- Έλα στην πλώρη να με βρεις
με το φανάρι της θυέλλης.
Από το γκρίζο της νεφέλης
μοιάζεις το φως της λυκαυγής.
Ανέβα πάνω στην ανέμη! - Δες, γυρίζει;
Βίρα την άγκυρα στη μπόμπα τη λειψή.
Αν με το σκόρτσα η ματισιά δεν τη στηρίζει,
βάλε το χέρι στην ανάγκη, το δεξί...
με το φανάρι της θυέλλης.
Από το γκρίζο της νεφέλης
μοιάζεις το φως της λυκαυγής.
Ανέβα πάνω στην ανέμη! - Δες, γυρίζει;
Βίρα την άγκυρα στη μπόμπα τη λειψή.
Αν με το σκόρτσα η ματισιά δεν τη στηρίζει,
βάλε το χέρι στην ανάγκη, το δεξί...
Παίξε σινιάλο με τα φώτα της θυέλλης
και προφυλάξου, απ’ τον καιρό που σε χτυπά.
Άμα σε χάσω από το θάμπος της νεφέλης
σε ξαναβρίσκω, στις ακτές του Μακαπά.
Σιέστα σε ρέπι, με μαυλίστρα της Μακούμπα,
ψυχρή, σαν πράσινη γουστέρα του Νεπάλ.
Στο Πόρτο Βέλιο ταξιδεύεις, στη Καρούμπα,
στο Μάτο Γκρόσο, στη Μπραζίλια, στο Νατάλ.
- Μα τι λογιάζεις μες στο βράδυ;
Στέκω της γέφυρας σκοπός!
- Σε βγάζω μέσ’ απ’ το σκοτάδι,
στο νοερό διάχυτο φως!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου