Καλημέρα παππού!
Αισθάνομαι ξανά την ανάγκη να σου γράψω. Αυτός ο οδυνηρός μονόλογος που γνωρίζει ότι στη φυσική απουσία του Άλλου είναι αδύνατη η ακρόαση της απάντησης εντός των Φυσικών με τυραννά. Μέσα μου όμως έχει την αξία του όπως τότε, χρόνια μετά που είχες φύγει, μέσα στην άβυσσο της ψυχοδήλωσης. Τότε, και με την ευεργετική παρουσία του Φυτού μέσα στο σώμα μου, ήρθες όπως παλιά, ανάμεσα στα τραγούδια κάποιων άλλων ιθαγενών, και με απίθωσες στοργικά μέσα στην βρεφική κούνια. Εκείνη την στιγμή της σχάσης του Χώρου και του Χρόνου αισθάνθηκα για πρώτη φορά στην ενήλικη μου ζωή ότι η αίσθηση του Ανήκειν ξεπερνά τα μικρά φυσικά μου όρια. Η Ευλογία της παρουσίας σου και των λόγων του Ινδιάνου τραγουδιστή με συντροφεύει ακόμη στα βήματα μου.
Θυμούμαι παππού το ξύλινο φιδάκι στο έπιπλο του σαλονιού στο πατρικό μας σπίτι. Χρόνια μετά έμαθα ότι το σκάλισε ο αδελφός σου στα κρατητήρια της Κοκκινοτριμιθιάς, εκεί όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του Αγώνα. Εκείνο το φιδάκι ασκούσε μία μαγική γοητεία στα παιδικά μου μάτια. Ο αδελφός σου ο αντάρτης κατάφερε να κλείσει μέσα στο ξύλο την ψυχή ενός όντος με όλες τις αρχετυπικές του ποιότητες. Μία έλξη μαγική προς την σοφία και την ερωτική ευλυγισία του φιδιού και ένας αδιόρατος φόβος προς το άγνωστο που αντιπροσώπευε. Αυτή την σοφία και αυτό το αδιόρατο φόβο ενσάρκωσες εσύ στη ζωή μου. Και μίαν ανείπωτη έλξη προς τον Έρωτα.
Σου γράφω παππού αυτές τις ώρες διότι ο αγώνας σας οδεύει προς τον πλήρη του εξευτελισμό. «Τρομοκράτες» σας χαρακτήρισε το καθεστώς της Άγκυρας που κατέχει τον τόπο μας. «Εκάμετε τζιαι εσείς πολλά κακά» αρθρώνουν οι πράκτορες αυτού του καθεστώτος ανάμεσα μας. Και όσοι από τους συντρόφους σου ζουν – με έλάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις – έχουν βγάλει τον σκασμό πλήρως στοιχισμένοι με τον ψεύτη που μας κυβερνά. Του παρέχουν παππού το τόσον απαραίτητο άλλοθι αυτοί που ανέμιζαν τις ελληνικές σημαίες στην εκλογή του. Αυτοί που μιλούσαν κάποτε για Ελλάδα και τα μάτια τους βούρκωναν τον ανέχονται σιωπηλά τώρα ενώ ξεσκίζει τους ομφάλιους λώρους και αφήνει τα λυσσασμένα του σκυλιά να επιτίθενται στην Ελλάδα και την κυβέρνηση της ταυτιζόμενοι πλήρως με τους άλλους που σας ονόμασαν «τραμπούκους». Οι παλιοί σου σύντροφοι παππού μοιάζουν πεθαμένοι προτού πεθάνουν. Και μακάρι αυτό το γράμμα να φτάσει κοντά τους και να τους τσιμπήσει στην μακαριότητα του εθνοκτόνου ληθάργου στον οποίο βρίσκονται δίπλα από τον ψεύτη που μας κυβερνά.
Αναγκάζομαι λοιπόν παππού να υπερασπίσω εγώ την μνημη σου και την μνήμη των τεσσάρων «τρομοκρατών» αδελφών σου.
Μεγάλο μέρος του ποιός είμαι το χρωστώ σε όλα όσα με δίδαξες και με διδάξατε. Η διδασκαλία σας έγινε πιο πολύ με όλα εκείνα που δεν είπατε παρά με όσα αρθρώθηκαν ποτέ με λόγια.
Μου έμαθες να περπατώ. Κυριολεκτικά. Πώς ανάθεμαν σκέφτηκες να κάνεις ένα κωλάνι για να με κρατάς σαν μικρό σκυλάκι και να με βγάζεις βόλτα; Άραγε είναι έτσι που έμαθα να αγαπώ και να σέβομαι τα ζώα;
Μου έμαθες να είμαι τίμιος και ειλικρινής. Λακωνικά. Με αποφθέγματα. Ρήσεις βγαλμένες από τα κατάστιχα της ιστορίάς. «Γιε μου να μεν δέχεσαι να σε καρτζιηλατίσουν», «Ο, τι ένι ο λος του αθρώπου ένι». Και ο λόγος σου είχε τεράστια βαρύτητα μέσα μου αγαπημένε μου «τρομοκράτη». Μετανιώνω πικρά για όλο το χρόνο που θα μπορούσαμε να έχουμε μαζί και τον σπατάλησα διότι δεν μπορούσα να αναγνωρίσω την αξία του. Και θυμούμαι την ματιά και την αγάπη σου κάθε φορά που συναντιόματαν. Με καθοδηγεί σήμερα στην δουλειά μου και στην ενθάρρυνση που παρέχω στους μαθητές μου για την δική τους επαφή με τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους.
Μου έμαθες να αγαπώ το διάβασμα. Χωρίς να πεις ούτε μία λέξη. Η φτωχική παράγγα στην οποία κατοικούσες ήταν μία τεράστια στα παιδικά μου μάτια βιβλιοθήκη. Δεν χρειάζονταν λόγια. Αγάπησα το βιβλίο μέσα από τα κλασσικά εικονογραφημένα και τις εκδόσεις τσέπης. Πριν η γιαγια να πυρώσει το μπάνιο με πολλά από αυτά… Μέσω τους έμαθα τι σημαίνουν αρχές αξίες, Ελευθερία, Αγώνας, Θυσία, Δικαιοσύνη.
Με έμαθες να μην μισώ κανέναν λόγω της εθνικής του καταγωγής. Μέλιν έσταζαν τα χείλη σου για τους Άγγλους, τους Γερμανούς – πολέμησες ενάντια και στους δύο – τους Σκωτσέζους, τους φίλους σου τους Τούρκους. Δεν χρειαζόταν κανένας δάσκαλος να μου διδάξει την αποδοχή του Άλλου. Το είχες κάνει εσύ πριν πάω καν σχολείο.
Μου έμαθες να είμαι αριστερός. Το έκανες μέσα από τη αγάπη σου για τη Ρωσία και τους κομμουνιστές φίλους σου των μεταλλείων. Εσύ που δεν γράφτηκες ποτέ στο κόμμα. Χρόνια μετά που έφυγες έμαθα για την δράση σου και των αδελφιών σου στις μεγάλες απεργίες. Οι λέξεις αριστερά και δεξία δεν είχαν ποτέ νόημα για σένα. Ούτε και θέση στους διαλόγους μας. «Ο άθρωπος γιε μου εν ο τόπος, τζι ας εν γέρημος». Ακόμη και όταν τα παιδιά σου αδικούνταν από τους καλοθεσίτες συγχωριανούς τους για πιθανές διασυνδέσεις με τον κομμουνισμό δεν καταδέκτηκες να αλλάξεις τις αξίες σου. Ξέρεις παππού ότι, όταν ένας από τους εγγονούς σου θα πήγαινε στο στρατό, έφτασαν οι «απογόνοι» τους και ρωτούσαν στη γειτονιά για τα φρονήματά του;
Με έμαθες να αγαπώ την Ελλάδα – όχι τη χώρα – με έναν τρόπο ανεξίτηλο. Χωρίς ποτέ να ξετυλίξεις ούτε μία γαλανόλευκη. Μόνον με τον Λόγο τον λακωνικό και μέσα από τις πράξεις του βίου σου. Μου έμαθες ότι Ελλάδα είναι δύο λέξεις: Ελευθερία και Φιλοξενία. Γι αυτό και το σπίτι μας ήταν πάντα ανοικτό σε κάθε Ξένο. Γι αυτό και ο πατέρας και η μητέρα μου είχαν το σπίτι πάντοτε ανοικτό – κυριολεκτικά – και ξεκλείδωτο. Και μου έμαθες ότι η Ελευθερία είναι ασυμβίβαστη. Δεν κάμπτεται στα χέρια και στα χείλη πωλητικών λιμοκοντόρων. Θα ήταν αδύνατο να την συμβιβάσεις αφού ο ξάδελφος σου πρόλαβε να την υπογράψει με τον θάνατο του πάνω στα βουνά της Σολιάς.
Τώρα στα σχεδόν –ήντα μου παππού μαθαίνω ότι εσύ και τ’ αδέλφια σου ήσαστεν «τρομοκράτες», «τζιαι εκάμετε πολλά». Οι παλιοι σου οι σύντροφοι – όχι όλοι – αφού έχασαν τα μαλλιά και τα δόντια τους γλείφουν πια εκεί που έφτυναν και αγκάλιασαν τον «πολιτικό ρεαλισμό» και τους «οδυνηρούς συμβιβασμούς» του ψεύτη που μας κυβερνά.
Σου γράφω λοιπόν παππού με οδύνη πέρα από το Ποτάμι για να αντλήσω ξανά δύναμη μέσα από την αόρατη παρουσία σου για όλα όσα έρχονται. Σου γράφω κυρίως για να θυμηθώ τούτη την ώρα που όλα μοιάζουν να κατακλύζονται από ένα σκοτάδι πηκτό ότι αρκεί μία και μοναδική ακτίδα φωτός για να καταλυθεί η ισχύς του Σκότους.
Παππού μου «τρομοκράτη» λυπούμαι αφάνταστα και συνθλίβομαι κυριολεκτικά που δεν πρόλαβα ενώ ζούσες να σου πω πόσο περήφανος είμαι που είμαι εγγονός σου.
Καλήν αντάμωση!
Και θυμούμαι παππού:
«Γιε μου να μεν ισσιύψεις για κανέναν!»
Και ξέρω παππού μου ότι είμαστεν πολλοί που έχουμεν παππούδες σαν εσέναν και δεν θα σσύψουμεν.
Εύχομαι ολοψυχα να το θυμηθούν και οι παλιοί σου συντρόφοι…
«Γιε μου να μεν ισσιύψεις για κανέναν!»
Και ξέρω παππού μου ότι είμαστεν πολλοί που έχουμεν παππούδες σαν εσέναν και δεν θα σσύψουμεν.
Εύχομαι ολοψυχα να το θυμηθούν και οι παλιοί σου συντρόφοι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου