαμε πουθενά αλλού, παρά μόνο σ’ αυτή την ανελέητη μαυρίλα
Γιατί αν εγώ, εσύ, ο πολίτης χρειαστούμε νοσοκομείο για σοβαρή ή όχι περίσταση, θα πρέπει να μετρήσουμε τα φράγκα και να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας για ίαση στον πατριωτισμό των γιατρών, των νοσηλευτών και όσων αντέχουν ακόμα να εργάζονται για τη δημόσια υγεία .
Απεργώ
Γιατί άνθρωποι αυτοκτόνησαν από ντροπή και απελπισία όχι επειδή οι ίδιοι δεν τα κατάφεραν καλά στη ζωή τους, αλλά γιατί οι κυβερνώντες τους οδήγησαν στο γκρεμό
Απεργώ
Γιατί αρκετοί κατέκλεψαν τον τόπο χρησιμοποιώντας όποιον τρόπο νομιμοφανή ή παράνομο μπόρεσαν. Και δεν τιμωρήθηκαν αν και γνωστοποιήθηκαν τα παιχνίδια τους
Γιατί την ώρα που μιλάμε ή χαζολογάμε, κάποιος δυστυχεί, παγώνει απ’ το κρύο, πεθαίνει δολοφονημένος απ’ τα «μέτρα που έπρεπε να ληφθούν πριν σαράντα χρόνια»
Γιατί μας κατάντησαν μίζερους, μνησίκακους, οπορτουνιστές
Γιατί πρέπει να τους δείξουμε τον θυμό και την οργή μας
Γιατί μας τσαλάκωσαν και, λίγο έλειψε, να μας πείσουν ότι είμαστε καλά
Γιατί θέλω να θυμόμαστε ότι η απεργία είναι δικαίωμα και διεκδίκηση. Το μόνο όπλο που διαθέτουμε για να προστατευτούμε απ’ την καταστροφή.
Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014
Η απεργία της ήττας... Και η κουτσή Μαρία ξέρει πια πως η μόνη απεργία που έχει νόημα είναι η γενική απεργία διαρκείας...
Πανελλαδική απεργία σήμερα σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα από την ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ. Η απεργία γίνεται σε αντίδραση στον προϋπολογισμό του 2015. Έγιναν πάρα πολλές πανελλαδικές απεργίες μετά την χρεοκοπία της χώρας. Τι αποτέλεσμα είχαν; Κανένα. Τα τελευταία χρόνια πήγα σε πάρα πολλές απεργιακές παρελάσεις στο κέντρο της Αθήνας. Ως άνεργος, συμπαραστάθηκα σε όλους τους εργαζόμενους. Τώρα τους συμπαραστέκομαι από το... σπίτι μου.
Και η κουτσή Μαρία ξέρει πια πως η μόνη απεργία που έχει νόημα είναι η γενική απεργία διαρκείας.
Επειδή μόνο η γενική απεργία διαρκείας έχει νόημα, η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ δεν την θέλουν καθόλου.
Ούτε οι εργαζόμενοι την θέλουν. «Έλα μωρέ, καλά είμαστε κι έτσι, πάμε στην πορεία να ξεμουδιάσουμε λίγο, να τραγουδήσουμε το “Πάγωσε η τσιμινιέρα”, να δούμε και καμιά παλιά γκόμενα, να πάμε μετά για καφέ και σουβλάκια, και αύριο στην δουλειά».
Δεν ξέρω ποιον πείθουν αυτές οι απεργίες εκτός από τους εργατοπατέρες και τα κομματόσκυλα.
Ναυάγιο οι συνομιλίες στο Παρίσι
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος παραδέχθηκε ότι το υπάρχον πρόγραμμα θα παραταθεί. Η τρόικα παραμένει. Παραμένει και το ΔΝΤ με το δικό του πρόγραμμα.
Αντίο Παρίσι χωρίς συμφωνία
Ολοκληρώθηκαν χθες το μεσημέρι οι διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με την τρόικα στο Παρίσι, χωρίς να υπάρξει συμφωνία, ενώ ο εκπρόσωπος της ΕΚΤ, Κλάους Μαζούχ και ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ, Ρίσι Κογιάλ αποχώρησαν χωρίς να κάνουν δηλώσεις" Πέμπτη, 27 Νοεμβρίου 2014 08:34
Ολοκληρώθηκαν το μεσημέρι της Τετάρτης οι διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με την τρόικα στη βίλα Σεντ στο Παρίσι, ενώ ο εκπρόσωπος της ΕΚΤ, Κλάους Μαζούχ και ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ, Ρίσι Κογιάλ αποχώρησαν χωρίς να κάνουν δηλώσεις. Σύμφωνα με πληροφορίες το χάσμα -αν και μικρότερο- μεταξύ των δύο πλευρών σε σχέση με το δημοσιονομικό κενό για το 2015 παραμένει, ενώ και στο ζήτημα του ασφαλιστικού υπάρχουν διαφωνίες. Χαρακτηριστικό των σκληρών διαπραγματεύσεων ήταν ότι ο χθεσινοβραδινός πρώτος γύρος συνομιλιών ολοκληρώθηκε τα χαράματα της Τετάρτης αφού οι συζητήσεις κράτησαν περίπου 14 ώρες. Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές «δεν υπήρξε συμφωνία για την έκθεση αξιολόγησης και την επόμενη ημέρα» με τους πιστωτές να θεωρούν ότι το δημοσιονομικό κενό του επόμενου έτους δεν κλείνει με τα μέτρα που προτείνει η κυβέρνηση. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η πλευρά των δανειστών ζητά μέτρα ύψους 2 δισ., ενώ διαφωνία υπάρχει ακόμη και στο ύψος της ανάπτυξης που προβλέπει ο προϋπολογισμός του 2015 (στο 2,9%) με τον ΟΟΣΑ ήδη να το υπολογίζει στο 2,3%. Τέλος, πηγές του ΠΑΣΟΚ στην Αθήνα σημειώνουν ότι οι κόκκινες γραμμές σε ασφαλιστικό -μείωση συντάξεων, κατάργηση ΕΚΑΣ- και σε εργασιακά (50 συν 1) παραμένουν και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα αλλαγών.
Στέλεχος του ΥΠΟΙΚ στο Reuters: Όπως ανέφερε Έλληνας αξιωματούχος στο Reuters οι συζητήσεις στο Παρίσι ανάμεσα στην Ελλάδα και την τρόικα «απέτυχαν να επιλύσουν τις διαφορές για το δημοσιονομικό κενό». Σύμφωνα με το δημοσίευμα «δεν έγινε καμία συζήτηση για παράταση του προγράμματος μετά το τέλος του έτους» και δεν έχει συμφωνηθεί ακόμα η ημερομηνία επιστροφής των επιθεωρητών της τρόικας στην Αθήνα. «Το υπ’αριθμόν ένα θέμα είναι το δημοσιονομικό κενό του 2015», τόνισε ο αξιωματούχος.
Ο τελευταίος χορός των νεκροθαφτών
Tου Γιώργου Ανανδρανιστάκη
Ο Ελληνικός λαός παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα το θανατηφόρο πόκερ του Παπανδρέου με τον Βενιζέλο. Βγάζει ο Γιώργος έναν Μωραΐτη, του απαντάει ο Βαγγέλης με έναν Γρηγοράκο, που κι αυτός Μωραΐτης είναι αλλά από τη Λακωνία, τα παίρνει ο Γιώργος και ρίχνει στο τραπέζι το βαρύ χαρτί του, τον Σαχινίδη των οικονομικών, όντας πλέον σίγουρος ότι έχει κατατροπώσει τον Βαγγέλα, που την έσχατη στιγμή κάνει μια πιρουέτα, σκύβει ελαφρώς και βγάζει με μαεστρία... από την μπότα του έναν Ρήγα σπαθί. Το τέλος του Γιώργου μοιάζει αναπόφευκτο κι όμως του υετού ο γιος αποδεικνύεται εφτάψυχος, σκαρφαλώνει στην πράσινη τσόχα και τρίβει στην κασίδα του Βαγγέλη τρεις νομαρχιακές επιτροπές, με προεξάρχουσα εκείνη της Κέρκυρας, που μυρίζει κουμκουάτ. Ο Βαγγέλης κυλιέται αιμόφυρτος στο πάτωμα, προσπαθώντας να απαλλαγεί από τη θανατηφόρα οσμή του νανοεσπεριδοειδούς, μέχρι που ανασηκώνεται με κόπο στα γόνατά του και με το σκουριασμένο ρεβόλβερ του παππού του ρίχνει στον ΓΑΠ ένα δηλητηριώδες non paper, που θα μπορούσε να ξεκάνει και ασιατικό ελέφαντα. «Τσου, ρε Λάκη, που στις ευρωεκλογές πήγες και ψήφισες ΔΗΜ.ΑΡ.!». Πεθαμένοι είναι κι οι δύο, τίποτα, τίποτα πια δεν τους σώνει. Αυτοί καβγαδίζουν για το πάπλωμα κι ο εισαγγελέας ξαναφέρνει στην επιφάνεια την υπόθεση της Siemens, εξήντα πέντε μη πολιτικά πρόσωπα που παραπέμπονται σε δίκη με τις κατηγορίες της δωροδοκίας και του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος. Ακούει ο κόσμος Siemens και του έρχεται στον νου ο Τσουκάτος, που πήγε στα ταμεία του ΠΑΣΟΚ τη χαρτοσακούλα με τα εκατομμύριο. Ακούει ο κόσμος Siemens και σκέφτεται το ΠΑΣΟΚ, σκέφτεται και τη Ν.Δ., τις οικοσκευές του Κυριάκου και τον Χριστοφοράκο που το έσκασε στο Μόναχο επί Ντόρας υπουργού Εξωτερικών, αλλά με αυτό θα ασχοληθούμε στα επόμενα επεισόδια. Τίποτα, τίποτα πια δεν τους σώνει. Τσακώνονται για την ιδιοκτησία του 5% , την ώρα που ξαναβγαίνει στην επιφάνεια το θέμα των μιζών για τα εξοπλιστικά. Κατά έναν περίεργο τρόπο, ο κόσμος ακούει για τις μίζες του Καρατζαφέρη και ο νους του πάει ενστικτωδώς στον Άκη, στον Σμπώκο, ακόμη και στον Γιάννο που έφαγε τέσσερα χρόνια με αναστολή για τα 1,3 εκατομμύρια ευρώ που είχε η σύζυγός του στη λίστα Λαγκάρντ. Είναι άτιμο πράγμα ο νους του ανθρώπου, του λες «Καρατζαφέρης» και αυτός ακούει «ΠΑΣΟΚ». Δεν τους σώνει τίποτα τους πασόκους, ούτε τα συνέδρια του Γιώργου ούτε η Δημοκρατική Παράταξη του Βαγγέλη. Το βάρος των σκανδάλων του παρελθόντος είναι συντριπτικό κι ακόμη συντριπτικότερο είναι το βάρος των Μνημονίων. Ό, τι και να κάνουν, ό, τι και να πουν ο Παπανδρέου με τον Βενιζέλο, θα μείνουν στην Ιστορία ως εκείνοι που συνέβαλαν καθοριστικά, ως πρωθυπουργοί, ως αρχηγοί, ως αντιπρόεδροι, ως υπουργοί, στην καταστροφή που ενέσκηψε από το 2010 και εντεύθεν και τούτο δίνει στην κόντρα τους διαστάσεις κωμικοτραγικές. Είναι σαν να παλεύουν δύο νεκροθάφτες επί πτωμάτων.
Πνεύμα και Ηθική!
Με αφορμή τον θόρυβο των ημερών, μιλούσαμε για τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς με έναν φίλο, τις προάλλες, και προσπαθούσα να του εξηγήσω, ότι μόνο σε χώρες τριτοκοσμικές, υπάρχουν μεσάζοντες μεταξύ ενός κράτους-αγοραστή και ενός κράτους-πωλητή οπλικών συστημάτων. Διότι, τι πιο φυσιολογικό, από τον υπουργό Άμυνας της Γαλλίας, για παράδειγμα, να σηκώσει το προσωπικό του τηλέφωνο και να μιλήσει απευθείας με τον Αμερικάνο ομόλογό του, να κουβεντιάσουν για τις γυναίκες τους, τα σκυλιά τους κι ό,τι άλλο, τέλος πάντων επιτρέπει το πρωτόκολλο, και μετά να του ζητήσει, ο Γάλλος του Αμερικάνου, να μεσολαβήσει για να αγοράσει η Γαλλία, ένα αμερικάνικο κανόνι που χρειάζεται ή ένα αεροπλάνο.
Θα μου πεις, είναι δυνατόν η Γαλλία, που είναι παραγωγός πολεμικών αεροπλάνων η ίδια, ν' αγοράζει αεροπλάνα αμερικάνικά Ε, τι να κάνουμε, άμα οι Γάλλοι στρατηγοί μουλαρώνουν κι επιμένουν ότι η Armée de l'Air χρειάζεται οπωσδήποτε τρία ή τέσσερα ιπτάμενα ραντάρ, τι να κάνουν κι αυτοί οι δόλιοι, που τα αμερικάνικα ιπτάμενα ραντάρ είναι τα καλύτερα, αν όχι τα μοναδικά στην αγορά΄; Θα σηκώσει, λοιπόν, το τηλέφωνο ο Γάλλος υπουργός και θα το παζαρέψει. Μετά, μαζί με τους επιτελείς του υπουργείου του, τους ναυάρχους και τους πτεράρχους του και υπό την επίβλεψη των Γάλλων στρατηγών με τα πιο πολλά αστέρια θα πάει και θα το αγοράσει. Για υπουργούς, μιλάμε τώρα, με όλη τη βαρύτητα της λέξης, όχι για κάτι δικούς μας «υπουργούς» που είναι απόγονοι του Μαυροκορδάτου και του λήσταρχου Νταβέλη. Αυτά, τα προηγούμενα, συμβαίνουν στα κανονικά κράτη, αλλά όχι στην πατρίδα μας, τη χώρα όπου θάλλει η φαιδρά ροδακινέα.
Εμείς, τι εμείς δηλαδή, οι δικοί μας οι πολιτικοί «ταγοί», ο θεός να τους κάνει, όχι μόνο δεν λειτουργούν με τους κανόνες της λογικής και του δημοσίου συμφέροντος, αλλά αντίθετα συναλλάσσονταν -και κατά πάσα πιθανότητα, συνεχίζουν να συναλλάσσονται- υπογείως με διάφορους αμφιλεγόμενης ηθικής εμπορικούς αντιπρόσωπους και άλλους ενδιάμεσους σαλταδόρους της διεθνούς του jet-set, όπως θα σημείωναν και οι έγκριτοι της δημοσιογραφίας, σε μυθιστορηματικού ύφους υποχθόνιες συναλλαγές σε ρευστό χρήμα.
Εμείς, τι εμείς δηλαδή, οι δικοί μας οι πολιτικοί «ταγοί», ο θεός να τους κάνει, όχι μόνο δεν λειτουργούν με τους κανόνες της λογικής και του δημοσίου συμφέροντος, αλλά αντίθετα συναλλάσσονταν -και κατά πάσα πιθανότητα, συνεχίζουν να συναλλάσσονται- υπογείως με διάφορους αμφιλεγόμενης ηθικής εμπορικούς αντιπρόσωπους και άλλους ενδιάμεσους σαλταδόρους της διεθνούς του jet-set, όπως θα σημείωναν και οι έγκριτοι της δημοσιογραφίας, σε μυθιστορηματικού ύφους υποχθόνιες συναλλαγές σε ρευστό χρήμα.
Από την πρόσφατη αποκάλυψη των δραστηριοτήτων του υπερπατριώτη Karatza...führer, ένα πράγματα αξίζει, ίσως, να μας εντυπωθεί καλά στο μυαλό, κι αυτό, ανεξάρτητα από το πόσο λερωμένη αποδειχθεί ότι έχουν τη φωλιά τους, όλοι αυτοί οι, φερόμενοι ως εμπλεκόμενοι, πολιτικοί αγύρτες: την επίμαχη περίοδο που φέρεται να συνέβη η συγκεκριμένη βρώμικη συναλλαγή -από τις, ποιος ξέρει πόσες, άλλες- κυβερνούσαν οι σοσια-ληστές, προφανώς "χέρι-χέρι με τον Καρατζαφέρη" και όλους τους υπόλοιπους πατριδοκάπηλους του εσμού. Ανέκαθεν μια παρέα ήταν -και είναι όλοι αυτοί -κι ας έγινε φως φανάρι αυτό για τους πολλούς, μόνο πολύ πρόσφατα.
Αλλά αυτό, δεν είναι το σπουδαιότερο!
Το σπουδαιότερο είναι ότι αυτοί οι ανεκδιήγητοι πολιτικοί «ταγοί», που σαν ένα σμήνος από πεινασμένες ακρίδες, έχουν πέσει επάνω μας και μας κατασπαράσσουν ζωντανούς, συνεχίζουν να λειτουργούν ακόμα και σήμερα με τις ίδιες σκοτεινές μεθόδους όπως και οι προκάτοχοί τους, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα σε ετούτον τον τόπο. Όμως, αυτό δεν θα το ακούσουμε ποτέ από τα χείλη ούτε θα το διαβάσουμε ποτέ, γραμμένο από τις γραφίδες των διαφόρων Ξεφτεντέρηδων της αργυρώνητης δημοσιογραφίας. Ούτε ποτέ θα ακούσομε από τα μέσα του μαζικού μας εμπαιγμού, την είδηση που κάνει τον γύρο του κόσμου στα «ψιλά». Ότι, δηλαδή, η Ελλάδα είναι μια από τις τρείς ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ που ξοδεύουν τουλάχιστον το 2% επί του ΑΕΠ τους, για αμυντικές δαπάνες.
Των παραπάνω δοθέντων, δεν είναι να απορεί κανείς που στην Ψωροκώσταινα, μπορεί να ζητούνται εθελοντές δάσκαλοι στα σχολεία ή ακόμα, τα χειρουργεία των δημόσιων νοσοκομείων, λόγω της έλλειψης πόρων, να λειτουργούν χωρίς αντισηπτικά υγρά ή άλλα αναλώσιμα, αλλά στις υποχρεώσεις μας απέναντι στην στρατιωτική συμμαχία, όλα κι όλα, είμαστε τύπος και υπογραμμός και τις εκπληρώνουμε μέχρι κεραίας, τις υποχρεώσεις μας, εμείς. Κύριοι! Πνεύμα και ηθική!
Το σπουδαιότερο είναι ότι αυτοί οι ανεκδιήγητοι πολιτικοί «ταγοί», που σαν ένα σμήνος από πεινασμένες ακρίδες, έχουν πέσει επάνω μας και μας κατασπαράσσουν ζωντανούς, συνεχίζουν να λειτουργούν ακόμα και σήμερα με τις ίδιες σκοτεινές μεθόδους όπως και οι προκάτοχοί τους, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα σε ετούτον τον τόπο. Όμως, αυτό δεν θα το ακούσουμε ποτέ από τα χείλη ούτε θα το διαβάσουμε ποτέ, γραμμένο από τις γραφίδες των διαφόρων Ξεφτεντέρηδων της αργυρώνητης δημοσιογραφίας. Ούτε ποτέ θα ακούσομε από τα μέσα του μαζικού μας εμπαιγμού, την είδηση που κάνει τον γύρο του κόσμου στα «ψιλά». Ότι, δηλαδή, η Ελλάδα είναι μια από τις τρείς ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ που ξοδεύουν τουλάχιστον το 2% επί του ΑΕΠ τους, για αμυντικές δαπάνες.
Των παραπάνω δοθέντων, δεν είναι να απορεί κανείς που στην Ψωροκώσταινα, μπορεί να ζητούνται εθελοντές δάσκαλοι στα σχολεία ή ακόμα, τα χειρουργεία των δημόσιων νοσοκομείων, λόγω της έλλειψης πόρων, να λειτουργούν χωρίς αντισηπτικά υγρά ή άλλα αναλώσιμα, αλλά στις υποχρεώσεις μας απέναντι στην στρατιωτική συμμαχία, όλα κι όλα, είμαστε τύπος και υπογραμμός και τις εκπληρώνουμε μέχρι κεραίας, τις υποχρεώσεις μας, εμείς. Κύριοι! Πνεύμα και ηθική!
Όμως επειδή δεν θα πάψουν να υπάρχουν κι εκείνοι που θα συνεχίσουν, αμετανόητα αφελείς, να επικαλούνται την εθνική μας άμυνα ως το υπέρτατο αγαθό, νομίζοντας ότι οι πόλεμοι σήμερα γίνονται ακόμα με τορπίλες και με κανόνια, ας θυμηθούμε ξανά αυτό που με πολλές και διάφορες αφορμές έχουμε ξαναπεί και που θα το επαναλάβουμε μονότονα: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλοι αυτοί που αποτελούν τον “εθνικό” κορμό και τις παραφυάδες του πολιτικού μας συστήματος, είναι αήθεις ελεεινοί και τρισάθλιοι∙ αμέτρητα χρόνια κλέβουνε, αγοράζοντας με δανεικά, στο όνομα του Ελληνικού Λαού, οπλικά συστήματα για να αντιμετωπίζονται, ανάλογα με τη συγκυρία, ο εκ του βορρά ή ο εξ ανατολών κίνδυνος. Από τα συμβόλαια προμήθειας των οπλικών συστημάτων που πληρώνομε χρυσά και έντοκα, με συμβάσεις συνομολογημένες από τα άθλια και θλιβερά ανθρωπάκια που στέλνομε στην ελληνική Βουλή, εξασφαλίζονται, υποτίθεται, κάποια αντισταθμιστικά ωφελήματα. Αντί να βάλουν τους τεμπέληδες που φυτρώνουν σαν τα δηλητηριώδη μανιτάρια μέσα στα σκοτάδια των κομματικών τους μηχανισμών, αυτούς που πληρώνονται από τους φόρους μας για να παριστάνουν τους ειδικούς σύμβουλους, να ξεσκονίσουν τα συμβόλαια προμήθειας και να ανακεφαλαιώσουν αυτά τα οφειλόμενα αντισταθμιστικά ωφελήματα, προκειμένου να ανοίξουν κάποιες δουλειές για την αραχνιασμένη Ελληνική Βιομηχανία Όπλων, αυτοί κοιτάνε πώς θα τα ξεπουλήσουνε τα πάντα κοψοχρονιά.»
Έτσι, την ώρα που έχουν δρομολογήσει, μεταξύ των τόσων άλλων, και τη διάλυση της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, υπάρχει σπουδαίος λόγος να οικτίρουμε τους εαυτούς για την αφέλειά μας, που χρόνια τώρα τους έχουμε όλους αυτούς τους κακούργους και τους ψηφίζουμε και τους εμπιστευόμαστε ξανά και ξανά για να μας εκπροσωπούν στη Βουλή, κι επιτρέπουμε κι από πάνω, ακόμα και σήμερα κατά πάσα πιθανότητα, να τα τρώνε και να τα πίνουν μαζί με τους διάφορους μεσάζοντες, εις υγείαν ημών των κορόιδων.
Το κολάζ είναι από την ΟΚΤΑΝΑ
Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014
Ποτάμι, γέφυρες και φελλοί...
Μετά τις ευρωεκλογές, το συνέδριο στο Λαύριο, την επίσκεψη στο πρόεδρο της Δημοκρατίας και...
την είσοδο χωρίς σακίδιο στο μέγαρο Μαξίμου, ήλπιζα ότι το Ποτάμι θα πορευόταν σταδιακά το δρόμο της ενηλικίωσης και της πολιτικής ωρίμανσης. Μάταια .
την είσοδο χωρίς σακίδιο στο μέγαρο Μαξίμου, ήλπιζα ότι το Ποτάμι θα πορευόταν σταδιακά το δρόμο της ενηλικίωσης και της πολιτικής ωρίμανσης. Μάταια .
Όσοι παρακολούθησαν τον επικεφαλή του Ποταμιού στο αίθριο του Δημαρχείου της Ερμούπολης Σύρου μάλλον θα πρέπει να θεωρούνται τυχεροί που επιλέχθηκε αυτό το ανθεκτικό μέγαρο του Τσίλερ για την ομιλία του. Άλλο κτίριο στη θέση του θα είχε καταρρεύσει από τη περιδίνηση ασυναρτησιών που εκστόμιζε χαλαρά ο πρώην εστιάτορας και τηλεοπτικός παρουσιαστής.
Κάτι χύμα αοριστολογίες, λίγο από όλα, ένας φλύαρος αχταρμάς, που ακόμα κι αν προβάλλονταν εσκεμμένα για να καλύψουν την ένδεια πολιτικών θέσεων, δεν άφηναν αμφιβολίες ότι επρόκειτο για οριστικό διαζύγιο με τον όποιο ρεαλισμό. Απλώς καταιγισμός κοινοτοπιών συνόδευαν ρητορικά το έκδηλο επικοινωνιακό χάρισμα του αρχηγού του κινήματος , ο οποίος με σεμνότητα έχει δημοσίως διατυμπανίσει : "Δέκα χρόνια στην τηλεόραση είμαι, δεν μπορεί να λέω ψέματα". Έλα ντε ;
Ενθουσιασμένος από κάποιες δημοσκοπήσεις που αναδεικνύουν το Ποτάμι ως τρίτο κόμμα στη σειρά προτίμησης του εκλογικού σώματος, ο επικεφαλής του αναζήτησε το πρόσκαιρο χειροκρότημα εκτιμώντας το υποτιθέμενο προσεχές ποσοστό του ως μήνυμα της κοινωνίας για ανατροπή του πολιτικού συστήματος. Και ταυτόχρονα αναγόρευσε το ίδιο θεωρητικό ποσοστό του και ως υποχρέωση του ίδιου πολιτικού συστήματος να κυβερνήσει με τους όρους του Ποταμιού.
Για οποιοδήποτε κόμμα που έχει κατακτήσει ένα δημοσκοπικό μομέντουμ και καταφέρει να γίνει της μόδας, η παράλληλη καλλιέργεια αντισυστημικού προφίλ με την συμβατική εξουσιολαγνική ενάσκηση, θα μπορούσε να θωρηθεί πολιτική γυμνότητα ή αντιφατικότητα- αν όχι τυχοδιωκτισμός. Όχι, όμως για το Ποτάμι. Στη περίπτωσή του η σύγχυση είναι προσόν.
Η επιφανειακότητα, η γενικολογία , η ασάφεια, το εννοιολογικό μπέρδεμα του Ποταμιού αποτελούν μια ρεβάνς στο βαρύγδουπο λόγο της κατεστημένης πολιτικής σκηνής, νεωτερικής ή παγιωμένης αδιάφορο. Η έλλειψη ουσίας χαϊδεύει τα’ αυτιά των κομματικά ανέστιων ψηφοφόρων, σαν το μονόλογο τηλεπαρουσιαστή σε λάιτ ψυχαγωγικό χάπενινγκ. Και ο επιδιωκόμενος ασύνδετος διάλογος, με γαρνιτούρα μια ανάμικτη λεκτική σαλάτα, υποκρύπτει την όποια διάθεσης να προσεγγιστεί κάποτε το περιεχόμενο της πολιτικής.
Κοινώς , με τετριμμένα συμφύρματα, υπεκφυγές και αλληγορικές παραμυθίες, το Ποτάμι επιχειρεί σε θολά νερά να απλώσει ένα ελκυστικό δίχτυ για ψάρεμα επιπλεόντων φελλών. Θεμιτό, από τη στιγμή που και ο παλιός δικομματισμός εγκατέλειψε καιροσκοπικά την πολιτική. Και όχι κατ΄ ανάγκη, υστερόβουλα, αφού δεν κόβεται κιόλας να αποκαταστήσει την χαμένη τιμή του πολιτικού κόσμου. Κάθε άλλο.
Το πρόβλημα στη Σεβαστουπόλεως δεν είναι ότι θέλει μετά από ιδιότυπα πολιτικά κάστινγκ, να γίνει το όχημα ανανέωσης της πολιτικής . Το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι αδυνατεί να περιγράψει ένα εντελώς νέο μοντέλο διακυβέρνησης – πόσο μάλλον όταν αυτό δεν το εμπεριέχει;
Τα πράγματα γίνονται δυσκολότερα δεδομένου ότι το Ποτάμι επιθυμεί να προσφέρει νέα ήθη στο κομματικό σύστημα διαμέσου ενός ναρκισσιστικού μικομεσιανισμού στον οποίο ασκείται μάλλον παιδαριωδώς ο επικεφαλής του. Και ακόμα χειρότερα, όταν αυτό θέλει αφελώς να γεφυρώσει , σε αντίθεση με τη κομματική επωνυμία του, απόμακρες, πολιτικά και ιδεολογικά, απέναντι όχθες .
Υπ’ αυτά και μόνο τα ασταθή υποστυλώματα που στήνει μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλδημοκρατίας είναι άξιο απορίας ποιοι θα ήθελαν να κολυμπήσουν πότε κόντρα και πότε κατά το ρου των μεταβαλλόμενων ρευμάτων του Ποταμιού. Αν πιθανώς τα καταφέρουν οι Λυκούδης και Ψαριανός ή οι Σκυλακάκης και Τζήμερος, η βουλευτική έδρα που ίσως τους προκύψει θα είναι το έπαθλο ενός μοναδικού άλματος στο κενό.
Διανύοντας, μάλιστα αντίθετες διαδρομές χωρίς ενδιάμεση στάση . Όχι , όπως ο «ψυχαναλυτής» του Σταύρου Θεοδωράκη, φιλόσοφος Στέλιος Ράμφος που πέρασε από τον μαρξισμό στο νεοφιλελευθερισμό, αφού προηγουμένως σκάλωσε στην ορθοδοξία...
matrix24.gr
Το πτυελοδοχείο
Το πτυελοδοχείο (Spittoon, αγγλ., Crachoir, γαλλ.), είναι ένα σκεύος, συνήθως μεταλλικό, σε σχήμα διπλού στρογγυλού βάζου, στο οποίο, παλαιότερα, την εποχή που δεν υπήρχαν τα χαρτομάντιλα, οι ασθενείς σε νοσοκομεία ανακουφίζονταν από τα πτύελα-φλέματά τους, φτύνοντας μέσα σ’ αυτό. Σήμερα, ευτυχώς, δεν υπάρχουν πια και δεν χρησιμοποιούνται τα αηδιαστικά αυτά σκεύη.
Κι όμως υπήρχαν σίγουρα παλιά, και υπάρχουν ακόμα και σήμερα άνθρωποι που χρησιμοποιούν, με τη μεταφορική έννοια, άλλους ανθρώπους ως «πτυελοδοχεία». Οι άνθρωποι αυτοί κουβαλάνε μέσα τους κάτι που τους βασανίζει, ένα βάρος από το οποίο θέλουν να απαλλαγούν, από το οποίο θέλουν να ανακουφιστούν. Έτσι, εσύ, ο φίλος, ο κολλητός, σπανιότερα ο απλός γνωστός, χωρίς να το έχεις επιδιώξει και χωρίς να τo έχεις σκαλίσει το πράγμα, γίνεσαι αντικείμενο προσωπικών εκμυστηρεύσεων από τον άλλο, σε βαθμό, πολλές φορές, που οι εκμυστηρεύσεις αυτές σε κάνουν να αισθάνεσαι άβολα. Έτσι, πριν περίπου δεκαπέντε χρόνια, φίλος καλός μου εκμυστηρεύτηκε πως η ζωή του με τη γυναίκα του, πολύ καλή φίλη και αυτή, ήτανε μια κόλαση και πως η εικόνα του ευτυχισμένου ζευγαριού που δίνανε προς τα έξω, ήταν τελείως ψεύτικη και πλασματική. Ήταν αυταρχική, τον τρομοκρατούσε και τον απειλούσε συνεχώς και ο ίδιος ήταν πολύ δυστυχισμένος. Έλεγε, έλεγε, έσουρε, έσουρε, και σταματημό δεν είχε. Εγώ ο δυστυχής, από τη μεριά μου, άκουγα με λύπη όσα λέγονταν τόσο για εκείνον όσο και για εκείνην. Είχα γίνει το ανθρώπινο πτυελοδοχείο του φίλου μου, ο οποίος μετά τα όσα είπε, έδειχνε ανακουφισμένος και χαμογελαστός, ενώ εγώ ένιωθα σαν να μου είχες πετάξει πέτρα στο κεφάλι. Θα μου πείτε οι φίλοι (και) γι’ αυτό είναι. Για τις δύσκολες στιγμές. Δεν έχω αντίρρηση. Έλα όμως που ο φίλος μου τα ξαναβρήκε (ευτυχώς) με τη γυναίκα του, άλλαξε όμως (δυστυχώς) συμπεριφορά απέναντί μου. Μετά την ανακούφιση που του έφερε το πτυελοδοχείο (δηλαδή εγώ), με κοίταζε με μια κάποια αποστροφή και απόσταση σαν να έβλεπε τα πτύελά του που, τώρα που ήταν καλά, του φέρνανε αηδία και ντροπή, του θυμίζανε κακές εποχές, και δεν ήθελε να τα (με) βλέπει πια. Έτσι, έχασα, ουσιαστικά, έναν φίλο. Τη συμπεριφορά αυτή την έχω βαφτίσει «το σύνδρομο του πτυελοδοχείου» (ίσως στην ψυχολογία και την ψυχανάλυση να υπάρχει πιο δόκιμος όρος). Τον είδα ξανά πριν λίγες μέρες. Χαιρετηθήκαμε σαν δύο ξένοι.
Ο μεγάλος μας ποιητής Κ.Π. Καβάφης, βαθύς γνώστης της ανθρώπινης φύσης και συμπεριφοράς, λέει στο ποίημά του “Όσο μπορείς”:
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.
Εδώ σε απαγγελία Γ.Π. Σαββίδη
Στην ίδια πόλη ζουν
Aννιίτα Λουδαρου
Στην ίδια πόλη ζουν, τον ίδιο αέρα αναπνέουν δύο άνθρωποι ξεχωριστοί. Ζουν ολομόναχοι. Δεν κάνουν σπουδαία πράγματα, οι περισσότεροι δεν τους υπολήπτονται. Όμως είναι καλά. Γελούν.
Ο ένας είναι πολύ ουσιαστικός, σχεδόν κανείς δεν τον καταλαβαίνει. Είναι πολύ γκρεμισμένος για να τον κάνουν παρέα. Κάποτε χρόνια πριν ήταν σαν όλους τους άλλους. Είχε σαν τους άλλους σπίτι, οικογένεια και δουλειά. Καλό τυπάκι τον λέγανε. Είχε γκρίζο παντελόνι με τσάκιση, άσπρο καθαρό πουκάμισο με κουμπάκια δεξιά κι αριστερά στον γιακά, δερμάτινο πορτοφόλι με λεφτά. Γερνούσε εμβαθύνοντας σ΄αυτό που κρύβεται καλά. Σ΄αυτό που τελικά δεν ήθελε....
Γι΄αυτό δεν γέλαγε. Δεν γέλαγε γιατί ένα απόγευμα τυχαία είδε τον άλλον, τον πραγματικό του εαυτό που τον περίμενε. Αυτός έμενε στην άκρη της πόλης, μέσα σε μια παράγκα, είχε για πόρτα μια κουρελού -περγαμινή και για παρέα μια γατούλα σουρλουλού. Μια μέρα το πήρε απόφαση. Άφησε σπίτι και δουλειά και πήγε να ζήσει στην παράγκα. Φυσικά κανείς πια στην πόλη δεν τον υπολήπτεται. Όμως δεν τον πειράζει. Ξέφυγε από τον χυλό και την σύγχυση. Βγαίνει και καμιά βόλτα τα βράδια μόνος του και γελάει.
Γι΄αυτό δεν γέλαγε. Δεν γέλαγε γιατί ένα απόγευμα τυχαία είδε τον άλλον, τον πραγματικό του εαυτό που τον περίμενε. Αυτός έμενε στην άκρη της πόλης, μέσα σε μια παράγκα, είχε για πόρτα μια κουρελού -περγαμινή και για παρέα μια γατούλα σουρλουλού. Μια μέρα το πήρε απόφαση. Άφησε σπίτι και δουλειά και πήγε να ζήσει στην παράγκα. Φυσικά κανείς πια στην πόλη δεν τον υπολήπτεται. Όμως δεν τον πειράζει. Ξέφυγε από τον χυλό και την σύγχυση. Βγαίνει και καμιά βόλτα τα βράδια μόνος του και γελάει.
Ο άλλος άνθρωπος που ξέρω, δεν χρειάστηκε να βγει έξω από την κοινωνία γιατί απλούστατα μια ζωή έξω ήταν. Έξω στους δρόμους ζούσε από παιδί. Oι άλλοι, οι συνάνθρωποι, τον βλέπανε λυπημένο. Λυπημένος ήταν, αυτό είναι αλήθεια. Άλλη εικόνα εκτός από την λύπη δεν είχε για τον εαυτό του. 'Ωρες περπάταγε στους δρόμους της πόλης φορώντας το μαύρο, τριμμένο του παλτό. Μέχρι που μια νύχτα τον πήρε από πίσω ένα αδέσποτο σκυλί. Από εκείνη την νύχτα άλλαξε μεμιάς. Έπαψε να ζει στους δρόμους. Έφτιαξε μια παράγκα και πίσω από την παράγκα έφτιαξε μια άλλη πιο μικρή για το σκυλί. Κάθε πρωί του χτυπάει το κουδούνι. Ο σκύλος ξυπνάει και τρέχει κοντά του. Φεύγουν μαζί και κόβουν βόλτες όλη μέρα στους δρόμους της πόλης γελώντας.
Δεν ξέρω ποιος τελικά είναι η εικόνα του άλλου. Δύο εικόνες του ίδιου νομίσματος. Αφού και η ίδια η νύχτα είναι συνήθως δύο. Αυτή που τριγυρνάει -με όλα τα φώτα αναμμένα- στα δωμάτια. Και η άλλη, η δεύτερη που ζει μόνιμα μέσα στην άλλη. Άλλωστε αυτός είναι και ο λόγος που η πρώτη έχει γίνει υστερική. Εγκαταλείπει προσχήματα και λεπτότητες και κρεμάει όπου τύχει τα σφαχτά της. Καταλαμβάνεται από μια κρίση υστερίας, παίρνει το χάπι της, κλειδώνει δυό φορές την πόρτα κάτι τελειώς υποκριτικό αφού γνωρίζει πως ο φόβος είναι μέσα και πάει για ύπνο. Αφήνοντας τον χώρο ελεύθερο για την δεύτερη νύχτα. Με όλα τα δάση και τ΄αγρίμια της, τα σκοτεινά της πλάσματα και τον ερωτισμό των πλυσταριών της.
Μ' αυτή την δεύτερη νύχτα τα πάω και εγώ καλύτερα. Κοιτάει καμιά φορά τα γραπτά μου και μου κλείνει το μάτι. Κάτι είναι αυτό για μένα. Αφού ο άνθρωπος που γνωρίζω περισσόρο και λιγότερο απ΄όλους είναι εαυτός μου. Οι άνθρωποι που περιγράφω είναι άνθρωποι που μου μοιάζουν. Νύχτες που μου μοιάζουν. Στο πίσω μέρος του χαρτιού, εκεί στον άδειο χώρο με τα χάσματα του νου, κόβει βόλτες ο κάθε ήρωας μόνος.
Ζωγραφική Troche
Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014
Φτώχεια και φυλακή...
Του Περικλή Κοροβέση
Έχω σπουδάσει και στις δύο αυτές σχολές. Και χωρίς να φανεί πως περιαυτολογώ, είναι όμως πραγματικότητα, έχω πάρει και δύο ντοκτορά με άριστα. Αρα εκ των πραγμάτων έχω την άδεια να μιλήσω και για τα δύο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως μπορώ να τα πω και σωστά.
Συνήθως στο περίπου μιλάμε, όχι γιατί θέλουμε να αποφύγουμε την αλήθεια, αλλά για έναν και μόνο λόγο. Καταλαβαίνουμε αυτά που χωράει το κεφάλι μας. Αλλά δυστυχώς δεν τα χωράει όλα ή δεν θέλουμε να... του φορτώσουμε και πολλά. Και ας αρχίσω με τη φυλακή. Πήγα σε δύο διάσημα ιδρύματα, στις Εγκληματικές Φυλακές Αβέρωφ και Αίγινας επί χούντας. Και για τους νεότερους, η χούντα ήταν η Χρυσή Αυγή στην εξουσία και το γνήσιο παιδί των ένοπλων δωσίλογων, δηλαδή η «Δεξιά Χειρ» των ναζί κατακτητών.
Υπάρχει ο μύθος πως στη φυλακή πας επειδή τέλεσες κάποια αξιόποινη πράξη. Αυτό εν γένει είναι σωστό. Το πρόβλημα όμως είναι αλλού. Ποιος χαρακτηρίζει μια ανθρώπινη ενέργεια αξιόποινη δράση; Ποια συμπεριφορά θεωρείται καταδικαστέα; Ποια θρησκεία θεωρείται έγκλημα καθοσιώσεως; Ποιο χρώμα δέρματος θεωρείται απόδειξη ενοχής;
Σίγουρα υπάρχουν εγκληματικές πράξεις. Αλλά ποιος από όλους μας, τους ήσυχους νοικοκυραίους, δεν έφτασε σε κάποια στιγμή παροξυσμού; Οι άνθρωποι που είχα γνωρίσει στη φυλακή και εξέτιαν ποινή για ανθρωποκτονία, δεν είχαν κάτι διαφορετικό από όλους εμάς. Ολοι τους κατηγορούσαν την κακιά στιγμή. Και ίσως να είχαν δίκιο. Σε άλλους τυχαίνει η κακιά στιγμή και σε άλλους δεν συμβαίνει. Αλλά όλοι άνθρωποι είναι. Εκτός βέβαια από την εξουσία σε οποιαδήποτε μορφή της. Εκεί πάντα υπάρχει κάποιος ένοχος που πρέπει να εξοντωθεί.
Οι Εβραίοι, ως θρήσκευμα, ουδέποτε ήταν μια επαναστατική θεωρία, ασχέτως αν υπήρχαν σπουδαίοι διανοητές και επαναστάτες Εβραίοι που προσέφεραν πολλά στην ανθρωπότητα. Οι ίδιοι είχαν εκβρασθεί από τη δικιά τους κοινότητα. Και όμως, κατέληξαν στους φούρνους με την ανοχή της ανθρωπότητας. Οι Σύμμαχοι ήξεραν για τα στρατόπεδα εξόντωσης του Χίτλερ, αλλά δεν έκαναν τίποτα. Για έναν και μόνο απλό λόγο: ήταν και οι ίδιοι αντισημίτες, μέσα στην παράδοση του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.
Με άλλα λόγια, στη φυλακή μπορεί να βρεθεί ο καθένας, αν αυτό το αποφασίσει η εξουσία. Στη φυλακή, εκτός από τις ακραίες περιπτώσεις των στρατοπέδων εξόντωσης, έχεις κάποια βασικά πράγματα, έστω και αν είναι στην πιο άθλιά τους μορφή. Ενα κρεβάτι για να κοιμηθείς, ένα πιάτο φαγητό, έναν προαυλισμό, κάποιο επισκεπτήριο και μερικά ογκώδη βιβλία, αν ανήκεις στην Αριστερά. Για τους ποινικούς, που έχουν άλλες προτιμήσεις, βρίσκονται άλλες λύσεις με τη βοήθεια των σωφρονιστικών υπαλλήλων. Κακή η φυλακή, δεν λέω, αλλά τα βασικά τα έχεις λυμένα. Τρως, κοιμάσαι τζάμπα και έχεις την ελπίδα πως κάποτε θα βγεις έξω.
Δεν είναι όμως το ίδιο με τη φτώχεια. Οσο σκληρά και αν έχεις δουλέψει στη ζωή, όσο καλά και αν τα πήγες, όσα φραγκάκια κι αν μάζεψες, δανειάκια, αυτοκινητάκια, εξοχικά και άλλα καλά, έρχεται ο οικονομικός Εμπολα και σ’ τα παίρνει όλα. Και μπροστά σου έχεις μόνο σκοτάδι. Μπορεί να βοήθησες κόσμο, αλλά τώρα κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει. Γιατί απλά δεν έχουν. Και εκεί που ήσουν κάποιος, μπορεί και να είχες τις σωστές ιδέες, ένας απλός νοικοκύρης, στα καλά καθούμενα να βρεθείς στα δημοτικά συσσίτια. Και μπορεί ακόμα να ψηφίζεις ΠΑΣΟΚ ή Ν.Δ. Δικαίωμά σου. Σεβαστό. Και όμως, ψήφισες τη φτώχεια σου. Χωρίς να το καταλάβεις. Η σιγουριά σου ήταν η φτώχεια σου.
Η φτώχεια είναι μια φορητή φυλακή. Την κουβαλάς μαζί σου και ό,τι βλέπεις γύρω σου είναι απαγορευμένο. Εναν καφέ δεν μπορείς να πιεις. Σε ένα μαγαζί δεν μπορείς να μπεις. Ολα είναι κλειστά γύρω σου, αν και λέγεσαι ελεύθερος άνθρωπος. Η φτώχεια είναι η πιο απάνθρωπη φυλακή που σε οδηγεί στο δικό σου προσωπικό ολοκαύτωμα. Ζούμε σε μια εποχή που σε όλο τον πλανήτη, το 1% ή το 0,01% ή ακόμα λιγότερο έχουν τα πάντα. Τράπεζες, κυβερνήσεις, διεθνείς οργανισμοί νομοθετούν για τα πάντα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σίγουρα υπάρχουν και τα αντιτιθέμενα μπλοκ. Αλλά δεν μπορούμε να πούμε πως η Κίνα παρουσιάζει κάποια επανάσταση. Είναι ένα άλλο είδος καπιταλισμού, όπως και τα Bricks (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική), οι λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες. Αλλά η Ιστορία μάς έχει δείξει, άλλον πιο πειστικό τρόπο για αλλαγές. Και αυτός είναι μόνο η εξέγερση. Αλλά εδώ... τα ζώα μου αργά. Και ζήτω ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος.
Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών 23/11/2014
Αναρτήθηκε από αριστερη αντεπίθεση
Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014
Του Σέρτζιο (Κορ)Λεόνε
Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014
Το ανολοκλήρωτο Πολυτεχνείο
Δεν ήταν η ανατροπή της χούντας το μόνο αίτημα της εξέγερσης. Ταυτόχρονα και ουσιαστικά, ο στόχος ήταν η ανατροπή ενός συστήματος που καταφεύγει στις χούντες, με στρατιωτικό ή άλλο ένδυμα. Ούτε ήταν το όνειρο των εξεγερμένων η αποκατάσταση μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας του τύπου της μεταπολίτευσης, η οποία οδηγεί σε αυταρχισμούς, κρίσεις, αντιδημοκρατικές υποτροπές.
Διχασμένη η γενιά του Πολυτεχνείου. ΣΤΟΧΟΣ Ο ΔΙΑΣΥΡΜΟΣ
«Η χαμένη γενιά του ’50», μας αποκαλούσαν παλιοί Λαμπράκηδες, εκείνοι που είχαν ζήσει τη δόξα της δεκαετίας του ’60, τη μεγάλη πολιτιστική άνθιση, τη μεγάλη επαναφορά της Αριστεράς στο πολιτικό προσκήνιο – η Χαμένη άνοιξη του Τσίρκα ήρθε μετά. Ύστερα γίναμε η γενιά του Πολυτεχνείου, εκείνη που έκανε μια εξέγερση και έζησε τη δόξα της και που αργότερα έπρεπε να απολογείται γι’ αυτό, αλλά με πολλές έννοιες μια κερδισμένη γενιά, όχι όπως η επόμενη που τραγούδαγε ο Πορτοκάλογλου, «της μεταπολίτευσης καημένη γενιά».
Βέβαια όσοι χρησιμοποιούν την ιδέα των γενεών, δεν το κάνουν αθώα, για λόγους ευκολίας στην ιστορική αναφορά. Με τον όρο γενιά θέλουν να τα περιλάβουν όλα, και τον Τζιαντζή και τον Λαλιώτη, και τον Κάππο και τη Δαμανάκη, και το Γαϊτανίδη και τον Ανδρουλάκη. Και μέσα στο χυλό οι πρώτοι να εξομοιωθούν με τους δεύτερους. Με αυτόν τον τρόπο εκδικούνται τα γεγονότα, διαβρώνουν τη μνήμη και υπονομεύουν το παρόν.
Πριν λίγες εβδομάδες στην αίθουσα της παλιάς Βουλής πραγματοποιήθηκε εκδήλωση μνήμης για τον Κώστα Κάππο. Συγκεντρώθηκαν αρκετοί άνθρωποι, πολλοί απ’ αυτούς συγκρατούμενοι ή σύντροφοι εκείνης της εποχής. Οι άνθρωποι που βασανίστηκαν σκληρά. Ήταν όλοι γενιά του Πολυτεχνείου. Εκείνοι δημιούργησαν, πρωταγωνίστησαν και όρισαν την πορεία των γεγονότων τότε. Οι πιο πολλοί, οι πλείστοι, δεν είναι ενταγμένοι σε πολιτικούς σχηματισμούς, αλλά τους συναντώ πάντα σχεδόν στις μεγάλες διαδηλώσεις. Και δηλώνουν έτοιμοι αν κληθούν να ξαναπιάσουν το νήμα. Δεν γράφουν γι’ αυτούς οι εφημερίδες και δεν απασχολούν τα πρωινάδικα. Ούτε κατέλαβαν πολιτικές ή άλλες θέσεις.
Είναι Η γενιά του Πολυτεχνείου.
Στην πραγματικότητα όμως, εκείνοι που προβλήθηκαν, που πήραν τις θέσεις και τα ποσά που τους αντιστοιχούν, δεν αναδείχτηκαν άδικα εκεί. Είναι εκείνοι οι οποίοι εξέφρασαν το Πολυτεχνείο που ηττήθηκε. Την εξέγερση που έμεινε στη μέση. Γιατί όπως πάντα και το Πολυτεχνείο ήταν δυο βασικά ρεύματα. Το ρεύμα που ήθελε να πάει ως το τέλος, ως μια συνολική ανατροπή, κι εκείνο που ήθελε να μείνει στους εξωραϊσμούς του πολιτικού οικοδομήματος. Νίκησε το δεύτερο. Αν και στην ουσία, όπως συμβαίνει πάντα, η αντίσταση στη χούντα, το Πολυτεχνείο και τα όνειρα μιας επαναστατημένης γενιάς, δεν χώρεσαν στα μικρομεσαία σχέδια της μεταπολίτευσης. Διεκδίκησαν και διεκδικούν να επιστρέψουν ακέραια. Και όπως συμβαίνει πάντα, εκεί και τότε, όπως εδώ και τώρα, όπως και αύριο, θα παλεύουν οι δυο γραμμές, εκείνη που ζητάει να εντάξει τις προσδοκίες της στην καθημερινότητα (όπως την συναποτελούν οι κοινωνικοί συμβιβασμοί, οι οικονομικές επιδιώξεις και οι πολιτικοί σχεδιασμοί) και εκείνη που επανεπενδύει συνεχώς τους κόπους της, προσβλέποντας στην επόμενη φορά (και πάντα, αδιάκοπα, σε μια επόμενη).
Επειδή, όσο περνούν τα χρόνια ξεχνάμε τα γεγονότα όσοι τα έζησαν και τα αγνοούν όσοι τα έμαθαν ως Ιστορία, θα ήταν καλό να ξύσουμε μνήμες και πληγές. Το τοπίο της περιόδου της δικτατορίας δεν ήταν ένας κόσμος καθολικής αντίστασης, έστω σιωπηρής. Όπως συμβαίνει πάντα, το μεγάλο μέρος των Ελλήνων, υπό την επίδραση του παραλυτικού φόβου και υπό το βάρος του συντριπτικού χτυπήματος που έδωσε η χούντα στις ανέτοιμες και παραπλανημένες από τις αυταπάτες τους δυνάμεις της Αριστεράς, έμεινε μακριά ως το τέλος από την ενεργή αντίσταση. Υπήρχαν άλλωστε και εκείνοι που πολλαπλώς ωφελήθηκαν. Η φαυλοκρατία των πολιτικών που υποσχόταν να πατάξει η χούντα, αντικαταστάθηκε από τη φαυλοκρατία και τη διαφθορά της στρατιωτικής εξουσίας. Φυσικά εκ των υστέρων όλοι είχαν κάτι να πουν για την αντίστασή τους. Όπως πάντα. Ακόμα και στο Πολυτεχνείο, τη στιγμή της μεγάλης έξαρσης γύρω από το κατειλημμένα ιδρύματα και στις τρεις πόλεις, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, ήταν στην καλύτερη περίπτωση 20.000-30.000 άνθρωποι. Σε αυτές τις στιγμές της κρίσης, το ένα ζήτημα και βασικό, είναι το πόσοι ακολουθούν την πρωτοπορία στους δρόμους, το δεύτερο, από μια άποψη αποφασιστικό, οι πολλοί που βρίσκονται με κάποιον τρόπο αλληλέγγυοι, οι οποίοι δεν τολμούν την υπέρβαση, αλλά και δεν ανέχονται να ζουν άλλο υπό την προηγούμενη κατάσταση και το τρίτο, εκείνοι που θέλουν την κατάσταση, λιγότερο ή περισσότερο, βολεύονται ή έχουν συμφέροντα μαζί της, αλλά παραλύουν υπό την επίδραση του γενικού κλίματος. Πρέπει να βρεθεί κανείς σε αυτή τη στιγμή για να καταλάβει τη μεγάλη ηθική, ψυχολογική και πολιτική σημασία αυτών των συσχετισμών και διαθέσεων.
Αλλά μέχρι την πρώτη κατάληψη της Νομικής, το αντιδικτατορικό κίνημα πορευόταν σε στεγνό τοπίο. Λίγους μόλις μήνες πριν ξεσπάσουν τα μαζικά γεγονότα, η απογοήτευση και η ιδέα πως η χούντα θα μείνει τριάντα χρόνια, ήταν κυρίαρχη ακόμα και στους δραστήριους φοιτητικούς κύκλους. Υπό αυτή την έννοια, κάθε μαζική αντίσταση φάνταζε χίμαιρα, μια ονειροφαντασία ανθρώπων που δεν πάταγαν τα πόδια τους στη γη. Οι πιο ευφάνταστοι, ρομαντικοί και, ας το πούμε, ηρωικοί, που δεν ήθελαν να κάθονται με σταυρωμένα χέρια, έβλεπαν τις βομβιστικές επιθέσεις ως τον μόνο αποτελεσματικό τρόπο να γίνεται θόρυβος, τουλάχιστον. Έτσι θα διασωζόταν και η τιμή της χώρας στο εξωτερικό και ποιος ξέρει, ίσως να αφυπνίζονταν οι ληθαργικοί Έλληνες. Από την άλλη πλευρά, οι ηγεσίες της διασπασμένης Αριστεράς, αδυνατώντας να κατανοήσουν τις δυναμικές που μπορεί να αναπτύξει το μαζικό κίνημα, εξασκούνταν σε πολιτικές προτάσεις πάσης φύσεως συνεργασιών με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, περιμένοντας περισσότερο τις αλλαγές από πάνω, παρά από την καταλυτική δράση ενός μαζικού κινήματος. Ιδιαίτερο παραλυτικό ρόλο είχε η πολιτική του ΚΚΕ Εσωτερικού, που πιο εμφαντικά και ακραία εξέφραζε τη γραμμή του συμβιβασμού. Ακόμα και όταν αυτό το κίνημα πήρε τα μαζικά του χαρακτηριστικά με τις καταλήψεις της Νομικής, τότε που οι βόμβες έπαψαν να είναι η πιο ηχηρή μορφή αντίστασης και οι οργανώσεις που επέλεγαν αυτή τη μορφή εντάσσονταν στο κίνημα, και πάλι η σύγκρουση κυρίως μεταξύ Ρήγα Φεραίου και ΚΝΕ βρισκόταν στο αν μπορεί να μεταφερθεί ο αγώνας μέσα στα πανεπιστημιακά ιδρύματα με τη συγκρότηση μισονόμιμων, μισοπαράνομων φοιτητικών επιτροπών. Ο Ρήγας Φεραίος επέμενε σε μορφές οργάνωσης εκτός πανεπιστημίων, με πολιτιστικές δραστηριότητες και παρόμοιες, κάπως νομιμοποιημένες μορφές. Φυσικά μέσα σε καθεστώς παρανομίας, ούτε πάντα σαφείς ήταν οι διατυπώσεις των πολιτικών γραμμών μέσα στο ζωντανό κίνημα, ούτε μπορούσαν να πειθαρχήσουν τα μέλη. Αμέσως μόλις άρχισαν οι πρώτες συγκεντρώσεις στα πανεπιστήμια, Κνίτες, ρηγάδες, εκκετζήδες και άλλοι, βρέθηκαν στις καταλήψεις, με τον ίδιο ενθουσιασμό, με την ίδια αυτοθυσία. Ποιος όμως είπε πως η ενότητα που κερδιζόταν με πολύ μεγάλη δυσκολία, δεν είχε συγκρούσεις, ρωγμές, ρήξεις, θυμούς, υπονομεύσεις και όλα αυτά τα γνωστά; Και αδιάκοπη προσπάθεια να ηγεμονεύσει η μια γραμμή; Αν φανταστεί κανείς την πορεία προς το Πολυτεχνείο, αλλά και το ίδιο το Πολυτεχνείο ως μια συναυλία αγγέλων, δεν θα έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Κι ωστόσο διαμορφωνόταν μια ενότητα ικανή να οργανώσει τον αγώνα, να αναλύει συνεχώς τα δεδομένα, να διαμορφώνει κοινή πολιτική γραμμή, να χειρίζεται την επίθεση και την άμυνα, σε συνθήκες σχεδόν πολεμικής έντασης. Να συγκρούεται και να επανενώνεται. Πάντα με τις παρεπόμενες φθορές.
Είναι γνωστό πως το Πολυτεχνείο δεν ξεκίνησε με ένα συνολικό στρατηγικό σχέδιο ανατροπής. Η άποψη της ΚΝΕ, την οποία θεωρώ ακόμα σωστή, ήταν πως μια μεγάλη έκρηξη έπρεπε να συμβεί λίγο καιρό αργότερα, καθώς εκείνη ακριβώς την περίοδο βρισκόταν σε εξέλιξη μια χειμαρρώδης διαδικασία δημιουργίας οργανώσεων, μισονόμιμων, μισοπαράνομων, φορέων, εργατικών, επιστημονικών, πολιτιστικών, η οποία διαμόρφωνε έναν τρομερό πανελλαδικό ιστό, πιθανότατα ικανό να προκαλέσει μια πανελλαδική εξέγερση. Και κυρίως, που μπορούσε να μεταφέρει το κέντρο του αγώνα από τη φοιτητική νεολαία και τα πανεπιστήμια, στην εργατική τάξη. Λίγους μήνες μετά όλα θα ήταν διαφορετικά. Μια τέτοια εξέλιξη θα όριζε με άλλο τρόπο το πολιτικό τοπίο και τότε και μετέπειτα. Αλλά, κι αυτό είναι ένα ακριβό μάθημα στην Ιστορία, τα γεγονότα δεν έρχονται όταν τα παραγγέλνεις.
Μπορεί λοιπόν η κατάληψη του Πολυτεχνείου να ξάφνιασε τη στιγμή που έγινε τις δυνάμεις του συστήματος και τις δυνάμεις της αντίστασης. Αλλά μέσα στα σπλάχνα του περιείχε τη γενιά και την ιδέα της συνολικής ανατροπής. Δεν ήταν η ανατροπή της χούντας το μόνο αίτημα. Μπορεί οι συνθήκες να το έκαναν κυρίαρχο. Αλλά ταυτόχρονα και ουσιαστικά, ο στόχος ήταν η ανατροπή ενός συστήματος που καταφεύγει στις χούντες, με στρατιωτικό ή άλλο ένδυμα. Δεν ήταν το όνειρο των εξεγερμένων η αποκατάσταση μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας του τύπου της μεταπολίτευσης, η οποία οδηγεί σε αυταρχισμούς, κρίσεις, αντιδημοκρατικές υποτροπές. Όπως έγραφε ο Κώστας Τζιαντζής στο περίφημο άρθρο του: «Η αντιδικτατορική πάλη χωρίζεται σε δυο περιόδους και σε δυο γενικά παρατάξεις, αντίθετες μεταξύ τους, αλλά και σφιχταγκαλιασμένες στον πολιτικό χώρο και στο χρόνο. Η πρώτη είναι η περίοδος και η παράταξη των λυγμών της προδομένης δημοκρατίας. Η δεύτερη (κυρίως από το ’71 και μετά) είναι η περίοδος - η παράταξη μιας νέας επαναστατικής επαγγελίας που αρχίζει να τραγουδά σε διάφορες παραλλαγές. Στην πρώτη ηγεμονεύουν οι διαμαρτυρίες για τον καταποντισμένο εκσυγχρονισμό του μεταπολεμικού αστικού συστήματος... Η δεύτερη παράταξη φωτίζεται από τις παλιές και τις καινούργιες υποσχέσεις των αντάρτικων, απ’ τον κόκκινο Οκτώβρη και τα μαύρα μάτια του Τσε, απ’ τις ξαναγεννημένες, σοφές και ταυτόχρονα αμάθητες επαναστατικές απόπειρες σαν του Μάη. Είναι αυτή που γεννιέται μες στα χαράματα μιας νέας ιστορικής εποχής, της καθαυτό, θα λέγαμε, “εργατικής εποχής” της ανθρωπότητας, με λίγα λόγια τη σημερινής εποχής».
Είναι αυτή η δεύτερη παράταξη που δεν νίκησε το ’73 και που δοκίμασε και δοκιμάζει ακόμα, τις πικρές γεύσεις ηττών και διαψεύσεων, αλλά και ταυτόχρονα εκδικείται με μια ήττα που ισοδυναμεί με νίκες.
Ίσως εδώ, σε ένα λογικά αντιφατικό σχήμα, που ως φραστικό εύρημα αγγίζει την παραδοξολογία, βρίσκεται το ουσιαστικό στοιχείο της ιστορικής προοπτικής. Το Πολυτεχνείο ουσιαστικά δεν ολοκληρώθηκε τότε. Αυτό του στοίχησε. Η δημοκρατία που ήρθε διέψευσε τις προσδοκίες. Επί σχεδόν 40 χρόνια εκμαύλισε ανθρώπινες ψυχές και καταβαράθρωσε μια ολόκληρη κοινωνία. Στη φθορά και την πτώση της επιδίωξε να συμπαρασύρει όλες τις ελπίδες που γέννησε εκείνη η εξέγερση. Δεν το κατόρθωσε. Το φάντασμα επιστρέφει και ζητάει να εκδικηθεί. Η δεύτερη εκείνη παράταξη εμφανίζεται και πάλι στο ιστορικό προσκήνιο, όχι για να θάψει τα πτώματα των προσδοκιών της, αλλά για να ξαναθέσει τα ερωτήματα και να διεκδικήσει και πάλι τις απαντήσεις.
Αν όλα αυτά δεν πιστοποιούν το πώς υπάρχουν ήττες που, αν και δεν ισοδυναμούν με νίκη, δημιουργούν τις προϋποθέσεις γι’ αυτήν, τότε τίποτα δεν αξίζει να θυσιάσει κανείς στο παρόν για να εξασφαλίσει το μέλλον. Πολύ περισσότερο αν δεν αντιληφθεί πως υπάρχουν πολλές φορές νίκες, οι οποίες οδηγούν σε καταστροφή, όμοια με εκείνη την παλιά ιστορία και παραβολή για τον βασιλιά της Ηπείρου, τον Πύρρο.
Επίδειξη υποτέλειας από την ενδοτική Αριστερά
ΤΟ ΕΞΕΓΕΡΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΗ ΣΦΡΑΓΙΣΕ ΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
Πριν μερικές ημέρες η τηλεόραση μετέδωσε σε επανάληψη μια συνέντευξη του Λεωνίδα Κύρκου. Το θέμα δεν είναι το πρόσωπο αλλά οι ιδέες που εξέφρασε. Σε μια συνέντευξη συνόψισε στην ακραία τους εκδοχή όλα τα χαρακτηριστικά της ηττημένης και ηττοπαθούς Αριστεράς, εκείνης της «πρώτης παράταξης», που την πρώτη περίοδο της δικτατορίας, μέχρι περίπου το 1970, διεκδίκησε να ηγεμονεύσει στο αντιδικτατορικό κίνημα. Μιας Αριστεράς ικέτισσας στο πολιτικό σύστημα, για έναν μικρό ρόλο στην παράσταση του αστικού πολιτικού έργου. Η οποία, γι’ αυτό, σερνόταν πάντα στην πιο συμβιβαστική εκδοχή των γεγονότων, από την Εθνική Αντιδικτατορική Ενότητα με τον Καραμανλή το 1974, έως την υπεράσπιση του σχεδίου Ανάν μαζί με το Γιωργάκη Παπανδρέου και την υπεράσπιση των μνημονίων της ΔΗΜΑΡ.
Το Σεπτέμβρη του 1973, λίγο πριν το Πολυτεχνείο σαρώσει τα σχέδια της χούντας και του πολιτικού κατεστημένου για μια «ειρηνική» εναλλαγή, η ηγεσία του τότε ΚΚΕ Εσωτερικού στο στρατοδικείο διεμήνυε προς το πολιτικό σύστημα πως είναι έτοιμη να πάρει μέρος στο παιχνίδι, κάνοντας εμφατική πρόταση προς το βασιλιά για συνεργασία και καλοβλέποντας προς τη Συμβουλευτική Επιτροπή που είχε συστήσει η χούντα στο πλαίσιο του σχεδίου μετάβασης. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να διαψευστούν οι ...σοφές απόψεις των «ρεαλιστών» της αριστερής πολιτικής. Δυο μήνες μετά, το Πολυτεχνείο ανέτρεψε όλους τους σχεδιασμούς. Το λαϊκό κίνημα, το οποίο η ηγεσία αυτής της Αριστεράς ποτέ δεν υπολήφθηκε, έδωσε την ημιτελή μεν αλλά αποφασιστική απάντησή του. Και μπορεί το άμεσο αποτέλεσμα να ήταν η σκλήρυνση της κατάστασης, τα τανκς του Ιωαννίδη, οι σαρωτικές συλλήψεις και τα τρομερά βασανιστήρια, με επιστέγασμα την κυπριακή τραγωδία, αλλά εκείνη η λαϊκή έξαρση που δεν μπήκε τροπαιούχος στα «Παλιά ανάκτορα», αλλά ξαναμαζεύτηκε στις παράνομες γιάφκες και στις καθημερινές της ασχολίες, με την πικρή γεύση των τόσων θανάτων και της ατελέσφορης προσπάθειας, έγινε ο ουσιαστικός πολιτικός πρωταγωνιστής κάθε πολιτικής πράξης από τότε.
Αν δεν είχε συμβεί το Πολυτεχνείο, η μετάβαση στο κοινοβουλευτικό αλισβερίσι θα γινόταν με μια συμφωνία των ανύπαρκτων πολιτικών δυνάμεων, των αδειανών στολών του παλιού πολιτικού κατεστημένου και της χούντας, με τους χουντικούς μηχανισμούς και τους ανθρώπους να ορίζουν τη μεταπολιτευτική λειτουργία του κράτους. Και με την πολιτική υποταγή του λαϊκού κινήματος.
Αν το πνεύμα της μεταπολίτευσης έγινε ο στόχος των κάθε είδους πρετεντεράκων όλα αυτά τα χρόνια, ήταν γιατί αυτό το ημιτελές Πολυτεχνείο στοίχειωνε την πολιτική ζωή και επέβαλε τους δικούς του όρους. Μέχρι το 1989, οπότε η επίσημη Αριστερά (δηλ. και το ΚΚΕ) ξαναμπήκε στο τσουκάλι των αστικών μαγειρεμάτων, δικαιώνοντας, επί τέλους, τις προσδοκίες του Λεωνίδα Κύρκου και διαψεύδοντας τις ελπίδες των κομμουνιστών, που άκουγαν ενεοί τον Χαρ. Φλωράκη να δηλώνει μπρος στα εκμαυλιστικά ραδιοτηλεοπτικά μικρόφωνα, αυτός ο ηρωικός καπετάνιος του εμφυλίου, πως η Αριστερά για πρώτη φορά στην Ιστορία της βρίσκεται στο πολιτικό προσκήνιο.
ΔΙΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΑΙΤΙΕΣ. Αστικό παιχνίδι σε βάρος του λαού
ΕΛΛΕΙΨΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
Τα γεγονότα του παρελθόντος διαβάζονται έγκυρα και διατηρούν τη ζωτικότητά τους, μόνο όταν προβληθούν στο παρόν. Κι η ιστορία γράφεται και ξαναγράφεται και αξιολογείται όταν οι κάθε φορά νέες γενιές την μαθαίνουν γιατί την ζουν με το δικό τους τρόπο, στη δική τους εποχή και με τα δικά τους γεγονότα. Έτσι, εκείνη η γενιά έμαθε για την επανάσταση του ’21, την κατέβασε από το εικόνισμα των σχολικών αιθουσών και την έκανε δική της καθημερινότητα. Σε κάθε περίπτωση το ημιτελές Πολυτεχνείο του ’73, παρά τις σχολικές γιορτές και τις τιμές των επισήμων, διατήρησε τη γοητευτική και εξεγερτική του δύναμη όλα αυτά τα 39 χρόνια. Και τώρα γίνεται σημείο αναφοράς μιας εποχής που καλείται να ολοκληρώσει εκείνη την έναρξη.
Το Νοέμβρη του ’73 το δικτατορικό καθεστώς υπέστη ένα βαρύ πλήγμα, που σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση και το πρόβλημα νομιμοποίησής του, οδήγησε σε κρίση. Μπορεί η κρίση αυτή να αντιμετωπίστηκε προσωρινά με την αλλαγή φρουράς και τη χούντα Ιωαννίδη, αλλά επέστρεψε –την κρίση δεν την αντιμετωπίζεις με κολπάκια – βαθύτερη και αμείλικτη τον Ιούλιο του ’74. Ζήσαμε τότε αυτό που θεωρείται κλασικό για τις επαναστατικές εποχές. Όπου οι πάνω δεν μπορούσαν να κυβερνούν όπως πριν και οι κάτω δεν ήθελαν να κυβερνούνται όπως πριν. Για κάποιες ώρες η εξουσία κυκλοφορούσε στους δρόμους. Αλλά δεν ζούσαμε σε μια επαναστατική εποχή, το λαϊκό κίνημα δεν ήταν τόσο ισχυρό ώστε να επιβάλει τη θέλησή του, η Αριστερά δεν πίστευε σε μια ουσιαστική αλλαγή, δεν είχε χαράξει σοβαρή στρατηγική, η τακτική της βολόδερνε ανάμεσα στην πλατιά αντιδικτατορική ενότητα με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις και τη «νέα δημοκρατία» (την κατοπινή «πραγματική αλλαγή») και ούτε είχε επαρκείς δυνάμεις για να την επιδιώξει, συνεπώς η περιπλάνηση της εξουσίας στους δρόμους δεν τρόμαξε το σύστημα, που την οδήγησε με ασφάλεια στο τρίγωνο αμερικανική πρεσβεία - κτίριο της Βουλής - συγκρότημα Λαμπράκη, για να την παραδώσει αμόλυντη στον Κων. Καραμανλή.
Ένα ημιτελές θαύμα δεν είναι επαρκές και να οδηγήσει σε ένα ακέραιο αποτέλεσμα. Με αυτή την έννοια, για ακόμα μια φορά, μια μεγάλη έφοδος του λαϊκού κινήματος κατέληξε σε ένα αστικό παιχνίδι σε βάρος των λαϊκών συμφερόντων. Είναι άραγε της μοίρας μας; Αρνούμενοι να αποδώσουμε στη μοίρα τις ευθύνες μας, οφείλουμε σήμερα περισσότερο από ποτέ να εξιχνιάσουμε με μεθοδικότητα και διεισδυτικότητα ντετέκτιβ του Ντάσιελ Χάμετ, τις αιτίες που μας αφήνουνε λειψούς. Να εντοπίσουμε τις ιστορικές παθογένειες του κομμουνιστικού ρεύματος στην Ελλάδα, να ανασυγκροτήσουμε σε βάθος και ουσία τη σκέψη μας, να επαναδιατυπώσουμε το στρατηγικό πρόγραμμα και να χαράξουμε ευέλικτες, πειστικές και αποτελεσματικές πολιτικές τακτικές, ικανές να συσπειρώνουν, να οδηγούν και να νικάνε. Οι συσχετισμοί δεν μας ευνοούν. Επί περίπου 70 χρόνια το κομμουνιστικό κίνημα διαπαιδαγώγησε την εργατική τάξη σε μια λογική βελτίωσης και όχι ανατροπής του καπιταλισμού, σε μια λογική κυβερνητισμού και όχι σύγκρουσης. Αυτή η δεύτερη παράταξη της νέας επαναστατικής επαγγελίας που εξέφρασε το Πολυτεχνείο, οδηγήθηκε αιμάσουσα στα ιδεολογικά αποσπάσματα της διαπιστευμένης Αριστεράς, αλλά δεν έφυγε, δεν χάθηκε και κυρίως δεν απώλεσε την ελκτική της δύναμη, ανεξάρτητα από την πορεία, τις αδυναμίες και τα λάθη των φορέων και των ανθρώπων που προσπαθούν να την εκφράσουν.
Η κάθε εποχή γεννάει τις δικές της ανάγκες και δημιουργεί τις δικές της δυνατότητες. Το Πολυτεχνείο ήταν του καιρού του. Στην ουσία, αν θέλει να είναι κανείς ακριβής, το Πολυτεχνείο έθεσε τα ερωτήματα. Το τώρα καλείται να δώσει τις απαντήσεις. Η Ιστορία ποτέ δεν τελειώνει με λύσεις της μοίρας. Επανέρχεται, στοιχειώνει και διεκδικεί.
Θανάσης Σκαμνάκης, εφημερίδα ΠΡΙΝ, 18 Νοέμβρη 2012. Μεγάλο μέρος του άρθρου ήταν και η ομιλία του σ. Θανάση Σκαμνάκη στην εκδήλωση του ΝΑΡ και της νΚΑ στο Πολυτεχνείο, Αθήνα, 16/11/2012
Διχασμένη η γενιά του Πολυτεχνείου. ΣΤΟΧΟΣ Ο ΔΙΑΣΥΡΜΟΣ
«Η χαμένη γενιά του ’50», μας αποκαλούσαν παλιοί Λαμπράκηδες, εκείνοι που είχαν ζήσει τη δόξα της δεκαετίας του ’60, τη μεγάλη πολιτιστική άνθιση, τη μεγάλη επαναφορά της Αριστεράς στο πολιτικό προσκήνιο – η Χαμένη άνοιξη του Τσίρκα ήρθε μετά. Ύστερα γίναμε η γενιά του Πολυτεχνείου, εκείνη που έκανε μια εξέγερση και έζησε τη δόξα της και που αργότερα έπρεπε να απολογείται γι’ αυτό, αλλά με πολλές έννοιες μια κερδισμένη γενιά, όχι όπως η επόμενη που τραγούδαγε ο Πορτοκάλογλου, «της μεταπολίτευσης καημένη γενιά».
Βέβαια όσοι χρησιμοποιούν την ιδέα των γενεών, δεν το κάνουν αθώα, για λόγους ευκολίας στην ιστορική αναφορά. Με τον όρο γενιά θέλουν να τα περιλάβουν όλα, και τον Τζιαντζή και τον Λαλιώτη, και τον Κάππο και τη Δαμανάκη, και το Γαϊτανίδη και τον Ανδρουλάκη. Και μέσα στο χυλό οι πρώτοι να εξομοιωθούν με τους δεύτερους. Με αυτόν τον τρόπο εκδικούνται τα γεγονότα, διαβρώνουν τη μνήμη και υπονομεύουν το παρόν.
Πριν λίγες εβδομάδες στην αίθουσα της παλιάς Βουλής πραγματοποιήθηκε εκδήλωση μνήμης για τον Κώστα Κάππο. Συγκεντρώθηκαν αρκετοί άνθρωποι, πολλοί απ’ αυτούς συγκρατούμενοι ή σύντροφοι εκείνης της εποχής. Οι άνθρωποι που βασανίστηκαν σκληρά. Ήταν όλοι γενιά του Πολυτεχνείου. Εκείνοι δημιούργησαν, πρωταγωνίστησαν και όρισαν την πορεία των γεγονότων τότε. Οι πιο πολλοί, οι πλείστοι, δεν είναι ενταγμένοι σε πολιτικούς σχηματισμούς, αλλά τους συναντώ πάντα σχεδόν στις μεγάλες διαδηλώσεις. Και δηλώνουν έτοιμοι αν κληθούν να ξαναπιάσουν το νήμα. Δεν γράφουν γι’ αυτούς οι εφημερίδες και δεν απασχολούν τα πρωινάδικα. Ούτε κατέλαβαν πολιτικές ή άλλες θέσεις.
Είναι Η γενιά του Πολυτεχνείου.
Στην πραγματικότητα όμως, εκείνοι που προβλήθηκαν, που πήραν τις θέσεις και τα ποσά που τους αντιστοιχούν, δεν αναδείχτηκαν άδικα εκεί. Είναι εκείνοι οι οποίοι εξέφρασαν το Πολυτεχνείο που ηττήθηκε. Την εξέγερση που έμεινε στη μέση. Γιατί όπως πάντα και το Πολυτεχνείο ήταν δυο βασικά ρεύματα. Το ρεύμα που ήθελε να πάει ως το τέλος, ως μια συνολική ανατροπή, κι εκείνο που ήθελε να μείνει στους εξωραϊσμούς του πολιτικού οικοδομήματος. Νίκησε το δεύτερο. Αν και στην ουσία, όπως συμβαίνει πάντα, η αντίσταση στη χούντα, το Πολυτεχνείο και τα όνειρα μιας επαναστατημένης γενιάς, δεν χώρεσαν στα μικρομεσαία σχέδια της μεταπολίτευσης. Διεκδίκησαν και διεκδικούν να επιστρέψουν ακέραια. Και όπως συμβαίνει πάντα, εκεί και τότε, όπως εδώ και τώρα, όπως και αύριο, θα παλεύουν οι δυο γραμμές, εκείνη που ζητάει να εντάξει τις προσδοκίες της στην καθημερινότητα (όπως την συναποτελούν οι κοινωνικοί συμβιβασμοί, οι οικονομικές επιδιώξεις και οι πολιτικοί σχεδιασμοί) και εκείνη που επανεπενδύει συνεχώς τους κόπους της, προσβλέποντας στην επόμενη φορά (και πάντα, αδιάκοπα, σε μια επόμενη).
Επειδή, όσο περνούν τα χρόνια ξεχνάμε τα γεγονότα όσοι τα έζησαν και τα αγνοούν όσοι τα έμαθαν ως Ιστορία, θα ήταν καλό να ξύσουμε μνήμες και πληγές. Το τοπίο της περιόδου της δικτατορίας δεν ήταν ένας κόσμος καθολικής αντίστασης, έστω σιωπηρής. Όπως συμβαίνει πάντα, το μεγάλο μέρος των Ελλήνων, υπό την επίδραση του παραλυτικού φόβου και υπό το βάρος του συντριπτικού χτυπήματος που έδωσε η χούντα στις ανέτοιμες και παραπλανημένες από τις αυταπάτες τους δυνάμεις της Αριστεράς, έμεινε μακριά ως το τέλος από την ενεργή αντίσταση. Υπήρχαν άλλωστε και εκείνοι που πολλαπλώς ωφελήθηκαν. Η φαυλοκρατία των πολιτικών που υποσχόταν να πατάξει η χούντα, αντικαταστάθηκε από τη φαυλοκρατία και τη διαφθορά της στρατιωτικής εξουσίας. Φυσικά εκ των υστέρων όλοι είχαν κάτι να πουν για την αντίστασή τους. Όπως πάντα. Ακόμα και στο Πολυτεχνείο, τη στιγμή της μεγάλης έξαρσης γύρω από το κατειλημμένα ιδρύματα και στις τρεις πόλεις, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, ήταν στην καλύτερη περίπτωση 20.000-30.000 άνθρωποι. Σε αυτές τις στιγμές της κρίσης, το ένα ζήτημα και βασικό, είναι το πόσοι ακολουθούν την πρωτοπορία στους δρόμους, το δεύτερο, από μια άποψη αποφασιστικό, οι πολλοί που βρίσκονται με κάποιον τρόπο αλληλέγγυοι, οι οποίοι δεν τολμούν την υπέρβαση, αλλά και δεν ανέχονται να ζουν άλλο υπό την προηγούμενη κατάσταση και το τρίτο, εκείνοι που θέλουν την κατάσταση, λιγότερο ή περισσότερο, βολεύονται ή έχουν συμφέροντα μαζί της, αλλά παραλύουν υπό την επίδραση του γενικού κλίματος. Πρέπει να βρεθεί κανείς σε αυτή τη στιγμή για να καταλάβει τη μεγάλη ηθική, ψυχολογική και πολιτική σημασία αυτών των συσχετισμών και διαθέσεων.
Αλλά μέχρι την πρώτη κατάληψη της Νομικής, το αντιδικτατορικό κίνημα πορευόταν σε στεγνό τοπίο. Λίγους μόλις μήνες πριν ξεσπάσουν τα μαζικά γεγονότα, η απογοήτευση και η ιδέα πως η χούντα θα μείνει τριάντα χρόνια, ήταν κυρίαρχη ακόμα και στους δραστήριους φοιτητικούς κύκλους. Υπό αυτή την έννοια, κάθε μαζική αντίσταση φάνταζε χίμαιρα, μια ονειροφαντασία ανθρώπων που δεν πάταγαν τα πόδια τους στη γη. Οι πιο ευφάνταστοι, ρομαντικοί και, ας το πούμε, ηρωικοί, που δεν ήθελαν να κάθονται με σταυρωμένα χέρια, έβλεπαν τις βομβιστικές επιθέσεις ως τον μόνο αποτελεσματικό τρόπο να γίνεται θόρυβος, τουλάχιστον. Έτσι θα διασωζόταν και η τιμή της χώρας στο εξωτερικό και ποιος ξέρει, ίσως να αφυπνίζονταν οι ληθαργικοί Έλληνες. Από την άλλη πλευρά, οι ηγεσίες της διασπασμένης Αριστεράς, αδυνατώντας να κατανοήσουν τις δυναμικές που μπορεί να αναπτύξει το μαζικό κίνημα, εξασκούνταν σε πολιτικές προτάσεις πάσης φύσεως συνεργασιών με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, περιμένοντας περισσότερο τις αλλαγές από πάνω, παρά από την καταλυτική δράση ενός μαζικού κινήματος. Ιδιαίτερο παραλυτικό ρόλο είχε η πολιτική του ΚΚΕ Εσωτερικού, που πιο εμφαντικά και ακραία εξέφραζε τη γραμμή του συμβιβασμού. Ακόμα και όταν αυτό το κίνημα πήρε τα μαζικά του χαρακτηριστικά με τις καταλήψεις της Νομικής, τότε που οι βόμβες έπαψαν να είναι η πιο ηχηρή μορφή αντίστασης και οι οργανώσεις που επέλεγαν αυτή τη μορφή εντάσσονταν στο κίνημα, και πάλι η σύγκρουση κυρίως μεταξύ Ρήγα Φεραίου και ΚΝΕ βρισκόταν στο αν μπορεί να μεταφερθεί ο αγώνας μέσα στα πανεπιστημιακά ιδρύματα με τη συγκρότηση μισονόμιμων, μισοπαράνομων φοιτητικών επιτροπών. Ο Ρήγας Φεραίος επέμενε σε μορφές οργάνωσης εκτός πανεπιστημίων, με πολιτιστικές δραστηριότητες και παρόμοιες, κάπως νομιμοποιημένες μορφές. Φυσικά μέσα σε καθεστώς παρανομίας, ούτε πάντα σαφείς ήταν οι διατυπώσεις των πολιτικών γραμμών μέσα στο ζωντανό κίνημα, ούτε μπορούσαν να πειθαρχήσουν τα μέλη. Αμέσως μόλις άρχισαν οι πρώτες συγκεντρώσεις στα πανεπιστήμια, Κνίτες, ρηγάδες, εκκετζήδες και άλλοι, βρέθηκαν στις καταλήψεις, με τον ίδιο ενθουσιασμό, με την ίδια αυτοθυσία. Ποιος όμως είπε πως η ενότητα που κερδιζόταν με πολύ μεγάλη δυσκολία, δεν είχε συγκρούσεις, ρωγμές, ρήξεις, θυμούς, υπονομεύσεις και όλα αυτά τα γνωστά; Και αδιάκοπη προσπάθεια να ηγεμονεύσει η μια γραμμή; Αν φανταστεί κανείς την πορεία προς το Πολυτεχνείο, αλλά και το ίδιο το Πολυτεχνείο ως μια συναυλία αγγέλων, δεν θα έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Κι ωστόσο διαμορφωνόταν μια ενότητα ικανή να οργανώσει τον αγώνα, να αναλύει συνεχώς τα δεδομένα, να διαμορφώνει κοινή πολιτική γραμμή, να χειρίζεται την επίθεση και την άμυνα, σε συνθήκες σχεδόν πολεμικής έντασης. Να συγκρούεται και να επανενώνεται. Πάντα με τις παρεπόμενες φθορές.
Είναι γνωστό πως το Πολυτεχνείο δεν ξεκίνησε με ένα συνολικό στρατηγικό σχέδιο ανατροπής. Η άποψη της ΚΝΕ, την οποία θεωρώ ακόμα σωστή, ήταν πως μια μεγάλη έκρηξη έπρεπε να συμβεί λίγο καιρό αργότερα, καθώς εκείνη ακριβώς την περίοδο βρισκόταν σε εξέλιξη μια χειμαρρώδης διαδικασία δημιουργίας οργανώσεων, μισονόμιμων, μισοπαράνομων, φορέων, εργατικών, επιστημονικών, πολιτιστικών, η οποία διαμόρφωνε έναν τρομερό πανελλαδικό ιστό, πιθανότατα ικανό να προκαλέσει μια πανελλαδική εξέγερση. Και κυρίως, που μπορούσε να μεταφέρει το κέντρο του αγώνα από τη φοιτητική νεολαία και τα πανεπιστήμια, στην εργατική τάξη. Λίγους μήνες μετά όλα θα ήταν διαφορετικά. Μια τέτοια εξέλιξη θα όριζε με άλλο τρόπο το πολιτικό τοπίο και τότε και μετέπειτα. Αλλά, κι αυτό είναι ένα ακριβό μάθημα στην Ιστορία, τα γεγονότα δεν έρχονται όταν τα παραγγέλνεις.
Μπορεί λοιπόν η κατάληψη του Πολυτεχνείου να ξάφνιασε τη στιγμή που έγινε τις δυνάμεις του συστήματος και τις δυνάμεις της αντίστασης. Αλλά μέσα στα σπλάχνα του περιείχε τη γενιά και την ιδέα της συνολικής ανατροπής. Δεν ήταν η ανατροπή της χούντας το μόνο αίτημα. Μπορεί οι συνθήκες να το έκαναν κυρίαρχο. Αλλά ταυτόχρονα και ουσιαστικά, ο στόχος ήταν η ανατροπή ενός συστήματος που καταφεύγει στις χούντες, με στρατιωτικό ή άλλο ένδυμα. Δεν ήταν το όνειρο των εξεγερμένων η αποκατάσταση μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας του τύπου της μεταπολίτευσης, η οποία οδηγεί σε αυταρχισμούς, κρίσεις, αντιδημοκρατικές υποτροπές. Όπως έγραφε ο Κώστας Τζιαντζής στο περίφημο άρθρο του: «Η αντιδικτατορική πάλη χωρίζεται σε δυο περιόδους και σε δυο γενικά παρατάξεις, αντίθετες μεταξύ τους, αλλά και σφιχταγκαλιασμένες στον πολιτικό χώρο και στο χρόνο. Η πρώτη είναι η περίοδος και η παράταξη των λυγμών της προδομένης δημοκρατίας. Η δεύτερη (κυρίως από το ’71 και μετά) είναι η περίοδος - η παράταξη μιας νέας επαναστατικής επαγγελίας που αρχίζει να τραγουδά σε διάφορες παραλλαγές. Στην πρώτη ηγεμονεύουν οι διαμαρτυρίες για τον καταποντισμένο εκσυγχρονισμό του μεταπολεμικού αστικού συστήματος... Η δεύτερη παράταξη φωτίζεται από τις παλιές και τις καινούργιες υποσχέσεις των αντάρτικων, απ’ τον κόκκινο Οκτώβρη και τα μαύρα μάτια του Τσε, απ’ τις ξαναγεννημένες, σοφές και ταυτόχρονα αμάθητες επαναστατικές απόπειρες σαν του Μάη. Είναι αυτή που γεννιέται μες στα χαράματα μιας νέας ιστορικής εποχής, της καθαυτό, θα λέγαμε, “εργατικής εποχής” της ανθρωπότητας, με λίγα λόγια τη σημερινής εποχής».
Είναι αυτή η δεύτερη παράταξη που δεν νίκησε το ’73 και που δοκίμασε και δοκιμάζει ακόμα, τις πικρές γεύσεις ηττών και διαψεύσεων, αλλά και ταυτόχρονα εκδικείται με μια ήττα που ισοδυναμεί με νίκες.
Ίσως εδώ, σε ένα λογικά αντιφατικό σχήμα, που ως φραστικό εύρημα αγγίζει την παραδοξολογία, βρίσκεται το ουσιαστικό στοιχείο της ιστορικής προοπτικής. Το Πολυτεχνείο ουσιαστικά δεν ολοκληρώθηκε τότε. Αυτό του στοίχησε. Η δημοκρατία που ήρθε διέψευσε τις προσδοκίες. Επί σχεδόν 40 χρόνια εκμαύλισε ανθρώπινες ψυχές και καταβαράθρωσε μια ολόκληρη κοινωνία. Στη φθορά και την πτώση της επιδίωξε να συμπαρασύρει όλες τις ελπίδες που γέννησε εκείνη η εξέγερση. Δεν το κατόρθωσε. Το φάντασμα επιστρέφει και ζητάει να εκδικηθεί. Η δεύτερη εκείνη παράταξη εμφανίζεται και πάλι στο ιστορικό προσκήνιο, όχι για να θάψει τα πτώματα των προσδοκιών της, αλλά για να ξαναθέσει τα ερωτήματα και να διεκδικήσει και πάλι τις απαντήσεις.
Αν όλα αυτά δεν πιστοποιούν το πώς υπάρχουν ήττες που, αν και δεν ισοδυναμούν με νίκη, δημιουργούν τις προϋποθέσεις γι’ αυτήν, τότε τίποτα δεν αξίζει να θυσιάσει κανείς στο παρόν για να εξασφαλίσει το μέλλον. Πολύ περισσότερο αν δεν αντιληφθεί πως υπάρχουν πολλές φορές νίκες, οι οποίες οδηγούν σε καταστροφή, όμοια με εκείνη την παλιά ιστορία και παραβολή για τον βασιλιά της Ηπείρου, τον Πύρρο.
Επίδειξη υποτέλειας από την ενδοτική Αριστερά
ΤΟ ΕΞΕΓΕΡΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΗ ΣΦΡΑΓΙΣΕ ΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
Πριν μερικές ημέρες η τηλεόραση μετέδωσε σε επανάληψη μια συνέντευξη του Λεωνίδα Κύρκου. Το θέμα δεν είναι το πρόσωπο αλλά οι ιδέες που εξέφρασε. Σε μια συνέντευξη συνόψισε στην ακραία τους εκδοχή όλα τα χαρακτηριστικά της ηττημένης και ηττοπαθούς Αριστεράς, εκείνης της «πρώτης παράταξης», που την πρώτη περίοδο της δικτατορίας, μέχρι περίπου το 1970, διεκδίκησε να ηγεμονεύσει στο αντιδικτατορικό κίνημα. Μιας Αριστεράς ικέτισσας στο πολιτικό σύστημα, για έναν μικρό ρόλο στην παράσταση του αστικού πολιτικού έργου. Η οποία, γι’ αυτό, σερνόταν πάντα στην πιο συμβιβαστική εκδοχή των γεγονότων, από την Εθνική Αντιδικτατορική Ενότητα με τον Καραμανλή το 1974, έως την υπεράσπιση του σχεδίου Ανάν μαζί με το Γιωργάκη Παπανδρέου και την υπεράσπιση των μνημονίων της ΔΗΜΑΡ.
Το Σεπτέμβρη του 1973, λίγο πριν το Πολυτεχνείο σαρώσει τα σχέδια της χούντας και του πολιτικού κατεστημένου για μια «ειρηνική» εναλλαγή, η ηγεσία του τότε ΚΚΕ Εσωτερικού στο στρατοδικείο διεμήνυε προς το πολιτικό σύστημα πως είναι έτοιμη να πάρει μέρος στο παιχνίδι, κάνοντας εμφατική πρόταση προς το βασιλιά για συνεργασία και καλοβλέποντας προς τη Συμβουλευτική Επιτροπή που είχε συστήσει η χούντα στο πλαίσιο του σχεδίου μετάβασης. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να διαψευστούν οι ...σοφές απόψεις των «ρεαλιστών» της αριστερής πολιτικής. Δυο μήνες μετά, το Πολυτεχνείο ανέτρεψε όλους τους σχεδιασμούς. Το λαϊκό κίνημα, το οποίο η ηγεσία αυτής της Αριστεράς ποτέ δεν υπολήφθηκε, έδωσε την ημιτελή μεν αλλά αποφασιστική απάντησή του. Και μπορεί το άμεσο αποτέλεσμα να ήταν η σκλήρυνση της κατάστασης, τα τανκς του Ιωαννίδη, οι σαρωτικές συλλήψεις και τα τρομερά βασανιστήρια, με επιστέγασμα την κυπριακή τραγωδία, αλλά εκείνη η λαϊκή έξαρση που δεν μπήκε τροπαιούχος στα «Παλιά ανάκτορα», αλλά ξαναμαζεύτηκε στις παράνομες γιάφκες και στις καθημερινές της ασχολίες, με την πικρή γεύση των τόσων θανάτων και της ατελέσφορης προσπάθειας, έγινε ο ουσιαστικός πολιτικός πρωταγωνιστής κάθε πολιτικής πράξης από τότε.
Αν δεν είχε συμβεί το Πολυτεχνείο, η μετάβαση στο κοινοβουλευτικό αλισβερίσι θα γινόταν με μια συμφωνία των ανύπαρκτων πολιτικών δυνάμεων, των αδειανών στολών του παλιού πολιτικού κατεστημένου και της χούντας, με τους χουντικούς μηχανισμούς και τους ανθρώπους να ορίζουν τη μεταπολιτευτική λειτουργία του κράτους. Και με την πολιτική υποταγή του λαϊκού κινήματος.
Αν το πνεύμα της μεταπολίτευσης έγινε ο στόχος των κάθε είδους πρετεντεράκων όλα αυτά τα χρόνια, ήταν γιατί αυτό το ημιτελές Πολυτεχνείο στοίχειωνε την πολιτική ζωή και επέβαλε τους δικούς του όρους. Μέχρι το 1989, οπότε η επίσημη Αριστερά (δηλ. και το ΚΚΕ) ξαναμπήκε στο τσουκάλι των αστικών μαγειρεμάτων, δικαιώνοντας, επί τέλους, τις προσδοκίες του Λεωνίδα Κύρκου και διαψεύδοντας τις ελπίδες των κομμουνιστών, που άκουγαν ενεοί τον Χαρ. Φλωράκη να δηλώνει μπρος στα εκμαυλιστικά ραδιοτηλεοπτικά μικρόφωνα, αυτός ο ηρωικός καπετάνιος του εμφυλίου, πως η Αριστερά για πρώτη φορά στην Ιστορία της βρίσκεται στο πολιτικό προσκήνιο.
ΔΙΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΑΙΤΙΕΣ. Αστικό παιχνίδι σε βάρος του λαού
ΕΛΛΕΙΨΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
Τα γεγονότα του παρελθόντος διαβάζονται έγκυρα και διατηρούν τη ζωτικότητά τους, μόνο όταν προβληθούν στο παρόν. Κι η ιστορία γράφεται και ξαναγράφεται και αξιολογείται όταν οι κάθε φορά νέες γενιές την μαθαίνουν γιατί την ζουν με το δικό τους τρόπο, στη δική τους εποχή και με τα δικά τους γεγονότα. Έτσι, εκείνη η γενιά έμαθε για την επανάσταση του ’21, την κατέβασε από το εικόνισμα των σχολικών αιθουσών και την έκανε δική της καθημερινότητα. Σε κάθε περίπτωση το ημιτελές Πολυτεχνείο του ’73, παρά τις σχολικές γιορτές και τις τιμές των επισήμων, διατήρησε τη γοητευτική και εξεγερτική του δύναμη όλα αυτά τα 39 χρόνια. Και τώρα γίνεται σημείο αναφοράς μιας εποχής που καλείται να ολοκληρώσει εκείνη την έναρξη.
Το Νοέμβρη του ’73 το δικτατορικό καθεστώς υπέστη ένα βαρύ πλήγμα, που σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση και το πρόβλημα νομιμοποίησής του, οδήγησε σε κρίση. Μπορεί η κρίση αυτή να αντιμετωπίστηκε προσωρινά με την αλλαγή φρουράς και τη χούντα Ιωαννίδη, αλλά επέστρεψε –την κρίση δεν την αντιμετωπίζεις με κολπάκια – βαθύτερη και αμείλικτη τον Ιούλιο του ’74. Ζήσαμε τότε αυτό που θεωρείται κλασικό για τις επαναστατικές εποχές. Όπου οι πάνω δεν μπορούσαν να κυβερνούν όπως πριν και οι κάτω δεν ήθελαν να κυβερνούνται όπως πριν. Για κάποιες ώρες η εξουσία κυκλοφορούσε στους δρόμους. Αλλά δεν ζούσαμε σε μια επαναστατική εποχή, το λαϊκό κίνημα δεν ήταν τόσο ισχυρό ώστε να επιβάλει τη θέλησή του, η Αριστερά δεν πίστευε σε μια ουσιαστική αλλαγή, δεν είχε χαράξει σοβαρή στρατηγική, η τακτική της βολόδερνε ανάμεσα στην πλατιά αντιδικτατορική ενότητα με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις και τη «νέα δημοκρατία» (την κατοπινή «πραγματική αλλαγή») και ούτε είχε επαρκείς δυνάμεις για να την επιδιώξει, συνεπώς η περιπλάνηση της εξουσίας στους δρόμους δεν τρόμαξε το σύστημα, που την οδήγησε με ασφάλεια στο τρίγωνο αμερικανική πρεσβεία - κτίριο της Βουλής - συγκρότημα Λαμπράκη, για να την παραδώσει αμόλυντη στον Κων. Καραμανλή.
Ένα ημιτελές θαύμα δεν είναι επαρκές και να οδηγήσει σε ένα ακέραιο αποτέλεσμα. Με αυτή την έννοια, για ακόμα μια φορά, μια μεγάλη έφοδος του λαϊκού κινήματος κατέληξε σε ένα αστικό παιχνίδι σε βάρος των λαϊκών συμφερόντων. Είναι άραγε της μοίρας μας; Αρνούμενοι να αποδώσουμε στη μοίρα τις ευθύνες μας, οφείλουμε σήμερα περισσότερο από ποτέ να εξιχνιάσουμε με μεθοδικότητα και διεισδυτικότητα ντετέκτιβ του Ντάσιελ Χάμετ, τις αιτίες που μας αφήνουνε λειψούς. Να εντοπίσουμε τις ιστορικές παθογένειες του κομμουνιστικού ρεύματος στην Ελλάδα, να ανασυγκροτήσουμε σε βάθος και ουσία τη σκέψη μας, να επαναδιατυπώσουμε το στρατηγικό πρόγραμμα και να χαράξουμε ευέλικτες, πειστικές και αποτελεσματικές πολιτικές τακτικές, ικανές να συσπειρώνουν, να οδηγούν και να νικάνε. Οι συσχετισμοί δεν μας ευνοούν. Επί περίπου 70 χρόνια το κομμουνιστικό κίνημα διαπαιδαγώγησε την εργατική τάξη σε μια λογική βελτίωσης και όχι ανατροπής του καπιταλισμού, σε μια λογική κυβερνητισμού και όχι σύγκρουσης. Αυτή η δεύτερη παράταξη της νέας επαναστατικής επαγγελίας που εξέφρασε το Πολυτεχνείο, οδηγήθηκε αιμάσουσα στα ιδεολογικά αποσπάσματα της διαπιστευμένης Αριστεράς, αλλά δεν έφυγε, δεν χάθηκε και κυρίως δεν απώλεσε την ελκτική της δύναμη, ανεξάρτητα από την πορεία, τις αδυναμίες και τα λάθη των φορέων και των ανθρώπων που προσπαθούν να την εκφράσουν.
Η κάθε εποχή γεννάει τις δικές της ανάγκες και δημιουργεί τις δικές της δυνατότητες. Το Πολυτεχνείο ήταν του καιρού του. Στην ουσία, αν θέλει να είναι κανείς ακριβής, το Πολυτεχνείο έθεσε τα ερωτήματα. Το τώρα καλείται να δώσει τις απαντήσεις. Η Ιστορία ποτέ δεν τελειώνει με λύσεις της μοίρας. Επανέρχεται, στοιχειώνει και διεκδικεί.
Θανάσης Σκαμνάκης, εφημερίδα ΠΡΙΝ, 18 Νοέμβρη 2012. Μεγάλο μέρος του άρθρου ήταν και η ομιλία του σ. Θανάση Σκαμνάκη στην εκδήλωση του ΝΑΡ και της νΚΑ στο Πολυτεχνείο, Αθήνα, 16/11/2012
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)