Την ώρα που οπαδοί του ΕΑΜ διαμαρτύρονταν για τον αφοπλισμό δυνάμεων του ΕΛΑΣ δέχονται πυρά που αιματοκυλούν τη διαδήλωση. |
Συντάκτης: Ιωάννα Σωτήρχου
Ήταν αναπόφευκτη η ένοπλη σύγκρουση; Με αυτό το ερώτημα συναντήσαμε τον ιστορικό και συγγραφέα Μενέλαο Χαραλαμπίδη, με αφορμή την έκδοση του δεύτερου βιβλίου του «Δεκεμβριανά 1944. Η μάχη της Αθήνας». Μας μίλησε για την ωμή παρέμβαση των Βρετανών με στόχο την παλινόρθωση της μοναρχίας, τις εύθραυστες πολιτικές ισορροπίες και την αδυναμία του αστικού πολιτικού κόσμου να αντιληφθεί την πραγματικότητα και να αποδεχτεί ισότιμα το αριστερό και μεγαλύτερο τμήμα της Αντίστασης, που ήταν το ΕΑΜ, στη συγκρότηση του νέου εθνικού στρατού. Αποκαλύπτει όμως και ένα αθέατο κομμάτι που συμπληρώνει το ψηφιδωτό των ευθυνών που ακόμη δεν έχουν διερευνηθεί ψύχραιμα: τους δωσίλογους συνεργάτες των κατακτητών, μέλη ένοπλων οργανώσεων που φυλάσσονταν πλημμελώς από τους συναδέλφους τους και βρίσκονται στην Αθήνα προκειμένου να δικαστούν, οι οποίοι δεν διστάζουν να αιματοκυλήσουν μία από τις ΕΑΜικές διαδηλώσεις της απελευθέρωσης, στις 15 Οκτωβρίου 1944, αλλά και το ΕΑΜικό πλήθος που συμμετείχε στην κηδεία των θυμάτων την επομένη του φονικού συλλαλητηρίου της 3ης Δεκεμβρίου.
Πώς φτάνουμε στον Δεκέμβρη του ’44;
Για να καταλάβουμε τα Δεκεμβριανά είναι χρήσιμο να δούμε τον διεθνή παράγοντα. Βρισκόμαστε προς το τέλος του πολέμου, η Ελλάδα έχει κατοχυρωθεί στη Μεγάλη Βρετανία και οι σύμμαχοι θέλουν να ελέγξουν το πέρασμα από την κατεχόμενη στην απελευθερωμένη Ευρώπη. Το πρόβλημα με την Ελλάδα είναι ότι η ισχυρότερη πολιτική και στρατιωτική δύναμη είναι το ΕΑΜ, που έχει ακριβώς τις αντίθετες επιδιώξεις: όχι απλώς να αποτρέψει την επαναφορά του προπολεμικού πολιτικού συστήματος, αλλά να οδηγήσει στην ανατροπή του. Σε αυτό το ρευστό πανευρωπαϊκά κλίμα το ελληνικό ζήτημα γίνεται διεθνές πρόβλημα. Το εσωτερικό πρόβλημα, το οποίο έχει τις ρίζες του στην ταραχώδη περίοδο του Μεσοπολέμου και οξύνεται κατά τη διάρκεια της Κατοχής, μετατρέπεται σε διεθνές, οδηγώντας στην επέμβαση των Βρετανών.
Ποια θεωρείτε τα κρίσιμα ζητήματα στο εσωτερικό;
Το ένα ζήτημα είναι της συγκρότησης του νέου εθνικού στρατού. Ο αστικός πολιτικός κόσμος και οι Βρετανοί επιδιώκουν τον αφοπλισμό μόνο των αντάρτικων στρατών του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, ενώ το ΕΑΜ ζητά τον αφοπλισμό όλων των ενόπλων δυνάμεων (και της εκκαθαρισμένης από τα ΕΑΜικά στοιχεία Ορεινής Ταξιαρχίας, του Ιερού Λόχου και των Σωμάτων Ασφαλείας) και τη συγκρότηση του νέου στρατού από μηδενική βάση. Το πρόβλημα ήταν ποιες θα ήταν οι εν ενεργεία ένοπλες δυνάμεις το διάστημα που θα μεσολαβούσε από τον αφοπλισμό μέχρι τη δημιουργία του νέου στρατού. Οι διαπραγματεύσεις οδηγούνται σε αδιέξοδο και πραγματοποιείται η πρώτη ωμή επέμβαση των Βρετανών με την έκδοση διαταγής από τον στρατηγό Σκόμπι την 1η Δεκεμβρίου, με την οποία διέτασσε τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ.
Το άλλο ζήτημα είναι η τιμωρία των δωσίλογων το οποίο είχε πολύ μεγάλη βαρύτητα στην κοινή γνώμη. Αυτή η διάσταση της κρίσης έχει υποτιμηθεί κάπως από την έρευνα. Ηταν όμως μια διάσταση που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις, καθώς οι καθυστερήσεις στην εκδίκαση υποθέσεων συνεργασίας με τον κατακτητή διατηρούσαν το κλίμα καχυποψίας από την πλευρά του ΕΑΜ ως προς τις αγαθές προθέσεις του αστικού πολιτικού κόσμου».
Με ποιο τρόπο κλιμακώνεται η ένταση;
Η διαταγή Σκόμπι οδηγεί σε παραίτηση τους υπουργούς του ΕΑΜ και στην απόφαση του συλλαλητηρίου. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι, αντίθετα με την εντύπωση που έχει δημιουργηθεί, τα Δεκεμβριανά δεν ξεκινούν με τη σφαγή στην πλατεία Συντάγματος στις 3 Δεκεμβρίου. Το συλλαλητήριο του ΕΑΜ είχε αμιγώς πολιτική στόχευση, να ασκήσει πολιτική πίεση καταδεικνύοντας στους Βρετανούς τη μαζικότητα του ΕΑΜ και άρα την αδυναμία επίτευξης πολιτικής λύσης χωρίς τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και το βράδυ μετά τη σφαγή τόσο το ΕΑΜ, όσο και μερίδα του αστικού πολιτικού κόσμου, όπως και ο ίδιος ο Βρετανός πρέσβης, αναζητούν πολιτική λύση με την παραίτηση Παπανδρέου και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Σοφούλη...»
Όμως το συλλαλητήριο χτυπιέται. Με εντολή ποιου;
Υπηρεσιακά την εντολή τη δίνει ο Εβερτ, αλλά το θέμα είναι ποιος έδωσε την πολιτική εντολή στον Εβερτ. Αυτό δεν το γνωρίζουμε. Πιστεύω ότι δεν είναι ο Παπανδρέου, αλλά κύκλοι της μοναρχικής Δεξιάς που είχαν πρόσβαση στα Σώματα Ασφαλείας και τον στρατό και οι οποίοι παράλληλα αποτελούσαν τη μόνη πολιτική δύναμη που ανέμενε, στη φάση αυτή, πολιτικά οφέλη από μια εμφύλια σύγκρουση. Το χτύπημα του συλλαλητηρίου μάλλον πρέπει να ενταχθεί στα όσα προηγήθηκαν, στην προσπάθεια δηλαδή αποσταθεροποίησης των εύθραυστων πολιτικών ισορροπιών την περίοδο της απελευθέρωσης. Οι άντρες των δωσιλογικών οργανώσεων που βρίσκονται υπό περιορισμό, αλλά ένοπλοι, σε ξενοδοχεία της Ομόνοιας, προκαλούν τα πρώτα θύματα λίγες ημέρες πριν έρθει η κυβέρνηση και τα βρετανικά στρατεύματα στην Αθήνα, τις ημέρες δηλαδή που κάποιοι περιμένουν την επιβολή ενός κομμουνιστικού πραξικοπήματος, είναι αυτοί που θα χτυπήσουν εκ νέου στις 4 Δεκεμβρίου υποστηρικτές του ΕΑΜ οι οποίοι συμμετείχαν στην κηδεία των θυμάτων του συλλαλητηρίου. Βλέπουμε δηλαδή μια προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί το τμήμα των Σωμάτων Ασφαλείας, που αντιμετώπιζε την κατηγορία της συνεργασίας με τον κατακτητή, αλλά και των δωσιλογικών οργανώσεων, που επιδίωκαν να απαλείψουν τα ίχνη της δράσης τους κατά τη διάρκεια της Κατοχής, για την πρόκληση ανωμαλίας με στόχο να μη λογοδοτήσουν στη Δικαιοσύνη, όπως και τελικά έγινε.
Μέσα σε αυτές τις προσπάθειες δημιουργίας ανωμαλίας, πρόκλησης του ΕΑΜ να αναλάβει ένοπλη δράση, πρέπει να εντάξουμε το χτύπημα του συλλαλητηρίου.
Πέρα όμως από το ΕΑΜ αυτή τη διάσταση αναδεικνύει και ο κεντρώος χώρος: η εφημερίδα «Ελευθερία» μετά τη λήξη των Δεκεμβριανών κατηγορεί τα Σώματα Ασφαλείας ότι ουσιαστικά λειτουργούν σε ένα ανεξέλεγκτο καθεστώς, ενώ παράλληλα αποδίδει ευθύνες και στο δικαστικό σώμα το οποίο με δίκες-παρωδία ουσιαστικά αθωώνει τους δωσίλογους. Και έχει ενδιαφέρον να δούμε ποιοι είναι οι μηχανισμοί και ποια είναι τα πρόσωπα τα οποία παρέχουν ασυλία στα Σώματα Ασφαλείας επιτρέποντας σε αυτά να δράσουν ανεξέλεγκτα. Ουσιαστικά έχουμε ένα είδος παρακράτους (...)
Συγκεκριμένα;
Παρά τις πρωθυπουργικές εντολές, η οργάνωση «Χ» δεν διαλύθηκε, ενώ στην Αθήνα, σύμφωνα με βρετανικές καταγραφές, είχαν συγκεντρωθεί περίπου 3.500 χωροφύλακες που κατηγορούνταν για συνεργασία με τους κατακτητές, πολλοί άντρες των Ταγμάτων Ασφαλείας καθώς και όσοι αντιμετώπιζαν την κατηγορία της οικονομικής συνεργασίας, «οι νεόπλουτοι της Κατοχής», δηλαδή οι μαυραγορίτες που επιδιώκουν να μην υπάρχει ομαλή πολιτική εξέλιξη με την ελπίδα ότι θα αποφύγουν τη Δικαιοσύνη. Οι φόβοι για το αναμενόμενο αλλά ουδέποτε πραγματοποιηθέν ΕΑΜικό πραξικόπημα οδήγησαν στη συγκρότηση του λεγόμενου «Εθνικού Στρατού Αθηνών» από όλες τις μη ΕΑΜικές οργανώσεις. Μέσα από την ένταξή τους σε αυτή τη δύναμη, καθώς και στα Τάγματα Εθνοφυλακής που δημιουργήθηκαν κατά τα Δεκεμβριανά, άτομα που βαρύνονταν με κατηγορίες συνεργασίας «αναβαπτίστηκαν» σε στρατιώτες των επίσημων κυβερνητικών δυνάμεων. Και βέβαια υπάρχει η ακόμη πιο εξόφθαλμη περίπτωση των 1.300 ταγματασφαλιτών που βρίσκονταν υπό περιορισμό στο Γουδί για να δικαστούν, οι οποίοι, όταν ξεκίνησαν οι συγκρούσεις, εξοπλίστηκαν από την Ορεινή Ταξιαρχία, παρά τις διαφωνίες των Βρετανών αξιωματικών, και πήραν μέρος στις μάχες.
Κάπως έτσι φτάνουμε στις ένοπλες συγκρούσεις. Ωστόσο κάθε πολεμική αναμέτρηση ισοδυναμεί με πολιτική αποτυχία. Ποιες σκέψεις επικρατούν στο αντίπαλο στρατόπεδο;
Ο σχεδιασμός της ένοπλης αντιμετώπισης του ΕΛΑΣ αποδεικνύεται και από την αλληλογραφία πολιτικών προσώπων της Δεξιάς με τον βασιλιά. Υπάρχει και η δήλωση-καταγγελία Παπανδρέου στον Τύπο στις 27 Νοεμβρίου, τις ημέρες που εμφανίστηκε η πολιτική εμπλοκή γύρω από το στρατιωτικό, ότι υπάρχει ένα κομμάτι της ιθύνουσας τάξης που επιδιώκει τον εμφύλιο πόλεμο. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ποιοι ήταν αυτοί που επιδίωκαν να ναυαγήσουν οι διαπραγματεύσεις. Από κει και πέρα το περιθώριο υποχωρήσεων του ΕΑΜ είχε πλέον εξαντληθεί μετά τις μεγάλες υποχωρήσεις που έκανε στον Λίβανο, στη συμφωνία της Καζέρτα, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να δεχτεί και άλλες υποχωρήσεις στο πιο κρίσιμο ζήτημα που ήταν το στρατιωτικό και βέβαια μετά τη σφαγή στην πλατεία Συντάγματος δεν μπορούσε πλέον να διαχειριστεί και τη μεγάλη οργή του κόσμου. Παρ’ όλα αυτά το βράδυ της 3ης Δεκέμβρη, μετά τη σφαγή στην πλατεία Συντάγματος, ο γ.γ. του ΚΚΕ, ο Σιάντος, και τμήμα του αστικού πολιτικού χώρου αλλά και ο Βρετανός πρέσβης αναζητούν πολιτική λύση. Η πολιτική αυτή λύση είναι η παραίτηση Παπανδρέου, ο οποίος όντως την υποβάλλει, και η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Σοφούλη. Ο Σοφούλης δέχεται αλλά έρχεται η δεύτερη ωμή βρετανική παρέμβαση, το τηλεγράφημα του Τσόρτσιλ, που απαγορεύει στον Παπανδρέου να παραιτηθεί. Γίνεται πλέον ξεκάθαρο ότι η λήψη αποφάσεων για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα έχει μετατοπιστεί από την ελληνική κυβέρνηση στο Λονδίνο... Παρέμβαση που προκαλεί σφοδρές συγκρούσεις και στο βρετανικό Κοινοβούλιο όπου το κόμμα των Εργατικών κατηγορεί τον Τσόρτσιλ - ενώ ακόμη ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει- ότι χρησιμοποιεί αντίστοιχες πρακτικές με τον Χίτλερ. Η καθοριστική δεύτερη επέμβαση των Βρετανών ουσιαστικά στερεί την τελευταία ελπίδα για πολιτική επίλυση της κρίσης, καθώς δεν αφήνει κανένα περιθώριο πολιτικής διαπραγμάτευσης...
Στο βιβλίο, εκτός από τη λεπτομερή ύφανση του πολιτικού σκηνικού, παρακολουθούμε μέρα με τη μέρα τις μάχες σε διάφορες περιοχές της Αθήνας, όπως καταγράφονται στις βρετανικές στρατιωτικές εκθέσεις των μονάδων που έδρασαν στην πρωτεύουσα και οι οποίες δημοσιεύονται για πρώτη φορά στα ελληνικά στρατιωτικά αρχεία και στο διαθέσιμο αρχείο του ΕΛΑΣ. Η μάχη κρίνεται στις 18 Δεκέμβρη με την άφιξη των βρετανικών ενισχύσεων.
Γιατί όμως δεν έγινε κάτι την περίοδο μέχρι τότε, όταν το ΕΑΜ είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων;
Εκεί πάλι μπαίνει η πολιτική διάσταση. Υπάρχουν διαπραγματεύσεις κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων ήδη από τις 9-10 του Δεκέμβρη μεταξύ ΕΑΜ και Βρετανών, δηλαδή το ΕΑΜ προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την ισχυρή θέση του στα μέτωπα των συγκρούσεων για να πετύχει πολιτική λύση, αλλά ο Τσόρτσιλ είναι αμετακίνητος, ζητά την παράδοση του ΕΛΑΣ για να ξεκινήσουν πολιτικές διαπραγματεύσεις. Η απόφαση για την αναμενόμενη γενική επίθεση του ΕΛΑΣ δεν λήφθηκε ποτέ γιατί ο Σιάντος ήξερε ότι χωρίς διεθνή πολιτική στήριξη, κυρίως από τη Σοβιετική Ενωση, δεν μπορούσε να επιτύχει τους πολιτικούς στόχους του ΕΑΜ, ακόμη και αν κατάφερνε να κερδίσει στο στρατιωτικό μέτωπο. Καμία εξουσία δεν μπορούσε να σταθεί σε μια κατεστραμμένη χώρα, μετά από 3,5 χρόνια στρατιωτικής κατοχής, χωρίς διεθνή πολιτική στήριξη και υλική βοήθεια.
Τι μπορούν να μας πουν για το σήμερα τα Δεκεμβριανά;
Αν θέλουμε να κλείσουμε τις πληγές, πρέπει πρώτα να ανοίξουμε τη συζήτηση με ψύχραιμους όρους. Κυριολεκτικά από την επόμενη ημέρα των Δεκεμβριανών οι νικητές έστρεψαν το ενδιαφέρον της εσωτερικής και διεθνούς κοινής γνώμης από το ζήτημα των λόγων που οδήγησαν στα Δεκεμβριανά στις ωμότητες που διέπραξε η Εθνική Πολιτοφυλακή (εκτελέσεις, το μέτρο της ομηρίας). Πίσω από την «πτωματολογία», κρύφτηκαν οι πολιτικές ευθύνες, η πραγματική ταυτότητα των θυμάτων του Δεκέμβρη, ακόμη και οι εκατοντάδες άμαχοι νεκροί από τους βρετανικούς βομβαρδισμούς.
Μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες διαστάσεις των Δεκεμβριανών είναι η ανάδειξη των σχέσεων εξάρτησης που αναπτύσσονται μεταξύ ισχυρών και αδύναμων κρατών, τα οποία όμως έχουν ιδιαίτερη γεωπολιτική αξία, όπως η Ελλάδα. Βλέπουμε λοιπόν πως σε περιόδους κρίσης αυτοί οι μηχανισμοί, που υπό κανονικές συνθήκες λειτουργούν παρασκηνιακά, βγαίνουν στο προσκήνιο και οδηγούν σε ωμές πολιτικές, οικονομικές, ακόμη και στρατιωτικές παρεμβάσεις. Ισως αυτό έχει κάποιους παραλληλισμούς με το σήμερα κυρίως στους όρους εξάρτησης της ελληνικής οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας από το εξωτερικό.
05.12.2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου